- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πώς το SPD ενδεχομένως να σώσει τη Γερμανία –και την Ευρώπη– χάνοντας
Η υπευθυνότητα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας φαίνεται πως θα αποτελέσει έναν εκ των βασικότερων πυλώνων της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας

SPD: Η συμβολή του στις τομές της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης και της ευρωπαϊκής διάστασης αυτών
Οι τελευταίες εβδομάδες έχουν αποδείξει πέρα πάσης αμφιβολίας πως οι σταθερές οι οποίες καθόρισαν τη μορφή του διεθνούς συστήματος από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά –και ιδιαίτερα στην ψυχροπολεμική εποχή– έχουν αποδυναμωθεί περισσότερο από ποτέ, αν δεν απειλούνται με πλήρη εξάλειψη. Πιστός στο δόγμα του νέο-απομονωτισμού, το οποίο εφήρμοσε ήδη από την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή μια οριακά πολεμική στάση έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο σε ό,τι αφορά τις διπλωματικές διεργασίες σχετικά με τον τερματισμό του ρώσο-ουκρανικού πολέμου, όσο και ευρύτερα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις διατλαντικές σχέσεις, τόσο σε εμπορικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο· η Ευρώπη έχει πλέον συνειδητοποιήσει πως δεν μπορεί να υπολογίζει στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της.
Σε αυτό το εξαιρετικά αρνητικό μομέντουμ για τη Γηραιά Ήπειρο, η επικράτηση του CDU/CSU –και ο προσωπικός θρίαμβος του επικεφαλής της γερμανικής κεντροδεξιάς παράταξης, Φρίντριχ Μερτς– ενδέχεται να αποτελέσει την καθοριστικότερη παράμετρο για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας. Ο επόμενος Γερμανός Καγκελάριος έχει ήδη αναλάβει κρίσιμες πρωτοβουλίες, οι οποίες συντάσσονται με εκείνες του Γάλλου Προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, και του Βρετανού Πρωθυπουργού, Κιρ Στάρμερ. Η διαφαινόμενη σύμπλευση της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί μια πρώτη σχετικά σταθερή –και εξαιρετικά ενθαρρυντική– βάση για την υλοποίηση του πλέον μεγαλεπήβολου ευρωπαϊκού οράματος από τη γέννησή του: του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, η καθοριστική συμβολή της Γερμανίας και η υιοθέτηση ενός διαμετρικά αντίθετου πολιτικού δρόμου εκ μέρους του Βερολίνου σε σχέση με την πολιτική κουλτούρα της χώρας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη στάση που υιοθετεί η ισχυρότερη σοσιαλδημοκρατική δύναμη στην Ευρώπη: το SPD παραδίδει μαθήματα πολιτικού πολιτισμού, γεωπολιτικού ρεαλισμού και συνειδησιακής υπευθυνότητας.
Η γερμανική συγκυβέρνηση και οι τομές στη γερμανική εξωτερική και αμυντική πολιτική
Για να μπορέσει κανείς να εκτιμήσει τη συμβολή του SPD στην επίτευξη του οράματος της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας, θα πρέπει πρώτα να αξιολογήσει το βάθος των τομών στις οποίες προτίθεται να προχωρήσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας, τόσο στην εξωτερική όσο και στην αμυντική πολιτική της χώρας. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά –και, ξανά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής, μετά και την επανένωση της χώρας– το Βερολίνο είχε εκ πεποιθήσεως υιοθετήσει ένα συγκρατημένο δόγμα εξωτερικής πολιτικής, με την ευρύτερη γεωπολιτική επιρροή του –τόσο εντός της ΕΕ όσο και διεθνώς– να μην ανταποκρίνεται στην οικονομική ισχύ της χώρας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, η Γερμανία αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα τον «γίγαντα με τα πήλινα πόδια». Ωστόσο, οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, με την Ουάσιγκτον να αποδεικνύει σχεδόν σε καθημερινή βάση πως η πρόθεσή της είναι να απεμπλακεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από την ευρωπαϊκή ασφάλεια –την οποία εγγυάται από το 1945 μέχρι και σήμερα– σε συνδυασμό με τη σαφή απειλή του ρωσικού επεκτατισμού, αλλά και τη συνειδητοποίηση εντός του γερμανικού πολιτικού συστήματος πως η ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα αποτέλεσε μια κολοσσιαία λανθασμένη επιλογή – έχουν οδηγήσει το ευρύτερο γερμανικό πολιτικό σύστημα σε ένα απολύτως κρίσιμο συμπέρασμα: το Βερολίνο δεν έχει πλέον την επιλογή να παραμείνει απαθές απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις, ενώ φέρει το βάρος της υπαρξιακής ανάγκης ενίσχυσης της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το CDU/CSU και το SPD έχουν συμφωνήσει να προχωρήσουν σε μια γενναία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα προβλέπει τη δραματική αύξηση των αμυντικών δαπανών εκ μέρους του γερμανικού κράτους σε βάθος δεκαετίας, με τον προϋπολογισμό να εκτιμάται περίπου στα 500 δισεκατομμύρια ευρώ. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα απαιτηθεί και η δομική αναθεώρηση της ευρύτερης φιλοσοφίας του δανεισμού της γερμανικής οικονομίας, αλλά και μια εξίσου δομική μεταρρύθμιση του λεγόμενου «φρένου χρέους», σύμφωνα με το οποίο το πρωτογενές έλλειμμα της γερμανικής οικονομίας δεν μπορεί να ξεπερνάει το 0,35% του ΑΕΠ της χώρας. Με άλλα λόγια, η υιοθέτηση μιας αμιγώς πιο φιλόδοξης γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και η επένδυση στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις δεν αποτελούν απλώς τομές στις σταθερές της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας, αλλά εμπεριέχουν και μια ευρύτερη δημοσιονομική διάσταση, η οποία αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της γερμανικής οικονομικής πολιτικής · στην ουσία, η επόμενη γερμανική συγκυβέρνηση έχει πλέον συνειδητοποιήσει πως ο «γίγαντας» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει πλέον να συμπεριφέρεται αναλόγως με το μέγεθός του. Όπως κάθε κρίση, έτσι και η αναθεώρηση των σταθερών της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής εξαιτίας του Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να μετατραπεί σε μια παγκόσμια γεωπολιτική δύναμη. Χωρίς τη Γερμανία, αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί – και ίσως αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο, παρά την τεράστια οικονομική της ισχύ, η ΕΕ ανέκαθεν αποτελούσε τον αδύναμο γεωπολιτικό κρίκο του διεθνούς συστήματος.
Γιατί το SPD κρίνει την επιτυχία των τομών στη γερμανική εξωτερική και αμυντική πολιτική
Σε μια απότομη μετάβαση από την υψηλή πολιτική των διεθνών σχέσεων στα άψυχα και άχαρα πρακτικά της καταμέτρησης ψηφοδελτίων στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Βαυαρίας –και πόσο μάλλον της Σαξονίας, στην καρδιά της πρώην Ανατολικής Γερμανίας– μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τον σοκαριστικό ρεαλισμό της στάσης που έχει υιοθετήσει το SPD από την ανακοίνωση του αποτελέσματος των πρόωρων ομοσπονδιακών γερμανικών εκλογών μέχρι σήμερα. Υπενθυμίζεται πως το CDU/CSU επικράτησε με 28,5%, με το ακροδεξιό AfD να έρχεται δεύτερο με 20,8% –αλλά να θριαμβεύει στην Ανατολική Γερμανία– και το πρώην κυβερνών κόμμα, SPD, να έρχεται τρίτο με μόλις 16,4%, σημειώνοντας το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του.Υπενθυμίζεται επίσης πως μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, το CDU/CSU, ξεκινώντας μια τοξική αντιπολίτευση, πρότεινε ένα σχέδιο πέντε σημείων για τον περιορισμό της μετανάστευσης προς τη Γερμανία, το οποίο έλαβε την υποστήριξη του AfD· ο μόνος λόγος για τον οποίο εν τέλει δεν εγκρίθηκε ήταν το γεγονός πως ορισμένοι βουλευτές της γερμανικής κεντροδεξιάς διαχώρισαν τη στάση τους από την κομματική γραμμή. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία εκ μέρους του Μερτς –ο οποίος ωστόσο είχε δηλώσει πως σε καμία περίπτωση δεν θα προχωρούσε σε συνεργασία με το AfD μετεκλογικά, όπως και δεν έκανε– προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εντός της γερμανικής πολιτικής σκηνής, δυναμιτίζοντας την προεκλογική κούρσα και καθιστώντας τις ήδη τεταμένες προσωπικές σχέσεις μεταξύ του επικεφαλής του CDU/CSU και του απερχόμενου Γερμανού Καγκελαρίου και επικεφαλής του SPD, Όλαφ Σολτς, ακόμα πιο δύσκολες.
Βλέποντάς το κυνικά, το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, σε συνδυασμό με την έστω και συγκυριακή σύμπνοια του CDU/CSU με το AfD, έδωσε στο SPD μια μοναδική ευκαιρία να στριμώξει τον παραδοσιακό πολιτικό του αντίπαλο και να καταστήσει την επικράτηση του Μερτς έναν σύγχρονο ορισμό μιας Πύρρειου νίκης. Συγκεκριμένα, στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος, το SPD θα μπορούσε να υιοθετήσει μια πολεμική στάση απέναντι στο CDU/CSU, αρνούμενο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του, ενώ θα μπορούσε παράλληλα αξιοποιήσει επικοινωνιακά την πρότερη σύμπλευση των δύο κομμάτων στο σχετικό νομοσχέδιο για τη μετανάστευση, είτε ως ένδειξη των προθέσεών τους να συνεργαστούν, είτε ως απόδειξη των κοινών τους θέσεων, καλώντας κατά συνέπεια τον Μερτς ώστε να αναζητήσει έναν διαφορετικό κυβερνητικό εταίρο στη γερμανική ακροδεξιά ή ακόμα και να τον ωθήσει σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας με πιθανό εταίρο τους Πράσινους. Το γεγονός, δε, πως ο Μερτς –ως αυθεντικός εκφραστής της συντηρητικότερης πτέρυγας του CDU/CSU και άτυπος επικεφαλής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης απέναντι στην πρώην καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, με την οποία το SPD συγκυβέρνησε στα διαστήματα 2005-2009 και 2013-2021– μετακίνησε το CDU/CSU προς μια σειρά συντηρητικότερων θέσεων, σε μια συγκυρία όπου το SPD κινήθηκε ταυτόχρονα προς τις προοδευτικότερες καταβολές του, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μια ακόμα αφορμή για την ηγεσία του SPD, ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο μιας ακόμα κυβερνητικής σύμπλευσης με τη γερμανική κεντροδεξιά.
Όμως, το SPD αποφάσισε να πράξει διαφορετικά. Παρά το απογοητευτικό –αν όχι οριακά εξευτελιστικό, με δεδομένο πως η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε τον πυλώνα των προηγούμενων γερμανικών κυβερνήσεων– αποτέλεσμα, το SPD υιοθέτησε μια εξαιρετικά υπεύθυνη στάση, συντασσόμενο από την πρώτη στιγμή με το CDU/CSU, μην αφήνοντας την παραμικρή αμφιβολία στους γεωπολιτικούς αντιπάλους της Ευρώπης, αλλά και στις διεθνείς αγορές, σχετικά με τη μετεκλογική σταθερότητα της χώρας· με την επιλογή του, το SPD δίνει στη Γερμανία τη δυνατότητα να αποκτήσει μια μετριοπαθή φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση στο χρονικό σημείο που τη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Παρά την πρωτοφανή ευκαιρία για την ηγεσία του SPD ώστε να ταυτίσει το CDU/CSU –και τον Μερτς προσωπικά– με τη γερμανική ακροδεξιά, υιοθετώντας μια πολεμική και αμιγώς αντιπαραγωγική επικοινωνιακή ρητορική, η οποία παρότι δεν θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, εντούτοις θα παρήγαγε σαφή πολιτικά αποτελέσματα από τα οποία το SPD θα μπορούσε υπό συνθήκες να ευνοηθεί σε βάθος χρόνου –ή τουλάχιστον έτσι να νομίζει– η γερμανική σοσιαλδημοκρατική παράταξη διάβασε σωστά τις διεθνείς εξελίξεις, αναγνωρίζοντας πως οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί αποτελούν μια πρωτοφανή ευκαιρία για τη χώρα και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτός δεν είναι ακόμα ένας μεγάλος συνασπισμός
Ένας προφανής –αλλά τελικά ελλιπής– αντίλογος θα μπορούσε να εστιάσει στο γεγονός ότι τα δύο κραταιά κόμματα του γερμανικού πολιτικού συστήματος έχουν συγκυβερνήσει στο παρελθόν άλλες τέσσερις φορές –και για συνολικά 20 χρόνια– οπότε ο σχηματισμός μιας ακόμα κυβέρνησης μεταξύ τους μπορεί να μην αποτελεί είδηση, αλλά απλώς συνέχεια της κανονικότητας. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως η κατάκτηση μόλις της τρίτης θέσης στις γερμανικές εκλογές καθιστά τη συγκυβέρνηση μεταξύ των δύο κομμάτων μια απλή κυβέρνηση συνεργασίας και όχι άλλον έναν μεγάλο συνασπισμό· το AfD αποτελεί τη γερμανική αξιωματική αντιπολίτευση όχι επειδή ο πρώτος συνεργάζεται με τον δεύτερο –όπως συνέβαινε στις προηγούμενες περιπτώσεις– αλλά επειδή κατέκτησε τη δεύτερη θέση. Αυτή η συνθήκη καθιστά τη στάση του SPD ακόμα πιο αξιοθαύμαστη, καθώς όλες οι εμπειρικές περιπτώσεις της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας έχουν ενισχύσει ένα δομικό αξίωμα της πολιτικής θεωρίας: σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος είναι αυτός που φθείρεται περισσότερο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, με τη χαρακτηριστική περίπτωση των Βρετανών Φιλελεύθερων κατά τη συγκυβέρνησή τους με τους Συντηρητικούς (2010-2015) να αποτελεί μία από τις πιο εξέχουσες περιπτώσεις πολιτικής και εκλογικής αποσύνθεσης, ως απόρροια της συμμετοχής τους ως junior partner σε ένα κυβερνητικό σχήμα.
Με δεδομένο πως το SPD δεν έχει βρεθεί ποτέ ξανά σε αυτή την –εξαιρετικά μειονεκτική– θέση, δεν μπορεί κανείς παρά να εξάρει το επίπεδο του πολιτικού πολιτισμού που εκπέμπει με τη στάση του, προτάσσοντας τη σταθερότητα της Γερμανίας έναντι του αμιγώς κομματικού συμφέροντος, σε μια συγκυρία στην οποία θα μπορούσε κάλλιστα να πράξει το αντίθετο. Αντιθέτως, στηρίζοντας μια κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό το –σαφώς πιο συντηρητικό– CDU/CSU του Μερτς, το SPD ενδεχομένως να ρισκάρει ακόμα και την πολιτική του εξαφάνιση, τουλάχιστον συγκριτικά με το παρελθόν του κόμματος· άλλωστε, όλο και αυξάνονται πλέον οι περιπτώσεις των πάλαι ποτέ ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που πλέον αγωνίζονται να παραμείνουν σε κυβερνητική τροχιά εντός των πολιτικών συστημάτων των χωρών τους. Αναμφίβολα, ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας ποτέ δεν αποτελεί το ιδανικό σενάριο για κανένα από τα κόμματα που συμμετέχουν σε αυτή. Ωστόσο, μετά το αποτέλεσμα των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών, τόσο το CDU/CSU –και ο Μερτς προσωπικά– όσο και το SPD αποδεικνύουν πως αντιλαμβάνονται πλήρως το βάρος της ευθύνης που πρέπει να αναλάβουν, τόσο απέναντι στη Γερμανία όσο και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν για τη γερμανική κεντροδεξιά αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένο μετά και την άνετη εκλογική της επικράτηση, το ίδιο σίγουρα δεν ισχύει απαραιτήτως για τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Η υπευθυνότητα αποτελεί συνειδητή στάση για το SPD και, παρά τις εγγενείς αδυναμίες του κόμματος, αλλά και την αντικειμενικά κακή διακυβέρνηση που άσκησε ως κυβερνητικός πυλώνας της προηγούμενης κυβέρνησης, η συμβολή του στην ανασύνταξη του γερμανικού και του ευρωπαϊκού γεωπολιτικού δόγματος ενδεχομένως να ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της εσωτερικής πολιτικής –και αμιγώς κομματικής– του διάστασης.