- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η απολογία της τρομοκρατίας ως αδίκημα
Το κυνηγητό των «απολογητών της τρομοκρατίας» περιορίζει την ελευθερία του λόγου και επιδεινώνει το κοινωνικό κλίμα που είναι ήδη δηλητηριασμένο.
Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, ο δεξιός και ο αριστερός εξτρεμισμός και τα όρια της ελευθερίας του λόγου
Όσα διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή τον τελευταίο χρόνο χαρακτηρίζονται από τους μεν ως «τρομοκρατία», από τους δε ως «ένοπλη αντίσταση»· από πολλούς καταγγέλλεται «γενοκτονία»· από άλλους οι πολεμικές επιχειρήσεις θεωρούνται τακτικός πόλεμος για την υπεράσπιση του Ισραήλ. Η κριτική στην ισραηλινή πολιτική εκλαμβάνεται εκ μέρους πολλών Εβραίων ως αντισημιτισμός (συχνά είναι), η κριτική στις τρομοκρατικές οργανώσεις των Παλαιστινίων εκλαμβάνεται ως ισλαμοφοβία: το γιατί η «ισλαμοφοβία» κατατάσσεται στον ρατσιστικό λόγο είναι μεγάλη συζήτηση, που δείχνει τη σύγχυση και τη μισαλλοδοξία της αριστεράς· αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου εδώ. Το θέμα μου είναι η στήριξη και δικαιολογία της παλαιστινιακής και γενικότερα της αραβικής τρομοκρατίας —μιας δέσμης πράξεων που χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1947—, η οποία εμπίπτει επίσης στο πλαίσιο του νόμου, περιορίζοντας την ελευθερία του λόγου.
Αν και η κάθε εμπόλεμη πλευρά κατηγορεί τον εχθρό της για «τρομοκρατία», η τρομοκρατία δεν είναι σχετική έννοια, όπως ισχυρίζεται επί δύο αιώνες η διεθνής αριστερά· αντιθέτως, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο: είναι η συστηματική χρήση βίας, ή η απειλή χρήσης βίας εκ μέρους οργανωμένων ομάδων με πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλα ιδεολογικά κίνητρα. Οπωσδήποτε, το κοινό διατελεί σε σύγχυση ως προς το τι διαχωρίζει την τρομοκρατία από τον βίαιο εξτρεμισμό ή τη ριζοσπαστικοποίηση. Σήμερα υπάρχουν τρεις αποδεκτοί ορισμοί της τρομοκρατίας. Ο πρώτος, του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, χρονολογείται από το 1983 και είναι ο εξής: «Προσχεδιασμένη βίαιη ενέργεια, στρεφόμενη ενάντια σε άμαχους στόχους, που πραγματοποιείται από υποεθνικές ή μυστικές ομάδες με πολιτικά κίνητρα, οι οποίες συχνά επιθυμούν να ασκήσουν επιρροή σε ένα ακροατήριο». Ένας άλλος ορισμός δόθηκε το 1988 από τον Alex P. Schmid και τον Albert J. Jongman: «Μέθοδος επαναλαμβανόμενων πράξεων βίας, στις οποίες εμπλέκονται με σχετική συνωμοτικότητα άτομα, ομάδες ή κρατικοί δρώντες, λόγω ιδιοσυγκρασίας, εγκληματικών ή πολιτικών στόχων, και όπου, σε αντίθεση με τη δολοφονία, οι άμεσοι στόχοι της βίας δεν αποτελούν τον απώτερο σκοπό αυτής. Τα άμεσα θύματα επιλέγονται τυχαία ή μέσω συμβολικής στοχοποίησης, ως μέρος ενός ευρύτερου πληθυσμού-στόχου στον οποίο αποσκοπεί η πράξη, λειτουργώντας ως μήνυμα προς αυτόν. Έτσι, διαμέσου του θύματος, αποκαθίσταται μια επικοινωνία μεταξύ των δρώντων και του —τελούντος σε κίνδυνο— κοινού, μέσω της επιδίωξης τρομοκράτησης, της προβολής απαιτήσεων ή της έλκυσης προσοχής, ανάλογα με την τελική στόχευση, που μπορεί να είναι ο εκφοβισμός, ο πειθαναγκασμός ή η προπαγάνδα». Ο τρίτος ορισμός (1997) υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (απόφαση 51/210): «Εγκληματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην πρόκληση φόβου, είτε στο σύνολο της κοινωνίας είτε σε μια ομάδα ατόμων είτε σε μεμονωμένα άτομα, έχοντας ως κίνητρο πολιτικές στοχεύσεις. Οι πράξεις αυτές είναι σε κάθε περίπτωση μη δικαιολογημένες, άσχετα από τη φύση των εθνικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών, ιδεολογικών, πολιτικών, φυλετικών, θρησκευτικών κινήτρων που επικαλούνται οι δράστες».
Με βάση αυτούς τους ορισμούς, η απολογία και η υποκίνηση της τρομοκρατίας συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο περιλαμβάνεται σε πολλά εθνικά νομικά συστήματα: το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου δεν περιλαμβάνει την ελευθερία της εξύμνησης τρομοκρατικών πράξεων. Όμως, παρά τη νομική πρόβλεψη και το σχετικό ψήφισμα 1624 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του 2005, η υποκίνηση και η επιδοκιμασία της τρομοκρατίας σπάνια ποινικοποιούνται. Αυτό το ψήφισμα του ΟΗΕ —απάντηση στις ισλαμιστικές βομβιστικές επιθέσεις εκείνο τον Ιούλιο στο Λονδίνο— ήταν το πρώτο διεθνές νομικό μέσο γύρω από την υποκίνηση τρομοκρατικών ενεργειών. Την ίδια χρονιά, το Συμβούλιο της Ευρώπης ενέκρινε τη Σύμβαση για την Πρόληψη της Τρομοκρατίας, η οποία απαιτούσε από τα κράτη-μέλη να θεσπίσουν νομοθεσία για την ποινικοποίηση της «δημόσιας προτροπής σε πράξεις τρομοκρατικών αδικημάτων». Με λίγα λόγια, αν και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης, η υποκίνηση βίαιων πράξεων εξαιρείται και η συγγνώμη δεν αίρει την κατηγορία.
Στην υπόθεση Zana κατά Τουρκίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι τα δικαιώματα του Κούρδου ακτιβιστή Μehdi Ζana δεν παραβιάστηκαν όταν τιμωρήθηκε από τουρκικό δικαστήριο επειδή χαρακτήρισε «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» το PKK, μια απαγορευμένη τρομοκρατική οργάνωση στην Τουρκία. Στην υπόθεση Leroy κατά Γαλλίας, η καταδίκη και το πρόστιμο που επεβλήθη στον σκιτσογράφο Denis Leroy για εξύμνηση των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου επικυρώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ήταν ο Leroy ο μόνος υμνητής της 9/11; Δεν ήταν· «τιμωρήθηκε» συμβολικά. Την περασμένη εβδομάδα, η Γαλλομαροκινή αγωνίστρια κατά του ισλαμισμού Zineb El Rhazoui κατηγορήθηκε για απολογία της Χαμάς, με αποτέλεσμα να της αφαιρεθεί το βραβείο Simone Veil, με το οποίο είχε τιμηθεί. Τον τελευταίο χρόνο μια σειρά πρόσωπα που εκφράζουν γνώμες δημοσίως έχουν κατηγορηθεί για απολογία και ενθάρρυνση της τρομοκρατίας —κυρίως όσον αφορά τη Χαμάς και τη Χεσμπολά· αλλά, είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός των υποστηρικτών των παλαιστινιακών ισλαμιστικών οργανώσεων, ώστε η εφαρμογή του νόμου καθίσταται αδύνατη· ιδιαίτερα όταν, ανεξαρτήτως της τρομοκρατικής δράσης των Παλαιστινίων, το Ισραήλ συσσωρεύει ανθρώπινες απώλειες.
Υπάρχει κάποια διαφορά προσέγγισης μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής νομοθεσίας: η πρώτη τείνει να εστιάζει στο περιεχόμενο του λόγου και στο αν υποστηρίζει την τρομοκρατική βία, ενώ η δεύτερη επικεντρώνεται στο αν ο ομιλητής συνδέεται με απαγορευμένες οργανώσεις. Θεωρητικά, η ευρωπαϊκή προσέγγιση περιλαμβάνει ρητά όρια στην ελευθερία του λόγου, ενώ η προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιο έμμεση — και πιο μεροληπτική. Ωστόσο, και πάλι θεωρητικά, η ηθική αυτουργία είναι αδίκημα και τιμωρείται ακόμη και αν δεν αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια με τρομοκρατική επίθεση. Αρκεί να λαμβάνουν χώρα τρομοκρατικές πράξεις ως πιθανό αποτέλεσμα του λόγου που έχει διατυπωθεί. Μια ακόμα διαφορά είναι ότι στην Ευρώπη ο νόμος περί «απολογίας της τρομοκρατίας» φαίνεται να εφαρμόζεται στη δεξιά τρομοκρατία και να παραβλέπει την αριστερή και την ισλαμιστική· στις ΗΠΑ συμβαίνει το αντίστροφο, μολονότι τα κρούσματα «δεξιάς» τρομοκρατίας —π.χ. εναντίον κλινικών αμβλώσεων— ήταν συχνότερα επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ λειτουργούν πολλά εξτρεμιστικά, περιθωριακά ΜΜΕ που υποκινούν τα πλήθη σε βίαιες εκδηλώσεις.
Στη Γαλλία, το άρθρο 24 του νόμου περί Τύπου του 1881 ποινικοποιεί την υποκίνηση και υπεράσπιση της τρομοκρατίας, καθώς και την απολογία της. Από το 2011, η ποινή ήταν φυλάκιση έως πέντε χρόνια ή/και πρόστιμο έως 45.000 ευρώ. Στο Ισραήλ, όπου το νομικό σύστημα εμπνέεται από το βρετανικό δίκαιο, το Διάταγμα για την Πρόληψη της Τρομοκρατίας του 1948 παραμένει σε ισχύ και εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση να ορίζει τρομοκρατικές οργανώσεις και να ποινικοποιεί το να είσαι μέλος τους ή να τις στηρίζεις δημοσίως. Το άρθρο 4 του διατάγματος ορίζει ότι είναι υπόλογα έναντι του νόμου άτομα που (α) δημοσιεύουν, γραπτώς ή προφορικώς, επαίνους, λόγια συμπαράστασης ή ενθάρρυνσης για πράξεις βίας που προκαλούν θάνατο ή τραυματισμό ή για απειλές τέτοιων πράξεων βίας ή (β) δημοσιεύουν εγγράφως ή προφορικώς, έκκληση για βοήθεια ή στήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης ή (γ) προβαίνουν σε πράξεις που εκφράζουν ταύτιση με τρομοκρατική οργάνωση ή συμπάθεια προς αυτήν, π.χ. κυματίζοντας σημαία, επιδεικνύοντας σύμβολο, προβάλλοντας σύνθημα ή απαγγέλλοντας ύμνο. Τα άτομα αυτά υπόκεινται είτε σε καταδίκη με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια είτε σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και σε αμφότερες αυτές τις ποινές. Στην υπόθεση Jabareen κατά Κράτους του Ισραήλ, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Διάταγμα για την Πρόληψη της Τρομοκρατίας κάλυπτε μόνο χαρακτηρισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις, όχι την προώθηση πράξεων βίας γενικότερα, η Κνεσέτ ψήφισε επέκταση της απαγόρευσης στην υποκίνηση τρομοκρατικών ενεργειών, ακόμα και όταν δεν συνδέονται με υπάρχουσες τρομοκρατικές οργανώσεις. Στην Ισπανία, ο νόμος 7/2000 απαγορεύει ρητά, με ποινή φυλάκισης από ένα έως δύο χρόνια, την εξύμνηση ή αιτιολόγηση, με οποιαδήποτε μορφή δημόσιας ενημέρωσης ή επικοινωνίας, των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 571 έως 577 περί τρομοκρατίας, καθώς και όλες τις πράξεις που τείνουν να δυσφημούν ή να ευτελίζουν τα θύματα τρομοκρατικών εγκλημάτων ή τις οικογένειές τους. Στη Βρετανία, στον αντιτρομοκρατικό νόμο του 2006 περιελήφθη το αδίκημα της ενθάρρυνσης της τρομοκρατίας με «δηλώσεις που είναι πιθανό να γίνουν αντιληπτές από ορισμένα ή από όλα τα μέλη του κοινού ως άμεση ή έμμεση ενθάρρυνση για τη διάπραξη, την προετοιμασία ή την υποκίνηση τρομοκρατικών πράξεων». Στην Ελλάδα, αν και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, με επιχείρημα την ασφάλεια των πολιτών, προσπάθησε να εκπονήσει αντιτρομοκρατικό νόμο, δεδομένης της μακροβιότητας του φαινομένου στη χώρα μας, το ΠΑΣΟΚ και κόμματα της αριστεράς εναντιώθηκαν θορυβωδώς. Η πρώτη απόπειρα του ελληνικού κράτους να αντιμετωπίσει την πολιτική τρομοκρατία χρονολογείται από τον αντιτρομοκρατικό νόμο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος» που εισηγήθηκε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ήταν προσαρμοσμένος στα πρότυπα της ιταλικής και της γερμανικής νομοθεσίας. Τότε θεσπίστηκε το κακούργημα της κατάρτισης τρομοκρατικής ομάδας ή συμμετοχής σε αυτήν, προβλέποντας θανατική ποινή (που δεν είχε καταργηθεί ακόμα επισήμως) ή ισόβια φυλάκιση για σοβαρά αδικήματα όπως η ανθρωποκτονία και η απαγωγή. Το νομοσχέδιο καταψηφίστηκε από τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης ως «αντιδημοκρατικό» και καταργήθηκε το 1983 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ακολούθησε ο νόμος 1916/1990 της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» — είχε προηγηθεί η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τη 17 Νοέμβρη στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, γεγονός που μείωσε τη δημοτικότητα της τρομοκρατικής συμμορίας, η οποία είχε πολλούς οπαδούς και εκτεταμένη έκθεση στα ΜΜΕ, ιδιαίτερα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
Παρά το γεγονός ότι ο νόμος του 1990 αναφερόταν στο οργανωμένο έγκλημα, οι περισσότερες διατάξεις του προέβλεπαν την αντιμετώπιση μορφών τρομοκρατίας και ουσιαστικά επανέφερε τις προβλέψεις του νόμου του 1978, εξαιρώντας τη θανατική ποινή, η οποία είχε ήδη καταργηθεί. Με τον νόμο του 1990 ενισχύονταν οι δικαιοδοσίες της αστυνομίας, ενώ, σύμφωνα με την αριστερά, μία από τις πιο αμφιλεγόμενες διατάξεις του ήταν η απαγόρευση της δημοσιοποίησης των προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων, τουτέστιν οι δοσοληψίες δημοσιογράφων με τρομοκράτες. Το ΠΑΣΟΚ και ο τότε Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου καταψήφισαν το νομοσχέδιο, διότι οδηγούσε δήθεν στην εγκαθίδρυση «αστυνομικού κράτους». Επί δεκαετίες εκτυλισσόταν διαμάχη για τον δήθεν «τρομο-νόμο» και το δήθεν «αστυνομικό κράτος».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω της Πρώτης Τροπολογίας, προστατεύεται συνταγματικά η ελευθερία του λόγου, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο λόγος «στοχεύει στην υποκίνηση ή την παραγωγή επικείμενης παράνομης δράσης». Ωστόσο, το 2010, στην υπόθεση Holder v. Humanitarian Law Project, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι «η ποινική απαγόρευση της συνηγορίας που διεξάγεται σε συντονισμό ή υπό την καθοδήγηση ξένης τρομοκρατικής οργάνωσης είναι συνταγματικά επιτρεπτή». Μερικοί κατηγορούμενοι, συμπεριλαμβανομένου του Javed Iqbal, ο οποίος φέρεται να έστησε τον τηλεοπτικό σταθμό της Χεσμπολά Al-Manar, καταδικάστηκαν για παροχή υλικοτεχνικής υποστήριξης στην τρομοκρατία σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία. Στην πράξη, στις ΗΠΑ επιτρέπεται ακόμα και η υποκίνηση σε γενοκτονία: π.χ. «Φάτε τους Μαύρους!» «Φάτε τους πλούσιους!». Στις περισσότερες περιπτώσεις, ακόμα κι έπειτα από καταδίκες σε πρώτο βαθμό, τα ανώτερα δικαστήρια εκδίδουν αθωωτικές αποφάσεις. Το 1969 η υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου Brandenburg v. Ohio έκρινε ότι η βίαιη, εμπρηστική ομιλία δεν μπορεί να ποινικοποιηθεί, εκτός αν έχει δεδηλωμένο σκοπό να μεταφραστεί σε παράνομη ενέργεια. Με βάση αυτό το προηγούμενο, είναι δύσκολο να ποινικοποιηθούν οι προτροπές του Ντόναλντ Τραμπ, εξτρεμιστών ραδιοφωνικών παραγωγών σαν τον Alex Jones και ενόπλων οπαδών τους που υποκινούν βίαιες πράξεις κατά κυβερνητικών θεσμών και πολιτικών αντιπάλων. Από την άλλη πλευρά, οι τρομοκρατικές πράξεις αυτές καθαυτές τιμωρούνται αυστηρά στις ΗΠΑ — συχνά με ισόβια ή ακόμα και με εκτέλεση, όπως συνέβη στην περίπτωση των βομβιστικών επιθέσεων στο Οκλαχόμα Σίτι το 1995.
Η υπόθεση της Zineb El Rhazoui και σχεδόν όλων των Γάλλων με καταγωγή από το Μαγκρέμπ ή τη Μέση Ανατολή που στηρίζουν τους Παλαιστινίους ανεξαρτήτως της ιδεολογίας και των μεθόδων τους, είναι, νομίζω, ξεχωριστή. Εκτός του ότι είναι δύσκολο για όλους μας να στηρίζουμε το Ισραήλ σε όλα όσα κάνει για να αμυνθεί, είναι ακόμα δυσκολότερο για ανθρώπους που νιώθουν ότι έχουν σχέσεις αίματος με τους Άραβες. Το κυνηγητό των «απολογητών της τρομοκρατίας» περιορίζει την ελευθερία του λόγου και επιδεινώνει το κοινωνικό κλίμα, που είναι ήδη δηλητηριασμένο.