Κοσμος

Γιαχία Αλ Σινουάρ: Το αγκάθι και το γαρύφαλλο

Ποιος ήταν ο ηγέτης της Χαμάς, κύριος οργανωτής της επίθεσης εναντίον του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 και συγγραφέας…

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι απαρχές του παλαιστινιακού ζητήματος, η δολοφονία του Γιαχία Αλ Σινουάρ και η κληρονομιά του

Το καλοκαίρι του 1988, τρεις ένοπλοι Παλαιστίνιοι επιτέθηκαν στο ελληνικό κρουαζιερόπλοιο με το όνομα City of Poros, λίγο πριν το πλοίο φτάσει στο λιμάνι του Πειραιά. Ο απολογισμός ήταν εννιά νεκροί και αρκετοί τραυματίες, κυρίως τουρίστες. Μεταξύ αυτών και τρεις Γάλλοι, εξ ου και επιλήφθηκε του θέματος η γαλλική δικαιοσύνη η οποία αρκετά χρόνια αργότερα καταδίκασε ερήμην τους υποτιθέμενους αυτουργούς. Η όλη επιχείρηση αποδόθηκε τότε, και μάλλον ορθώς, σε μια φράξια της Αλ Φατάχ, η οποία υπό την ηγεσία του διαβόητου Αμπού Νιντάλ είχε ξεκινήσει ένα άνευ προηγουμένου κυνηγητό εναντίον στόχων οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του Ισραήλ. Υπό την ευρεία βέβαια έννοια, αφού μεταξύ αυτών ήταν και η Ελλάδα και η Κύπρος, χώρες οι οποίες εκείνη την περίοδο υποστήριζαν τον Αραφάτ και την εκστρατεία του για ειρηνική λύση στο Παλαιστινιακό.

Λέγεται ότι κατά την περίοδο εκείνη (δεκαετία του ‘70) αρκετές εκατοντάδες θύματα, κυρίως Ευρωπαίοι, πλήρωσαν με τη ζωή τους την εσωτερική αυτή διαμάχη, άσχετα με τον ισχυρισμό ότι όλα γίνονταν εν ονόματι της «ελεύθερης Παλαιστίνης». Τελικά ο Αμπού Νιντάλ δολοφονήθηκε από τους αντιπάλους του στη Βαγδάτη το 2002, έχοντας κάνει όμως ήδη πολλή ζημιά, κυρίως καταστρέφοντας τις προσπάθειες του Αραφάτ ο οποίος, αν μη τι άλλο, είχε ανοίξει ένα παράθυρο στη διπλωματία και είχε εισπράξει αρκετές συμπάθειες ανά τον κόσμο και κυρίως μεταξύ των Αδεσμεύτων. 

To make the long story short, ο Αμπού Νιντάλ (όπως ήταν το nom de guerre που είχε επιλέξει και σήμαινε «Πατέρας του Αγώνα») είχε στην αρχή την υποστήριξη του Ιράκ, αργότερα της Συρίας, στη συνέχεια της Λιβύης και για ένα διάστημα της Αιγύπτου. Ελισσόμενος με εξαιρετική επιδεξιότητα μέσα στον λαβύρινθο των σχέσεων μεταξύ των αραβικών κρατών, έβρισκε πάντα υποστηρικτές που χρηματοδοτούσαν τον «αγώνα» του. Έναν αγώνα που είχε πρωταρχικό στόχο τους μετριοπαθείς Παλαιστινίους, εκείνους δηλαδή που τάσσονταν υπέρ του διαλόγου με το Ισραήλ, και λιγότερο το ίδιο το Ισραήλ. Από το 1974, που η επίσημη Φατάχ τον είχε καταδικάσει σε θάνατο, ο Αμπού Νιντάλ οργάνωσε και πραγματοποίησε δεκάδες επιθέσεις κατά Παλαιστινίων που θεωρούσε ότι ήταν υποταγμένοι, πολύ περισσότερες από ότι σε ισραηλινούς στόχους, επιχειρήσεις που είναι ελάχιστες μπροστά στο σύνολο του τρομοκρατικού έργου του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μια επίθεση εναντίον ισραηλινού διπλωμάτη στο Λονδίνο έδωσε την αφορμή στο Ισραήλ να εισβάλει στον Λίβανο το 1982, με τις γνωστές για τον Αραφάτ συνέπειες*. Τότε, αρκετοί, όπως ο βιογράφος του Αμπού Νιντάλ Πάτρικ Σιλ, βρήκαν την ευκαιρία για να υποστηρίξουν ότι το Ισραήλ βρισκόταν πίσω από τη δραστηριότητα του «αρχιτρομοκράτη» όλα αυτά τα χρόνια. Και για να υπερθεματίσει, πρόσθεσε ότι στην πολύχρονη καριέρα του ο Αμπού Νιντάλ δεν πραγματοποίησε καμία επίθεση εντός της ισραηλινής επικράτειας.

Όμως δεν έχει ακόμα ειπωθεί η τελευταία κουβέντα για τον Αμπού Νιντάλ, για τα κίνητρα και τους υποκινητές του. Μπορεί να ήταν όντως ένας πράκτορας, ακόμα και του Ιράκ και του Καντάφι, ή να ήταν ένας απλός τυχοδιώκτης που ήθελε να πλουτίσει μέσα από την τρομοκρατία, αλλά κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ήταν ένας αδίστακτος δολοφόνος που έθαβε τους αντιπάλους του ζωντανούς μέσα στο χώμα.

Αυτή είναι μια σύντομη ιστορία για τις απαρχές του Παλαιστινιακού ζητήματος -και των συγκρούσεων που ακολούθησαν ανάμεσα στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ- αλλά δεν μπορούμε να προσπεράσουμε τις ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνη την εποχή και τη σημερινή, και κυρίως για τον ρόλο των προσώπων στις εξελίξεις, μεταξύ των οποίων και ο πρόσφατα δολοφονηθείς στη Γάζα, Γιαχία Αλ Σινουάρ, ο στρατιωτικός ηγέτης της Χαμάς ο οποίος ανέλαβε και την ηγεσία της οργάνωσης μετά την «εκκαθάριση» του Αλ Χανίγια τον περασμένο Αύγουστο. Ο Σινουάρ ήταν σίγουρα ο πιο καταζητούμενος εχθρός του Ισραήλ, αφού λέγεται ότι ήταν ο οργανωτικός εγκέφαλος πίσω από την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου του περασμένου έτους, που στοίχισε τον θάνατο σε υπερχιλίους Ισραηλινούς και τη σύλληψη 250 ομήρων που στην πλειονότητά τους κρατούνται ακόμη.

Περίεργη φυσιογνωμία ο Σινουάρ, όπως περίεργη και πολυτάραχη η ζωή του. Γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο και αυτή ήταν και η μόνη πραγματικότητα που γνώρισε καθώς ήταν αποφασισμένος να αντιγράψει πλήρως αυτά που έγραψε τόσο για τον ίδιο, όσο και για το μέλλον στο οποίο φιλοδοξούσε να παίξει τον ρόλο που του είχε γράψει η ίδια η ιστορία, όπως έλεγε, Νεαρός σε ηλικία 27 φυλακίστηκε με ποινή ισόβιας κάθειρξης για τη δολοφονία τεσσάρων Παλαιστινίων τους οποίους είχε θεωρήσει ύποπτους για κατασκοπία υπέρ του Ισραήλ. Όταν βγήκε από τη φυλακή, μέσω μιας ανταλλαγής κρατουμένων, ήταν 49 ετών. Ήταν ήδη ψηλά στην ιεραρχία της Χαμάς και η Χαμάς ήταν μέρος της πολιτικής της ταυτότητας αφού η φυλακή λειτουργούσε τόσο ως φροντιστήριο για την κατάρτιση των νεοσυλλέκτων στο κίνημα όσο και ως κρυφό κέντρο επεξεργασίας της στρατηγικής της οργάνωσης μέσα σε ένα άκρως πολύπλοκο και άκρως απο-ανθρωπισμένο περιβάλλον. Στο διάστημα των 22 χρόνων που έμεινε στη φυλακή, ο Σινουάρ κατάφερε μεταξύ άλλων να γράψει και ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, την ίδια δηλαδή την περιπέτεια της ζωής του από τότε που ήταν παιδί στους καταυλισμούς της Γάζας έως τότε που ανέλαβε την ηγεσία της μυστικής αστυνομίας της Χαμάς και ήταν εξοικειωμένος με τους φόνους και τον θάνατο, μη εξαιρουμένου του δικού του. Το μυθιστόρημα είχε τίτλο το «Το αγκάθι και το γαρύφαλλο» και παραδόξως ήταν βαθιά συνδεδεμένο με το παρόν. Εάν η Επιχείρηση της Πλημμύρας (Al-Aqsa) σηματοδοτεί μια στροφή στο κίνημα της Παλαιστινιακής «αντίστασης», το «Αγκάθι και το Τριαντάφυλλο» αντανακλά την προφητεία για τη συνέχεια των συγκρούσεων, αλλά και το επιχείρημα ενός εσωτερικού πολέμου (παρά τη δήλωση νομιμοφροσύνης του Αμπάς, του εκπροσώπου της PLO, της Φατάχ και της Παλαιστινιακής Αρχής, ότι το Ισραήλ είναι τελικά ο επιτιθέμενος και ο τρομοκράτης και ότι οι άλλοι, όπως ο Σινουάρ, είναι απλώς μαχητές και μάρτυρες του αγώνα υπό τις ευλογίες ενός ανώτερου θεού). Ο συγγραφέας υποστηρίζει τελικά ότι η κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι απαραίτητη «όταν έχουν εξαντληθεί άλλες μέθοδοι», ώστε να εξαναγκαστεί η άλλη πλευρά σε μια αποφασιστική αναμέτρηση. Αυτή η προσέγγιση στοχεύει στην «αλλαγή της εξίσωσης», όπως γράφει και στο μυθιστόρημα, αποσπάσματα του οποίου βρίσκει κανείς στα ηλεκτρονικά μέσα. Φυσικά έγινε «μπεστ σέλλερ» μέχρι που μεταφράστηκε και στα αγγλικά και ήταν διαθέσιμο στην Amazon έως ότου διαμαρτυρίες φιλοϊσραηλινών ακτιβιστών την ανάγκασαν να το αποσύρει.

Εν τέλει, αυτός ο ασυμβίβαστος και αδίστακτος τύπος θα βρει φριχτό θάνατο μέσα στα ερείπια ενός εντοπισμένου από ισραηλινή περίπολο σπιτιού, με μια χαριστική βολή που θα του διαλύσει το κεφάλι – με τη φωτογραφία να αναρτάται δυστυχώς στο διαδίκτυο. Τόσο ο πυροβολισμός όσο και η κατάσταση του ήδη πολυτραυματισμένου και κυνηγημένου υπόπτου (μέχρι να σκοτωθεί δεν ήξεραν ποιος ακριβώς ήταν) φωτογραφήθηκαν από απεσταλμένο «drone ειδικών αποστολών» το οποίο ο Σινουάρ φαίνεται να προσπαθεί να εξουδετερώσει πετώντας του πέτρες και καδρόνια. Το όλο σκηνικό θα μπορούσε να έχει ως τίτλο «το πουλί της κολάσεως και ο μάρτυρας του Αλλάχ». 

Η τελευταία φωτογραφία του Γιαχία Αλ Σινουάρ, λίγο πριν την εξόντωσή του από Ισραηλινή περίπολο στη Ράφα της Γάζας. Είναι ήδη βαριά τραυματισμένος μέσα σε ένα βομβαρδισμένο κτίριο και κοιτάζει την ιπτάμενη κάμερα (drone) που τον φωτογραφίζει.

Και από τα πιο αρμόδια λοιπόν χείλη, προκύπτει ότι η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου του περασμένου έτους, ήταν καλά προσχεδιασμένη και με στρατηγικό στόχο να πυροδοτήσει την κλιμάκωση ενός πολέμου, μιας αιματηρής αντιπαράθεσης, της οποίας οι απαρχές πάνε πολύ πίσω, και κυρίως στην περίοδο του Αμπού Νιντάλ. Αυτό αφαιρεί κάθε επιχείρημα πως η όλη κατάσταση δεν είναι παρά μια κλασσική εξέγερση εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα, την οποία οι απανταχού προοδευτικοί οφείλουν να υπερασπισθούν, σαν να ήταν τάχα μέρος της δικής τους κουλτούρας και της δικής τους ιδεολογίας. Αυτό έδειξαν άλλωστε και οι παράλληλοι πόλεμοι των προηγούμενων δεκαετιών, πόλεμοι εναντίον του εξτρεμιστικού Ισλάμ, από το Ιράκ, μέχρι την Αλ Κάιντα και από τη Λιβύη μέχρι τη Λωρίδα της Γάζας. Όπου η επί του πεδίου εξουδετέρωση της ηγεσίας και η αχρήστευση του στρατιωτικού της εξοπλισμού με τον οποίο την τροφοδοτούσαν πρόθυμοι σύμμαχοι από τον ευρύτερο Μεσανατολικό και Αραβόφωνο περίγυρο, ήταν τελικά η σωστή επιλογή, άσχετα αν όλοι είμαστε εναντίον του πολέμου (όταν βέβαια ο αντίπαλος δεν χτυπάει ακόμα την πόρτα μας). Πόλεμος λοιπόν; Ναι, αλλά πόλεμος και στις πηγές του πακτωλού των χρημάτων που έρευσαν το ίδιο πρόθυμα προς τις αυταρχικές / δικτατορικές εξουσίες, ακόμα και από δυτικές δημοκρατίες με άμεσους ή έμμεσους τρόπους. Φάνηκε άλλωστε και με τον ISIS: η ανάκτηση των πετρελαιοπηγών στη Συρία και στο Ιράκ από τους «συμμάχους», μαζί με τις στρατιωτικές ήττες επί του εδάφους, του στέρησε κάθε προοπτική επίκλησης του ιδεολογικού πλεονεκτήματος το οποίο υποτίθεται πως στήριζε τον «δίκαιο αγώνα του Ισλάμ».

Βέβαια το φανατικό Ισλάμ δεν επιλέγει την κλιμάκωση επειδή απλώς έτσι του αρέσει. Λόγω, ας πούμε, μιας πολιτικοθρησκευτικής διαστροφής. Θέλει το ιδιαίτερό του ακροατήριο (και όχι μόνο) να αισθάνεται περιφρονημένο, να βρίσκεται στη θέση του θύματος. Αλλά για να είναι πολιτικά χρήσιμο ένα τέτοιο αίσθημα, πρέπει να γενικευτεί. Πρέπει ο κόσμος να γίνει μια κόλαση βίας και μισαλλοδοξίας, όπου όχι μόνο οι Δυτικοί αλλά και οι μουσουλμάνοι να βράζουν μέσα στον φόβο και στην απαξίωση και στο κυνηγητό, σε σημείο που να μην μπορούν πλέον να ζήσουν εκεί. Το ιδανικό τους θα ήταν μια «οικουμένη» uninhabitable, χωρίς «παρευρισκομένους», με δύο μόνο «στρατούς» σε μια διαρκή «σύγκρουση πολιτισμών», η οποία όλο και περισσότερο θα εμπλουτίζεται με δηλωμένες και αδήλωτες αντιλήψεις για το θρησκευτικό και φυλετικό μηδενισμό. Αυτή είναι η κληρονομιά του Σινουάρ. Μια αντίληψη που στην πρακτική εφαρμογή της έχει μεγάλα ρίσκα και πολύ αίμα, αθώων και μη, αλλά και πολλά λεφτά.

© EPA/REHAN KHAN

*Το 1982, μετά από αδυσώπητη τρίμηνη Ισραηλινή πολιορκία στη δυτική Βηρυτό, ο Γιασέρ Αραφάτ και οι 10.000 Φενταγίν της PLO αναγκάζονται να εγκαταλείψουν δια θαλάσσης την επί μια δεκαετία προσωρινή πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού «κράτους».