Κοσμος

Ομάρ Ραντάντ: Ο κηπουρός και η μυστηριώδης δολοφονία της πλούσιας χήρας

Η ανορθόγραφη πρόταση «Ο Ομάρ με σκότωσε» βρέθηκε γραμμένη με το αίμα της στον τόπο του εγκλήματος

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διάσημα Εγκλήματα: Υπόθεση Ομάρ Ραντάντ - O κηπουρός που συνελήφθη, φυλακίστηκε και τελικά αφέθηκε ελεύθερος μετά από 4 χρόνια.

Η Γκισλέν (ντε Ρεντί) Μαρσάλ ήταν κόρη γνωστού Γάλλου βιομήχανου. Χωρισμένη από τον πρώτο της σύζυγο, με τον οποίο είχε αποκτήσει έναν γιο, το 1991 ήταν η πλούσια χήρα του Πιερ Μαρσάλ, ενός ιδιοκτήτη εταιρείας ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στην κύρια κατοικία της στην Ελβετία και τη βίλα που είχε χτίσει κοντά στις Κάννες, στους λόφους της μικρής πόλης Μουζέν.

Ομάρ Ραντάντ: Το χρονικό της δολοφονίας της Γκισλέν Μαρσάλ - Η καταδίκη και η απελευθέρωσή του

Την Κυριακή 23 Ιουνίου 1991, λίγο πριν το μεσημέρι, η Γκισλέν είχε μια σύντομη τηλεφωνική συνομιλία με τη φίλη της Έρικα. Ανέφερε ότι είχε μόλις κάνει μπάνιο και βιαζόταν επειδή σε μια ώρα θα γευμάτιζε με ένα φιλικό ζευγάρι - τη φίλη της Κολέτ και τον άντρα της.

Τη Δευτέρα 24 Ιουνίου στις 11.30΄η Έρικα πήγε στη βίλα, αφού η Γκισλέν την είχε καλέσει να φάνε μαζί το μεσημέρι. Χτύπησε το κουδούνι δύο φορές και φώναξε, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Ενημέρωσε την Κολέτ και μια τρίτη φίλη, η οποία εργαζόταν σε εταιρεία ασφαλείας και έστειλε έναν υπάλληλο στη βίλα νωρίς το απόγευμα. Η βίλα ήταν σκοτεινή και ήσυχη, χωρίς ίχνη διάρρηξης. Τα στόρια είχαν τραβηχτεί μόνο στην κρεβατοκάμαρα. Τα γυαλιά της Γκισλέν και μια εφημερίδα ήταν στο άστρωτο κρεβάτι, ενώ ένας δίσκος πρωινού ήταν στην κουζίνα. Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά ήταν στην κλειδαριά. Ο συναγερμός δεν είχε ενεργοποιηθεί. Λες και η Γκισλέν είχε μόλις ξυπνήσει, μόνο που δεν ήταν πουθενά μέσα στο σπίτι. Σύντομα κατέφθασε και ο γιατρός της Γκισλέν. Ερευνώντας όλοι τη βίλα, βρήκαν κοσμήματα και μια ανοιχτή τσάντα που δεν περιείχε χρήματα.

Το βράδυ ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Αφού είχε ερευνηθεί το κυρίως σπίτι, το ενδιαφέρον στράφηκε σε ένα παράρτημα με σκάλες προς το κελάρι κρασιών. Η μεταλλική πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν άνοιγε περισσότερο από 2 εκατοστά μετά το ξεκλείδωμα. Ενώ ένας αστυνομικός την έσπρωχνε, ένας άλλος έβαλε το χέρι του και αντιλήφθηκε ότι από πίσω ήταν τοποθετημένο ένα πτυσσόμενο κρεβάτι. Κατάφερε να το απωθήσει, αλλά η πόρτα παρέμεινε φραγμένη από έναν μεταλλικό σωλήνα σφηνωμένο στο τσιμεντένιο πάτωμα. Τελικά, λυγίζοντας την πόρτα και κλωτσώντας τον σωλήνα, οι αστυνομικοί κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα (Τον Ιανουάριο του 1992, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι ένα ημικυκλικό αποτύπωμα είχε μείνει στο τσιμέντο). Στο πίσω μέρος του κελαριού που ήταν ο χώρος του καυστήρα, η Γκισλέν βρέθηκε ξαπλωμένη μπρούμυτα, με τα πόδια προς τον πίσω τοίχο, τα χέρια τεντωμένα μπροστά της στο έδαφος, ντυμένη μόνο με μια αιματοβαμμένη ρόμπα μπάνιου, που είχε ανασηκωθεί πάνω από τη μέση της.

«Ο Ομάρ με σκότωσε»

Οι πρώτες παρατηρήσεις του γιατρού το βράδυ της 24ης και η νεκροψία της 28ης Ιουνίου αποκάλυψαν σοβαρά τραύματα: «το κρανίο της είχε σπάσει, το λαρύγγι της είχε κοπεί, ένα δάχτυλό της είχε αποκοπεί και το σώμα της είχε τρυπηθεί 10 φορές με μια κοφτερή λεπίδα». Οι γρατσουνιές στα χέρια και τα πόδια, ιδιαίτερα στα πέλματα και στο πίσω μέρος των γονάτων της, καθώς και ίχνη σκόνης και τσιμέντου στη ρόμπα, φανέρωναν ότι το θύμα είχε συρθεί. Οι ιατροδικαστές σημείωσαν ότι ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί η σειρά με την οποία δόθηκαν τα χτυπήματα. Κανένα δεν ήταν αμέσως θανατηφόρο. Έκριναν ότι το θύμα έζησε για περίπου 15-30 λεπτά. Ο δολοφόνος φαινόταν «αποφασισμένος, αλλά και αδέξιος στις κινήσεις του».

Η μεταλλική πόρτα του κελαριού οδηγούσε σε έναν διάδρομο. Αριστερά, ένα μέτρο πάνω από το έδαφος, πάνω στην κλειδωμένη λευκή πόρτα του καυστήρα ήταν γραμμένο με αίμα στα γαλλικά, ανορθόγραφα και με καλοσχηματισμένα γράμματα: «Ο Ομάρ με σκότωσε» (“Omar m'a tuer”).

Το 1994 ο Ομάρ Ραντάντ, ο Μαροκινός κηπουρός της Μαρσάλ που τότε μιλούσε λίγα γαλλικά και ήταν αναλφάβητος, συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε για τη δολοφονία της Γκισλέν Μαρσάλ σε 18 χρόνια φυλάκιση.

Ένας ιατροδικαστής τον οποίο είχαν συμβουλευτεί οι δικηγόροι υπεράσπισης μίλησε σε μια δημοσιογράφο μετά την καταδίκη του Ραντάντ. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Μαρσάλ θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί με μια γρήγορη αλληλουχία χτυπημάτων σε διάστημα μόλις 3-4 λεπτών. Κατά τη γνώμη του, η επίθεση ακολούθησε ένα μοτίβο κατά το οποίο τα αρχικά χτυπήματα είχαν σκοπό να ακινητοποιήσουν το θύμα ζαλίζοντάς το, μετά από τα οποία ακολούθησαν πολύ γρήγορα θανατηφόρα χτυπήματα με λεπίδα. «Λαμβάνοντας υπόψη τη δύναμη των χτυπημάτων ο δράστης ήταν άνδρας και αριστερόχειρας». Είπε ότι το πρώτο κόψιμο ήταν το χαμηλότερο: «Η λεπίδα χτυπούσε όλο και πιο ψηλά όσο κατέρρεε το θύμα». Ο τραυματισμός σε σχήμα V στον αυχένα «εντοπίζεται συχνά σε αυτό το είδος φόνου» λόγω της πλάγιας κίνησης του κεφαλιού του θύματος, που θέλει να ξεφύγει από τα χτυπήματα στον αυχένα. Ο δράστης σίγουρα είχε πιτσιλιστεί με αίμα. Από τη ροή του αίματος, το θύμα δε σηκώθηκε ποτέ, πέθανε «ταχέως από αιμορραγία». Αν είχε σηκωθεί, η αιμορραγία του ήπατος θα είχε γεμίσει την κοιλιακή κοιλότητα, πράγμα που δεν είχαν βρει οι ιατροδικαστές.

Στην αρχική ιατροδικαστική έκθεση, η ημερομηνία θανάτου ήταν η 24η Ιουνίου, οπότε ο Ραντάντ είχε άλλοθι. Αργότερα, άλλαξε σε 23η Ιουνίου. Ο δικηγόρος της οικογένειας Μαρσάλ υποστήριξε ότι ο Ραντάντ κλείδωσε την πόρτα του κελαριού φεύγοντας, αλλά ότι η ίδια η Μαρσάλ έβαλε εμπόδια στο εσωτερικό σε περίπτωση που ο δράστης επέστρεφε.

Μετά από αίτημα του Μαροκινού Βασιλιά Χασάν Β’ που οδήγησε σε μερική χάρη το 1996 από τον τότε Γάλλο Πρόεδρο Ζακ Σιράκ, ο Ραντάντ αφέθηκε ελεύθερος τον Σεπτέμβριο του 1998 μετά τα 4 χρόνια που εξέτισε από την ποινή των 18 ετών.

Η οικογένεια της Μαρσάλ υποστήριξε ότι ο Ραντάντ τη σκότωσε επειδή είχε αρνηθεί να του δώσει μια προκαταβολή για τον μισθό του. Ο Ραντάντ αρνιόταν πάντα αυτούς τους ισχυρισμούς, λέγοντας ότι η κυρία Μαρσάλ του συμπεριφερόταν πάντα καλά και ότι δεν είχε κανένα λόγο να της κάνει κακό. Δε βρέθηκαν στοιχεία DNA του Ραντάντ στον τόπο του εγκλήματος. Η οικογένεια εκπροσωπήθηκε από ένα «δικηγόρο διασημοτήτων». Μετά την καταδίκη του Ραντάντ, άλλος «δικηγόρος διασημοτήτων» είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ του επισημαίνοντας τον ρατσισμό που επικράτησε στη δίκη. Ο δικαστής -που έχει ζήσει στη βόρεια Αφρική όταν βρισκόταν υπό γαλλική διοίκηση- είχε πει στον Ραντάντ στα αραβικά: «Όποιος δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει πρέπει να πάει να κρυφτεί σε ένα λαγούμι».

Μεγάλο μέρος της διαφωνίας γύρω από την ετυμηγορία προήλθε από το γραμματικό λάθος στη φράση «Ο Ομάρ με σκότωσε». Πολλοί υποστήριξαν ότι ένας άνθρωπος με τα γαλλικά ως μητρική του γλώσσα, όπως η Γκισλέν Μαρσάλ, δεν θα έκανε ποτέ ένα τέτοιο γραμματικό λάθος. Ωστόσο, οι ερευνητές βρήκαν παραδείγματα γραφής της Μαρσάλ στα οποία υπήρχε το ίδιο λάθος. Η ανιψιά της είπε ότι η θεία της αφού αποφοίτησε από το λύκειο δεν έκανε άλλες σπουδές. Οι ειδικοί στην αρχική δίκη είπαν ότι το αίμα με το οποίο γράφτηκαν τα μηνύματα ήταν της Μαρσάλ και ότι ήταν σχεδόν σίγουροι ότι τα έγραψε η ίδια. Οι μετέπειτα εμπειρογνώμονες έκριναν αδύνατο να προσδιοριστεί ο γραφικός χαρακτήρας.

Ο Ραντάντ αποφυλακίστηκε το 1998.

Το 2015, η νέα τεχνολογία DNA αποκάλυψε ίχνη τεσσάρων άγνωστων ανδρών. Σύμφωνα με έναν ειδικό, 35 ίχνη DNA από τουλάχιστον μία άγνωστη πηγή βρέθηκαν στο δεύτερο γραμμένο με αίμα μήνυμα. Το 2021, ο Ραντάντ ζήτησε επανεξέταση της δίκης του με βάση αυτά τα νέα στοιχεία. Το εφετείο δέχθηκε το αίτημα τον Δεκέμβριο του 2021. Τον Οκτώβριο του 2022, το αίτημα απορρίφθηκε. 

Το «Ο Ομάρ με σκότωσε» έγινε μια φράση ευρέως διαδεδομένη στη Γαλλία τη δεκαετία του 1990. Δύο βιβλία για την υπόθεση (“Omar. La construction d'un coupable” της Ζαν Μαρί Ρουάρ και το “Pourquoi moi?” του ίδιου του Ομάρ Ραντάντ) αποτέλεσαν τη βάση της ταινίας του Ροσντί Ζεμ «Ο Ομάρ με σκότωσε» που κυκλοφόρησε το 2011.