Κοσμος

Τι συνέβη στη Γαλλία και γιατί

Η στρατηγική του χάους μπροστά σε επιλύσιμα προβλήματα

Σώτη Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Γαλλία σε κρίση: Τι συμβαίνει μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ, ο επόμενος πρωθυπουργός και οι ευθύνες του Μακρόν

Μετά τις ευρωεκλογές, εξαιτίας της απώλειας της εκλογικής ισχύος του κυβερνώντος σχήματος (πρώην En Marche, ύστερα Renaissance, στη συνέχεια συσπείρωση «Ensemble»), ο Γάλλος πρόεδρος διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και προκήρυξε βουλευτικές εκλογές. Από αυτές τις εκλογές, που έγιναν τον περασμένο Ιούλιο, προέκυψαν τρία ισοδύναμα μπλοκ: α) το κέντρο και η κεντροδεξιά 2) το σοσιαλ-ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν 3) το Νέο Λαϊκό Μέτωπο στο οποίο συμμετέχουν το ακροαριστερό, ισλαμοφιλικό κόμμα Ανυπότακτη Γαλλία, οι Σοσιαλιστές, ακροαριστεροί Οικολόγοι και διάφοροι εξτρεμιστές «αντικαπιταλιστές».

Αν και στο παρελθόν έχουν υπάρξει σχετικά επιτυχημένες κυβερνητικές συγκατοικήσεις, η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ που σχηματίστηκε μετά τις βουλευτικές εκλογές είχε κεντρώα κατεύθυνση, ευθυγραμμισμένη με εκείνη του προέδρου Μακρόν. Η πρώτη αποστολή της κυβέρνησης Μπαρνιέ ήταν η εκπόνηση ενός προϋπολογισμού που να καλύπτει τις ανάγκες του κράτους προνοίας αλλά ταυτοχρόνως να περιορίζει τα ελλείμματα: είναι γνωστό ότι η Γαλλία είναι υπερδανεισμένη κι ότι τα δημοσιονομικά της έσοδα δεν επαρκούν για τις δαπάνες της —άλλωστε, πολλές χώρες μοιράζονται αυτό το πρόβλημα που επιδεινώθηκε εξαιτίας της πανδημίας και της αύξησης των τιμών των καυσίμων. Παραλλήλως, ο Μπαρνιέ ήταν αποφασισμένος να μην υπαναχωρήσει ως προς τον νόμο για τη μετακίνηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια ο οποίος ψηφίστηκε πέρυσι χωρίς τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Εθνοσυνέλευσης, με υπαγωγή στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος. Τότε οι Γάλλοι απείλησαν με κατάληψη της Βαστίλης και στήσιμο της λαιμητόμου στην πλατεία Ρεπυμπλίκ. Η απειλή επικρέμεται μέχρι σήμερα.

Στην πραγματικότητα, δεδομένης της τριχοτόμησης της Εθνοσυνέλευσης, το νομοθετικό έργο έχει πλέον καταστεί αδύνατο: όχι μόνον επί του προϋπολογισμού· επί όλων των θεμάτων. Τι συνέβη λοιπόν: για να περάσει το σχέδιο του προϋπολογισμού, ο Μπαρνιέ επικαλέστηκε και πάλι το άρθρο 49.3 ξέροντας ότι θα ακολουθήσει επανάσταση —έπαιξε και έχασε. Τα δύο ακραία μπλοκ άδραξαν την ευκαιρία για να απαιτήσουν την παραίτηση όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και της προεδρίας, αναβαθμίζοντας την κυβερνητική κρίση σε καθεστωτική. Αλλά, ας μην υπερβάλλουμε.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μομφής (που έχει ξανασυμβεί στην πρόσφατη ιστορία) φανερώθηκε, για μια ακόμα φορά, το ποιόν τόσο της Ανυπότακτης Γαλλίας, όσο και της Εθνικής Συσπείρωσης και των Σοσιαλιστών. Κατ’ αρχάς, η Ματίλντ Πανό από τους Ανυπότακτους δημοσίευσε στα ηλεκτρονικά δίκτυα τα ονόματα και τις διευθύνσεις των σπιτιών όλων των υπουργών προτρέποντας τους ψηφοφόρους του κόμματός της σε τρομοκρατικές πράξεις: «Ξέρουμε πού μένεις», «Είσαι ένοχος», «Θα βρεθείς σε χαντάκι». Οι Σοσιαλιστές, μερικοί από τους οποίους είναι σοβαροί άνθρωποι (για παράδειγμα, ο Ζερόμ Γκετζ· αυτή τη στιγμή δυσκολεύομαι να θυμηθώ έναν ακόμη), αν και θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν από την τακτική της γκιλοτίνας του Ζαν-Λυκ Μελανσόν και της σέχτας του, έδειξαν ότι η ακροαριστερά τούς τραβάει από τη μύτη· ότι έχουν υποταχθεί ολοκληρωτικά στους Ανυπότακτους. Νομίζω ότι τη μεγαλύτερη απογοήτευση προκαλεί το Σοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο, αν δεν αποκτήσει σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία και πρόγραμμα, δεν έχει λόγο ύπαρξης: ο χώρος της αριστεράς είναι κατειλημμένος από έξαλλους εξεγερμένους, ισλαμοαριστερούς, αναρχοτροτσκιστές του παλιού καιρού, νοεφεμινίστριες και οικοτρομοκράτες —πού κολλάνε οι Σοσιαλιστές σε όλα τούτα; Ίσως προσβλέπουν σε ένα δυο υπουργειάκια στην απίθανη περίπτωση που ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν πραγματοποιήσει το όνειρό του και αναδειχθεί πρόεδρος της δημοκρατίας. Αλλά, τα υπουργειάκια μπορούν να τα αποκτήσουν και σε κυβέρνηση επί προεδρίας Μακρόν.

Αυτό το όνειρο συμβαδίζει με εκείνο της Μαρίν Λεπέν η οποία έχει συμφέρον να επισπεύσει τις προεδρικές εκλογές —ούτως ή άλλως, μια μη ρεαλιστική επιδίωξη— εφόσον κινδυνεύει να καταδικαστεί για οικονομικές ατασθαλίες στην ΕΕ και να της αφαιρεθεί το δικαίωμα της εκλεξιμότητας. (Χονδροειδής η εν λόγω «αναχαίτιση» της ακροδεξιάς, αλλά ας μην υπεισέλθω στο θέμα). Παρότι λοιπόν η Ανυπότακτη Γαλλία και η Εθνική Συσπείρωση εμφορούνται από διαφορετικές ιδεολογίες, συμπράττουν μπροστά στον κοινό εχθρό: αυτή η τακτική παρατηρείται πολύ συχνά στην ιστορία της πολιτικής και των διεθνών σχέσεων. Αλλά βεβαίως μπαίνει ένα ηθικό ζήτημα: «μπλοκάρουμε την ακροδεξιά» τη μια μέρα και βασιζόμαστε στη στήριξή της την επόμενη; Αυτό που ενώνει τα δύο άκρα είναι η ακαταμάχητη επιθυμία του χάους —και σ’ αυτό οι Γάλλοι πρέπει να αντισταθούν. Αν και η πρώτη επιλογή του Μελανσόν-Ιζνογκούντ είναι να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, υπάρχει και μια δεύτερη που του αρέσει: να γίνει πρόεδρος η Μαρίν Λεπέν ώστε ο ίδιος να μπορέσει να ηγηθεί μιας ωραίας αντιφασιστικής εξέγερσης: Γιούργια! Allons, enfants de la patrie! Αυτή την προοπτική πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όσοι ψηφοφόροι της Λεπέν είναι καλοπροαίρετοι, όσοι τη στηρίζουν επειδή πιστεύουν ότι ενδιαφέρεται για τα προβλήματά τους: αν και είναι δύσκολο να πεισθούν ότι η Λεπέν είναι ανέντιμη και ανίκανη, ίσως μπορούν να αντιληφθούν τον κίνδυνο της τρομερής αναταραχής που θα ακολουθούσε την ενδεχόμενη νίκη της Εθνικής Συσπείρωσης. Πιστεύω ότι σε τέτοια περίπτωση η γαλλική αριστερά θα ωθήσει την κατάσταση στην αιματοχυσία. Πάντως, αν και η Λεπέν εμφανίζεται στην κορυφή των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων που μετρούν τη δημοτικότητα των πολιτικών προσώπων, διατηρώ την ελπίδα ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Εθνικής Συσπείρωσης εμφανίζει δύο χαρακτηριστικά τα οποία δεν οδηγούν τη Μαρίν Λεπέν στην εξουσία: 1) την ψηφίζουν ως «διαμαρτυρία», ως αντιπολίτευση, όχι ως δυνάμει κυβέρνηση 2) το κεντρικό ζήτημα που καθορίζει την επιλογή  τους είναι η πολιτική της έναντι των ισλαμιστών, οπότε αν οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου βάλουν μυαλό επί του θέματος, η Λεπέν θα αποδυναμωθεί πολύ.

Ποια είναι τα σοβαρά προβλήματα της Γαλλίας;

Όπως είπα, ένα από αυτά είναι τα χρέη και τα ελλείμματα: εκτός του ότι πράγματι γίνονται κάποιες σπατάλες, υπάρχουν ανάγκες που ο απλός πολίτης δεν αναγνωρίζει και που δεν μπορεί να κρίνει. Για παράδειγμα, τι νόημα έχει η οικονομική βοήθεια σε χώρες της Αφρικής; Είναι απαραίτητη η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών; Πόσο στοιχίζει στο γαλλικό κράτος η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας; Πόσο επιβαρύνονται τα δημόσια οικονομικά και το εξωτερικό χρέος από τις κυβερνητικές κρίσεις; Μπορεί να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό με την υψηλότερη φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών; Παραλλήλως, εφόσον όπως πάντοτε ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες, υπάρχουν γεγονότα που δεν φτάνουν μέχρι τον απλό πολίτη ο οποίος συνήθως βλέπει μονάχα τη μεγάλη εικόνα, και μάλιστα υπεραπλουστευμένη. Έτσι, οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν ότι η πολυδιάσπαση και τα μίση στο εσωτερικό της Γαλλίας εξασθενούν τη χώρα και ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ τρίβουν τα χέρια τους ο Πούτιν, το Ισλάμ (οι Γάλλοι δεν έδωσαν καμιά σημασία στο ότι η Ανυπότακτη Γαλλία κάλεσε στην Εθνοσυνέλευση μια τουρκική ΜΚΟ, πιστή στη Χαμάς, με πρόεδρο τον Hamid al-Ahmar που διαχειρίζεται τα εκατοντάδες εκατομμύρια του τρομοκρατικού κινήματος) και ο κ. Τραμπ, ο οποίος, από καθαρή βλακεία, εύχεται την κατάρρευση της Ευρώπης. Επίσης από βλακεία, αλλά κι από ανωριμότητα και εθνικισμό, δεν είναι λίγοι οι Ευρωπαίοι που καγχάζουν «Καλά να πάθετε, Γάλλοι!», είτε επειδή πιστεύουν ότι οι Γάλλοι είναι υπερβολικά «ισλαμοφοβικοί», είτε επειδή πιστεύουν ότι είναι υπερβολικά «σοσιαλιστές» και «αντισημίτες». Το αντιγαλλικό αίσθημα δεν πρέπει να υποτιμάται. Ακόμα και ο Πάπας Φραγκίσκος εχθρεύεται τη Γαλλία για την κοσμικότητά της, κι αντί να παραστεί στα εγκαίνια της αποκατεστημένης Παναγίας των Παρισίων, επισκέπτεται την Κορσική όπου το 90% των κατοίκων δηλώνουν Καθολικοί. Και, προσθέτω, πάνω από το 50% δηλώνουν αυτονομιστές. Τουτέστιν, τίποτα δεν είναι τυχαίο: υπενθυμίζω ότι ο Πάπας έχει υιοθετήσει το ρωσικό αφήγημα αποδίδοντας την πρωταρχική ευθύνη για τη ρωσική επιθετικότητα στις επεκτατικές βλέψεις του ΝΑΤΟ και για την ενεργειακή κρίση στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Στο εκρηκτικό μείγμα προστίθεται το γενικότερο αφήγημα της γαλλικής παρακμής που υποτίθεται ότι επιτάχυνε ο ναρκισσισμός του Εμανουέλ Μακρόν —ο χαρακτηρισμός έχει καταντήσει buzzword χωρίς νόημα— καθώς και η ρητορική της συντέλειας: «Η Γαλλία πλήττεται από βίαιο οικονομικό σοκ. Η οικονομική δραστηριότητα έχει σταματήσει· οι χρεοκοπίες πολλαπλασιάζονται· η ανεργία αυξάνεται· οι επενδυτές φεύγουν τρέχοντας». Όλα αυτά εξελίσσονται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Η αλήθεια είναι περίπου η εξής: Το δημόσιο έλλειμμα έφτασε στο 6,2% του ΑΕΠ και το χρέος στο 113% του ΑΕΠ (3,23 τρισεκατομμύρια). Ο στόχος της προεδρίας ήταν η εξοικονόμηση 60 δις τα οποία προσπάθησε να εξασφαλίσει από αυξήσεις φόρων εις βάρος μεγάλων επιχειρήσεων, πράγμα που προκάλεσε επιβράδυνση της δραστηριότητας, των επενδύσεων και της απασχόλησης. Όμως, υπερφορολόγηση επιχειρήσεων δεν ζητούσε η αριστερά; Στο μεταξύ, εξαιτίας της ανόδου των τιμών, αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός και οι συντάξεις με αποτέλεσμα αύξηση του δημόσιου ελλείμματος. Αύξηση των μισθών και των συντάξεων δεν ζητούσε η αριστερά; Άρα, πού ακριβώς διέπραξε το έγκλημα καθοσιώσεως η «νεοφιλελεύθερη» γαλλική κυβέρνηση; Η αντιπολίτευση ζητάει συστηματικά ένα πράγμα και μαζί το αντίθετό του, επιμένοντας να πληρώσουν τα χρέη οι τραπεζίτες και οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι: εντάξει, σ’ αυτό δεν υπάρχει αντίρρηση. Αλλά, εκτός του ότι δεν βγαίνει έτσι ο λογαριασμός, παρατηρείται διαρροή επενδυτών, πτώση των τιμών των μετοχών και κραδασμοί σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Με λίγα λόγια, ο οικονομικός πανικός και η στρατηγική του χάους που εφαρμόζουν η Λεπέν και ο Μελανσόν απομακρύνουν τους Γάλλους από ψύχραιμες, ισορροπημένες και λογικές λύσεις: το πρόβλημα στη Γαλλία δεν είναι οικονομικό· είναι το ότι οι Γάλλοι δεν μπορούν, δεν θέλουν και δεν ανέχονται συναινετικές αποφάσεις και λύσεις· το ότι έχουν μπλεξει σε παιχνίδια εξουσίας και έχουν αποσυνδεθεί από την οικονομική, κοινωνική και γεωπολιτική πραγματικότητα.

Σε τι φταίει ο Μακρόν;

Πιστεύω πως είναι σχετικά καλός ως υπουργός Εξωτερικών και ως τελετάρχης εθνικών εκδηλώσεων, αλλά ότι δεν έχει βρει, λόγου χάρη, έναν Γάλλο Μάριο Ντράγκι που να καταφέρει να εφαρμόσει συνδυαστικές, πολυπαραγοντικές, μεταρρυθμίσεις. Όχι ότι είναι εύκολο: αν και υπήρξαν ικανοί πολιτικοί επί προεδρίας Μακρόν (Ζαν Καστέξ, Ελιζαμπέτ Μπορν), η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης εξαρτάται εν πολλοίς από εκείνη της αντιπολίτευσης —ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν πλειοψηφίες ή όταν αυτές είναι οριακές. Η γαλλική αντιπολίτευση καλλιεργεί τη βία και εμποδίζει τους Γάλλους να αποκτήσουν αξιόπιστη πληροφόρηση και πολιτική αγωγή: αυτή την εποχή ολισθαίνουμε στον πειρασμό της αυταρχικής εμπειρίας, στον πειρασμό των αγανακτισμένων. Και παρ’ όλ’ αυτά, η Γαλλία δεν είναι σαν την Ελλάδα· έχει όλα τα εφόδια για να ανακτήσει τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών της και να επινοήσει ένα καινούργιο μοντέλο που να καθιστά δυνατή τη συμφιλίωση μεταξύ ανταγωνιστικότητας, αλληλεγγύης, καινοτομίας, οικολογικής μετάβασης και επανεξοπλισμού. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται κάποια συνεργασία των ηγεσιών οι οποίες, δυστυχώς για όλους μας, έχουν ωθήσει τους Γάλλους σε αδικαιολόγητη οργή, συλλογικά πάθη και παραλογισμό. Η ψήφιση ενός μεταβατικού προϋπολογισμού για το 2025 θα ήταν μια καλή λύση αν αποφευχθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων κι αν γίνουν πραγματικές περικοπές δαπανών. Αλλά, όπως λέει η λαϊκή παροιμία, οι υποσχέσεις δεσμεύουν μόνο αυτούς που τις ακούνε.