Κοσμος

Γερμανικές Εκλογές - Η επόμενη μέρα: Μια πρωτοφανής ευκαιρία και ένας υπαρξιακός κίνδυνος

Στην εποχή του ρεαλισμού που έχει πλέον ξημερώσει, το Βερολίνο μπορεί να ηγηθεί, και μένει απλώς να φανεί αν θα καταφέρει όντως να το πράξει· για τη Γερμανία, και για την Ευρώπη.

Άγης Παπαγεωργίου
Άγης Παπαγεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γερμανικές Εκλογές - Η επόμενη μέρα: Μια πρωτοφανής ευκαιρία και ένας υπαρξιακός κίνδυνος
© Halil Sagirkaya/Anadolu via Getty Images

Πώς το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών αποτελεί μια πρωτοφανή ευκαιρία για το Βερολίνο ώστε να ηγηθεί εκ νέου της Ευρώπης, χωρίς όμως να απομένει το παραμικρό περιθώριο αποτυχίας

Οι πρόωρες γερμανικές εκλογές του 2025 θα αποκτήσουν τη δική τους θέση στην ιστορία, κυρίως για όσα τελικά δεν συνέβησαν. Το χειρότερο σενάριο αποφεύχθηκε –και με το παραπάνω– καθώς το CDU/CSU κατέγραψε μια πειστική νίκη έναντι του AfD –με τη γερμανική κεντροδεξιά να συγκεντρώνει το 28.5% των καταγεγραμμένων ψήφων, έναντι του 20.4% της ακροδεξιάς– το οποίο σε συνδυασμό με το ποσοστό του SPD, το οποίο κατά τα άλλα βυθίστηκε στο 16%, αρκεί στα δύο ιστορικότερα κόμματα του μεταπολεμικού γερμανικού πολιτικού συστήματος να προχωρήσουν στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας, εξασφαλίζοντας μια σχετικά άνετη πλειοψηφία στη Bundestag· η αποτυχία του φιλελεύθερου FDP αποτέλεσε το κρίσιμο σημείο το οποίο επιτρέπει τον σχηματισμό κυβέρνησης με μόλις δύο κόμματα, γεγονός που αυτομάτως καθιστά τις σχετικές μετεκλογικές διεργασίες απείρως απλούστερες.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών –με δεδομένες πάντα τις συνθήκες εντός των οποίων διαμορφώθηκε– προκαλεί μια σχετική αισιοδοξία σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα, τόσο για τη Γερμανία, όσο και για την Ευρώπη. Η υιοθέτηση ενός αμιγώς φιλοεπενδυτικού οικονομικού δόγματος από την επόμενη γερμανική κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του ρόλου της Γερμανίας στο πλαίσιο της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής και στρατηγικής αυτονομίας, αποτελούν μακράν τις σημαντικότερες παρακαταθήκες του χθεσινού εκλογικού αποτελέσματος, με τα CDU/CSU και SPD να καλούνται πλέον μαζί να προχωρήσουν σε δομικές μεταρρυθμίσεις τόσο σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο το Βερολίνο αντιλαμβάνεται τη γερμανική –αλλά και την ευρωπαϊκή– δημοσιονομική ισορροπία, όσο και τον βαθμό στον οποίο η γερμανική κυβέρνηση θα μεταμορφωθεί –για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της –σε διαμορφωτή μιας αμιγώς ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, προς όφελος της Ευρώπης στο σύνολο της.

Γερμανικές Εκλογές 2025: Η σημασία της επικράτησης του Μερτς σε οικονομικό επίπεδο

Το γεγονός πως η Γερμανία παραμένει βυθισμένη σε μια οικονομική αβεβαιότητα –λόγω της παρατεταμένης αποβιομηχανοποίησης, των πληθωριστικών πιέσεων, του υψηλού ενεργειακού κόστους, και των δημοσιονομικών κανόνων της χώρας– αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη, και εξαιρετικά άβολη, πραγματικότητα, τόσο για το Βερολίνο, όσο και για τις Βρυξέλλες. Ένας θεμελιώδης παράγοντας ο οποίος συνετέλεσε στην επικράτηση του Μερτς αποτέλεσε το μίγμα οικονομικής πολιτικής το οποίο ο ίδιος πρότεινε –και στο οποίο παραμένει πιστός ήδη από τα έτη στα οποία πέρασε ως ο άτυπος επικεφαλής της εξίσου άτυπης εσωτερικής αντιπολίτευσης στην Άνγκελα Μέρκελ– προτεραιοποιώντας μια σημαντική μείωση των εταιρικών φόρων, τη μείωση της φορολογίας κυρίως για τα μεσαία και τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια της χώρας, αλλά και τη δραστική μεταρρύθμιση του γερμανικού δημοσίου, έτσι ώστε να συρρικνωθεί η γραφειοκρατία των κρατικών θεσμών, και να βελτιστοποιηθεί η παραγωγικότητα τόσο της κεντρικής κυβέρνησης, όσο και εκείνη των κρατιδιακών κυβερνήσεων. Παρότι το μίγμα πολιτικής το οποίο πρότεινε ο Μερτς δεν είναι κοινωνικά εύπεπτο σε ορισμένα στρώματα του γερμανικού εκλογικού σώματος, εντούτοις ένας κρίσιμος αριθμός Γερμανών ψηφοφόρων στήριξε το οικονομικό πρόγραμμα του CDU/CSU καθώς αναγνώρισε πως αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική προοπτική ώστε η χώρα να επιστρέψει σταδιακά στους σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, τους οποίους σημείωνε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Ωστόσο, πέρα από τη δυνατότητα των CDU/CSU και SPD να συντονίσουν τις προσεγγίσεις τους σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, η επιτυχία της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης ώστε να πετύχει την υλοποίηση των παραπάνω θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην οποία αναμένεται να προβεί ο Μερτς σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «φρένο χρέους» το οποίο προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα· οι φορολογικές μειώσεις στις οποίες επιθυμεί να προχωρήσει ο Μερτς δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθούν εφόσον ο περιορισμός του ελλείμματος στο 0.35% του Γερμανικού ΑΕΠ –όπως προβλέπει ο σχετικός μηχανισμός– δεν πάψει να ισχύει άμεσα. Η μεταρρύθμιση του φρένου χρέους αναμένεται να αποτελέσει τομή τόσο για τη γερμανική πολιτική σκηνή, όσο και για τη γερμανική κεντροδεξιά, καθώς από το 2009 και μετά, η συγκεκριμένη συνταγματική τροπολογία αποτέλεσε τον πυρήνα της γερμανικής δημοσιονομικής συνέπειας, την οποία το Βερολίνο εξήγαγε προς την υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Κρίσης Χρέους. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος μηχανισμός αποδείχθηκε προβληματικά περιοριστικός σε συνθήκες κρίσης για τη γερμανική οικονομία, καθώς περιορίζει σε καθοριστικό βαθμό τη δυνατότητα της κεντρικής κυβέρνησης ώστε να προχωρήσει σε εξωτερικό δανεισμό ώστε να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις της σε κρίσιμους τομείς όπως τις κρίσιμες υποδομές, την ενέργεια, και την άμυνα.

Στην πράξη, η επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού εκ μέρους του Μερτς –ο οποίος ηγείται ενός κόμματος το οποίο έχει αναγάγει τη δημοσιονομική συνέπεια σε υπαρξιακή αναγκαιότητα– αποτέλεσε κρίσιμο σταυροδρόμι στις χθεσινές εκλογές, καθώς η πρόθεση του να επανεξετάσει τους βαθμούς ελευθερίας του φρένου χρέους, σε συνδυασμό με τη –δεδηλωμένη– πρόθεση του SPD ώστε να συνηγορήσει σε μια σχετική μεταρρύθμιση, ουσιαστικά αποδυνάμωσε ένα εκ των ισχυρότερων επιχειρημάτων του AfD, δηλαδή πως τα δύο κραταιά κόμματα του γερμανικού πολιτικού συστήματος δεν έχουν τη δυνατότητα να δώσουν μια νέα οικονομική προοπτική στη χώρα. Η κοινή τους, δε, προσήλωση στην ενίσχυση της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας –η οποία δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί με τους ισχύοντες δημοσιονομικούς κανόνες –σηματοδότησε την πρόθεση και των δύο κομμάτων ώστε να επανεξετάσουν τις δημοσιονομικές τους προτεραιότητες, προκρίνοντας πλέον την επιστροφή προς μια αναπτυξιακή τροχιά, έναντι της απόλυτης δημοσιονομικής συνέπειας.

Μια ιστορική ευκαιρία για τη γερμανική εξωτερική πολιτική

Πέρα από τις ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες –για τα γερμανικά δεδομένα– εντός των οποίων διεξήχθησαν οι πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές, η διεθνής συγκυρία αποτέλεσε και εκείνη με τη σειρά της μια καθοριστική παράμετρο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Στην ουσία, η φετινή εκλογική διαδικασία ήταν και η πρώτη από το 2002 –όταν ο Πόλεμος στο Ιράκ είχε απασχολήσει σημαντικά τη γερμανική πολιτική σκηνή– όπου οι προτεραιότητες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής αποτέλεσαν πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, μονοπωλώντας παράλληλα και το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Το αποτέλεσμα των εκλογών, και ο αναμενόμενος σχηματισμός της δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, επί της ουσίας προδικάζει την υιοθέτηση μιας αμιγώς φιλοευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους του Βερολίνου, στο πλαίσιο της οποίας η γερμανική κυβέρνηση θα επιδιώξει να ενισχύσει με κάθε τρόπο την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, αλλά και ευρύτερα το δόγμα της ευρωπαϊκής αμυντικής και στρατηγικής συνεργασίας. Ξανά, ο ρεαλισμός τον οποίο επέδειξε ο Μερτς αποτέλεσε έναν εκ τους σημαντικότερους παράγοντες στους οποίους οφείλει την επικράτηση του, καθώς παρότι ο ίδιος αποτελεί έναν αφοσιωμένο ατλαντιστή –σε αντίθεση με τη Μέρκελ, η οποία εξάρτησε ενεργειακά τη Γερμανία από τη Ρωσία, παρά τις προειδοποιήσεις αλλεπάλληλων αμερικανικών κυβερνήσεων– εντούτοις δήλωσε επανειλημμένα πως η Ευρώπη δε μπορεί πλέον να βασίζεται στη μεταπολεμική αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας ώστε να εξασφαλίσει την ασφάλεια της έναντι απειλών εκ μέρους τρίτων χωρών.

Στην πράξη, ο νέος πολιτικός χρόνος στον οποίο εισέρχεται η Γερμανία –υπό την ηγεσία του Μερτς, αυτή τη φορά– αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία ώστε το Βερολίνο να υιοθετήσει ένα εκ διαμέτρου διαφορετικό δόγμα σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο ελίσσεται τόσο εντός της ΕΕ και της Ευρώπης, με μια ευρύτερη έννοια, όσο και διεθνώς. Λόγω ενός πολυεπίπεδου συνδυασμού πολιτικών, ιστορικών, και γεωπολιτικών παραγόντων, η γερμανική εξωτερική πολιτική δεν απέκτησε ποτέ την ευρωπαϊκή και διεθνή επιρροή η οποία θα μεγέθυνε το γεωπολιτικό της αποτύπωμα, ώστε να αντιστοιχεί στο οικονομικό της· υπενθυμίζεται πως η Γερμανία δεν αποτελεί πυρηνική δύναμη –σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία– αλλά και δε διαθέτει θέση μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, η τρέχουσα πραγματικότητα εντός του διεθνούς συστήματος δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην επόμενη γερμανική κυβέρνηση ώστε να επιστρέψει στο παθητικό δόγμα του παρελθόντος, ενώ σε μια ευτυχή συγκυρία, ο Μερτς ουσιαστικά θα υιοθετήσει την αμιγώς φιλοευρωπαϊκή –και φιλοουκρανική– προσέγγιση του Σολτς σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, αυξάνοντας το επίπεδο των δημόσιων επενδύσεων στην άμυνα ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ, αναδιαμορφώνοντας πλήρως τη δομή των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, και συμβάλλοντας στην ενίσχυση των ενδό-ευρωπαϊκών συμμαχιών ως προς τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα με τον Μερτς, η απαγκίστρωση της Ευρώπης από την –απολύτως αμφισβητούμενη, πλέον– αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας, αλλά και η σταδιακή εξασφάλιση της ευρωπαϊκής αμυντικής και στρατηγικής αυτονομίας, αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση του· δεδομένα, η υλοποίηση του συγκεκριμένου οράματος αυτομάτως προϋποθέτει και τη μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού φρένου χρέους και για έναν επιπλέον λόγο πέραν των αμιγώς αναπτυξιακών.

Σαφώς, η επικράτηση του CDU/CSU έναντι του AfD –σε συνδυασμό με την προοπτική μιας ακόμα κυβέρνησης συνεργασίας των δύο ισχυρότερων φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της χώρας– αποτελεί τόσο μια πρωτοφανή ευκαιρία για την επόμενη γερμανική κυβέρνηση, όσο όμως και μια εξίσου υπαρξιακή υποχρέωση. Καθώς ο ιδεολογικός γεωπολιτικός πυρήνας της χώρας βγαίνει ισχυρότερος από την εκλογική διαδικασία –έχοντας μάλιστα βγάλει δόντια, θέτοντας το απλά, για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας– το Βερολίνο, και ο Μερτς προσωπικά, θα έχει πλέον τη δυνατότητα να αναδείξει την πολιτική επικινδυνότητα, την αξιακή ρηχότητα, και εν τέλει την πρακτική αναποτελεσματικότητα –και σε κάθε δυνατό επίπεδο– της εξωτερικής πολιτικής την οποία πρότεινε η γερμανική ακροδεξιά, η οποία προτεραιοποίησε τη σύσφιξη των σχέσεων με τη Ρωσία, και τον εναγκαλισμό με τον νέο-απομονωτικό αναθεωρητισμό της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης. Ωστόσο, όσο πρωτοφανής είναι η ευκαιρία ώστε η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να συνθλίψει το γεωπολιτικό αφήγημα του AfD, άλλη τόση είναι και η ευθύνη της να το πράξει· για τη Γερμανία, και για την Ευρώπη.

Γερμανικές Εκλογές 2025: Μια ανάσα πριν την επόμενη δύσκολη πίστα

Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδανικό· πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν ένα κόμμα το οποίο επιχειρεί εμμέσως να νομιμοποιήσει το ναζιστικό παρελθόν της χώρας, θα αποτελέσει την επόμενη γερμανική αξιωματική αντιπολίτευση. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών εξασφαλίζει πως, πλην ενός συγκλονιστικού απροόπτου, ο κίνδυνος μιας παρατεταμένης ακυβερνησίας εντός μιας πολιτικά κατακερματισμένης Bundestag, καταδικασμένη να ακροβατεί ανάμεσα σε πρωτοφανείς πολιτικούς συμβιβασμούς –σε αμιγώς γαλλικό στυλ- αποφεύχθηκε· η βύθιση της Γερμανίας σε ένα αβέβαιο καθεστώς ακυβερνησίας, στον τρέχοντα πολιτικό χρόνο –τόσο σε δημοσιονομικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο– θα οδηγούσε στην πλήρη απαξίωση του γάλλο-γερμανικού άξονα, σε μια συνθήκη η οποία θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την Ευρώπη. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, η σχετικά άνετη επικράτηση του CDU/CSU, και η πρόθεση του SPD ώστε να περιοριστεί εκ νέου στον άχαρο ρόλο του junior partner –αντί να πραγματοποιήσει μια λαϊκίστικη στροφή, καλώντας π.χ. τον Μερτς να συγκυβερνήσει με την ανεκδιήγητη επικεφαλής του AfD, Άλις Βάιντελ εμπνέουν αισιοδοξία για το μέλλον, τόσο της Γερμανίας, όσο και της Ευρώπης, σε έναν πολιτικό χρόνο όπου και οι δύο το έχουν απόλυτη ανάγκη. Φυσικά, τα δύσκολα έπονται, ωστόσο τουλάχιστον η επόμενη γερμανική συγκυβέρνηση θα έχει το προνόμιο να γνωρίζει πως, σχεδόν σε απόλυτο βαθμό, η επιτυχία της θα κριθεί πρωτίστως από τις δικές της πρωτοβουλίες, και τη θέληση της ώστε να προχωρήσει στις βαθύτερες δυνατές τομές, το μέγεθος των οποίων θα έμοιαζε εκτός κάθε πραγματικότητας πριν μερικά χρόνια. Στην εποχή του ρεαλισμού που έχει πλέον ξημερώσει, το Βερολίνο μπορεί να ηγηθεί, και μένει απλώς να φανεί αν θα καταφέρει όντως να το πράξει· για τη Γερμανία, και για την Ευρώπη.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.