Κοσμος

Ευρωπαϊκή άμυνα: η ρήξη με τις ΗΠΑ, η ηγεσία της Βρετανίας και η επιστροφή του γαλλό - γερμανικού άξονα

Oι διατλαντικές σχέσεις βαίνουν προς τη δυσκολότερη φάση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας

Άγης Παπαγεωργίου
Άγης Παπαγεωργίου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ευρωπαϊκή άμυνα: η ρήξη με τις ΗΠΑ, η ηγεσία της Βρετανίας και η επιστροφή του γαλλό-γερμανικού άξονα
© EPA / Chris Kleponis

Πώς η συμπόρευση της Βρετανίας με τον γάλλο-γερμανικό άξονα αποτελεί τη μόνη ελπίδα της Ευρώπης ώστε να ανεξαρτητοποιηθεί γεωπολιτικά από τις ΗΠΑ

Πλέον δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως οι διατλαντικές σχέσεις βαίνουν προς τη δυσκολότερη φάση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Η ρήξη του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι το απόγευμα της Παρασκευής, η ακύρωση της διμερούς συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ουκρανίας σχετικά με την παραχώρηση κρίσιμων γαιών ως αντάλλαγμα για την αμερικανική βοήθεια στο πλαίσιο του ρώσο-ουκρανικού πολέμου, και η διαφαινόμενη άμεση απεμπλοκή των ΗΠΑ τόσο από την προάσπιση της ουκρανικής εθνικής ασφάλειας, όσο και από την ευρωπαϊκή ασφάλεια στο σύνολό της, καθιστά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής και αμυντικής αυτονομίας ως μια ξεκάθαρη υπαρξιακή αναγκαιότητα· δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να υπολογίζει σοβαρά στη συνεκτικότητα του NATO, στο οποίο οι ΗΠΑ του Τραμπ δε δείχνουν πλέον ούτε να πιστεύουν ιδεολογικά, ούτε έχουν την παραμικρή πρόθεση να το ενισχύσουν σε πρακτικό επίπεδο. Το δε ξέσπασμα του Αμερικανού Αντιπροέδρου, Τζέι Ντι Βανς εναντίον του Ουκρανού Προέδρου αποτελεί την πλέον σημειολογική έκφραση του νέο-απομονωτικού, και φιλικού προς τη Ρωσία γεωπολιτικού δόγματος, του οποίου η εφαρμογή στερεί από την Ευρώπη τις δικλείδες ασφαλείας, οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Σε αυτό το –εξαιρετικά– κρίσιμο, αλλά και ιστορικό σταυροδρόμι για την Ευρώπη, η Σύνοδος των Ευρωπαίων ηγετών την οποία διοργανώνει ο Βρετανός Πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, αποκτά αυτομάτως μια σαφώς ευρύτερη –και επείγουσα– διάσταση, καθώς η σύμπλευση των ευρωπαϊκών κρατών αποτελεί μονόδρομο για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Σε αυτό το εγχείρημα, η συμπόρευση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προφανώς απολύτως αναγκαία, και –ευτυχώς– ο Βρετανός Προθυπουργός επιθυμεί να μετατρέψει τη χώρα του σε ηγέτιδα δύναμη. Παρά τις αδιαμφισβήτητες αγκυλώσεις του Brexit, αλλά και το σταθερό μομέντουμ των ευρωσκεπτικιστικών –αν όχι και φιλορωσικών, τουλάχιστον στην περίπτωση του Νάιτζελ Φάρατζ και του κόμματός του, Reform UK– δυνάμεων εντός του βρετανικού πολιτικού συστήματος, ο Στάρμερ προχωρά στην οργάνωση μιας ακόμα συνόδου Ευρωπάιων ηγετών, η οποία παρότι αρχικά είχε ως αντικείμενο τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, απέκτησε πλέον έναν σαφή απώτερο στόχο: την σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας από την αμυντική ομπρέλα προστασίας την οποία παρέχει η Ουάσινγκτον στην Ευρώπη από το 1945 μέχρι και σήμερα.

Η συνεπής στροφή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, αν υπήρξε μια συνθήκη στην οποία τόσο οι Εργατικοί όσο και οι Συντηρητικοί παρέμειναν συνεπείς –και σε απόλυτη σύμπνοια μεταξύ τους– αυτή ήταν η οριακά άνευ όρων υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Ουκρανία, και η προάσπιση της ουκρανικής εθνικής ασφάλειας απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Ως Πρωθυπουργός, ο Στάρμερ ουσιαστικά τιμάει την κληρονομιά των δύο άμεσων προκατόχων του, Μπόρις Τζόνσον και Ρίσι Σούνακ –με τη σύντομη πρωθυπουργία της Λιζ Τρας να μην έχει να προσφέρει κάτι αξιοσημείωτο σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής– ανανεώνοντας τις δεσμεύσεις του Λονδίνου απέναντι στο Κίεβο, και προχωρώντας σε μια σειρά ριζικών μεταρρυθμίσεων για τα δεδομένα του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες αψηφούν σταθερές τόσο σε ότι αφορά τη μακρά, πλέον, μέτα-ψυχροπολεμική περίοδο, όσο και τον νέο πολιτικό χρόνο στον οποίο εισήχθη και επισήμως η χώρα μετά και την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση πίσω στο 2020. Ενδεικτικά, ο Στάρμερ ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας πως το Ηνωμένο Βασίλειο θα αυξήσει το επίπεδο των επενδύσεων του στην άμυνα ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ, με τον σχετικό δείκτη να αναμένεται να κινηθεί στο 2,5% το 2027, και στο 3% μέχρι το 2035· σήμερα ο συγκεκριμένος δείκτης κυμαίνεται στο 2,3%, με το Ηνωμένο Βασίλειο να προβαίνει σε διαρκείς μειώσεις των επενδύσεών του στην άμυνα από το τέλος του ψυχρού πολέμου μέχρι και σήμερα.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, και ειδικά μετά την επανεκλογή του Τραμπ τον Νοέμβριο του 2024, ο Στάρμερ έχει προχωρήσει και σε έναν επαναπροσδιορισμό της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής στο σύνολό της, αποδίδοντας τις μια σαφή φιλοδοξία να ηγηθεί της κοινής προσπάθειας προς την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας. Παρότι η πρωθυπουργία του έχει μέχρι στιγμής διαψεύσει τις αρχικές προσδοκίες σχετικά με το ενδεχόμενο μιας άμεσης επαναπροσέγγισης μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών –καθώς η βρετανική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Κομισιόν να διαφωνούν σε μια σειρά κρίσιμων θεμάτων οι οποίες απαγορεύουν, προς ώρας τουλάχιστον, μια εντυπωσιακή αλλαγή στις διμερείς σχέσεις των δύο πλευρών– εντούτοις σε ό,τι αφορά την αμιγώς γεωπολιτική διάσταση των βρετανικών συμφερόντων, ο Στάρμερ έχει καταστήσει σαφές πως θεωρεί ότι αυτά σε καμία περίπτωση δεν είναι ανεξάρτητα από εκείνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο –και παρά την άβολη, ιδεολογικά και πρακτικά, πραγματικότητα του Brexit– ο Βρετανός Πρωθυπουργός αποτέλεσε έναν εκ των Ευρωπαίων ηγετών οι οποίοι υποστήριξαν ενθέρμως τη σύναψη μιας διμερούς συμφωνίας ασφαλείας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σαφές πρώτο βήμα προς την υλοποίηση ενός κοινού ευρωπαϊκού γεωπολιτικού δόγματος, το οποίο φυσικά θα ευνοήσει την ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στο διηνεκές.

Ο Βρετανός Πρωθυπουργός αποτέλεσε έναν εκ των Ευρωπαίων ηγετών οι οποίοι υποστήριξαν ενθέρμως τη σύναψη μιας διμερούς συμφωνίας ασφαλείας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το κρισιμότερο –αλλά και το πλέον σημειολογικό– στοιχείο της στάσης του Βρετανού Πρωθυπουργού, πέρα από τη συνέπεια της, ένα το γεγονός πως η ανάδειξη του Ηνωμένου Βασιλείου ως ηγέτιδα δύναμη σε μια γεωπολιτικά μετά-αμερικανική Ευρώπη αντιβαίνει στην αμιγώς κυνική – αλλά ταυτόχρονα αυτονόητη, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων – λογική μιας ζύγισης του πολιτικού κόστους. Με όποιον τρόπο και αν ο Στάρμερ δεσμεύσει τόσο την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, σε ένα κοινό ευρωπαϊκό γεωπολιτικό όραμα, αυτό θα σημαίνει ταυτόχρονα πως το νέο-απομωνοτικό αφήγημα της αποχώρησης της χώρας από την ΕΕ ως μια απεγνωσμένη έκφραση ενός παρωχημένου βρετανικού εξαιρετισμού, επί της ουσίας θα χρεοκοπήσει δια παντός. Υπό αυτό το πρίσμα, και με δεδομένο πως οι Εργατικοί δημοσκοπικά βρίσκονται πλέον στη δεύτερη θέση, συγκεντρώνοντας ένα ποσοστό της τάξεως του 25%, με τους –όλο και φανατικότερους ευρωσκεπτικιστές– Συντηρητικούς να ακολουθούν με 21%, και το ευρωσκεπτικιστικό, φιλορωσικό, και αμιγώς φιλοτραμπικό Reform UK του Φάρατζ να είναι πρώτο με 27%, οι πρωτοβουλίες τις οποίες λαμβάνει ο Στάρμερ έχουν αυτομάτως ένα σπουδαιότερα πολιτικό αλλά και ηθικό βάρος· υπενθυμίζεται πως μόλις τον Ιούλιο του 2024, ο Στάρμερ οδήγησε τους Εργατικούς στον μεγαλύτερο πολιτικό τους θρίαμβο από το 1997 μέχρι σήμερα.

Η αλλαγή του μομέντουμ στην Ηπειρωτική Ευρώπη

Φυσικά, όποια πρωτοβουλία και αν έπαιρνε ο Βρετανός Πρωθυπουργός, και όσο και αν αποδείκνυε την πρόθεσή του να ψηφίσει το όποιο πολιτικό κόστος αυτή μπορεί να προκαλούσε, σε ένα αρνητικό πολιτικό μομέντουμ για την κυβέρνησή του –η οποία βλέπει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος προς εκείνη να εξαϋλώνεται σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά τον σχηματισμό της– η επιρροή μιας περισσότερο φιλόδοξης και παρεμβατικής βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ως προς την ενίσχυση της στρατηγικής και αμυντικής και αυτονομίας θα ήταν λειψή, χωρίς την καθοριστική συμβολή τη ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των κρατών-μελών της. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συνθήκες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στην Ηπειρωτική Ευρώπη – ξανά, λιγότερο από ένα χρόνο μετά τις ευρωεκλογές του 2024 όπου οι ευρωσκεπτικιστικές και φιλορωσικές δυνάμεις κατέγραψαν τα καλύτερά τους ποσοστά μέχρι και σήμερα – είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικές· πέρα από τη διαρκή προσήλωση της Ευρωπαϊκής Κομισιόν στην ενίσχυση της ουκρανικής εθνικής ασφάλειας –σε ένα πεδίο όπου η σύμπνοια με το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει αμφισβητηθεί ούτε μια στιγμή από το 2022 μέχρι και σήμερα– σε αυτόν τον νέο θεσμικό κύκλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας στο σύνολό της, και η σταδιακή απεμπλοκή από την αμερικανική αμυντική ομπρέλα σε πρακτικό επίπεδο, μέσω δηλαδή της αύξησης των δημόσιων δαπανών στην άμυνα αλλά, και της διαμόρφωσης ενός κοινού γεωπολιτικού δόγματος, αποτελεί την αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα των Βρυξελλών.

Ξανά, ωστόσο, και λόγω της δομής της ΕΕ, οι προθέσεις της Κομισιόν δεν θα ήταν ποτέ αρκετές ως προς την υλοποίηση του υπαρξιακού, πλέον, στρατηγικού και αμυντικού οράματος της Ευρώπης –ακόμα και σε ένα πλαίσιο πλήρους συνεργασίας με τη βρετανική κυβέρνηση– χωρίς την εκ νέου ισχυροποίηση του γάλλο - γερμανικού άξονα, και την αφοσίωση του Παρισιού και του Βερολίνου στον ίδιο ακριβώς στόχο. Σε αυτό το επίπεδο, και μετά το αποτέλεσμα των πρόωρων γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών, οι συνθήκες οι οποίες διαμορφώνονται παραδόξως μοιάζουν ιδανικές, καθώς των τριών ισχυρότερων –τόσο γεωπολιτικά, όσο και οικονομικά– χωρών της Ευρώπης ηγούνται πλέον τρία πολιτικά πρόσωπα τα οποία φαίνονται απολύτως αφοσιωμένα στον κοινό στόχο της ανεξαρτητοποίησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Αναλυτικότερα, τις πρωτοβουλίες του Στάρμερ πλαισιώνουν ιδανικά τόσο ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν –ο οποίος πλέον δικαιώνεται και σε προσωπικό επίπεδο για την επιμονή του στη γεωπολιτική ισχυροποίηση και ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης, τη σημασία της οποίας επισημαίνει ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας– όσο και ο επόμενος Γερμανός Καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος παρότι αποτελεί ίσως τον πλέον αφοσιωμένο ατλαντιστή εντός του γερμανικού πολιτικού συστήματος, εντούτοις έχει τονίσει με τον πλέον σαφή τρόπο πως η ανεξαρτητοποίηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας από τις ΗΠΑ δεν είναι πλέον διαπραγματεύσιμη.

Τις πρωτοβουλίες του Στάρμερ πλαισιώνουν ιδανικά τόσο ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, όσο και ο επόμενος Γερμανός Καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος παρότι αποτελεί ίσως τον πλέον αφοσιωμένο ατλαντιστή εντός του γερμανικού πολιτικού συστήματος

Θέτοντας το διαφορετικά, εφόσον οι τρεις ηγέτες καταφέρουν όντως να συντονίσουν τις προσεγγίσεις τους –όπως φαίνονται πρόθυμοι να πράξουν– τότε η σύσταση μιας βρετανό-γαλλό-γερμανικής συμμαχίας σε πολιτικό επίπεδο μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τόσο τον αξιακό, όσο και τον πρακτικό πυρήνα ενός νέου πολιτικού χρόνου για την ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά και για την υιοθέτηση μιας απείρως συνεκτικότερης ευρωπαϊκής προσέγγισης απέναντι τόσο στη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση, όσο και απέναντι στις ΗΠΑ σε βάθος χρόνου. Στην ουσία, η κομβική παράμετρος δεν είναι άλλη από τον σχηματισμό της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης υπό τον Μερτς, καθώς ως Καγκελάριος ο ίδιος φαίνεται πρόθυμος να συγκρουστεί και εκείνος, με τη σειρά του, με τις ιδεολογικές σταθερές της γερμανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, προτεραιοποιώντας τόσο την υιοθέτηση ενός σαφώς ενεργότερου ρόλου του Βερολίνου εντός του διεθνούς συστήματος, όσο και την αύξηση των αμυντικών δαπανών της χώρας· η πολυεπίπεδη πολυπλοκότητα μιας σειράς ιστορικών, πολιτικών, και πολιτισμικών παραγόντων απέτρεψε ουσιαστικά από όλες τις γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις τη δυνατότητα να αποδώσουν στη Γερμανία το γεωπολιτικό και αμυντικό αποτύπωμα το οποίο αναλογεί τόσο στο μέγεθος της οικονομίας της, όσο και στο ειδικό βάρος το οποίο αδιαμφισβήτητα διαθέτει ως ένα εκ των δύο ισχυρότερων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ευκαιρία – και η παγίδα

Σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο, και πρωτοφανώς ασταθές διεθνές σύστημα –μετά και την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η οποία ταχύτατα επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις σχετικά με την εκ νέου υιοθέτηση εκ μέρους του του νέο-απομονωτικού, γεωπολιτικά, και προστατευτικού, εμπορικά, δόγματος όπως το εφάρμοσε σε έναν βαθμό και κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας– η προοπτική της υλοποίησης του οράματος της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες από ποτέ. Παράλληλα, η ρήξη του Αμερικανού Προέδρου με τον Ουκρανό ομόλογό του –ενώπιων της απόλυτης προσοχής της διεθνούς κοινότητηας– αποδεικνύει πως η Ευρώπη δε μπορεί σε καμία των περιπτώσεων να βασιστεί στην αμερικανική κυβέρνηση για οτιδήποτε αφορά την προστασία των συμφερόντων της απέναντι στη Ρωσία. Έτσι, η ιδεολογική και πρακτική σύμπνοια την οποία βρίσκονται η βρετανική, η γαλλική, και η γερμανική κυβέρνηση –παρά τις λυσσαλέες πολιτικές συγκρούσεις εντός των πολιτικών συστημάτων και των τριών χωρών, οι οποίες δημιουργούν φθορά και στους τρεις ηγέτες, καθώς ακόμα και ο Μερτς δεν μπορεί να νιώθει πολιτικά ασφαλής πριν καν αναλάβει την καγκελαρία, όταν το ακροδεξιό AfD θα αποτελέσει την αξιωματική αντιπολίτευση της κυβέρνησης του– δημιουργεί ένα παραγωγικό πλαίσιο στο οποίο η Ευρώπη έχει όντως τη δυνατότητα να μεταβεί σε ένα νέο πολιτικό χρόνο, και να μετατραπεί σε μια πραγματική γεωπολιτική υπερδύναμη, διαρρηγνύοντας την εξαρτητική αμυντική της σχέση από τις ΗΠΑ, και επιτυγχάνοντας να προστατεύσει την ασφάλεια της έναντι των απειλών τρίτων χωρών σε βάθος χρόνου.

Η επιτυχία του συγκεκριμένου –απολύτως φιλόδοξου– εγχειρήματος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη

Ωστόσο, η επιτυχία του συγκεκριμένου –απολύτως φιλόδοξου– εγχειρήματος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Παρότι η συγκυρία της συνύπαρξης των Στάρμερ, Μακρόν, και Μερτς αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για την Ευρώπη, οι τρεις ηγέτες καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά αποσταθεροποιητικών παραγόντων, η καθεμία από τις οποίες αρκεί έτσι ώστε να εκτροχιάσει τις κοινές τους προσπάθειες εφόσον η συνέπειά τους κλονιστεί έστω και στο ελάχιστο. Η ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση του αδιαμφησβήτητου πολιτικού κόστους το οποίο αναλαμβάνει η βρετανική κυβέρνηση, η οποία αψηφά επί της ουσίας τουλάχιστον τις γεωπολιτικές –αν όχι σύντομα και τις εμπορικές– προσταγές του Brexit, το γεγονός πως η θητεία του Μακρόν οδεύει σταδιακά προς το συνταγματικό της τέλος την ώρα που η Γαλλία παραμένει πολιτικά απολύτως διχασμένη, και το μερικώς κατακερματισμένο γερμανικό πολιτικό σύστημα εντός του οποίου ο Μερτς καλείται να υλοποιήσει θεμελιώδεις και πρωτοφανείς αλλαγές, αποτελούν μόνο τις εσωτερικές παραμέτρους οι οποίες θα μπορούσαν να καταστείλουν τις πρωτοβουλίες τους σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.

Παράλληλα, η ενίσχυση της στρατηγικής και αμυντικής της ευρωπαϊκής αυτονομίας αναμένεται να απαιτήσει και την από κοινού αντιμετώπιση του πλέον ικανού αντιπάλου, ο οποίος εξαργυρώνει το πολιτικό του κεφάλαιο σε παγκόσμιο επίπεδο: παρότι ο Ντόναλντ Τραμπ επιθυμεί διακαώς την απεμπλοκή των ΗΠΑ από την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως επιθυμεί την ανάδειξη της Ευρώπης σε μια υπολογίσιμη γεωπολιτική δύναμη· η παροχή ειδικών εμπορικών όρων προς τη βρετανική κυβέρνηση, σε αντίθεση με τον εμπορικό πόλεμο τον οποίο είχε κηρύξει με την ΕΕ, αποτελεί απλώς μια πρώτη ένδειξη της προσπάθειάς του ώστε να αποδυναμώσει το ευρωπαϊκό αμυντικό μπλοκ το οποίο φαίνεται πώς μπορεί να συγκροτηθεί· η πρόθεση του Τραμπ να συγκρουστεί σφόδρα με όποιον του εναντιώνεται επιβεβαιώθηκε το βράδυ της Παρασκευής, γεγονός που σημαίνει πως η συμπόρευση των ευρωπαϊκών δυνάμεων θα πρέπει να είναι απόλυτη και άνευ όρων. Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα ταραχώδης γεωπολιτική συγκυρία αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη ευκαιρία για την Ευρώπη· η εκμετάλλευση αυτής περνά πρωτίστως από τον συντονισμό και τη συνέπεια του Λονδίνου, του Παρισιού, και του Βερολίνου. Η επιτυχία θα κάνει εκκωφαντικό θόρυβο παγκοσμίως, η αποτυχία θα βυθίσει την Ευρώπη στην εσωστρέφεια, από την οποία ίσως ποτέ δεν καταφέρει πλέον να ξεφύγει.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.