- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η σφαγή 14 φοιτητριών που δολοφονήθηκαν στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ το 1989
Η σφαγή του Μόντρεαλ θεωρείται πλέον πράξη μισογυνιστικής τρομοκρατίας και κοινωνικής βίας κατά των γυναικών
Η σφαγή του Μόντρεαλ: Η 6η Δεκεμβρίου έχει οριστεί ως Εθνική Ημέρα Μνήμης και Δράσης για τη Βία Κατά των Γυναικών και θεωρείται μια πρόσκληση για δράση κατά των σεξιστικών διακρίσεων
Στις 6 Δεκεμβρίου 1989 στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ 14 γυναίκες δολοφονήθηκαν, ενώ άλλες 10 γυναίκες και 4 άνδρες τραυματίστηκαν. Δράστης ήταν ο 25χρονος Μαρκ Λεπίν. Για σχεδόν 20 λεπτά κινούνταν μέσα από διαδρόμους σε πολλούς ορόφους του κτιρίου, της καφετέριας και μιας άλλης τάξης με στόχο γυναίκες. Ο ένοπλος είχε πει ότι ήταν κατά του φεμινισμού.
Λίγο μετά τις 4 μμ εκείνη τη μέρα, ο Μαρκ Λεπίν έφτασε στο Πολυτεχνείο οπλισμένος με μια ημιαυτόματη καραμπίνα -την είχε αγοράσει από ένα μαγαζί στο Μόντρεαλ, ισχυριζόμενος ότι θα τη χρησιμοποιούσε για κυνήγι- και ένα κυνηγετικό μαχαίρι. Ο Λεπίν γνώριζε καλά τη δομή του κτιρίου, αφού το είχε ήδη επισκεφθεί 7 φορές πριν το συμβάν. Κάθισε για λίγο στο γραφείο της γραμματείας. Τον είδαν να ψαχουλεύει μανιωδώς μια πλαστική σακούλα που κρατούσε, χωρίς να μιλάει σε κανέναν, ούτε στον υπάλληλο που προσφέρθηκε να τον εξυπηρετήσει. Έφυγε από το γραφείο, περιφερόταν στο κτίριο και μετά μπήκε στην αίθουσα των μηχανολόγων μηχανικών γύρω στις 5.10΄ μμ.
Στην αίθουσα βρίσκονταν περίπου εξήντα φοιτητές. Ο Μαρκ Λεπίν πλησίασε τον φοιτητή που έκανε παρουσίαση, ζήτησε από όλους να σταματήσουν ό,τι έκαναν και διέταξε τις γυναίκες και τους άνδρες να συγκεντρωθούν χωριστά στις δυο πλευρές της αίθουσας. Στην αρχή δεν κινήθηκε κανείς πιστεύοντας ότι είναι φάρσα, ώσπου πυροβόλησε στο ταβάνι.
Ο Μαρκ Λεπίν ξεχώρισε τις εννέα γυναίκες από τους περίπου πενήντα άνδρες και διέταξε τους άνδρες να φύγουν. Μιλώντας στα γαλλικά, ρώτησε τις γυναίκες αν ήξεραν γιατί ήταν εκεί, και όταν μία φοιτήτρια απάντησε «όχι», είπε: «Μάχομαι κατά του φεμινισμού». Μια από τις φοιτήτριες, είπε: «Κοίτα, είμαστε απλά γυναίκες που σπουδάζουμε μηχανικοί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε φεμινίστριες που παρελαύνουμε στους δρόμους εναντίον των ανδρών, είμαστε απλά φοιτήτριες με πρόθεση να ζήσουμε μια φυσιολογική ζωή».
Ο Μαρκ Λεπίν απάντησε: «Είστε γυναίκες, που θα γίνετε μηχανικοί. Είστε όλες ένα μάτσο φεμινίστριες. Μισώ τις φεμινίστριες».
Τότε άνοιξε πυρ εναντίον τους σκοτώνοντας έξι και τραυματίζοντας άλλες τρεις. Πριν φύγει από την αίθουσα, έγραψε τη λέξη «σκατά» δύο φορές στην εργασία ενός φοιτητή. Συνεχίζοντας στο διάδρομο τραυμάτισε έναν φοιτητή, πριν μπει στο γραφείο οικονομικών υπηρεσιών. Η εργαζόμενη που βρισκόταν εκεί κατάφερε να κλείσει και να κλειδώσει την πόρτα του γραφείου της, παρόλο που ο Λεπίν προσπαθούσε να την ανοίξει. Κατάφερε να την πυροβολήσει 2 φορές βλέποντας την από την τζαμαρία του γραφείου και το πρώτο χτύπημα ήταν θανατηφόρο.
Έπειτα κατέβηκε στην καφετέρια του πρώτου ορόφου όπου βρίσκονταν περίπου εκατό άτομα, χωρίς να γνωρίζουν τι είχε συμβεί. Επικράτησε πανικός όταν πυροβόλησε μια γυναίκα που στεκόταν κοντά στην κουζίνα και τραυμάτισε έναν άλλο φοιτητή. Βρίσκοντας ξεκλείδωτη την πόρτα της αποθήκης στην άκρη της καφετέριας, μπήκε και σκότωσε δύο γυναίκες που κρύβονταν εκεί. Ανεβαίνοντας στον τρίτο όροφο πυροβόλησε και τραυμάτισε μια φοιτήτρια και δυο φοιτητές.
Στη συνέχεια μπήκε σε μια αίθουσα, είπε σε τρεις άνδρες που έκαναν παρουσίαση να βγουν έξω και πυροβόλησε τη φοιτήτρια που στεκόταν κοντά στον πίνακα (τη Μαρίς Λεκλέρ). Άνοιξε πυρ στους φοιτητές που στέκονταν στην πρώτη σειρά και σκότωσε δυο γυναίκες που προσπάθησαν να διαφύγουν. Ενώ οι υπόλοιποι φοιτητές ήταν κάτω από τα θρανία τους, ο Μαρκ Λεπίν προχώρησε προς μερικές γυναίκες που εντόπισε, τραυματίζοντας τρεις και σκοτώνοντας μια από αυτές. Έπειτα γέμισε το όπλο του και μετακινήθηκε πάλι προς τον πίνακα, πυροβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε, η τραυματισμένη Λεκλέρ ζήτησε βοήθεια. Ο Μαρκ Λεπίν έβγαλε το κυνηγετικό του μαχαίρι και την κάρφωσε τρεις φορές στην καρδιά, σκοτώνοντας την.
Μετά έβγαλε το καπέλο του, τύλιξε το παλτό του γύρω από το τουφέκι του, αναφώνησε «γαμώτο» και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, πυροβολώντας τον εαυτό του στο κεφάλι, είκοσι λεπτά αφότου είχε αρχίσει την επίθεσή του.
Είχε σκοτώσει 14 γυναίκες σε σύνολο (12 μεταπτυχιακές φοιτήτριες, μια φοιτήτρια νοσηλευτικής και μια υπάλληλο του πανεπιστημίου) και είχε τραυματίσει 10 γυναίκες και 4 άνδρες. Μετά την ανακοίνωση του συμβάντος στους δημοσιογράφους, ο διευθυντής δημοσίων σχέσεων της Αστυνομίας του Μόντρεαλ, ο Πιερ Λεκλέρ, μπήκε στο κτίριο και βρήκε το μαχαιρωμένο, άψυχο σώμα της κόρης του Μαρίς. Τριήμερο πένθος κυρήχθηκε στο Μόντρεαλ.
Μέσα στο σακάκι του Μαρκ Λεπίν βρέθηκαν ένα σημείωμα αυτοκτονίας και δύο επιστολές προς φίλους, όλα γραμμένα την ημέρα της σφαγής. Η αστυνομία αποκάλυψε κάποιες λεπτομέρειες του σημειώματος, αλλά το πλήρες κείμενο δεν αποκαλύφθηκε. Τα ΜΜΕ πιέζοντας για το δικαίωμα στην ενημέρωση ανάγκασαν την αστυνομία να δημοσιοποιήσει το σημείωμα. Ένα χρόνο μετά την επίθεση, μια τρισέλιδη δήλωση του Μαρκ Λεπίν διέρρευσε προς τη δημοσιογράφο και φεμινίστρια Φρανσίν Πελετιέ.
Περιείχε μια λίστα με 19 γυναίκες από το Κεμπέκ που ήθελε να σκοτώσει, επειδή τις θεωρούσε φεμινίστριες. Η λίστα περιελάμβανε την ίδια την Πελετιέ -συνδικαλίστρια και προσωπικότητα της τηλεόρασης- και 6 γυναίκες αστυνομικούς. Το σημείωμα (χωρίς τη λίστα με τις γυναίκες) δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα που αρθρογραφούσε η Πελετιέ. Ο Μαρκ Λεπίν έγραφε πως είχε τα λογικά του και κατηγορούσε τις φεμινίστριες επειδή του κατέστρεψαν τη ζωή. Ανάμεσα στους λόγους της επίθεσης συμπεριέλαβε και το μίσος του προς τις φεμινίστριες, επειδή αναζητούν κοινωνικές αλλαγές που «διατηρούν τα πλεονεκτήματα των γυναικών [ ... ], ενώ προσπαθούν να αρπάξουν αυτά των ανδρών».
Ο Μαρκ Λεπίν είχε γεννηθεί από Γαλλο-Καναδή μητέρα και Αλγερινό πατέρα και το όνομα του αρχικά ήταν Γκαμίλ Γκαρμπί. Ο ασφαλιστής πατέρας του είχε περιφρονητική στάση απέναντι στις γυναίκες. Ασκούσε ψυχολογική και σωματική βία στη σύζυγό του και τον γιο του αποθαρρύνοντας την τρυφερότητα μεταξύ τους. Όταν ο Γκαμίλ ήταν 7 ετών, οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας του έκοψε κάθε επαφή μαζί τους. Η μητέρα επέστρεψε στο επάγγελμα της νοσηλεύτριας για να στηρίξει την οικογένεια και εξαιτίας του ωραρίου της τα παιδιά αναγκάστηκαν να ζουν με άλλες οικογένειες στη διάρκεια της εβδομάδας. Στα 14, ο Γκαμίλ άλλαξε το όνομά του σε «Μαρκ Λεπίν», επικαλούμενος το μίσος του για τον πατέρα του ως τον λόγο για την επιλογή του επιθέτου της μητέρας του.
Η σφαγή συγκλόνισε βαθιά τους Καναδούς.
Η Κυβέρνηση και η Αστυνομία είχαν φόβους ότι μια εκτεταμένη δημόσια συζήτηση για τη σφαγή θα προκαλούσε πόνο στις οικογένειες των θυμάτων και θα οδηγούσε σε φαινόμενα αντιφεμινιστικής βίας. Έτσι, δεν πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση και η επιστολή αυτοκτονίας του Μαρκ Λεπίν δεν δημοσιοποιήθηκε επίσημα. Τα ΜΜΕ, καθώς και ακαδημαϊκοί, γυναικείες οργανώσεις και μέλη των οικογενειών των θυμάτων διαμαρτυρήθηκαν για τη μη δημοσιοποίηση στοιχείων για την υπόθεση. Ωστόσο, το φύλο των θυμάτων, τα σχόλια που έκανε ο δράστης κατά τη διάρκεια της σφαγής, καθώς και το σημείωμα αυτοκτονίας οδήγησαν γρήγορα στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια αντιφεμινιστική επίθεση και ένα παράδειγμα της γενικότερης βίας κατά των γυναικών.
Πολλοί ακαδημαϊκοί θεώρησαν πως οι πράξεις του Μαρκ Λεπίν προήλθαν από έναν γενικευμένο κοινωνικό μυσογυνισμό και ανοχή στη βία κατά των γυναικών και ότι ήταν ένας ψευδοκομμάντο αυτόχειρας δολοφόνος που στοχοποιεί μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και της επιτίθεται, θέλοντας να πεθάνει με «απαστράπτουσα δόξα».
Οι εγκληματολόγοι είδαν τη σφαγή ως ένα περιστατικό μίσους εναντίον των γυναικών, αφού τα θύματα επιλέχθηκαν και στοχοποιήθηκαν μόνο βάσει φύλου. Η μητέρα του Λεπίν αργότερα αναρωτήθηκε για το πως ο γιος της εκλάμβανε την έννοια του φεμινισμού, αφού κι η ίδια ως εργαζόμενη μητέρα μονογονεϊκής οικογένειας θα μπορούσε να θεωρηθεί φεμινίστρια.
Ένας ψυχίατρος σημείωσε ότι ο Μαρκ Λεπίν είχε ως πρωταρχικό κίνητρο την αυτοκτονία και ότι διάλεξε την αυτοχειρία αφού θα είχε σκοτώσει άλλους ανθρώπους (στρατηγική ανθρωποκτονιών / αυτοχειρίας), σημάδι σοβαρής διαταραχής προσωπικότητας. Άλλοι ψυχίατροι τόνισαν την τραυματική παιδική ηλικία του Λεπίν, λέγοντας ότι τα χτυπήματα που δέχτηκε ίσως του προκάλεσαν εγκεφαλική βλάβη, ή ότι ήταν ένας ψυχωτικός που είχε χάσει επαφή με την πραγματικότητα προσπαθώντας να σβήσει τις αναμνήσεις του σκληρού πατέρα, ενώ υποσυνείδητα ταυτιζόταν με την βίαιη αρρενωπότητα που καταδυνάστευε τις γυναίκες.
Άλλοι, ανήγαγαν το θέμα σε πιο γενική ανάλυση, βλέποντας τις πράξεις του ως αποτέλεσμα κοινωνικών αλλαγών που οδήγησαν σε μεγαλύτερη φτώχεια, αδιέξοδο, απομόνωση και πόλωση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ίσως ένιωθε απομονωμένος από την κοινωνία του Κεμπέκ ως παιδί πατέρα μετανάστη.
Όσοι τραυματίστηκαν ή έζησαν από κοντά το συμβάν, υπέφεραν από σωματικές, κοινωνικές, υπαρξιακές, οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της διαταραχής μετα-τραυματικού στρες. Κάποιοι από τους φοιτητές αυτοκτόνησαν -σε δύο επιστολές αυτοκτονίας αναφερόταν ως αιτία η οδύνη που υπέστησαν μετά τη σφαγή.
Από το 1991 η επέτειος της σφαγής έχει ορισθεί ως Εθνική Ημέρα Μνήμης και Δράσης για τη Βία Κατά των Γυναικών και θεωρείται ως μια πρόσκληση για δράση κατά των σεξιστικών διακρίσεων.
Το 2008, η μητέρα του Μαρκ Λεπίν δημοσίευσε τα Επακόλουθα, απομνημονεύματα του δικού της ταξιδιού μέσα από τη θλίψη και τον πόνο της για αυτό που συνέβη.
Στο διαδίκτυο υπάρχουν πολλά ντοκιμαντέρ για τη Σφαγή του Μόντρεαλ («The Fifth Estate: Investigating the Montreal Massacre, Legacy of Pain» το οποίο παρουσιάζει η Φρανσίν Πελετιέ που ήταν στη λίστα του δολοφόνου, «Killed because they were women» κ.ά.) Επίσης η υπόθεση εξιστορείται στο βιβλίο «Because They Were Women: The Montreal Massacre» του Ζ. Μποιλό.