Κοσμος

Η ιστορία του αμερικανικού παρεμβατισμού και η ασφάλεια της Ευρώπης

Το θεμελιώδες αξίωμα του αμερικανικού εξαιρετισμού, από τον 18ο αιώνα, αποτελείται από την πεποίθηση πως το κοινωνικοπολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι το ανώτερο 

Άγης Παπαγεωργίου
ΤΕΥΧΟΣ 933
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Αμερικανικές εκλογές 2024: Μια ιστορική αναδρομή στον αμερικανικό παρεμβατισμό. Η επιρροή του αμερικανικού εξαιρετισμού.

Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν ως η μακράν σπουδαιότερη υπερδύναμη της σύγχρονης ιστορίας, η γένεση και η διάδοση του «αντιαμερικανισμού» σε διεθνές επίπεδο ήταν αναπόφευκτη, καθώς μια σταθερά στη μελέτη των υπερδυνάμεων αποτελεί η ροπή τους προς τον ηθικά έωλο –θέτοντάς το ευγενικά– παρεμβατισμό μακριά από τα σύνορά τους. Τα παραδείγματα είναι –χωρίς υπερβολή– αμέτρητα· η καθαίρεση του Σαλβαδόρ Αγιέντε στη Χιλή, του Μοχάμεντ Μοσαντέκ στο Ιράν, του Χακόμπο Άρμπενς Γκουσμάν στη Γουατεμάλα, η εμπλοκή στο Βιετνάμ, το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας, ο πόλεμος στο Ιράκ, η στήριξη στην ελληνική χούντα και ούτω καθεξής αποτελούν μόλις ελάχιστες από τις ανήθικες παρεμβάσεις των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο, για τις οποίες έχουν γραφτεί εκατομμύρια καταδικαστικά άρθρα, βιβλία και διατριβές.

Ο –ηθικά έκπτωτος, κατά κύριο λόγο– χαρακτήρας του αμερικανικού παρεμβατισμού, αλλά και το γεγονός πως αποτελεί ιστορικό συνεχές το οποίο επιβίωσε θριαμβευτικά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αναπόφευκτα γεννά το εξής καίριο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν αλλεπάλληλες αμερικανικές κυβερνήσεις, οι οποίες εξελέγησαν και χάραξαν την εξωτερική τους πολιτική σε διαφορετικούς πολιτικούς χρόνους και απέναντι σε διαφορετικούς αντιπάλους, να έχουν ακολουθήσει τόσο πιστά το ίδιο παρεμβατικό δόγμα, στο οποίο ο σεβασμός της αυτοδιάθεσης της εκάστοτε τρίτης χώρας, και της ακεραιότητας των θεσμών της, αποτελούσε ένα μικρό τίμημα μπροστά στον απώτερο σκοπό; Με άλλα λόγια, πώς δικαιολογείται ηθικά ο συνεπειοκρατικός ηθικός παρεμβατισμός;

Η επιρροή του αμερικανικού εξαιρετισμού

Όπως κάθε υπερδύναμη –από την εποχή του Θουκυδίδη– οι ΗΠΑ διακατέχονται από την υπαρξιακή επιρροή ενός εξαιρετικά ισχυρού αξιακού συστήματος, ήτοι του αμερικανικού εξαιρετισμού. Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ο αμερικανικός εξαιρετισμός χωρίζεται στον παραδειγματικό και τον αποστολικό. Θέτοντάς το όσο απλούστερα γίνεται, το θεμελιώδες αξίωμα του αμερικανικού εξαιρετισμού –το οποίο έχει τις ρίζες του στον 18ο αιώνα– αποτελείται από την πεποίθηση πως το κοινωνικοπολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι το ανώτερο στην ιστορία των κοινωνικών συστημάτων. Ο αμερικανικός εξαιρετισμός αποτέλεσε αρχικά απομονωτικό δόγμα, καθώς από το τέλος της Αμερικανικής Επανάστασης μέχρι και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου –με τρανταχτή, φυσικά, εξαίρεση την προεδρία του Γούντροου Γουίλσον κατά τον Α΄ Παγκόσμιο– οι αμερικανικές κυβερνήσεις ενστερνίζονταν τον παραδειγματικό αμερικανικό εξαιρετισμό. Η δομική θεώρηση του παραδειγματικού εξαιρετισμού ήταν πως, αν και οι ΗΠΑ αποτελούσαν μεν το κοινωνικοπολιτικό και αξιακό παράδειγμα για την παγκόσμια κοινότητα, δεν θα παρενέβαιναν στις εσωτερικές τους υποθέσεις ώστε να το επιβάλουν· αντίθετα, θα παρέμεναν η «φωτεινή πόλη στην κορυφή του λόφου», η οποία θα εξέπεμπε προς κάθε άλλη χώρα το παράδειγμα που θα έπρεπε να ακολουθήσει ώστε να εξελιχθεί κι εκείνη αξιακά.

Ωστόσο, η επιρροή του Γουίλσον –ο οποίος αποτέλεσε τον πρόωρο προφήτη του αποστολικού αμερικανικού εξαιρετισμού– στη φιλοσοφική προσέγγιση του Φράνκλιν Ρούσβελτ και η εμπλοκή των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσαν το κρισιμότερο σταυροδρόμι σε ό,τι αφορά το φιλοσοφικό υπόβαθρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Στην ανανεωμένη –και προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα ενός όλο και περισσότερο αλληλεξαρτώμενου κόσμου από τις αρχές του 20ού αιώνα– αυτή θεώρηση του αμερικανικού εξαιρετισμού, οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν απλώς να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση, αλλά είχαν πλέον την ηθική υποχρέωση να εξάγουν το κοινωνικοπολιτικό τους σύστημα, ώστε να αναδιαμορφώσουν το λεηλατημένο από τον φασισμό και απειλούμενο από τον κομμουνισμό διεθνές σύστημα. Θέτοντάς το απλούστερα, η δομική θεώρηση του αποστολικού αμερικανικού εξαιρετισμού ήταν –και παραμένει– η βαθιά πίστη πως οι ΗΠΑ, ως η αξιακά ανώτερη υπερδύναμη του διεθνούς συστήματος, έχει την ιερή αποστολή να προασπίζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, όπου ήδη υπάρχουν, να υποστηρίζει την εδραίωσή τους σε τρίτες χώρες που έχουν υποφέρει από σειρά απολυταρχικών καθεστώτων, και να αντιμετωπίζει –είτε σε οικονομικό, είτε σε στρατιωτικό επίπεδο– τις τρίτες υπερδυνάμεις που απειλούν τη διεθνή κοινότητα με την εξαγωγή του δικού τους, εχθρικού προς τις έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αξιακού συστήματος.

Από τη θεωρία στην πράξη

Ο ρεαλισμός αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη σχολή σκέψης στη μελέτη των διεθνών σχέσεων. Ως θεμελιώδες αξίωμά του, ο ρεαλισμός υποστηρίζει πως οι στρατηγικές επιλογές των κρατών –και δη, των υπερδυνάμεων– εντός του διεθνούς συστήματος καθορίζονται από την έννοια της ισορροπίας των δυνάμεων, με την εκάστοτε κυβέρνηση να χαράσσει την εξωτερική της πολιτική με γνώμονα την εξυπηρέτηση αμιγώς των δικών της εθνικών συμφερόντων, αλλά και τη συγκέντρωση της μεγαλύτερης δυνατής ισχύος και επιρροής, ώστε το κράτος να τοποθετείται σε πλεονεκτική θέση εντός της διεθνούς αναρχίας. Το πρότυπο παράδειγμα του ρεαλισμού θεωρούνται οι Πελοποννησιακοί Πόλεμοι και η σύγκρουση της δημοκρατικής –με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου– Αθήνας εναντίον της αυταρχικής Σπάρτης. Η αφήγηση των Πελοποννησιακών Πολέμων από τον Θουκυδίδη –ο οποίος θεωρείται ένας εκ των προφητών του ρεαλισμού, εκτός από ένας από τους πατέρες της Ιστορίας– αποτέλεσε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η σύγκρουση των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ σε κάθε επίπεδο, πλην του στρατιωτικού, έμοιαζε με εκείνη των δύο αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών, ακριβώς επειδή ο πυρήνας της σύγκρουσης των δύο σύγχρονων υπερδυνάμεων του 20ού αιώνα δεν ήταν άλλος από την εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση και αντίληψη για την εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων από τον αποστολικό αμερικανικό εξαιρετισμό και τον μαρξισμό-λενινισμό.

Μελετώντας τον Ψυχρό Πόλεμο από μια τελεολογική σκοπιά, η σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ –η οποία αποτέλεσε και την αφορμή ώστε και οι δύο υπερδυνάμεις να προχωρήσουν σε αμέτρητες ανήθικες παρεμβάσεις σε τρίτες χώρες– δεν ήταν απλώς γεωπολιτική, αλλά τελεολογική. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ είχαν τη δική τους αντίληψη για το Τέλος της Ιστορίας, και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η αμιγώς ρεαλιστική εξωτερική τους πολιτική –καθώς τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα επιχειρούσαν επί δεκαετίες να ενισχύουν την ισχύ και την επιρροή τους εντός του διεθνούς συστήματος– απέκτησε μια καθαρά ηθική υπόσταση, αφού, στον βωμό της επικράτησης του υπαρξιακού τους αντιπάλου, και οι δύο υπερδυνάμεις προχώρησαν στις επεμβάσεις για τις οποίες οι ΗΠΑ εγκαλούνται ακόμα, αλλά και εκείνες που μόνο ένα καθεστώς όπως το ρωσικό του Βλαντίμιρ Πούτιν θα μπορούσε να υπερασπιστεί.

Το κρίσιμο στοιχείο είναι πως οι ΗΠΑ –όπως άλλωστε και η ΕΣΣΔ– λειτούργησε με μια συνεπειοκρατική ηθική, όχι δεοντολογική· ο σκοπός αγίαζε τα μέσα, ακόμα κι αν αυτά σήμαιναν απόλυτη αξιακή έκπτωση σε ό,τι αφορούσε την επικυριαρχία της εκάστοτε τρίτης χώρας, την οποία σε έναν διαφορετικό πολιτικό χρόνο, οι πατέρες του αμερικανικού εξαιρετισμού δεν θα μπορούσαν ποτέ να δεχτούν. Ο ανηλεής γάμος της αποστολής των ΗΠΑ να προασπίσουν τη δημοκρατία και την ελευθερία στο διεθνές σύστημα από την υπαρξιακή απειλή της αυταρχικής ΕΣΣΔ, η οποία είχε ήδη αποδείξει τις προθέσεις της με την επιβολή των δορυφορικών κυβερνήσεων στο Ανατολικό Μπλοκ, κατέστησε κάθε προσωρινό εκτροχιασμό fair game, εφόσον ο ανώτερος ηθικός σκοπός ήταν αρχικά ο περιορισμός και μετέπειτα η εξάλειψη του κομμουνισμού.

Από τον Ψυχρό Πόλεμο στο δεύτερο τέταρτο του 21ου αιώνα

Η επιστροφή των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο ταυτίστηκε με τον Ψυχρό Πόλεμο, με την αμερικανική εξωτερική πολιτική να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ανταγωνισμού με την ΕΣΣΔ, χωρίς ωστόσο να μεταλλάσσεται σημαντικά με τη λήξη της σύγκρουσής τους το 1991. Μπορεί έκτοτε οι ΗΠΑ να μην παρενέβησαν σε εσωτερικές εκλογές κάποιας τρίτης χώρας ή να μη στήριξαν κάποιον δικτάτορα έναντι ενός δημοκρατικά εκλεγμένου αριστερόστροφου ηγέτη, ωστόσο η ανάδειξη της σχολής σκέψης του νεοσυντηρητισμού, η οποία προωθεί τον εκδημοκρατισμό των τρίτων χωρών, έστω μέσω μιας εξαιρετικά επεμβατικής εξωτερικής πολιτικής –με τον πόλεμο του Ιράκ να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα– αποδεικνύει πως η συνεπειοκρατική φιλοσοφική διάσταση του αμερικανικού επεμβατισμού παραμένει ακόμα ισχυρή, παρά τις μεταβολές του πολιτικού χρόνου.

Ειρωνικά, ο πρώτος διάδοχος του Ρούσβελτ που απείλησε με αλλαγή της συγκεκριμένης αντίληψης ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος από την πρώτη του θητεία ενστερνίστηκε ένα σύγχρονο δόγμα νέο-απομονωτισμού, το οποίο φέρει σημαντικές ομοιότητες με τον αυτοεξοστρακισμό των ΗΠΑ από το διεθνές σύστημα κατά τον Μεσοπόλεμο. Εξάλλου, η αναβίωση εκ μέρους του Τραμπ, του καθιερωμένου –και αποδεδειγμένα δημοφιλέστατου– σλόγκαν «Make America Great Again» σε συνδυασμό με τη νεο-απομονωτική εξωτερική πολιτική την οποία προτείνει, τον καθιστά σύγχρονο εκφραστή του παραδειγματικού αμερικανικού εξαιρετισμού.

Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου, ωστόσο, αφορά το αξιακό κόστος αυτής της μεταστροφής. Μπορεί οι ΗΠΑ να προχώρησαν σε αμέτρητες –και εξαιρετικά ανήθικες, δεοντολογικά μιλώντας– επεμβάσεις κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ωστόσο πέτυχαν να εξαλείψουν την απειλή της ΕΣΣΔ ασκώντας της τεράστια πίεση και αναδεικνύοντας τις δομικές συστημικές της αδυναμίες, ενώ παράλληλα η ενεργή τους παρουσία στην Ευρώπη –αλλά και στην Ανατολική Ασία–, η οποία έχει τις ρίζες της στη συνεπειοκρατική αντίληψη του 20ού αιώνα, εξακολουθεί να παρέχει μια αξιόπιστη ομπρέλα ασφαλείας για τους, συχνά διχασμένους μεταξύ τους, δημοκρατικούς συμμάχους της Ουάσιγκτον.

Στον βωμό του νεο-απομονωτισμού τον οποίο εκφράζει, ο Ντόναλντ Τραμπ όχι μόνο απειλεί να ανατρέψει τη συγκεκριμένη σταθερά, αλλά φαίνεται θετικός απέναντι στη σύσφιξη των διμερών σχέσεων της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα και τη Βόρεια Κορέα· ποια είναι άραγε η μεγαλύτερη έκπτωση; Ως υπερδύναμη, οι ΗΠΑ θα χαράσσουν πάντα μια εξωτερική πολιτική εξαιρετικά ευάλωτη σε δεοντολογική κριτική, η οποία δικαίως θα πρέπει να ασκείται. Ωστόσο, με δεδομένο πως οι συνεπειοκρατικές επεμβάσεις των ΗΠΑ λιγοστεύουν, αλλά και πως η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει ανάγκη την παρουσία τους στο έδαφός της, μπορεί κανείς να εκτιμήσει πως η επιρροή του αποστολικού αμερικανικού εξαιρετισμού στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αν και σε κάποιον βαθμό παραμένει άβολη και αδικαιολόγητη, ειδικά σε ό,τι αφορά το παρελθόν, ενδεχομένως να είναι απαραίτητη για την ασφάλεια της Ευρώπης απέναντι στον αυταρχισμό· τουλάχιστον μέχρι η ΕΕ να μετατραπεί κι εκείνη στη γεωπολιτική –και κυρίως ιδεολογική– υπερδύναμη που της αξίζει να γίνει.