Κοσμος

Το 2024 φεύγει, το 1939 έρχεται;

Η διεθνής κατάσταση, όπως διαμορφώνεται στο τέλος του τρέχοντος έτους, θυμίζει έντονα την τελευταία χρονιά πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Γιάννης Στεφανίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Οι ανησυχητικές ομοιότητες μεταξύ της παραμονής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του σήμερα

Η ανθρώπινη σκέψη λειτουργεί με αναλογίες. Αυτή η δυνατότητα μας βοηθά να κατανοούμε τον κόσμο και να λύνουμε προβλήματα με βάση όχι μόνο την ατομική μας εμπειρία αλλά και τη συσσωρευμένη γνώση γενεών. Εξαίρεση δεν αποτελεί η σημερινή, περίπλοκη και απειλητική, διεθνής πραγματικότητα. Και είναι εύλογο οι σχολιαστές της να καταφεύγουν σε αναλογίες και συγκρίσεις. Αρκεί αυτές να είναι δόκιμες, να ανταποκρίνονται στα δεδομένα της Ιστορίας.

Από πολλές απόψεις, λοιπόν, η διεθνής κατάσταση, όπως διαμορφώνεται στο τέλος του τρέχοντος έτους, θυμίζει έντονα την τελευταία χρονιά πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Προδικάζει αυτό τις εξελίξεις;

Το 1939, τέσσερις δικτατορίες απειλούσαν την παγκόσμια ειρήνη: Για τρίτη χρονιά, η στρατοκρατούμενη Ιαπωνία διεξήγε πόλεμο στην Κίνα. Η φασιστική Ιταλία είχε κατακτήσει την Αβησσυνία και την Αλβανία. Η ναζιστική Γερμανία είχε καταπιεί την Αυστρία, διαμελίσει την Τσεχοσλοβακία και ετοιμαζόταν να χυμήξει στην Πολωνία. Γερμανία και Ιταλία είχαν επίσης βοηθήσει τον στρατηγό Φράνκο να κερδίσει στον εμφύλιο της Ισπανίας. Η τέταρτη δικτατορία, η σοβιετική του Στάλιν, καραδοκούσε για να επωφεληθεί από τον «νομοτελειακό» κατήφορο των καπιταλιστικών δυνάμεων προς έναν νέο πόλεμο. Δεν έμενε, όμως, με σταυρωμένα χέρια. Ήρθε σε συμφωνία με τον Χίτλερ για να πάρει μέρος στη διανομή της Πολωνίας και να αποκτήσει, στη συνέχεια, μια φαρδιά ζώνη ασφάλειας σε βάρος σειράς όμορων κρατών. Και οι τέσσερις αυτές δυνάμεις περιφρονούσαν τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο, θεωρούσαν δε τη βία θεμιτό μέσο άσκησης πολιτικής.

Το 2024, άλλα τέσσερα αυταρχικά καθεστώτα εμφανίζονται ως μέρη ενός άτυπου άξονα που αντιμάχεται τη δημοκρατία, καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα και αμφισβητεί έμπρακτα τη διεθνή «Νέα Τάξη» που προέκυψε μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Η Ρωσία διεξάγει τριετή επιθετικό πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας, κατέχει εδάφη της Γεωργίας και διατηρεί στρατεύματα στη Μολδαβία. Η Κίνα φιλοδοξεί να καταπιεί την Ταϊβάν και προβάλλει διεκδικήσεις σε βάρος του Βιετνάμ και των Φιλιππίνων (και πόσοι θυμούνται ότι κατέχει παράνομα το Θιβέτ, από το 1951;). Το Ιράν στηρίζει ένοπλα κινήματα σε μια σειρά από χώρες και φιλοδοξεί να αναπτύξει πυρηνικά όπλα, κατά παράβαση της Συνθήκης για τη μη Διασπορά των Πυρηνικών Όπλων, της οποίας παραμένει μέρος. Η Βόρεια Κορέα, κράμα σταλινισμού και κληρονομικής δεσποτείας, διαφημίζει μονίμως τις επιθετικές της δυνατότητες, που περιλαμβάνουν και πυρηνικά. Η χώρα αυτή αποσύρθηκε από τη Συνθήκη για τη μη Διασπορά των Πυρηνικών Όπλων το 2003 και έκτοτε έχει πραγματοποιήσει έξι υπόγειες πυρηνικές δοκιμές.

Το 1939, μόνο τρεις μεγάλες δυνάμεις διατηρούσαν τη δημοκρατία στο εσωτερικό τους, αλλά υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα και τη θέλησή τους να σταθούν εμπόδιο στις ορέξεις των δικτατόρων. Η Μεγάλη Βρετανία, που είχε μειώσει δραστικά τις ένοπλες δυνάμεις της μετά το 1918, έπρεπε να υπερασπιστεί την αχανή όσο και ευάλωτη (και όχι πάντα δημοκρατική) Αυτοκρατορία και Κοινοπολιτεία της. Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπιζε και η Γαλλία, η δημοκρατία της οποίας είχε κλονιστεί από τις επιθέσεις των δύο άκρων του μεσοπολέμου και την κατέτρυχε σχεδόν ενδημική πολιτική αστάθεια. Οι δε Ηνωμένες Πολιτείες πάσχιζαν ακόμα να ορθοποδήσουν από το μεγάλο Κραχ και την ύφεση της οικονομίας τους και δεν αποφάσιζαν να βγουν από τη σχετική απομόνωση, που συμβόλιζε το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» των Ρεπουμπλικάνων αντιπάλων του προέδρου Ρούζβελτ. Απέναντι στη διάθεση των δικτατόρων να αναθεωρήσουν το μεταπολεμικό σκηνικό, και οι τρεις δυνάμεις είχαν προτιμήσει τον κατευνασμό: παραχωρήσεις, σε βάρος τρίτων και ασθενέστερων χωρών, με κύριο μέλημα να μη χρειαστεί να πολεμήσουν οι ίδιες – ούτε στην Κίνα, ούτε στην Ισπανία, ούτε στην Τσεχοσλοβακία ή όπου αλλού.

Το 2024, οι ισχυρότερες χώρες της Δύσης διατηρούν μεν τη δημοκρατία στο εσωτερικό τους, ωστόσο το φιλελεύθερο περιεχόμενό της αμφισβητείται από ανερχόμενα ρεύματα αυταρχικού λαϊκισμού. Υπό αμφισβήτηση τίθεται και το κοινό τους μέτωπο απέναντι στον αντιδημοκρατικό άξονα που επαγγέλλεται την ανατροπή της μεταψυχροπολεμικής «Τάξης». Η Βρετανία ακόμα αναζητά βηματισμό στη μετά το Brexit εποχή. Οι αμυντικές της δυνατότητες είναι περιορισμένες – καθ’ ομολογίαν της δικής της στρατιωτικής ηγεσίας. Η Γαλλία είναι βυθισμένη στη χειρότερη πολιτική κρίση μετά το 1962, τη στιγμή που ο Πρόεδρός της πασχίζει να διατηρήσει τη διεθνή της παρουσία στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Η Γερμανία, αφού απεμπόλησε τον ρόλο της ως ισχυρού στρατιωτικού παράγοντα, αντιμετωπίζει και αυτή πολιτική αβεβαιότητα, με τις δυνάμεις του ευρωφοβικού αυταρχισμού να σηκώνουν κεφάλι. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες σύντομα περνούν υπό τη διακυβέρνηση των πολιτικών κληρονόμων του απομονωτισμού (ιδίως απέναντι στην Ευρώπη) και του προστατευτισμού (America First). Ο Τραμπ και οι συν αυτώ αξιολογούν ως κορυφαίο πρόβλημα την ασφάλεια των αμερικανικών συνόρων από τη διείσδυση ξένων αγαθών αλλά και μεταναστών. Δεν θεωρούν πλέον ότι η ασφάλεια των ΗΠΑ ταυτίζεται με την ασφάλεια της δημοκρατίας, τουλάχιστον σε κρίσιμες περιοχές του κόσμου.

Επίκειται, λοιπόν, επανάληψη του μοιραίου 1939; Και ναι και όχι. Πρώτον, είναι απίθανος ένας γενικευμένος, παγκόσμιος πόλεμος, επειδή οι δυνάμεις στις οποίες αναφερθήκαμε, με εξαίρεση τη Γερμανία και (μάλλον) το Ιράν, διαθέτουν πυρηνικά όπλα, ικανά να εξαλείψουν το είδος μας. Δεύτερον, ακόμα και χωρίς την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ, οι ισχυρότεροι Ευρωπαίοι υπέρμαχοι της δημοκρατίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών παραμένουν ισχυρά συνδεδεμένοι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έχουν δε δύο υπολογίσιμους εταίρους στην άλλη πλευρά της υδρογείου – την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Τρίτον, για τη Ρωσία, που διεξάγει πόλεμο αυτή τη στιγμή, η αναλογία στο πλαίσιο του αυταρχικού-αναθεωρητικού άξονα δεν είναι με τη Γερμανία του Χίτλερ. Περισσότερο θυμίζει την Ιταλία του Μουσολίνι, που επίμονα διατυμπάνιζε την ισχύ της, εισέβαλλε σε ανίσχυρες χώρες, μέχρι που αποδείχτηκε στρατιωτικά ανεπαρκής. Ο μείζων εταίρος, η Κίνα, ακολουθεί πολιτική που παραπέμπει στον προσεκτικό καιροσκοπισμό του Στάλιν.

Συμπερασματικά, ο μεγαλύτερος κίνδυνος μοιάζει να προέρχεται από το εσωτερικό μέτωπο των (δυτικών κυρίως) δημοκρατιών. Η άνοδος κινημάτων που αντιμάχονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία και αδιαφορούν για τη συλλογική ασφάλεια απειλεί τη συνοχή του μετώπου που κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά κινδυνεύει να χάσει τη μεταψυχροπολεμική ειρήνη. Ακόμα και αν η Λε Πεν ή η γερμανική Alternativ δεν κερδίσουν την εξουσία, η παρουσία τους ωθεί τους κυβερνώντες να επιλέξουν τον κατευνασμό έναντι της αντιπαράθεσης με τους διεθνείς ταραξίες. Στάση που, όπως επιβεβαιώνει το παρελθόν, εκλαμβάνεται ως αδυναμία και παραίτηση.