- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ιπποκράτειο: Rave on!
Είναι μια terra incognita το Ιπποκράτειο, το Παπαγεωργίου, η Βιοκλινική κι όλα τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης
Στα επείγοντα ενός νοσοκομείου σε μέρα εφημερίας.
Νοσοκομείο Ιπποκράτειο, αυτό εφημερεύει, Πέμπτη βράδυ στα επείγοντα. Συνοδεύω φίλη που ο πατέρας της υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, παίρνουμε νουμεράκι με αριθμό 3. «Δηλαδή εξετάζονται δύο και μετά εμείς;» ρωτώ με αφέλεια καθώς περιμένουμε σε μια ουρά με τουλάχιστον εκατό ανθρώπους. Φάση τρελής αναμονής, ένα πράγμα σαν το λιμάνι της Μυτιλήνης, αλλά χωρίς πλοία, μόνο φορεία και καροτσάκια και άνθρωποι που περιμένουν σαν τους πρόσφυγες, προκειμένου να «ταυτοποιηθούν» και να αναχωρήσουν ο καθένας για τη «νέα του πατρίδα»- θάλαμο κλινικής.
Η ξανθιά εφημερεύουσα ιατρός με προσγειώνει στη γλώσσα των αριθμών του Εθνικού Συστήματος Υγείας: «Το νούμερο τρία είναι, ας πούμε, ποιοτική διαβάθμιση κατεπείγοντος, πάει να πει πως ο κύριος θα εξεταστεί αφού τελειώσουν οι άσσοι και τα δυάρια, που είναι πιο επείγοντα από το δικό σας επείγον. Με πρόχειρο υπολογισμό, σας δίνω πέντε ώρες αναμονής μέχρι να έρθει η σειρά σας για να εξεταστείτε».
Έξω βρέχει παθιασμένα, λες κι ο ουρανός ήπιε όλον τον Θερμαϊκό και πρέπει κατεπειγόντως να τον κατουρήσει. Τόσο νερό. Στο υπόστεγο στρίβω αβέρτα τσιγάρα και για να περάσει η ώρα μετράω τα ασθενοφόρα, άλλα με πινακίδες Θεσσαλονίκης, άλλα με Αριδαίας, Βέροιας και Νάουσας, πάνε κι έρχονται, «δουλεύει τρελά το μαγαζί» λέω του Δ. που προσέτρεξε για συμπαράσταση, «σαν μπουζουκλερί», μου αποκρίνεται, «που όπου να 'ναι βγαίνει να τραγουδήσει η πρώτη φίρμα, ο Χάρος με το όνομα. Σαν μετρ ντε πρώτο τραπέζι βλέπω τους τραυματιοφορείς και για λουλουδούδες μου μοιάζουν οι νοσηλεύτριες. Κοσμικόν κέντρον η “Παγανιά”, για περάστε, για περάστε!»
Περνάμε έτσι τέσσερις ωρίτσες: με μαύρο χιούμορ και πεθαμενατζίδικα γκαγκ, η αλαζονεία των υγιών, για να ξορκίσουμε τη θανατίλα που μας περιβάλλει. Έξω, στο υπόστεγο, επαναλαμβάνω, γιατί είναι μαθηματικά βέβαιο πως, αν κάτσουμε μέσα παρέα με όλους τους συνοδούς και τους ασθενείς, θα αρπάξουμε όλη τη γρίπη του σύμπαντος κι όλα τα κολλητικά του γαλαξία. Μετά ταξινομούμε τα περιστατικά: σουρομενάκηδες, ορθοπεδικές κακώσεις, καρδιακά επεισόδια, εγκεφαλικά, στομαχικές διαταραχές, πόνοι κατηγορίας Jane Doe (άγνωστης αιτίας).
Ρωτώντας κάνουμε ένα πρόχειρο γκάλοπ ως προς το χρόνο αναμονής. Τσαμπιόνι βγαίνει ένας κύριος που έφερε τη μητέρα του στις έντεκα το πρωί και εδέησε το σύστημα να την εξετάσει στις εννιά το βράδυ. Κοιταζόμαστε με τον Δ. συνωμοτικά και κάνουμε έναν πρόχειρο υπολογισμό για το πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί, θα έχει έρθει η σειρά μας έως τότε. «Μη μασάς, παντού έτσι είναι, ακόμα και στο Grey’s Anatomy, απλώς για οικονομία χρόνου τα κόβουν αυτά στο μοντάζ», λέει για να με παρηγορήσει.
Κάθε τρεις και λίγο, κρατώντας την αναπνοή μου σαν δύτης σφουγγαράς από την Κάλυμνο, καταδύομαι στα ιατρεία για να τσεκάρω την ουρά. Γιατροί και προσωπικό δουλεύουν με χίλια γκάζια, κανένας ψόγος, μα τον Θεό, τρέχουν όλοι σαν φιλμάκι στο fast forward.
Ο Δ., που έχει ρέντα, με προβοκάρει, ρωτώντας με δήθεν αθώα περί του τι αναγνώσματα άραγε θα ήταν καλό να διαθέτουν παρόμοιες ουρές αναμονών, για να κυλά ο χρόνος ευκολότερα. Αρθρογραφία φερ’ ειπείν για το νέο φαλαφελάδικο Massaya, τα θεατρικά σχήματα στο Black Box, που μαρτυρούν πως είναι τάση στη Θεσσαλονίκη ο πειραματισμός, ή μήπως κάτι που να αφορά καινοτόμα applications από ομάδες του ΑΠΘ; Δεν μπαίνω στο βρόμικο παιχνίδι του σνομπάροντάς τον επιδεικτικά, αν κι από μέσα μου σκέφτομαι πως κάτι τέτοιες ώρες είναι που σαν άνθρωποι έχουμε τη δυνατότητα να σταθμίσουμε και να συλλογιστούμε περί του σημαντικού και του ασήμαντου. Καθώς δίπλα μας ψυχές πάσχουν και βοούν, σφαδάζουν ή τα έχουν εντελώς χαμένα, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους η βροχή κροταλίζει στο υπόστεγο, με θόρυβο σαν από τα τύμπανα του Whiplash.
Νοσοκομείο Ιπποκράτειο, Πέμπτη βράδυ, αυτό εφημερεύει, εδέησε μετά την πεντάωρη αναμονή κι ο πατέρας της φίλης μου πέρασε από αξονική και μεταφέρθηκε στην Παθολογική πτέρυγα. Εισαγωγή σε θάλαμο με τρία κρεβάτια, «διασωληνωμένα τυπάκια και φιάλες οξυγόνου σαν αστροναύτες του “Interstellar”, οκ …» το σταματάμε όταν λίγο πιο δίπλα μια κυρία θρηνεί βουβά για το μοιραίο που επήλθε σε συγγενή της. Βγαίνουμε έξω, αυτή τη φορά με θέα την Κωνσταντινουπόλεως. Μαρκίζες από διανυκτερεύοντα γυράδικα και πεθαμενατζίδικα, λασπούρικα πεζοδρόμια και αδέσποτα σκυλιά που περιφέρονται στο προαύλιο, νυχτερινές αποκλειστικές νοσοκόμες που μιλούν όλες τις διαλέκτους της πάλαι ποτέ κραταιής Σοβιετίας, στήνουμε αυτί στα ντίλια για την τιμή, 68 ευρώ η καθημερινή, 105 η αργία.
Ο Δ. ξανακάνει άλλη μια προσπάθεια. Ούτε κυνικά όμως τούτη τη φορά, ούτε με προβοκατόρικη διάθεση. Αλλά ανθρώπινα, βαθιά ανθρώπινα. Και με γνήσια ουμανιστική διάθεση, με μια γνήσια και ειλικρινή απορία και ένα στοργικό νοιάξιμο. «Εδώ που είμαστε, φιλαράκο, δεκάρα δεν δίνουν αν στην ανταπόκριση από Θεσσαλονίκη γράψεις για τη δημοτική αστυνομία που ξαναβγήκε και ρυθμίζει το τριπλοπαρκάρισμα κόβοντας κλήσεις στους γαϊδάρους της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως. Ή για τα κυριακάτικα μπραντς που ξεκινάνε στο “be*”, την έκθεση “Faces” στο Μουσείο Φωτογραφίας, το αν θα κλείσει ή όχι η δημοτική TV100 με το νομοσχέδιο Παππά και την καινούργια μπάντα του Αγγελάκα. Γιατί εδώ η ζωή σταματά, κανείς δεν δίνει δεκάρα για τον έξω κόσμο και την πόλη με τις χαρές και τα χάδια της. Είναι μια terra incognita το Ιπποκράτειο, το Παπαγεωργίου, η Βιοκλινική κι όλα τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης».
Δυο άστεγοι, για να γλιτώσουν το κρύο και την υγρασία, στήνουν το τσαρδί τους ακριβώς δίπλα μας, έξω από την είσοδο της Β’ Παθολογικής. Ένας κόρακας τριγυρίζει οσμιζόμενος προς ποιους να μοιράσει κάρτα κι ένα αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι μου παίρνει πορεία τροχοδρόμησης προς το αεροδρόμιο Μακεδονία.
Αγρίως περασμένα μεσάνυχτα κι η φίλη μου, που ξεμπέρδεψε με τις διαδικασίες εισαγωγής, καταφθάνει κατάκοπη για τσιγάρο μαζί μας. «Τι κάνετε εδώ με τους γιακάδες σηκωμένους σαν την καμπαρντίνα του Καμύ οκτώ ώρες;» μας ρωτάει. Κοιταζόμαστε με τον Δ. και της απαντάμε αμήχανα, «έλα, μωρέ, ξέρεις, φιλοσοφία, θυμοσοφία και στοχασμός περί του ανθρώπινου πολτού, του συνωστισμού της πόλης και των συμβάντων που παράγει». Τσεκάρω το λογαριασμό μου στο fb. Από την άλλη άκρη, στη «Μαύρη Τρύπα» στα Λαδάδικα, ο Ζαν κι οι δυο Τζώρτζηδες ανέβασαν φωτογραφίες με τον Στιβ Γουίν που μόλις ολοκλήρωσε το σετ του. Κάνω λάικ. Είναι ήδη μια άλλη μέρα!