Κοσμος

Αμερικανικές εκλογές: Τι είναι το εκλεκτορικό σώμα στις ΗΠΑ;

Το σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα» παράγει αποτελέσματα, όπου ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο και να χάσει την ψήφο του εκλεκτορικού κολεγίου

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 933
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αμερικανικές εκλογές 2024: Τι είναι οι εκλέκτορες των 50 πολιτειών που αποφασίζουν ποιος θα αναδειχθεί πρόεδρος;

Aν και η κάθε αμερικανική πολιτεία μπορεί να έχει, και συχνά έχει, δικούς της εκλογικούς κανόνες, οι εκλέκτορες, το λεγόμενο «Εκλεκτορικό Κολέγιο», είναι μέρος του ομοσπονδιακού συστήματος. Πρόκειται για μια ομάδα εκλογέων που σχηματίζεται κάθε τέσσερα χρόνια κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών, με μοναδικό σκοπό να ψηφίσουν για το δίδυμο του προέδρου και του αντιπροέδρου. Η διαδικασία περιγράφεται στο Άρθρο II του Συντάγματος: Ο αριθμός των εκλεκτορικών ψήφων κάθε πολιτείας ισούται με τον αριθμό των γερουσιαστών της συν τον αριθμό των αντιπροσώπων της στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο οποίος, με τη σειρά του, εξαρτάται από τον πληθυσμό κατά την τελευταία παναμερικανική απογραφή. Μετά την 23η τροποποίηση του Συντάγματος το 1961, όταν η περιφέρεια της Κολούμπια (D.C.) απέκτησε τρεις εκλέκτορες, υπάρχουν συνολικά 538 εκλέκτορες στις 50 πολιτείες. Για την ανάδειξη του προέδρου και του αντιπροέδρου απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον 270 εκλεκτόρων: αν κανείς υποψήφιος δεν επιτύχει την πλειοψηφία, διεξάγονται εκλογές στη Βουλή των Αντιπροσώπων για την εκλογή του προέδρου και στη Γερουσία για την εκλογή του αντιπροέδρου.

Η αξία του συστήματος των εκλεκτόρων προκαλεί διαμάχες από τη Συνταγματική Συνέλευση του 1787 μέχρι σήμερα: για την τροποποίηση του μηχανισμού του Εκλεκτορικού Σώματος έχουν υποβληθεί περισσότερα ψηφίσματα απ’ όσα για οποιοδήποτε άλλο επίμαχο σημείο του Συντάγματος. Οι υποστηρικτές του επιμένουν ότι η ύπαρξή του εξασφαλίζει την ανάδειξη υποψηφίων με ευρεία αποδοχή σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ οι επικριτές του το κατηγορούν ότι υπονομεύει τη λαϊκή βούληση. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως όλα τα συστήματα winner takes it all, ιδιαίτερα όταν η αντιπροσώπευση δεν είναι ανάλογη του πληθυσμού, παραβιάζουν την αρχή «ένα άτομο, μία ψήφος»: λόγω της κατανομής των εκλεκτόρων στις πολιτείες, μεμονωμένοι πολίτες σε πολιτείες με μικρότερο πληθυσμό έχουν μεγαλύτερη εκλογική δύναμη από εκείνους σε πολυπληθέστερες πολιτείες. Πρόκειται για δομικό πρόβλημα σχετικό με την κατανομή του πληθυσμού και της ισχύος μεταξύ των πολιτειών. Επειδή ο αριθμός των εκλεκτόρων που διορίζει κάθε πολιτεία είναι ίσος με το μέγεθος της αντιπροσωπείας της στο Κογκρέσο, κάθε πολιτεία δικαιούται τουλάχιστον τρεις εκλέκτορες ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της και η κατανομή του νομικά καθορισμένου αριθμού των υπολοίπων είναι ανάλογη μόνο κατά προσέγγιση. Αυτή η όχι και τόσο ακριβής κατανομή συνέβαλε στο να εκλεγούν στην προεδρία οι επιλαχόντες της εθνικής λαϊκής ψήφου το 1824, το 1876, το 1888, το 2000 και το 2016. Επιπλέον, υπάρχουν «άπιστοι εκλέκτορες» που, αν και έχουν δεσμευτεί να ψηφίσουν έναν υποψήφιο, αλλάζουν γνώμη ή απέχουν – ωστόσο δεν είναι η «απιστία» που ανέτρεψε πέντε φορές μέχρι σήμερα την απόφαση της λαϊκής ψήφου.

Μετά την ημέρα των εθνικών προεδρικών εκλογών την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου, κάθε πολιτεία και ομοσπονδιακή περιφέρεια επιλέγει τους εκλέκτορές της σύμφωνα με τους τοπικούς νόμους. Ύστερα από τη λαϊκή ψηφοφορία, οι πολιτείες καταγράφουν τους διορισμένους εκλέκτορές τους, οι οποίοι δεσμεύονται να ψηφίσουν το δίδυμο των υποψηφίων του κόμματός τους. Αυτό το σύστημα θεσπίστηκε αρχικά για να μετριαστεί η ισχύς των πολιτειών του Νότου στην εποχή της δουλοκτησίας: πριν από τον Εμφύλιο, οι νότιες πολιτείες ήθελαν να αυξήσουν την εκλογική τους δύναμη υπολογίζοντας κατά την πληθυσμιακή κατανομή τους σκλάβους, μολονότι αυτοί δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Είχαν προηγηθεί εκλογικά σχέδια κατά τα οποία τον πρόεδρο θα εξέλεγε το Κογκρέσο, αλλά απορρίφθηκαν ως επιρρεπή σε διαφθορά, ίντριγκες και φατρίες. Γενικά, η άμεση λαϊκή ψήφος θεωρούνταν ιδανική ήδη από τον 18ο αιώνα, αλλά, σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Χάμιλτον, το Εκλεκτορικό Κολέγιο, ως μη μόνιμο σώμα, δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί από ξένα συμφέροντα και θα εξέφραζε τη λαϊκή βούληση σε περιβάλλον αντιπροσωπευτικής, όχι άμεσης δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τις αρχές του φεντεραλισμού, δηλαδή με κατανομή των δικαιωμάτων των ψηφοφόρων και διαχωρισμό των κυβερνητικών εξουσιών.

Αυτή ήταν η λογική πίσω από τη θέσπιση του εκλεκτορικού σώματος, αν και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα το Σύνταγμα δεν αναφερόταν σε «Εκλεκτορικό Κολέγιο», αλλά σε «εκλέκτορες». Ακολούθησαν πολλές τροποποιήσεις, διαφορετικές σε κάθε πολιτεία. Καθώς ο θεσμός δημιουργήθηκε πριν από τη διαμόρφωση πολιτικών κομμάτων και εθνικά συντονισμένων προεκλογικών εκστρατειών, αντιστοιχούσε σε μια εντελώς διαφορετική συνθήκη από τη σημερινή: για παράδειγμα, το 1796, τις προεδρικές εκλογές κέρδισε ο υποψήφιος του Ομοσπονδιακού Κόμματος Τζον Άνταμς, ενώ δεύτερος ήρθε ο υποψήφιος του Δημοκρατικού-Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και αντίπαλος των Φεντεραλιστών Τόμας Τζέφερσον, ο οποίος έγινε αντιπρόεδρος. Στη συνέχεια, από το 1804 εκλογείς άρχισαν να ψηφίζουν χωριστά για τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο. Σε μερικές πολιτείες, στο ψηφοδέλτιο δεν υπήρχε καν το όνομα του προέδρου και του αντιπροέδρου· υπήρχαν μόνο ονόματα των πολιτειακών εκλεκτόρων που θα ψήφιζαν για το προεδρικό ντουέτο.

Σήμερα, στις περισσότερες πολιτείες, τα ψηφοδέλτια λαϊκής ψηφοφορίας απαριθμούν τα ονόματα των υποψηφίων προέδρων και αντιπροέδρων ως δυάδες. Οι εκλέκτορες είναι σχετικά επιφανή άτομα στην πολιτεία τους και ορίζονται από το κάθε κόμμα για να ψηφίσουν το ψηφοδέλτιο στο οποίο έχουν δεσμευτεί – δεν απαιτούν όλες οι πολιτείες «πίστη» από τους εκλέκτορες. Τους υποψήφιους εκλέκτορες υποδεικνύουν τα πολιτειακά τμήματα των πολιτικών κομμάτων λίγους μήνες πριν από την ημέρα των εκλογών, ενώ σε ορισμένες πολιτείες, εκλέγονται στις προκριματικές εκλογές με τον ίδιο τρόπο που ορίζονται άλλοι προεδρικοί υποψήφιοι. Στην Οκλαχόμα, στη Βιρτζίνια και στη Βόρεια Καρολίνα, οι εκλέκτορες διορίζονται σε συνέδρια του κόμματος. Στην Πενσιλβάνια, η επιτροπή προεκλογικής εκστρατείας κάθε υποψηφίου τοποθετεί τους αντίστοιχους υποψηφίους του εκλεκτορικού κολεγίου σε μια προσπάθεια να αποθαρρυνθούν οι «άπιστοι» εκλέκτορες. Οι εκλέκτορες μπορούν επίσης να εκλέγονται από τα νομοθετικά σώματα της πολιτείας αλλά υπάρχουν περιορισμοί και συγκρούσεις συμφερόντων που αποκλείουν πολλά άτομα από θέσεις εκλέκτορα. Ο κάθε εκλέκτορας εκπροσωπεί από 200.000 άτομα μέχρι 700.000 περίπου.

Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων του 21ου αιώνα δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών προτιμά την άμεση λαϊκή ψήφο για τις προεδρικές εκλογές· η δημοτικότητα του Εκλογικού Κολεγίου κυμαίνεται μεταξύ 35% και 44%. Αλλά, αν και το αίτημα της τροποποίησης είναι δίκαιο, όπως είπα πιο πάνω, οι εκλέκτορες ανέτρεψαν τον κανόνα της πλειοψηφίας μόνο πέντε φορές. Εξάλλου, υπάρχουν κι άλλα σοβαρά προβλήματα σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές: για παράδειγμα, περίπου τέσσερα εκατομμύρια Αμερικανοί στο Πουέρτο Ρίκο, στις Βόρειες Μαριάνες Νήσους, στις Παρθένες Νήσους των ΗΠΑ, στην Αμερικανική Σαμόα και στο Γκουάμ, δεν έχουν δικαίωμα εκλεκτόρων στις προεδρικές εκλογές. Μόνο οι πολιτείες των ΗΠΑ (σύμφωνα με το Άρθρο II, Ενότητα 1, Ρήτρα 2) και η Ουάσιγκτον DC (σύμφωνα με την 23η η Τροποποίηση) έχουν τέτοιο δικαίωμα. Οι πολέμιοι του θεσμού των Εκλεκτόρων υποστηρίζουν πως δίνει σε πολιτείες όπου κανείς από τους δύο υποψήφιους δεν κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία ανάρμοστη δυνατότητα να εκλέγουν πρόεδρο και αντιπρόεδρο.

Το Εκλεκτορικό Σώμα ήταν ένας πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ των Ιδρυτών Πατέρων των ΗΠΑ και αποτέλεσμα έλλειψης εμπιστοσύνης στον αμόρφωτο λαό. Είχε επίσης σκοπό να δώσει μεγαλύτερη ανεξαρτησία στην εκτελεστική εξουσία. Αλλά δεν είναι αυτό το κεντρικό πρόβλημα της εκλογικής διαδικασίας: το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι το σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα» παράγει αποτελέσματα όπου ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει ορισμένες πολιτείες με πολύ μεγάλη διαφορά, να χάσει άλλες πολιτείες με πολύ μικρή διαφορά και να καταλήξει να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο και να χάσει την ψήφο του εκλεκτορικού κολεγίου. Προπάντων, υπάρχουν δύο θεμελιώδη προβλήματα: η χαμηλή προσέλευση στις προεδρικές εκλογές και τα μαγειρέματα μέσω gerrymandering, μέσω διάφορων χειρισμών των ορίων των εκλογικών περιφερειών, προκειμένου να αναδειχθεί το ένα ή το άλλο κόμμα.