Κοσμος

Εκλογές ΗΠΑ 2024: Κέρδισε ο Τραμπ ή έχασε η Χάρις;

Μερικές διαπιστώσεις από την εκλογική αναμέτρηση στην Αμερική

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκλογές ΗΠΑ 2024: Η ανάγνωση του αποτελέσματος και της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ - Που βρίσκονται οι ευθύνες για ήττα των Δημοκρατικών;

Ξεκινώ μ’ ένα disclaimer: το άρθρο γνώμης που θα διαβάσετε είναι μια άμεση, αρκετά συναισθηματική αντίδραση στα συμπεράσματα που βλέπω να προκρίνουν πολλοί αναλυτές για τη νίκη Τραμπ στις Εκλογές των ΗΠΑ 2024. Δε θεωρώ ότι κάνουν λάθος όταν επιρρίπτουν ευθύνες στο Δημοκρατικό κόμμα (όπως κάνει ο Ρωμανός Γεροδήμος εδώ), θεωρώ όμως ότι αφήνουν στην άκρη έναν πολύ σημαντικό, και ζοφερό, παράγοντα της νίκης του Τραμπ: τον βαθύ ρατσισμό και την επιθυμία για δαιμονοποίηση του διαφορετικού, από ένα τεράστιο μέρος των Αμερικανών ψηφοφόρων.

Μερικές αναλύσεις γύρω από τις Εκλογές των ΗΠΑ 2024

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όμως. 

Μέσες-άκρες, οι αναλύσεις που επιρρίπτουν την ευθύνη στους Δημοκρατικούς ―και είναι πολλές― λένε τα εξής:

(α) η υποψηφιότητα των Δημοκρατικών δεν ήταν πειστική (ο Τζο Μπάιντεν άργησε ν’ αποχωρήσει / η Κάμαλα Χάρις ήταν λίγη)

(β) οι ψηφοφόροι φοβούνταν για το μεταναστευτικό,

(γ) παρά τους θετικούς δείκτες της οικονομίας, οι ψηφοφόροι δεν είδαν χρήματα να μπαίνουν στην τσέπη τους,

(δ) οι ψηφοφόροι αντέδρασαν στο γεγονός ότι η ατζέντα είχε γείρει υπερβολικά υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ― συμπεριλαμβανομένων και όσων προκρίνει ένα μέρος του woke κινήματος, που θεωρείται, από πολλούς, «υπερβολικό»

Οι αναλύσεις αυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Τραμπ νίκησε γιατί οι Δημοκρατικοί, αντί να προβάλλουν λύσεις για τα β, γ, δ, προτίμησαν να «κουνήσουν το δάχτυλο» στο μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο ― κι αυτός τους απέρριψε.

Δε λέω ότι έχουν εντελώς άδικο οι αναλύσεις αυτές. Όμως δεν καταλαβαίνω τι παραπάνω θα μπορούσε να κάνει το Δημοκρατικό Κόμμα; Να πάει πιο δεξιά την ήδη κεντρώα ατζέντα του επειδή ο Τραμπ τράβηξε τη δική του ρητορική στα άκρα; Οι Δημοκρατικοί πολιτεύτηκαν με γνώμονα τη λογική, την επιστήμη, τη συναίνεση, την πίστη ότι σε μια δημοκρατία πρέπει να συνυπάρχεις και να σέβεσαι με όποιον διαφωνείς. Ο Τραμπ πολιτεύτηκε με συνωμοσιολογία, ρητορική μίσους, ανερμάτιστη τοξικότητα. Και να εκλεγόταν η Χάρρις, ο Τραμπισμός δε θα εξαφανιζόταν: είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθιά ριζωμένης νοοτροπίας φόβου και ρατσισμού, που θα ξανασήκωνε κεφάλι σε 4 χρόνια.

Θεωρώ ότι το να επαναλαμβάνουμε εν έτει 2024 τα συμπεράσματα του 2016 (και τότε νομίζαμε ότι για την εκλογή Τραμπ έφταιγε η λάθος υποψήφια, οι φόβοι για την παράνομη μετανάστευση, η οικονομία, οι πολιτικές ελίτ που αγνοούσαν τον μέσο ψηφοφόρο) αγνοεί το μέγεθος της ενστικτώδους αντίδρασης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει και σε μια νέα γενιά που έρχεται να ανατρέψει τις ισορροπίες εντός κι εκτός των δυτικών κοινωνιών. Είναι ο φόβος όσων μέχρι τώρα θεωρούσαν εαυτόν το κέντρο του κόσμου (τους) κι έχουν τρομοκρατηθεί ότι χάνουν τα πρωτεία ― στο σπίτι τους, στην κοινωνία τους, στην παγκόσμια αρένα.

Το βλέπουμε να συμβαίνει σε μικροκλίμακα στις αντιδράσεις όσων «εξανίστανται» με τις «υπερβολικές» απαιτήσεις των κινημάτων υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, των μαύρων, των ΛΟΑΤΚΙ+ κ.ο.κ.. Το είδαμε στη δαιμονοποίηση της επιστήμης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το βλέπουμε όμως και μακροσκοπικά, όταν η εσωτερική ανακατανομή γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης και μεταφράζεται σε επίπλαστη ρητορική εθνικής υπεροψίας.

Και το έχουμε ξαναδεί κι αλλού: είναι το playbook του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που ―παρόλο που ο πληθωρισμός έχει ξεφεύγει εντελώς και παρόλο που η Τουρκία δεν έχει απολύτως κανένα έρεισμα στον αραβικό κόσμο― αυτός έχει πείσει τους συμπατριώτες του ότι, υπό τη σκέπη του, είναι πολίτες ενός Μεγάλου Έθνους που ηγείται της «μεγάλης μουσουλμανικής κοινότητας» στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, ενώ ταυτοχρόνως απειλείται από εσωτερικούς εχθρούς (βλ. Κούρδους και Σύριους μετανάστες ). Τι κι αν η τσέπη τους πονάει και η κοιλιά δε γεμίζει πια; Όσο πιο πολύ τρομάζουν από τους δήθεν εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς, τόσο καταπίνουν την προπαγάνδα της «περήφανης Τουρκίας». Και τόσο βρίσκουν αποδιοπομπαίους τράγους στους «μη-Τούρκους» της κοινωνίας τους (όποιοι κι αν είναι αυτοί για τον καθένα). Παλιά μου τέχνη, κόσκινο.

Αυτό λοιπόν νομίζω ότι συμβαίνει και με τους Αμερικανούς.

Ο κοινωνικός αναβρασμός που επήλθε στις ΗΠΑ με τα κινήματα του me_too, του BLM και των τρανς δικαιωμάτων δεν είναι διόλου αμελητέος· ούτε φυσικά με την πόλωση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, την πρωτόγνωρη διασπορά ψευδών ειδήσεων και προπαγανδιστικών αντι-επιστημονικών μηνυμάτων. Τις αντιδράσεις τις είδαμε: στην απόσυρση του συνταγματικού δικαιώματος στην έκτρωση, στην απροκάλυπτα ρατσιστική ρητορική του Ρεπουμπλικανικού υποψηφίου, στους συνωμοσιολόγος που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου.

Την ίδια στιγμή, η τριβή αυτή έχει από κάτω ένα χαλί: έχει δεκαετίες ολόκληρες πολιτικών ― και των δύο κομμάτων ― να επιβεβαιώνουν, με κάθε αφορμή, τον αμερικανικό λαό ότι είναι «the greatest nation on earth».

Μόνο που δεν είναι. Όχι επειδή τέτοια πράγματα δεν υφίστανται μόνο, αλλά κι επειδή ο ξεκάθαρα διαιρεμένος αυτός λαός βλέπει την κυριαρχία των ιδίων των ΗΠΑ να αμφισβητείται και εκτός των συνόρων της όλο και περισσότερο. Μετά την πλήρως άστοχη αντίδραση στην 11η Σεπτεμβρίου [κι ίσως και πιο πριν, με τις δημόσιες αστειότητες Κλίντον στο σκάνδαλο Λεβίνσκι] η Αμερική έχασε σιγά-σιγά την ικανότητά της να εμπνέει ακόμα και τους πιο πιστούς της φίλους. Η ματαιότητα των πολέμων του Μπους του Νεότερου αλλά κι η αδυναμία του Μπαράκ Ομπάμα να δει ότι παραχωρεί πεδίο δράσης λαμπρό στους θιασώτες του αυταρχισμού (Ιράν, Ρωσία, Τουρκία) στη Συρία· η εκλογή ενός νταή που λέει ασυναρτησίες, το 2016, αλλά και η μη έγκαιρη απόσυρση ενός καταφανώς σωματικά και διανοητικά κουρασμένου προέδρου αμέσως μετά ― όλα αυτά έπλασαν για την Αμερική μια δημόσια εικόνα μιας πρώην αυτοκρατορίας υπό κατάρρευση.

Υπάρχει, λοιπόν, ένα τεράστιο κομμάτι του Αμερικανικού λαού που νιώθει ότι απειλείται εσωτερικά και εξωτερικά. Και είναι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να νιώθουν περήφανοι ως Αμερικανοί / ως λευκοί / ως άνδρες (ένα απ’ όλα ή και όλα μαζί) και στους οποίους το αναπόφευκτο βάρος της ιστορίας, το γεγονός ότι όλα κάποια στιγμή τελειώνουν κι όλα κάποια στιγμή ανατρέπονται, τους πέφτει ασήκωτο στους ώμους. Η ενστικτώδης τους, λοιπόν, αντίδραση είναι να μισήσουν ό,τι φοβούνται και ό,τι τους απειλεί.

Ψήφισαν, λοιπόν, αυτόν που τους υποσχέθηκε ότι θα τους ξαναδώσει πίσω τη χαμένη τους αίγλη, αυτόν που «θα κάνει την Αμερική μεγάλη, ξανά». Αυτόν ακριβώς ήθελαν τόσοι Αμερικανοί για ηγέτη: τον αυταρχικό νταή που θα βγάλει από τη μέση (ή θα βάλει στη θέση τους) όσους τους αμφισβητούν ― εντός κι εκτός των ΗΠΑ. Ασχέτως αν θα τους αφαιρέσει, ταυτοχρόνως και τεχνηέντως, τις ελευθερίες τους.

Συνεπώς όχι· δε φταίει (μόνο) το Δημοκρατικό κόμμα που ο Τραμπ επανεξελέγη Πρόεδρος.

Κι εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν η εκλογή της Κάμαλα θα προλάβαινε ν’ αλλάξει μέσα σε 4 χρόνια αυτό το κοινωνικό τοπίο, ώστε οι άνθρωποι με την πληγωμένη υπερηφάνεια να μην είχαν πια τόσο έρεισμα που έχουν τώρα. Chances are πως όχι: ο Τραμπ, μην ξεχνάμε, ήταν από την αρχή μία αντίδραση στον πρώτο μαύρο πρόεδρο των ΗΠΑ. Υπό αυτήν την έννοια, ίσως η τωρινή επανεκλογή του να βοηθήσει να ξυπνήσουμε από τον ύπνο που αποδίδει τη νίκη του σε λογικούς παράγοντες και να καταλάβουμε επιτέλους ότι έχουμε να κάνουμε με μία καλολαδωμένη μηχανή αναπαραγωγής φόβου και βίας.

Το πώς θα την αντιμετωπίσουμε, δεν ξέρω.