Κοσμος

Σαν σήμερα 25 Δεκεμβρίου, η ανεξιχνίαστη δολοφονία της 6χρονης βασίλισσας της ομορφιάς

Το σημείωμα για τα λύτρα, ο εντοπισμός του πτώματος και οι ύποπτοι

A.V. Team
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα 25 Δεκεμβρίου 1996, η ανεξιχνίαστη δολοφονία της 6χρονης βασίλισσας της ομορφιάς, Τζον Μπένετ Ράμσεϊ  - Το σημείωμα για τα λύτρα, ο εντοπισμός του πτώματος και οι ύποπτοι

Στον απόηχο του ντοκιμαντέρ του Netflix για τη δολοφονία της Τζον Μπένετ Ράμσεϊο πατέρας της Τζον, υποστηρίζει ότι έλαβε ένα γράμμα από μια γυναίκα που ισχυρίζεται ότι ο πρώην σύζυγός της είναι ο δολοφόνος της κόρης του. Η δολοφονία της Τζον Μπένετ Ράμσεϊ καταγράφηκε, σαν σήμερα, στις 25 Δεκεμβρίου 1996. 

«Με βάση όλη αυτή τη δημοσιότητα, πρόσφατα έλαβα ένα γράμμα από μια κυρία που έλεγε: "Ο πρώην σύζυγός μου είναι ο δολοφόνος, και το έχω κρατήσει μέσα μου όσο μπορώ – παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου», είπε ο πατέρας της Τζον Μπένετ Ράμσεϊ και πρόσθεσε: «Επικοινωνήσαμε μαζί της, αλλά δεν απάντησε στο τηλέφωνο, οπότε δεν ξέρω. Το ερευνούμε με έναν ιδιωτικό ερευνητή». Παρά την πιθανότητα ενός νέου ύποπτου που εγείρεται από την πρόσφατη επιστολή της πρώην συζύγου, είπε ο Ramsey, παραμένει δύσπιστος – καθώς οι ελπίδες του έχουν διαψευστεί στο παρελθόν.

Ποια ήταν η Τζον Μπένετ Ράμσεϊ

Η Τζον-Μπένετ Πατρίσια Ράμσεϊ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1990. Ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι αμερικανικής καταγωγής, με ξανθά μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια, το οποίο δολοφονήθηκε σε ηλικία έξι ετών στο σπίτι της οικογένειας της στο Μπόλντερ του Κολοράντο. Ενώ υπήρχαν πολλοί ύποπτοι για το έγκλημα, αυτό εξακολουθεί να θεωρείται ανεξιχνίαστο και παραμένει ανοιχτή η έρευνα της αστυνομίας.

Η Τζον-Μπένετ Πατρίσια Ράμσεϊ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1990, στην Ατλάντα της Τζόρτζια σε μια εύπορη οικογένεια, και ήταν το μικρότερο από τα δύο παιδιά της Πατρίσια "Πάτσι" Ράμσεϊ (1956–2006) και του Τζον Μπένετ Ράμσεϊ (γεννημένος το 1943). Η Τζον-Μπένετ είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό που ονομάζεται Μπερκ (γεννημένος το 1987). Το όνομα της Τζον-Μπένετ Πατρίσια είναι ένας συνδυασμός των ονομάτων των γονιών της. Κάποια στιγμή, η μητέρα της, Πάτσι Ράμσεϊ, αποφάσισε να την στείλει σε διάφορους παιδικούς διαγωνισμούς ομορφιάς στο Μπόλντερ, όπου κέρδισε τους τίτλους της:

  • America's Royale Miss
  • Little Miss Charlevoix
  • Little Miss Colorado
  • Colorado State All-Star
  • Kids Cover Girl
  • National Tiny Miss Beauty. 

Η Τζον-Μπέντ έγινε παγκοσμίως γνωστή και ο τύπος την αποκαλούσε «μικρή βασίλισσα ομορφιάς». Υπήρχαν όμως και πολλά αρνητικά σχόλια, καθώς πολλοί κατέκριναν το γεγονός ότι το κοριτσάκι δεν χαιρόταν την παιδική του ηλικία, καθώς τις περισσότερες φορές κυκλοφορούσε βαμμένη, χτενισμένη και ντυμένη όπως μια ενήλικη γυναικά.

Το σημείωμα λύτρων τα Χριστούγεννα του 1996

Τα Χριστούγεννα του 1996 στις 5:52 π.μ., η Πάτσι, κάλεσε την αστυνομία της περιοχής, σε κατάσταση σοκ. Ισχυρίστηκε ότι η κόρη της έχει απαχθεί, καθώς βρήκε ένα σημείωμα δυόμισι σελίδων στη σκάλα της κουζίνας, όπου οι απαγωγείς της ζητούσαν ως λύτρα 118,000 δολάρια. Παρόλο που το σημείωμα λύτρων απαιτούσε από την οικογένεια να μην επικοινωνήσει με κανένα, η Πάτσι δεν τηλεφώνησε μόνο στην αστυνομία, αλλά και σε συγγενείς και φίλους. Οι ερευνητές μέσα στο σπίτι βρήκαν ένα προσχέδιο του σημειώματος λύτρων, σαν ο δράστης να έκανε πρόβα πριν γράψει το τελικό του σημείωμα. Εν τω μεταξύ, ο Τζον επισήμανε στους ντεντέκτιβ ότι το ποσό των λύτρων, ήταν σχεδόν όσο το χριστουγεννιάτικο επίδομα που είχε λάβει από την εργασία του, γεγονός που υποδήλωνε ότι κάποιος που είχε πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες εμπλεκόταν στο έγκλημα. Αυτό το δεδομένο άνοιξε διάφορες θεωρίες και αρχικά στην λίστα των υπόπτων μπήκαν οι υπάλληλοι της εταιρείας Access Graphics. Ωστόσο δεν βρέθηκαν στοιχεία που να τους ενοχοποιούν. Κατόπιν εξετάστηκε η πιθανότητα η απαίτηση για λύτρα να ήταν αναφορά στον 118ο Ψαλμό της Βίβλου και η αστυνομία ερεύνησε θρησκευτικές πηγές για να καθορίσουν πιθανή συνάφεια. Ούτε όμως αυτό το σενάριο απέφερε καρπούς. Εντούτοις, η αστυνομία εντόπισε ότι το σημείωμα ήταν εμπνευσμένο από διαλόγους κάποιων ταινιών:

  • Ο επιθεωρητής Κάλαχαν (Dirty Harry) του 1971 [13]
  • Απόδραση από τη Νέα Υόρκη (Escape from New York) του 1981
  • Σας Παρακαλώ, Σκοτώστε τη Γυναίκα Μου (Ruthless People) του 1986
  • Speed του 1994[14]
  • Η απαγωγή (Ransom) του 1996

Κάποια στιγμή οι αρχές ανακάλυψαν ότι και τα 2 σημειώματα γράφτηκαν με στυλό και με χαρτιά που προέρχονταν από σημειωματάριο του σπιτιού των Ράμσεϊ. Ήδη είχε κινήσει τις υποψίες το γεγονός ότι γράφτηκε ένα μεγάλο σημείωμα στον τόπο του εγκλήματος, καθώς θεωρούσαν ότι ήταν πολύ δύσκολο ο απαγωγέας να είχε το χρόνο και την ψυχραιμία να γράψει 2,5 σελίδες. Η αστυνομία πίστευε πλέον ότι το σημείωμα ήταν σκηνοθετημένο όχι μόνο λόγω του μακροσκελούς κειμένου του, αλλά επίσης εξαιτίας της ασυνήθιστης χρήσης σημείων στίξης, όπως τα θαυμαστικά. Έτσι ζήτησαν από όλα τα μέλη της οικογένειας να δώσουν δείγματα γραφής, αίματος και μαλλιών. Το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) που εξέτασε τα αποδεικτά στοιχεία ανέφερε στην αστυνομία ότι τα μόνα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στα χαρτιά ήταν της Πάτσι και των αστυνομικών που το είχαν χειριστεί την υπόθεση. Επίσης, το Γραφείου Ερευνών του Κολοράντο (CBI), που συμμετείχε ενεργά στις έρευνες, δήλωσε κατηγορηματικά ότι το σημείωμα δεν είχε συνταχτεί από τον Τζον και τον Μπερκ. Παρόλα αυτά δεν μπορούσαν να πουν το ίδιο και για την Πατρίσια Ράμσεϊ, καθώς υπήρχαν ενδείξεις που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός του σημειώματος ήταν εκείνη. Στο ίδιο συμπέρασμα, κατέληξε και ο ιατροδικαστής Μάικλ Μπάντεν, ο οποίος δήλωσε ότι δεν είχε δει ποτέ ξανά ένα σημείωμα σαν αυτό στην 60χρονη εμπειρία του και δεν πίστευε ότι γράφτηκε από κάποιον άγνωστο. Ωστόσο, το δικαστήριο που ακολούθησε αργότερα, δεν θεώρησε τα αποδεικτικά στοιχεία ανεπαρκή, και επικαλούμενο έξι πιστοποιημένους γραφολόγους, έκρινε την Πάτσι Ράμσεϊ αθώα.

Το σημείωμα που άφησαν στο σπίτι των Ράμσεϊ

Κύριε Ράμσεϊ,

Ακούστε προσεκτικά! Είμαστε μια ομάδα ατόμων που εκπροσωπούμε μια μικρή ξένη παράταξη. Εμείς σεβόμαστε την επιχείρηση σας αλλά όχι τη χώρα που εξυπηρετεί. Αυτή τη στιγμή έχουμε την κόρη σας στην κατοχή μας. Είναι ασφαλής και αλώβητη και αν θέλετε να δει το 1997, πρέπει να ακολουθήσετε κατά γράμμα τις οδηγίες μας.

Θα κάνετε ανάληψη 118.000,00$ από τον λογαριασμό σας. Τα 100.000$ θα είναι σε χαρτονομίσματα των 100$ και τα υπόλοιπα 18.000$ σε χαρτονομίσματα των 20$. Βεβαιωθείτε ότι έχετε φέρει στην τράπεζα ένα κατάλληλο μέγεθος χαρτοφύλακα. Όταν φτάσετε σπίτι θα βάλετε τα χρήματα σε μια καφέ χάρτινη σακούλα. Θα σας καλέσουμε αύριο από τις 8 έως τις 10 το πρωί για να σας ενημερώσουμε για την παράδοση. Η παράδοση θα είναι εξαντλητική, γι' αυτό σας συμβουλεύω να είστε ξεκούραστος. Εάν δούμε ότι λάβατε τα χρήματα νωρίτερα, ενδέχεται να σας καλέσουμε νωρίτερα για να κανονίσουμε μια γρηγορότερη παράδοση των χρημάτων και, ως εκ τούτου, μια πιο ταχύτερη παράδοση παραλαβή της κόρης σας.

Οποιαδήποτε απόκλιση από τις οδηγίες μου θα έχει ως αποτέλεσμα την άμεση εκτέλεση της κόρης σας. Δεν θα σας δώσουμε επίσης την σορό της για σωστή ταφή. Οι δύο κύριοι που προσέχουν την κόρη σας δεν σας συμπαθούν ιδιαίτερα, γι' αυτό σας συμβουλεύω να μην τους προκαλέσετε. Το να μιλήσετε σε οποιονδήποτε για την κατάστασή σας, όπως στην Αστυνομία, το F.B.I., κ.λπ., θα έχει ως αποτέλεσμα τον αποκεφαλισμό της κόρης σας. Αν σας πιάσουμε να μιλάτε με ένα αδέσποτο σκυλί, θα πεθαίνει. Εάν ειδοποιήσετε τις αρχές της τράπεζας, θα πεθάνει. Εάν τα χρήματα είναι με οποιονδήποτε τρόπο μαρκαρισμένα ή παραποιημένα, θα πεθαίνει. Θα γίνει σάρωση για ηλεκτρονικές συσκευές και αν βρεθούν, θα πεθαίνει. Μπορείτε να προσπαθήσετε να μας εξαπατήσετε, αλλά σας προειδοποιούμε ότι είμαστε εξοικειωμένοι με τα αντίμετρα και τις τακτικές επιβολής του νόμου. Έχετε 99% πιθανότητες να σκοτώσετε την κόρη σας αν προσπαθήσετε να μας το παίξετε έξυπνος. Ακολουθήστε τις οδηγίες μας και θα έχετε 100% πιθανότητες να την πάρετε πίσω.

Εσύ και η οικογένεια σου είστε υπό συνεχή παρακολούθηση καθώς και οι αρχές. Μην προσπαθείς να αναπτύξεις μυαλό Τζον. Δεν είσαι η μόνη χοντρή γάτα γύρω σου, οπότε μην θεωρήσεις ότι θα είναι δύσκολο να σκοτώσουμε. Μην μας υποτιμάς Τζον. Χρησιμοποίησε αυτή την καλή νότια κοινή λογική σου. Είναι στο χέρι σου τώρα Τζον!

Καλή επιτυχία!

S.B.T.C

Μετά το τηλεφώνημα της Πάτσι, δύο αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι των Ράμσεϊ μέσα σε τρία λεπτά. Παρόλα αυτά έκαναν πολύ πρόχειρη έρευνα στο σπίτι αλλά δεν βρήκαν σημάδια παραβίασης. Ο ένας από τους δύο αστυνομικούς, ο Ρικ Φρενς, πήγε στο υπόγειο και έφτασε σε μια πόρτα που ασφαλιζόταν με ένα ξύλινο σύρτη. Στάθηκε για μια στιγμή μπροστά της, αλλά απομακρύνθηκε χωρίς να την ανοίξει. Ο Φρενς εξήγησε αργότερα ότι έψαχνε για μια διαδρομή εξόδου που χρησιμοποιούσε ο απαγωγέας, κάτι που απέκλεισε το την συγκεκριμένη πόρτα. Καθώς η Τζον-Μπένετ εξακολουθούσε να αγνοείται, ο Τζον έκανε κινήσεις για να πληρώσει τα λύτρα. Εν τω μεταξύ, στο σπίτι στάλθηκε ιατροδικαστική ομάδα. Η αστυνομία άρχισε να πιστεύει ότι το κοριτσάκι είχε όντως απαχθεί. Έτσι, η κρεβατοκάμαρα του παιδιού σφραγίστηκε για να αποφευχθεί η καταστροφή των αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο το υπόλοιπο σπίτι έμεινε αφύλακτο κάτι που οδήγησε στην καταστροφή πιθανών στοιχείων. Η αστυνομία έκανε το τραγικό λάθος να επιτρέψει στην οικογένεια να δεχτεί φίλους και γείτονες που θέλησαν να τους συμπαρασταθούν, και κάποιοι από αυτούς καθάρισαν ακόμα και τις επιφάνειες στην κουζίνα. 

Περίπου στις 8:00 το πρωί, στο σπίτι έφτασε η ντετέκτιβ Λίντα Αρντ, περιμένοντας από τον/τους απαγωγείς να επικοινωνήσουν. Εντούτοις, κανένας δεν τηλεφώνησε για να διεκδικήσει τα λύτρα. 

Ο εντοπισμός του πτώματος της

Στη 13:00 το μεσημέρι, η ντετέκτιβ Αρντ ζήτησε από τον Τζον Ράμσεϊ και τον Φλιτ Γουάιτ, έναν οικογενειακό φίλο, να ψάξουν το σπίτι για να δουν αν «κάτι τους φαινόταν ύποπτο». Ξεκίνησαν την αναζήτηση τους στο υπόγειο. Ο Τζον άνοιξε τη σφραγισμένη πόρτα που είχε παραβλέψει ο αστυνομικός Φρενς και είδε την κόρη του ξαπλωμένη σε ένα από τα δωμάτια. Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε ανακούφιση που βρήκε το παιδί του, αλλά πολύ σύντομα κατάλαβε ότι ήταν νεκρή. Το σώμα της Τζον-Μπένετ ήταν καλυμμένο με μια λευκή κουβέρτα. Στο στόμα της υπήρχε κολλητική ταινία, ενώ γύρω από τους καρπούς και το λαιμό υπήρχε ένα νάιλον κορδόνι, το οποίο ήταν τυλιγμένο γύρω από τη σπασμένη λαβή ενός πινέλου που προφανώς χρησιμοποιήθηκε για να τη στραγγαλίσουν. Ο Τζον σήκωσε το σώμα του παιδιού και το πήγε στον επάνω όροφο. Όταν η Τζον-Μπένετ μεταφέρθηκε, ο τόπος του εγκλήματος καταστράφηκε περαιτέρω καθώς αλλοιώθηκαν και άλλα κρίσιμα ιατροδικαστικά στοιχεία. 

Αυτοψία

Η αυτοψία αποκάλυψε ότι η επίσημη αιτία θανάτου της Τζον-Μπένετ ήταν η «ασφυξία από στραγγαλισμό που σχετίζεται με κρανιοεγκεφαλικό τραύμα». Δεν υπήρχαν στοιχεία βιασμού, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί ως κίνητρο η σεξουαλική επίθεση. Υπήρχαν ενδείξεις ότι προηγήθηκε κολπικός τραυματισμός, παρόλο που δεν βρέθηκαν ίχνη σπέρματος. Κατά την αυτοψία, ο ιατροδικαστής κατέγραψε ότι η κολπική περιοχή της μικρής είχε σκουπιστεί με πανί. Ο θάνατος της κρίθηκε ως ανθρωποκτονία.

Μέρος του πινέλου που χρησιμοποιήθηκε για να την στραγγαλίσουν βρέθηκε σε μια μπανιέρα που περιείχε τα εργαλεία ζωγραφικής της Πάτσι. Ωστόσο η άκρη του πινέλου δεν βρέθηκε ποτέ παρά την εκτεταμένη έρευνα στο σπίτι από την αστυνομία τις επόμενες ημέρες. 

Η νεκροψία αποκάλυψε στον οργανισμό του παιδιού ένα «λαχανικό ή φρούτο», (πιθανόν ανανάς), το οποίο το είχε φάει λίγες ώρες πριν από το θάνατο της. Οι φωτογραφίες του σπιτιού που τραβήχτηκαν την ημέρα που βρέθηκε το σώμα της Τζον-Μπένετ δείχνουν ένα μπολ με ανανά στο τραπέζι της κουζίνας με ένα κουτάλι μέσα. Ωστόσο, ο Τζον και η Πάτσι υποστήριξαν ότι δεν θυμόντουσαν να έχουν βάλει το μπολ στο τραπέζι, ούτε βέβαια ότι τάισαν την κόρη τους με ανανά. Η αστυνομία ανέφερε ότι βρήκε τα δακτυλικά αποτυπώματα του εννιάχρονου Μπερκ στο μπολ. Εντούτοις οι γονείς του είχαν καταθέσει ότι ο Μπερκ κοιμόταν όλη τη νύχτα μέχρι που τον ξύπνησαν αρκετές ώρες μετά την άφιξη της αστυνομίας. 

Στις 31 Δεκεμβρίου του 1996, η Τζον-Μπένετ Ράμσεϊ κηδεύτηκε στο Επισκοπικό Κοιμητήριο του Αγίου Ιακώβου στη Μαριέττα της Τζόρτζια και θάφτηκε δίπλα στην ετεροθαλή της αδερφή Ελίζαμπεθ Πας Ράμσεϊ, η οποία είχε πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σχεδόν πέντε χρόνια νωρίτερα σε ηλικία 22 ετών. Το καλοκαίρι του 1997, περίπου έξι μήνες μετά τον θάνατο της Τζον-Μπένετ, η οικογένεια της μετακόμισε σε ένα νέο σπίτι στην Ατλάντα μετά από ένα καλοκαίρι στο εξοχικό τους στο Σάρλεβοϊ του Μίσιγκαν. 

Δείγματα αίματος

Τον Δεκέμβριο του 2003, οι ιατροδικαστές εξήγαγαν αρκετό υλικό από ένα μικτό δείγμα αίματος που βρέθηκε στα εσώρουχα της Τζον-Μπενέτ για να δημιουργήσουν ένα προφίλ DNA. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το DNA ανήκε σε ένα άγνωστο άνδρα και όχι σε μέλος της οικογένειας της. Εντούτοις, τον Οκτώβριο του 2016, μια έκθεση ανέφερε ότι μια νέα ιατροδικαστική ανάλυση με πιο ευαίσθητες τεχνικές αποκάλυψε ότι το αρχικό DNA περιείχε γενετικούς δείκτες από δύο άτομα εκτός της Τζον-Μπένετ. 

Ο A. Τζέιμς Κόλαρ, ο οποίος ήταν επικεφαλής ερευνητής για το γραφείο της εισαγγελίας, είπε ότι βρέθηκαν επιπλέον ίχνη ανδρικού DNA στο κορδόνι και το πινέλο, και ότι υπήρχαν έξι ξεχωριστά δείγματα DNA που ανήκαν σε άγνωστα άτομα που βρέθηκαν από το τεστ. Η εγκληματολόγος Κάντις Ντελόνγκ, πιστεύει ότι εφόσον το DNA έχει εμφανιστεί πανομοιότυπα σε πολλά διαφορετικά σημεία και σε πολλές επιφάνειες, ότι ανήκει στον δολοφόνο. Ο πρώην εισαγγελέας της κομητείας Άνταμς του Κολοράντο, Μπομπ Γκραντ, πιστεύει επίσης ότι τα στοιχεία του DNA είναι σημαντικά, λέγοντας ότι οποιαδήποτε επίλυση της υπόθεσης θα πρέπει να εξηγήσει πώς εμφανίστηκε το DNA σε πολλά κομμάτια των ρούχων του θύματος. 

Έρευνα

Τα λάθη που έγιναν στην αρχική έρευνα περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την υπόθεση. Η απώλεια και αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων, η έλλειψη έμπειρου και τεχνικού προσωπικού στην έρευνα, τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στην οικογένεια πριν ερευνηθούν και οι καθυστερημένες ανεπίσημες καταθέσεις με τους γονείς, οδήγησαν την αστυνομία σε μεγάλο αδιέξοδο.

Επιπλέον, η αστυνομία του Μπόλντερ αρχικά επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον Τζον και την Πάτσι, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι παραβιάστηκε κάποια είσοδος του σπιτιού. Επίσης, η οικογένεια δεν βοηθούσε ιδιαίτερα στο να λυθεί γρήγορα η υπόθεση. Σύμφωνα με την εφημερίδα Daily Camera, οι Ράμσεϊ είχαν δηλώσει αργότερα ότι η απροθυμία τους οφειλόταν στον φόβο τους ότι δεν θα διεξαγόταν πλήρης έρευνα για τους εισβολείς και ότι θα επιλέγονταν βιαστικά ως βασικοί ύποπτοι στην υπόθεση. Ωστόσο μέχρι τον Οκτώβριο του 1997 οι αρχές είχαν πάνω από 1.600 ύποπτους για την υπόθεση, αλλά κανένας δεν κατηγορήθηκε επίσημα. 

Το 1999 μια μεγάλη ομάδα ενόρκων κατηγόρησε τους Ράμσεϊ ότι έθεσαν το παιδί τους σε κίνδυνο με τρόπο που οδήγησε στο θάνατο του και ότι παρεμπόδισαν την έρευνα για φόνο. Αλλά ο εισαγγελέας Άλεξ Χάντερ, δεν τους άσκησε δίωξη, επειδή δεν πίστευε ότι τα στοιχεία ήταν αρκετά για να κατηγορηθούν. Η Μαίρη Λάσι, η επόμενη εισαγγελέας της κομητείας Μπόλνετ, τον Απρίλιο του 2003, συμφώνησε στο ότι τα στοιχεία είναι πιο κοντά στην θεωρία ότι ένας άγνωστος εισβολέας δολοφόνησε την Τζον Μπένετ. Έτσι, στις 9 Ιουλίου του 2008, το γραφείο της εισαγγελίας ανακοίνωσε ότι, ως αποτέλεσμα των νέων τεχνικών δειγματοληψίας και δοκιμών DNA (ανάλυση DNA αφής), και των ανεπαρκών στοιχείων εναντίων τους, τα μέλη της οικογένειας Ράμσεϊ αποκλείστηκαν ως ύποπτοι στην υπόθεση. 

Παρόλα αυτά τον Οκτώβριο του 2010, η αστυνομία άνοιξε ξανά την υπόθεση. Πραγματοποιήθηκαν νέες καταθέσεις μετά από νέα έρευνα από μια επιτροπή που περιλάμβανε πολιτειακούς και ομοσπονδιακούς ερευνητές. Ωστόσο δεν προέκυψαν νέα στοιχεία. 

Θεωρίες και ύποπτοι

Υπάρχουν δύο θεωρίες για τον θάνατο της Τζον-Μπένετ που αφορούν την οικογένεια της. Μια από αυτές υποστηρίζει ότι η Πάτσι χτύπησε την κόρη της σε μια κρίση οργής επειδή εκείνη είχε ουρήσει πάνω στο κρεβάτι της. Κατόπιν την στραγγάλισε για να καλύψει αυτό που είχε συμβεί, επειδή νόμιζε ότι ήταν ήδη νεκρή. Ωστόσο, η Πάτσι δεν είχε ιστορικό ανεξέλεγκτου θυμού.  Ο Μπερκ Ράμσεϊ υποστήριξε ότι οι γονείς τους δεν σήκωναν χέρι πάνω τους και δεν τους είχαν χτυπήσει ποτέ, πόσο μάλλον να διανοηθούν να σκοτώσουν το παιδί τους. 

Θεωρητικά, ο στραγγαλισμός θα μπορούσε να ήταν μια πτυχή του επιχειρήματος της «κόκκινης ρέγγας» για να κρύψει τα στοιχεία της επίθεσης και του φόνου. Εντούτοις, η Πάτσι ήταν ύποπτη και για έναν ακόμα λόγο. Οι ίνες που βρέθηκαν στην κολλητική ταινία με την οποία ήταν δεμένο το παιδί της, ήταν ίδιες με τις ίνες των ρούχων που φορούσε η Πάτσι όταν βρέθηκε το άψυχο σώμα της Τζο-Μπένετ.

Η δεύτερη θεωρία αφορά τον Μπερκ, ο οποίος ήταν εννέα ετών τη στιγμή του θανάτου της αδελφής του. Η αστυνομία δεν τον θεώρησε ποτέ ύποπτο. Ωστόσο, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ "The Case of: JonBenét" ("Η Υπόθεση της: Τζον-Μπένετ"), το οποίο μεταδόθηκε στο κανάλι CBS στις 18 και 19 Σεπτεμβρίου του 2016, ο Μπέρκ χτύπησε την αδερφή του στο κεφάλι με ένα βαρύ αντικείμενο (πιθανόν με έναν φακό) επειδή εκείνη του έκλεψε ένα κομμάτι ανανά μέσα από το μπολ του. Το ίδιο ντοκιμαντέρ ισχυρίστηκε ότι η επιστολή με λύτρα ήταν μια προσπάθεια της οικογένειας να συγκαλύψουν το έγκλημα και να προστατεύσουν το μεγαλύτερο παιδί τους, με τις υποψίες να πέφτουν επάνω τους, καθώς δεν δέχτηκαν να δώσουν στοιχεία στις αρχές για να βοηθήσουν να βρεθεί ο ένοχος. Επιπρόσθετα, στο τηλεφώνημα που ακολούθησε στην αστυνομία τα ξημερώματα της 26 Δεκεμβρίου του 1996, οι αρχές ηχογραφήθηκαν έξι δευτερόλεπτα ήχου κατά τα οποία η Πάτσι νόμιζε ότι είχε τελειώσει η συνομιλία της. Αν και η αστυνομία δεν βρήκε κάτι αξιόλογο σε αυτή την ηχογράφηση, σύμφωνα με το κανάλι ABC News, σε αυτό ακούγεται ένα διάλογος μεταξύ εκείνης και ενώ άλλου ατόμου. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι η μία φωνή ήταν του Τζον Ράμσεϊ, ο οποίος έλεγε: "Δεν μιλάμε σε εσένα" απευθυνόμενος προφανώς στον γιο του, και η άλλη της Πάτσι να συμπληρώνει: "Τι έκανες; Θεέ μου, βοήθησέ με!".

Όπως ήταν φυσικό ο Μπερκ Ράμσεϊ αντέδρασε μετά την δημόσια μετάδοση του προγράμματος. Μέσω των δικηγόρων του κατέθεσε αγωγές για συκοφαντική δυσφήμιση κατά του τηλεοπτικού σταθμού CBS, των παραγωγών του προγράμματος και αρκετών από τους συμμετέχοντες του, με βάση πολλούς από τους ισχυρισμούς τους. Στις 28 Δεκεμβρίου του 2016, οι δικηγόροι του Μπερκ ζήτησαν συνολικά 750 εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση. Τον Ιανουάριο του 2019, έγινε γνωστό ότι η αγωγή είχε διευθετηθεί «προς ικανοποίηση όλων των μερών». Όπως και να έχει, καμία από τις δυο θεωρίες που αφορά την οικογένεια δεν μπόρεσε να αποδειχτεί.

Θεωρία εισβολέα

Η αστυνομία και οι εισαγγελείς ακολούθησαν το σενάριο του εισβολέα, εν μέρει λόγω της άγνωστης πατημασιάς από μπότα που βρέθηκε στο υπόγειο δωμάτιο κοντά στην σορό της Τζον-Μπένετ.

Κάποια από τα άτομα που εξετάστηκαν ως ύποπτοι ήταν:

Μπιλ Μακ-Ρέινολντς:

Σύμφωνα με ένα άρθρο της εφημερίδας New York Post του 1999, ο Μπιλ Μακ-Ρέινολντς ήταν συνταξιούχος καθηγητής δημοσιογραφίας και στενός φίλος των Ράμσεϊ. Μερικές ημέρες πριν δολοφονηθεί η Τζον-Μπένετ, ο Μακ-Ρέινολντς ντύθηκε Άγιος Βασίλης σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι στο σπίτι της οικογένειας Ράμσεϊ και έδωσε στο κοριτσάκι μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που έγραφε ότι η 6χρονη θα έπαιρνε ένα «ειδικό δώρο» μετά τα Χριστούγεννα. Επιπλέον, η 9χρονη κόρη της οικογένειας Μακ-Ρέινολντς ειχε πέσει θύμα απαγωγής στις 26 Δεκεμβρίου του 1970, την ίδια μέρα που η Τζον-Μπένετ βρέθηκε νεκρή. Μια άλλη απόκοσμη θεωρία σύνδεσης, είναι ότι η γυναικά του Μπιλ, η Τζάνετ Μακ-Ρέινολντς είχε γράψει ένα έργο για ένα νεαρό κορίτσι που είχε κακοποιήσει, βασανίσει και σκοτώσει σε ένα υπόγειο το 1976. Παρόλες τις συμπτώσεις, ο Μακ-Ρέινολντς, ο οποίος είχε αποβιώσει πλέον, δεν φαίνεται να είχε οποιαδήποτε σχέση με τον θάνατο της Τζον-Μπένετ συμφωνία με τα στοιχεία και τις εξετάσεις DNA.

Λίντα Χόφμαν-Πιου:

Η Λίντα Χόφμαν-Πιου είχε δουλέψει για την οικογένεια ως οικονόμος τους και είχε κλειδί του σπίτι τους. Η θεωρία που την έθεσε ως ύποπτη υποστήριζε ότι εκείνη μετέφερε την Τζον-Μπένετ στο υπόγειο εκείνο το βράδυ σε μια προσπάθεια να ξεγελάσει τους εργοδότες της για να της αφήσουν χρήματα για τα λύτρα της. Ωστόσο, η αστυνομία εμφανίστηκε στο σπίτι της Λίντα το βράδυ μετά τη δολοφονία και ζήτησε από την 57χρονη οικονόμο να γράψει τον αριθμό των 118.000 δολαρίων (το ποσό των λύτρων) σε ένα κομμάτι χαρτί και της πήραν δακτυλικά της αποτυπώματα και αρκετές τρίχες από τα μαλλιά της. Παρόλα που δεν είχε άλλοθι για την βραδιά του εγκλήματος, η εξέταση DNA έδειξε ότι δεν εμπλέκεται στην υπόθεση.

Τζον Μαρκ Καρ:

Ο Τζον Μαρκ Καρ συνελήφθη στη Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης στις 15 Αυγούστου του 2006 μετά από ψευδή ομολογία για τη δολοφονία της Τζον-Μπένετ Ράμσεϊ Ο Τζον, ήταν τότε δάσκαλος σε σχολείο και ισχυρίστηκε ότι είχε ναρκώσει το κοριτσάκι, του επιτέθηκε σεξουαλικά και κατόπιν το σκότωσε κατά λάθος. Σύμφωνα με το κανάλι CNN, «οι αρχές δεν βρήκαν κανένα στοιχείο που να συνδέει το συγκεκριμένο άτομο με τον τόπο του εγκλήματος». 

Στην ομολογία του, ο Τζον είχε παράσχει μόνο βασικά στοιχεία που ήταν δημόσια γνωστά και δεν παρείχε πρόσθετες πειστικές λεπτομέρειες. Ο ισχυρισμός ότι η Τζον-Μπένετ είχε ναρκωθεί έθεσε περαιτέρω αμφιβολίες για την ομολογία επειδή η νεκροψία έδειξε ότι δεν βρέθηκε ναρκωτική ουσία στον οργανισμό της. Επιπλέον, το DNA του Καρ δεν ταίριαζε με το DNA που βρέθηκε στο σώμα του Τζον-Μπένετ.  Στις 26 Οκτωβρίου του 2006, ο Καρ έστειλε ένα email στον Μπιλ Χάμονς, αναζητώντας έναν λογοτεχνικό πράκτορα για να τον βοηθήσει "να δημοσιεύσει ένα χειρόγραφο που κάποιοι μπορεί να βρουν αμφιλεγόμενο".  Αργότερα o Καρ εμφανίστηκε ως τρανς και άλλαξε νόμιμα το όνομα της από «Τζον Μαρκ Καρ» σε Αλέξις Βαλ Ράιχ (ή Ντέλια Αλέξις Ράιχ, σύμφωνα με άδεια οδήγησης της Πολιτείας της Ουάσιγκτον ). Η Σαμάνθα Σπίγκελ ισχυρίστηκε ότι ο Καρ σκόπευε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου για να έρθει πιο κοντά με μικρότερα κορίτσια σε μια παιδική σεξουαλική λατρεία που ονομάζεται "The Immaculates" (Οι Αψεγάδιαστοι). 

Η Θεωρια του Λου Σμιτ

Ο Λου Σμιτ, ντετέκτιβ στην υπόθεση, αξιολόγησε τα στοιχεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας εισβολέας διέπραξε το έγκλημα. Τη νύχτα που σκοτώθηκε η Τζον-Μπένετ, υπήρχαν δύο παράθυρα που είχαν μείνει ελαφρώς ανοιχτά για να περάσουν τα ηλεκτρικά καλώδια για τα εξωτερικά χριστουγεννιάτικα φώτα, ένα σπασμένο παράθυρο στο υπόγειο και μια ξεκλείδωτη πόρτα. Η θεωρία του Σμιτ ήταν ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι των Ράμσεϊ από το σπασμένο παράθυρο του υπογείου. Πολλοί όμως αμφισβήτησαν αυτή τη θεωρία, επειδή υπήρχε ένας άθικτος ιστός αράχνης στο παράθυρο του υπογείου. Επιπλέον, η ατσάλινη σχάρα που κάλυπτε το παράθυρο είχε επίσης αδιατάρακτους ιστούς αράχνης και το φύλλωμα γύρω από τη σχάρα δεν έδειχνε στοιχεία κίνησης. Υπήρχαν επίσης ιστοί αράχνης στα ίχνη διαφόρων παραθύρων και σκόνη και συντρίμμια υπήρχαν σε μερικά περβάζια. Ο Σμιτ πίστευε ότι ο εισβολέας ακινητοποίησε την Τζον-Μπένετ χρησιμοποιώντας ένα σπρέι αναισθητοποίησης και την πήγε στο υπόγειο. Το κοριτσάκι πέθανε από ατύχημα και έμεινε ένα σημείωμα για λύτρα. Η θεωρία του Σμιτ υποστηρίχθηκε από τον πρώην πράκτορα του FBI Τζον Σ. Ντάγκλας, ο οποίος είχε προσληφθεί από την οικογένεια Ράμσεϊ. Πιστεύοντας ότι οι γονεις ήταν αθώοι, ο Σμιτ παραιτήθηκε από την έρευνα στις 20 Σεπτεμβρίου του 1998, πέντε ημέρες μετά τη σύγκληση της μεγάλης ομάδας ενόρκων εναντίον των Ράμσεϊ. Αν και δεν ήταν πλέον επίσημος ερευνητής για την υπόθεση, ο Σμιτ συνέχισε να εργάζεται πάνω σε αυτήν μέχρι τον θάνατο του το 2010.

Διαπιστώθηκε ότι είχαν γίνει περισσότερες από 100 διαρρήξεις στη γειτονιά των Ράμσεϊ τους μήνες πριν από τη δολοφονία της Τζον-Μπένετ. Υπήρχαν 38 εγγεγραμμένοι σεξουαλικοί δράστες που ζούσαν σε απόσταση 3,2 χιλιόμετρα από το σπίτι της οικογένειας Ράμσεϊ. Το 2001, ο πρώην εισαγγελέας της κομητείας Μπόλντερ, Τριπ Ντίμουθ και ο ντετέκτιβ Στιβ Έινσγορθ δήλωσαν ότι θα έπρεπε να υπάρξει μια πιο εξονυχιστική έρευνα για τη θεωρία του εισβολέα. Ένα από τα άτομα που ο Σμιτ αναγνώρισε ως ύποπτο ήταν ο Γκάρι Χάουαρντ Ολίβα, ο οποίος συνελήφθη για «δύο κατηγορίες απόπειρας σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και μία κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού» τον Ιούνιο του 2016, σύμφωνα με την εφημερίδα Daily Camera. Ο Ολίβα αναγνωρίστηκε επίσης ως ύποπτος για τον φόνο της Τζον-Μπένετ σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής 48 Hours Investigates τον Οκτώβριο του 2002.

Μέχρι σήμερα η δολοφονία της Τζον Μπένετ Ράμσεϊ παραμένει ανεξιχνίαστη.

Πηγή: Βικιπαίδεια