Κοσμος

Αυστρία – εκλογές: η νίκη της ακροδεξιάς, και η σύγχυση της Δυτικής Ευρώπης

Η προδιαγεγραμμένη νίκη του FPÖ είναι φτιαγμένη από τους εφιάλτες των Βρυξελλών

Άγης Παπαγεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Αυστρία και τι σημαίνουν αυτά για την Ευρώπη - Η νίκη του FPÖ με τις ομολογουμένως ναζιστικές καταβολές

Οι εθνικές αυστριακές εκλογές σπανίως απασχολούν τη διεθνή κοινότητα, καθώς, αν εξαιρέσουμε τη σταδιακή άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα κατά την τελευταία δεκαετία, ποτέ στο παρελθόν κάποιο αποτέλεσμα δεν έχει συγκλονίσει τον αξιακό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η χθεσινή νίκη του ακροδεξιού Freiheitliche Partei Österreich (FPÖ) – το οποίο έχει τις ιδεολογικές του ρίζες στη ναζιστική κοσμοθεωρία του πρώτου του επικεφαλής και μέλους των Schutzstaffel, ευρέως γνωστών ως “SS”, Anton Reinthaller – αποτελεί πλέον την ισχυρότερη πολιτική δύναμη της χώρας.

Σε έναν διαφορετικό πολιτικό χρόνο, η νίκη της ακροδεξιάς στην Αυστρία δε θα αποτελούσε την πλέον συγκλονιστική είδηση, καθώς το αυστριακό εκλογικό σώμα διατηρούσε ανέκαθεν μια ροπή προς τον υπέρ-συντηρητισμό. Ωστόσο, είναι αδύνατον να αγνοήσει κανείς πως το FPÖ επικράτησε για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της χώρας σε εθνικές εκλογές, σε έναν πολιτικό χρόνο όπου το γερμανικό ακροδεξιό AfD αποτελεί μακράν τη δεύτερη ισχυρότερη πολιτική δύναμη της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ, τη στιγμή που οι υπέρ-συντηρητικές δυνάμεις σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια σημειώνουν εντυπωσιακή άνοδο. Η νίκη του FPÖ πιθανότατα δε θα αποσταθεροποιήσει την Αυστρία, ωστόσο ενδεχομένως να αποτελέσει πρόβλημα για την ΕΕ, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κομισιόν δεν αντιμετωπίσει το αποτέλεσμα των αυστριακών εκλογών ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης συνθήκης.

© Thomas Krostneier / Getty Images

Αυστρία: Η μετάλλαξη του FPÖ σε κυβερνητική επιλογή

Προφανώς, κανένα πολιτικό κόμμα σε μια χώρα της δυτικής Ευρώπης δε θα μπορούσε να επιβιώσει πολιτικά – τουλάχιστον σημειώνοντας τα ποσοστά τα οποία έχει καταγράψει ιστορικά το FPÖ στην αυστριακή πολιτική ιστορία – αν δε μετακινούταν από τις αρχικές, και αμιγώς φασιστικές, πολιτικές του θέσεις. Αναλυτικότερα, το FPÖ αποτελεί ένα από τα περισσότερο μεταβαλλόμενα πολιτικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, καθώς από την ίδρυση του το 1956 μέχρι και το 1980 τοποθετούταν στο περιθώριο της ακροδεξιάς· από τα 80s’ και μετά, το FPÖ μετακινήθηκε προς το κέντρο, προβάλλοντας ένα κάπως απροσδιόριστο ιδεολόγημα εθνικό-φιλελευθερισμού, το οποίο ωστόσο άρκεσε ώστε να αποτελέσει κυβερνητικό εταίρο τόσο των Σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) το 1983, όσο και των Χριστιανοδημοκρατών (ÖVP), σε δύο περιπτώσεις, τόσο στα τέλη των 90s’ όσο και στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Το κρίσιμο στοιχείο σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του ιδεολογικού πυρήνα του FPÖ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και μετά την Πτώση του Τοίχους, είναι ότι κατάφερε επιτυχώς να παραμείνει ρυθμιστής του αυστριακού πολιτικού συστήματος, προβάλλοντας αρκετή ευελιξία ώστε να επιβιώσει – αντί να καταποντιστεί μαζί με το παρωχημένο αφήγημα του ναζισμού σε μια διαρκώς περισσότερο ενωμένη Ευρώπη – αλλά και προσήλωση στο εθνικό-κεντρικό του αφήγημα.

Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες του τρέχοντος πολιτικού χρόνου αποτέλεσαν την ιδανική αφορμή ώστε το FPÖ να μετακινηθεί εκ νέου στον ιδεολογικό άξονα και να ταυτιστεί πλέον απροκάλυπτα με θέσεις τις οποίες διατηρούσε κεκαλυμμένα μέχρι προσφάτως. Συγκεκριμένα, ο ισχυρός ευρωσκεπτικισμός ο οποίος χαρακτήρισε τη στάση του FPÖ κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Κρίσης Χρέους συμπληρώθηκε πλέον με μια απροκάλυπτη φίλο-ρωσική προσέγγιση, η οποία κατέστη αμέσως εμφανής μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Στην ουσία, το σύγχρονο αφήγημα του FPÖ ταυτίζεται σε εξαιρετικά μεγάλο με εκείνο του AfD, τη στιγμή που η πάγια αντιμεταναστευτική και ευρωσκεπτικιστική στάση ενός σημαντικού αριθμού Αυστριακών πολιτών έχει πλέον αποκτήσει και μια σαφή οικονομική κοσμοθεωρία, στην οποία ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος – και η στήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία – αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο η Αυστρία, αλλά και αρκετές άλλες οικονομίες κρατών-μελών της ΕΕ, δοκιμάστηκαν από τις πληθωριστικές πιέσεις των δύο τελευταίων ετών. Προφανώς, το συγκεκριμένο επιχείρημα κρύβει μια δόση αλήθειας μέσα του, καθώς, όντως, ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος προκάλεσε το ξέσπασμα μιας πρωτοφανούς ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, ωστόσο τη δεδομένη χρονική στιγμή τόσο τα ενεργειακά κόστη έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις στο σύνολο της Ευρωζώνης βαίνουν διαρκώς μειούμενες, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ετοιμάζεται να προχωρήσει σε μια ακόμα μείωση των επιτοκίων της.

© Christian Bruna / Getty Images

Ο σχηματισμός κυβέρνησης στην Αυστρία, και ο οιωνός για τη Γερμανία

Στην πράξη, το FPÖ εκμεταλεύτηκε πλήρως τις ιδιαιτερότητες του τρέχοντος πολιτικού χρόνου, ώστε να υποσχεθεί υπεραπλουστευμένες λύσεις σε δυσεπίλυτα ζητήματα – αναγνωρίζοντας παράλληλα και τα κατάλληλα εξιλαστήρια θύματα – σε αρκετό βαθμό ώστε να εξασφαλίσει το 29.2% των καταμετρημένων ψήφων, και 58 έδρες στο αυστριακό κοινοβούλιο, αφήνοντας στη δεύτερη θέση το κεντροδεξιό ÖVP, το οποίο συγκέντρωσε το 26.5%, και 52 έδρες αντίστοιχα. Με μια πρώτη ματιά, τα συγκεκριμένα αποτελέσματα μοιάζουν να καθρεφτίζουν εκείνο των εκλογών στη Θουριγγία, όπου το AfD κέρδισε – για πρώτη φορά στη γερμανική ιστορία – μια εκλογική αναμέτρηση, επικρατώντας του κεντροδεξιού CDU. Ωστόσο, η κρίσιμη διαφορά – πέρα από την προφανή, δηλαδή πως το ένα αποτέλεσμα αφορά τη διακυβέρνηση ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, και το άλλο απλός ενός εκ των πλέον αδύναμων κρατιδίων της Γερμανίας – είναι πως στις αυστριακές εθνικές εκλογές, οι Σοσιαλδημοκράτες διατήρησαν τις δυνάμεις τους. Ενδεικτικά, το SPÖ κατέγραψε ακριβώς το ίδιο ποσοστό με εκείνο που είχε καταγράψει στις εθνικές εκλογές του 2019, παραμένοντας στο 21%, και κερδίζοντας μάλιστα μία επιπλέον έδρα στο κοινοβούλιο. Παράλληλα, τις δυνάμεις του αύξησε οριακά και το φιλελεύθερο NEOS, καθώς κέρδισε το 9% των καταμετρημένων ψήφων, και δεκαεπτά έδρες, ενώ παρά τις απώλειες τους, και οι Πράσινοι εισήλθαν ξανά στο κοινοβούλιο, κερδίζοντας το 8% των ψήφων, και έντεκα έδρες.

Η συγκεκριμένη ισορροπία των δυνάμεων ουσιαστικά εξουδετερώνει τη νίκη του FPÖ, καθώς η επίσημη θέση του ÖVP είναι πως δε θα επιδιώξει καμία συνεργασία με τη σύγχρονη – και διαρκώς μεταλλασσόμενη – αυστριακή ακροδεξιά, αλλά θα επιχειρήσει αντιθέτως να σχηματίσει μια ευρεία κυβέρνηση συνεργασίας, τουλάχιστον με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους. Δεδομένα, το συγκεκριμένο εγχείρημα ελλοχεύει οριακά υπαρξιακούς κινδύνους για τη διακυβέρνηση της Αυστρίας, ωστόσο είναι δεδομένο πως τα κραταιά κόμματα, τα οποία συντάσσονται γύρω από έναν κοινό δημοκρατικό και φίλο-ευρωπαϊκό ιδεολογικό άξονα, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, θα επιχειρήσουν να κρατήσουν το FPÖ μακριά από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, ειδικά δε εφόσον αυτή πλέον μπορεί να έλθει μόνο από θέση ισχύος. Η συγκεκριμένη εξέλιξη, εφόσον επιβεβαιωθεί, ενδεχομένως να αποτελέσει και το προσχέδιο – ή και blueprint, σε αμερικανική slang – για μια ευρεία κυβέρνηση συνεργασίας στη Γερμανία, μεταξύ του CDU/CSU, του SPD, και των Φιλελευθέρων, έτσι ώστε η πολιτική επιρροή του AfD να περιοριστεί στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα· ενόψει των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών του 2025, είναι δεδομένο πως το CDU/CSU θα επικρατήσει, αλλά και πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συνεργαστεί με το AfD έναντι των Σοσιαλδημοκρατών. Στην ουσία, μπορεί το FPÖ να κατέγραψε όντως μια εντυπωσιακή νίκη, όμως η πιθανότητα διαμόρφωσης μιας ευρείας – και φίλο-ευρωπαϊκής – κυβέρνησης των ηττημένων στην Αυστρία παραμένει απείρως πιθανότερο από το να αναδειχθεί ο επικεφαλής του, Herbert Kickl, ως ο «Καγκελάριος του Λαού» όπως επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται.

© Thomas Krostneier / Getty Images

Οι ευρωπαϊκοί τριγμοί μπροστά σε ένα αβέβαιο μέλλον

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν αποφευχθεί το χειρότερο – για τις Βρυξέλλες – σενάριο στο οποίο το FPÖ κάπως καταλήγει όντως στα κυβερνητικά έδρανα, το αποτέλεσμα των αυστριακών εκλογών αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη πως οι στρατηγικές επιλογές της Ευρωπαϊκής Κομισιόν στον καινούργιο, πλέον, θεσμικό της κύκλο, θα πρέπει να αποδειχθούν συνεπέστερες απέναντι στις ανησυχίες των Ευρωπαίων πολιτών. Αν τα μετρήσει κανείς κάπως απλοϊκά, θα συνειδητοποιήσει πως περίπου το 1/3 του εκλογικού σώματος των κρατών-μελών της Δυτικής Ευρώπης έχει στραφεί πλέον προς κομματικές επιλογές, οι οποίες αμφισβητούν είτε σε μικρό, είτε σε μεγάλο βαθμό, τόσο τις αξίες, όσο και τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέρα από το FPÖ και το AfD, το Rassemblement National στη Γαλλία εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική απειλή του φίλο-ευρωπαϊκού άξονα ενόψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών παρά την τρίτη θέση στις βουλευτικές εκλογές, το PVV του Geert Vilders στην Ολλανδία επικράτησε στις εκλογές του 2023, το PiS στην Πολωνία κέρδισε τις εκλογές του 2023 αλλά οδηγήθηκε στην αντιπολίτευση λόγω της πολιτικής μαεστρίας του Donald Tusk, το Finns Party στην Φινλανδία αποτελεί πλέον την τρίτη μεγαλύτερη δύναμη της χώρας, όπως εξάλλου και το Chega στην Πορτογαλία, αλλά και το Vox στην Ισπανία.

Με άλλα λόγια, οι δυνάμεις του υπέρ-συντηρητισμού, του μετριοπαθούς ή σκληρού ευρωσκεπτικισμού, και της γεωπολιτικής προτίμησης προς τη Μόσχα και την κυβέρνηση του Vladimir Putin εν μέσω του ρώσο-ουκρανικού πολέμου, τείνουν πλέον να μετατραπούν σε συστημική, αντί για παροδική δύναμη εντός της ΕΕ, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται και για την ευρύτερη ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν έχει ήδη ανακοινώσει πως η υπαρξιακή της προτεραιότητα για την πενταετία 2024-2029 θα είναι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας· στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία εναλλακτική επιλογή από αυτή, εφόσον οι Βρυξέλλες επιθυμούν να κρατήσουν ανέπαφο και ασφαλή τον αξιακό τους πυρήνα. Με τις ΗΠΑ να αρκοβατούν ανάμεσα σε μια χαλαρότερη προσήλωση στη μεταπολεμική τους προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις διατλαντικές σχέσεις και τον σκληρό νέο-απομονωτισμό, αλλά και τη Ρωσία με την Κίνα να συνάπτουν μια άτυπη – αλλά σαφή γεωπολιτική συμμαχία – η αντιμετώπιση των αντί-ευρωπαϊκών δυνάμεων οι οποίες υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ μπορεί να έρθει μόνο αν η ηγεσία της ενισχύσει τη θέση της, ως πραγματική υπερδύναμη σε ένα βιάιως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον