Ελλαδα

Post Mortem: Adios Στέλιο

«Τι αλλόκοτο τούτο το ταξίδι σε μαύρα νερά»

Νίκος Γεωργιάδης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν χόρευε θαρρείς πώς πετούσε. Όταν τραγούδαγε κελαηδούσε. Άλμα ελαφρύ, τόσο που η «Κατράνα» μόλις που το αισθανόταν στην πλώρη της. Λιγνός, φάτσα σαρακήνικη , μελαχρινή . Κάτω από τον ήλιο στο κατακαλόκαιρο διέκρινες μόνο το ασπράδι των ματιών του. Γονίδιο παλιό με καλοδουλεμένη την συλλογική μνήμη, ναι την μνήμη, τόσο απούσα πια από τις κουβέντες των ανθρώπων.

Ο Κίκος μπάρκαρε για τα καλά. Θα πάτησε την κουβέρτα του μαύρου βαρκάρη, θα ψέλλισε κάτι για τα άθλια σανίδια του σκαριού, θα κάθισε στην μπροστινή τάβλα και θα σιγοψιθύρισε …. «τι αλλόκοτο τούτο το ταξίδι σε μαύρα νερά». Πάλεψε με το «τέρας» της αρρώστιας για χρόνια, λεβέντικα, αντρίκια αλλά το «τέρας» είναι ανίκητο βλέπεις.

Ο Κίκος για τους Φολεγανδρινούς, ο Στέλιος ο Οθωναίος για όλους τους άλλους έσβησε. Ήταν κιμπάρης, άρχοντας αλλά ταπεινός, γλυκός αλλά και σκληρός. Για χρόνια πολλά οι δύο θυγατέρες μου άλλαζαν βάρδια στην αγκαλιά και τα γόνατά του. Τις έπαιρνε στους ώμους του και τις χόρευε στα πανηγύρια. Τα χαρίσματα του ανθρώπου φαίνονται στις μικρές, αδιόρατες κινήσεις, στις ανεπαίσθητες ματιές, στο σπάσιμο των χειλιών, στον τρόπο που τα δάκτυλα καλαφατίζουν μια πληγή στο σκαρί, στον τόνο της φωνής όταν μιλάς για τους μαθητές σου.

Ήταν αριστερός αν αυτό σημαίνει πια τίποτε στις μέρες μας, ήταν αγαπησιάρης, τρυφερός και την αγαπούσε βαθιά την σύντροφό του, φαινόταν στις λοξές ματιές γεμάτες έγνοια, στο χαμόγελο, στις μικρές κινήσεις που μοιάζουν με χάδια, ίσα ίσα για να αγγίζεις τον άλλον για να του πεις «είμαι δω μη νοιάζεσαι».

Μα πάνω απ’ όλα, ήταν η ματιά του όταν το καΐκι καβατζάριζε τα «Δύο Αδέρφια» και έβαζε ρότα για τα βορεινά, εκείνα του άρεσαν, εκεί θα ήταν το προσκυνητάρι του θαρρώ, το προσωπικό του αγνάντι.

Καλή αντάμωση Στέλιο και μην αμελήσεις να κρατήσεις στασίδι δίπλα σου εκεί που πάς για μας, όταν έλθει και η δικιά μας η σειρά. Adios.