Κοσμος

Ανν Απλμπάουμ: Τα αδιόρατα νήματα του άξονα της απολυταρχίας

Μια συζήτηση για την οικονομική και πολιτική σύνδεση μεταξύ σύγχρονων απολυταρχιών, τα δίκτυα που συνδέουν αυτές τις χώρες, τον αντίκτυπο στη Δημοκρατία και τους τρόπους αντίστασης

Λουκάς Βελιδάκης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τα απολυταρχικά καθεστώτα έχουν μια κοινή βάση: την επιδίωξη του απόλυτου ελέγχου και της εξάλειψης κάθε αντίστασης

Η τακτική αρθρογραφία της Ανν Απλμπάουμ στο «The Atlantic» είχε προϊδεάσει για το θέμα του νέου βιβλίου της. Ένας από τους πλέον δηλωτικούς τίτλους ήταν: «Οι κακοί κερδίζουν» (Νοέμβριος, 2021). Ήδη είχε εντοπίσει αυτό το διεθνές σύμπλεγμα ετερόκλητων δυνάμεων που εχθρεύονταν τη δυτικού τύπου φιλελεύθερη Δημοκρατία για να επεκτείνουν την ισχύ τους.

Η βραβευμένη με Πούλιτζερ δημοσιογράφος και διεισδυτική συγγραφέας πολιτικών μελετών εδώ και καιρό ακτινογραφεί αυτόν τον άξονα του αυταρχισμού. Το συμπύκνωμα αυτής της μελέτης βρίσκεται στις σελίδες του «Autocracy Inc.», που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το περασμένο καλοκαίρι, ενώ στην Ελλάδα μεταφρασμένο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος υπό τον τίτλο: «Απολυταρχία ΑΕ. Οι δικτάτορες που θέλουν να κυριαρχήσουν στον κόσμο».

Η Ανν Απλμπάουμ είναι η ιδανική συνομιλητής για να ρίξει φως στις σύγχρονες ιδεολογικές –συνάμα και γεωπολιτικές- δυναμικές. Την έχω απέναντι μου στην οθόνη, εκείνη στην Πολωνία, αεικίνητη και πρόθυμη να απαντήσει σε κάθε ερώτηση – εγώ στην Αθήνα να θέτω ερωτήσεις, μολονότι η επικοινωνία διεξήχθη μετ’ εμποδίων λόγω κάποιου προβλήματος στον ήχο.

Ο εχθρός είμαστε εμείς

«Όταν χρησιμοποιώ τη λέξη “απολυταρχία”, το κάνω για έναν λόγο. Μιλάμε για καθεστώτα που έχουν πολύ διαφορετικές ιδεολογίες. Η κομμουνιστική Κίνα, η εθνικιστική Ρωσία, το θεοκρατικό Ιράν, η Βόρεια Κορέα, η Βενεζουέλα – αυτά είναι πολύ διαφορετικά καθεστώτα που χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους για να μιλούν για τον εαυτό τους. Παρ' όλα αυτά, έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά», εξήγησε. «Αυτά είναι όλα καθεστώτα που επιδιώκουν να κυβερνούν χωρίς το κράτος δικαίου, χωρίς ανεξάρτητα δικαστήρια, χωρίς οποιαδήποτε νομιμοποιημένη πραγματική αντιπολίτευση. Προσπαθούν να ελέγξουν πλήρως τον χώρο της πληροφορίας μέσα στις χώρες τους, οπότε υπάρχουν περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου και στα μέσα ενημέρωσης», πρόσθεσε.

Όπως σημειώνει, αυτά τα καθεστώτα έχουν ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό: όλοι αντιλαμβάνονται έναν κοινό εχθρό. «Και ο εχθρός αυτός είμαστε εμείς. Ο εχθρός είναι ο δημοκρατικός κόσμος, ο φιλελεύθερος κόσμος, οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη γλώσσα των δικαιωμάτων, του νόμου, της διαφάνειας, της λογοδοσίας. Αυτή είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί και η εσωτερική τους αντιπολίτευση, είτε πρόκειται για το κίνημα του Ναβάλνι στη Ρωσία είτε για το γυναικείο κίνημα στο Ιράν είτε για τους δημοκράτες του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα». Παρότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα καθεστώτα, δεν είναι όλα ακριβώς ίδια, έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις και διαφορετική αισθητική, αλλά μοιράζονται αυτά τα χαρακτηριστικά.

Διαφορετικά καθεστώτα με κοινή βάση

«Η καλύτερη λέξη για να περιγράψει αυτά τα καθεστώτα -στα αγγλικά- είναι “autocracy”. Και, χάρη στο γεγονός ότι είναι ελληνική λέξη, μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες με τον ίδιο τρόπο. Σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες είναι βασικά η ίδια λέξη και σημαίνει δικτατορία, αλλά είναι και μια ευρύτερη λέξη που περιλαμβάνει αυτά τα διαφορετικά καθεστώτα που μοιράζονται ένα σύνολο χαρακτηριστικών», σημειώνει, εξηγώντας γιατί επέλεξε αυτή τη λέξη. «Μιλάμε για καθεστώτα που, παρά τις διαφορές τους, έχουν μια κοινή βάση: την επιδίωξη του απόλυτου ελέγχου και της εξάλειψης κάθε αντίστασης».

Αναλύοντας τον ρόλο της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας στην ενίσχυση των αυταρχικών καθεστώτων, η Απλμπάουμ εξηγεί το πώς συμμαχούν: «Η παγκοσμιοποίηση επέτρεψε στον αυταρχικό κόσμο να δημιουργήσει μια κοινή αφήγηση, προβάλλοντας τη δικτατορία ως ασφαλή και σταθερή, σε αντίθεση με τη δημοκρατία που παρουσιάζεται ως αδύναμη, διχασμένη και παρακμιακή».

Την ρωτάω για το ποιες είναι οι τακτικές που χρησιμοποιούν τα καθεστώτα αυτά. «Οι Ρώσοι προτιμούν έναν συγκαλυμμένο τρόπο διάδοσης της προπαγάνδας τους, μέσα από ιστοσελίδες που φαίνονται τοπικές, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχονται από τη Μόσχα. Αυτό ονομάζεται “information laundering”. Οι Κινέζοι, από την άλλη, χρησιμοποιούν πιο ανοιχτά μέσα, όπως φιλο-κινεζικές εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς». Συμπληρώνει πως το διαδίκτυο έχει διευκολύνει αυτές τις προσπάθειες. «Παλαιότερα, πριν από το διαδίκτυο, ήταν πολύ πιο δύσκολο για οποιαδήποτε χώρα να διαμορφώσει τη συζήτηση μέσα σε μια άλλη χώρα. Σήμερα, όμως, ο αυταρχικός κόσμος επιδιώκει να το κάνει σχεδόν παντού».

Η Ρωσία, αναφέρει, επικεντρώνεται στην Ευρώπη, ενισχύοντας ακραίες φωνές, δεξιές και αριστερές, αλλά και αυτονομιστικά κινήματα. «Οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα ή δυσκολία σε μια κυβέρνηση ή ένα κράτος, το προωθούν». Οι Κινέζοι, από την άλλη, προβάλλουν το δικό τους μοντέλο ανάπτυξης, ισχυριζόμενοι πως είναι αποτέλεσμα της δομής του καθεστώτος τους. Η Απλμπάουμ σπεύδει να τονίσει πως η επιτυχία της Κίνας οφείλεται κυρίως στο άνοιγμα της οικονομίας της.

Η συζήτηση στρέφεται στη χρήση της τεχνολογίας από τα αυταρχικά καθεστώτα. Οι Κινέζοι διαθέτουν εφαρμογές, όπως το TikTok, που ενδέχεται να συλλέγουν δεδομένα για λογαριασμό της κινεζικής κυβέρνησης. «Αν το TikTok διαμορφώνει συζητήσεις, κάτι που πράγματι κάνει, τότε εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε. Δεν μπορούμε να το παρακολουθήσουμε, ούτε να το σταματήσουμε».

Παράλληλα, η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει ενισχύσει τους αυταρχικούς ηγέτες. «Η ένταξη της Ρωσίας και της Κίνας στις διεθνείς αγορές δημιούργησε κέρδη για τον δημοκρατικό κόσμο, αλλά ενίσχυσε και την εξουσία των αυταρχικών. Μέσα από το μυστικό και υπεράκτιο χρηματοοικονομικό σύστημα, οι ολιγάρχες και οι ηγέτες αυτών των καθεστώτων έκλεψαν χρήματα από τις χώρες τους, τα ξέπλυναν μέσω του δικού μας συστήματος και τα χρησιμοποίησαν για να παραμείνουν στην εξουσία».

Η Απλμπάουμ αναφέρει πως στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 υπήρχε η ελπίδα πως το εμπόριο θα οδηγούσε στην ειρήνη και τον εκδημοκρατισμό της Ρωσίας και της Κίνας. «Υπήρχε η πεποίθηση πως θα δημιουργούσε αμοιβαία οφέλη και διάλογο. Ωστόσο, την τελευταία δεκαπενταετία, έγινε σαφές πως αυτό δεν συνέβαινε. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο ήταν δομημένο το εμπόριο αύξησε τον πλούτο μιας μικρής ομάδας ανθρώπων».

«Η αδυναμία να δούμε πριν από μια δεκαετία τι συνέβαινε και να σκεφτούμε πιο στρατηγικά για το εμπόριο με τη Ρωσία και την Κίνα, ήταν ένα μεγάλο σφάλμα», σχολιάζει.

Η «δημοκρατική συνενοχή»

Μία από τις έννοιες που η Ανν Απλμπάουμ εξετάζει στο βιβλίο της είναι η «δημοκρατική συνενοχή» και ο ρόλος που έπαιξαν οι δημοκρατίες στην άνοδο των αυταρχικών καθεστώτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα. «Ο δημοκρατικός κόσμος, χωρίς να είναι σχεδιασμένο, διευκόλυνε την άνοδο της ρωσικής κλεπτοκρατίας και μιας ομάδας ολιγαρχών στην Κίνα. Αυτό δεν ήταν πρόθεση, αλλά το αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής αλληλεξάρτησης».

Στη συνέχεια, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το αν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες βρίσκονται σε κίνδυνο, με δεδομένο τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, την ενίσχυση της Κίνας και την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. «Υπάρχουν δύο βασικές απειλές για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες», εξηγεί. «Η μία προέρχεται από το εξωτερικό, μέσω πληροφοριακών πολέμων και οικονομικών πιέσεων. Η άλλη είναι εσωτερική, με την άνοδο ακραίων ομάδων που αμφισβητούν το σύστημα και την πίστη στη δημοκρατία, θεωρώντας ότι δεν προσφέρει δίκαια οικονομικά αποτελέσματα».

Επισημαίνει ότι η εσωτερική αμφισβήτηση των Δημοκρατιών έχει πολλαπλές αιτίες: «Σε ορισμένες χώρες, η οικονομική ανισότητα και η αίσθηση ότι το σύστημα είναι “στημένο” έχουν μειώσει την εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα. Σε άλλες, όπως η Πολωνία, όπου η οικονομική επιτυχία των τελευταίων τριάντα ετών είναι πρωτοφανής, οι λόγοι είναι διαφορετικοί. Ένας από αυτούς είναι η φύση της σύγχρονης πληροφόρησης, η οποία, μέσω του διαδικτύου, υπερφορτώνει τους πολίτες με ειδήσεις και δεδομένα, χωρίς ιεράρχηση. Αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα σύγχυσης και ανασφάλειας».

Προσθέτει πως σε περιόδους μεγάλων αλλαγών –πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών– οι άνθρωποι συχνά αναζητούν πιο απλοϊκές απαντήσεις και λύσεις. «Η εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται από τεράστιες αλλαγές, και αυτό οδηγεί πολλούς στην επιθυμία για κάτι πιο “απλό” και κατανοητό».

Όταν ρωτήθηκε αν είναι αισιόδοξη για το μέλλον των Δημοκρατιών, απαντά πως δεν είναι ζήτημα αισιοδοξίας: «Η Δημοκρατία μπορεί να επικρατήσει μόνο αν αρκετοί άνθρωποι ενδιαφέρονται να τη διατηρήσουν. Δεν υπάρχει ιστορική αναγκαιότητα που να λέει ότι πρέπει να κερδίσουμε ή να χάσουμε. Αν υπάρξει συνειδητοποίηση και διάθεση για μεταρρυθμίσεις, μπορούμε να τα καταφέρουμε».

Τονίζει, επίσης, τις αδυναμίες των αυταρχικών καθεστώτων. «Η βία που χρησιμοποιούν οι δικτάτορες, όπως ο Άσαντ, ο Μαδούρο ή ο Πούτιν, δεν δείχνει δύναμη αλλά αδυναμία. Όταν βασίζεσαι στη βία για να παραμείνεις στην εξουσία, αυτό σημαίνει πως δεν έχεις νομιμοποίηση».

Κομβικής σημασίας η νίκη της Ουκρανίας

Συμπεραίνει πως ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί κομβικό σημείο για τη Δημοκρατία παγκοσμίως. «Η νίκη της Ουκρανίας και η ήττα της Ρωσίας θα είχαν τεράστια σημασία, όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Κίνα. Θα προκαλούσε ένα κύμα αλλαγών σε όλο τον αυταρχικό κόσμο. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, ο δημοκρατικός κόσμος δεν έχει αποφασίσει πλήρως να δεσμευτεί για αυτή τη νίκη κι αυτό παρατείνει τη σύγκρουση».

Διερωτώμαι αν η Δύση οφείλει ευγνωμοσύνη στον ουκρανικό λαό. «Ξέρετε, το γεγονός ότι η Ουκρανία συνεχίζει να μάχεται τόσο καιρό, ότι οι Ουκρανοί χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμο μέσο -από στρατιωτικές επιχειρήσεις και πληροφορίες μέχρι σαμποτάζ- για να αντισταθούν στους Ρώσους, είναι πολύ σημαντικό». Σε αυτήν ακριβώς την αντίσταση, εντοπίζει τις αμφιβολίες και τις  ρωγμές που αντιμετωπίζει ο αυταρχικός κόσμος.

«Αυτή τη στιγμή, οι Ουκρανοί προστατεύουν τα σύνορα της Ευρώπης. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν η Ουκρανία έπεφτε. Αν οι Ρώσοι κατακτούσαν την Ουκρανία, δεν θα μειωνόταν το πρόβλημα ασφάλειας της Ευρώπης. Θα μεγάλωνε. Θα ήταν πιο ακριβό για την Ευρώπη να προστατεύσει την Πολωνία, τις Βαλτικές χώρες και τη Γερμανία από μια πιθανή ρωσική επίθεση. Οι Ουκρανοί, λοιπόν, εξοικονομούν χρήματα για την Ευρώπη και προστατεύουν τα σύνορά της».

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση, θέτω ένα τελευταίο ερώτημα: «Μπορεί η Δύση να χάσει αυτόν τον πόλεμο των ιδεών;». «Φυσικά. Στην ιστορία, οι περισσότερες Δημοκρατίες έχουν αποτύχει. Αυτό είναι γνωστό από την εποχή του Αριστοτέλη. Οι περισσότεροι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν καταρρεύσει κάποια στιγμή. Οι άνθρωποι που συνέταξαν το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών τον 18ο αιώνα, γνώριζαν πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό. Το έγραψαν με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να εμφανιστεί ένας δημαγωγός ή ένας τύπος "Καίσαρα" που θα αποκτήσει λαϊκή υποστήριξη και θα καταστρέψει το σύστημα. Άρα, πάντοτε ξέραμε ότι υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αναπόφευκτο. Σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτούμε περισσότερο πώς να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο των ιδεών».

Υπάρχει στρατηγική για να κερδηθεί αυτός ο πόλεμος; «Όχι, δεν νομίζω ότι έχουμε ακόμα. Κάποιοι έχουν αρχίσει να σκέφτονται γι’ αυτό, αλλά είναι σαφές ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να δεχτούν το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ηγούνται πλέον του δημοκρατικού κόσμου στον ίδιο βαθμό. Η Αμερική δεν θα ενώσει τον δημοκρατικό κόσμο για να αντιμετωπίσει την κλεπτοκρατία, για παράδειγμα. Δεν θα φέρει τον κόσμο μαζί για να ρυθμίσει το διαδίκτυο, να το κάνει πιο πολιτισμένο, να σταματήσει τη διάδοση του εξτρεμισμού και της βίας μέσω των πλατφορμών και του συστήματος διαφήμισης. Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν αυτά τα πράγματα, θα πρέπει να τα κάνουν μόνοι τους».

Η τρέχουσα εικόνα έχει αποχρώσεις του γκρι με τάση προς το μαύρο. «Δυστυχώς, βρισκόμαστε σε μια στιγμή που οι δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία, αντιμετωπίζουν διαφορετικά είδη πολιτικής κρίσης. Η Γερμανία, πιθανότατα, θα ξεπεράσει την κρίση αυτή σε έναν ή δύο μήνες, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για συντονισμό», επισημαίνει και καταλήγει: «Ελπίζω, πάντως, ότι το μάθημα των αμερικανικών εκλογών έχει γίνει αντιληπτό. Εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν ενάντια στις δημοκρατικές συμμαχίες. Ο Τραμπ ποτέ δεν είπε ότι στηρίζει την Ευρώπη ή το ΝΑΤΟ. Ήταν πάντα αμφίθυμος απέναντι σε συμμάχους και συμμαχίες. Το είπε ξεκάθαρα κατά την προεκλογική του εκστρατεία. Ελπίζω, λοιπόν, ότι αυτό λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια άμεση κρίση, αλλά η κατεύθυνση είναι αυτή».