Κοσμος

Ερυθρές Ταξιαρχίες: Πενήντα χρόνια από «το τέλος της αρχής»

Τον Σεπτέμβριο του 1974 έγιναν συλλήψεις αρχηγών αλλά επέκταση και ριζοσπαστικοποίηση των τρομοκρατικών οργανώσεων

Σταύρος Παπαδήμας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τον Σεπτέμβριο του 1974, οι ιδρυτές των Ερυθρών Ταξιαρχιών Ρενάτο Κούρτσιο και Αλμπέρτο Φραντσεσίνι συνελήφθησαν από τον Στρατηγό των Καραμπινιέρων Ντέλα Κιέζα

Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 1974, όταν ο Ρενάτο Κούρτσιο και ο Αλμπέρτο Φραντσεσίνι συνελήφθησαν με την κατηγορία της τρομοκρατίας και καταδικάστηκαν σε 18 χρόνια κάθειρξη. Ωστόσο, η σύλληψη δεν σηματοδότησε τον παροπλισμό των Ερυθρών Ταξιαρχιών, αλλά μάλλον την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησή τους. Η σύλληψη έγινε μετά από πληροφορίες του «Φράτε Μίτρα» —το αληθινό του όνομα ήταν Σιλβάνο Τζιρότο—, ενός πρώην μοναχού που είχε εισδύσει στις Ερυθρές Ταξιαρχίες για λογαριασμό των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών.

Ο Αλμπέρτο Φραντσεσίνι © Alberto Roveri/Archivio Alberto Roveri/Mondadori Portfolio via Getty Images

O Ρενάτο Κούρτσιο, τότε 33 ετών, είχε ξεκινήσει ως μέλος οργάνωσης νεολαίας «Giovane nazione», την οποία ορισμένοι παρατηρητές της εποχής περιέγραφαν ως ναζιστική-μαοϊκή. Στη συνέχεια, ως φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Τρέντο, προσχώρησε στον «καθαρό» μαρξισμό και στις φοιτητικές οργανώσεις «Κίνημα για ένα αντι-πανεπιστήμιο» και Πολιτική Εργασία (Lavoro Politico). Αλλά, καθώς είχε διαφωνίες με την πιο ριζοσπαστική φατρία της Πολιτικής Εργασίας, τον Αύγουστο του 1969 ο Κούρτσιο εγκατέλειψε το Τρέντο και το πτυχίο του, παντρεύτηκε την αργότερα περιβόητη Μάρα Καγκόλ και έστησε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες μαζί με την Καγκόλ και με τους Μάριο Μορέτι και Αλμπέρτο Φραντσεσίνι. Μετά από τη σύλληψή του Κούρτσιο και της Καγκόλ τον Φεβρουάριο του 1971 για κατάληψη ενός ακατοίκητου σπιτιού, πέρασαν στην παρανομία και τα επόμενα τρία χρόνια συμμετείχαν σε σειρά βομβιστικών επιθέσεων και απαγωγών διακεκριμένων προσώπων.

Η σύλληψη του Ρενάτο Κούρτσιο και του Αλμπέρτο Φραντσεσίνι στις 8 Σεπτεμβρίου 1974 ήταν μια επιτυχία του στρατηγού Ντέλα Κιέζα ο οποίος είχε ορκιστεί να εξουδετερώσει τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ο Τζιρότο, που συνεργαζόταν με τον Ντέλα Κιέζα, φαίνεται πως κινητοποιούταν από τη δίψα για περιπέτεια: είχε υπάρξει μέλος της Λεγεώνας των Ξένων, ως νεαρός είχε συλληφθεί σε ληστεία καπνοπωλείου και στη φυλακή ανηλίκων είχε στραφεί στη θρησκεία με αποτέλεσμα να μπει στο Τάγμα των Φραγκισκανών και στη συνέχεια, το 1969, να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στο Τορίνο. Επειδή λειτουργούσε σε μια ενορία με έντονη κομμουνιστική παρουσία, ο Τζιρότο απέκτησε το παρατσούκλι «κόκκινος παπάς» και έκτοτε έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν παντού όπου εκτυλίσσονταν ταραχές: αφού μεσολάβησε να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά από εξέγερση κρατουμένων σε σωφρονιστικό ίδρυμα στο Τορίνο, το 1971 βρέθηκε στη Βολιβία όταν έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του δημοκρατικού καθεστώτος του Χουάν Χοσέ Τόρες. Ο Τζιρότο τραυματίστηκε και πέρασε στην παρανομία εναντίον του δικτάτορα συνταγματάρχη Hugo Banzer Suárez. Εντελώς τυχαία, τον καιρό του πραξικοπήματος του Πινοσέτ εναντίον της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Αλιέντε, o «κόκκινος παπάς» βρισκόταν στο Σαντιάγκο, όπου, αφού τραυματίστηκε στις οδομαχίες, κατέφυγε στην ιταλική πρεσβεία η οποία φρόντισε για τον επαναπατρισμό του μαζί με άλλους Ιταλούς που ζούσαν τότε στη Χιλή. Στο μεταξύ, τον έδιωξαν από το εκκλησιαστικό Τάγμα. Και μετά τη διπλή εν ψυχρώ δολοφονία δύο ατόμων στην Πάντοβα εκ μέρους των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο Τζιρότο άρχισε να έχει αμφιβολίες για την αρετή και τους καλούς σκοπούς της άκρας αριστεράς.

Ο στρατηγός Ντέλα Κιέζα © Edoardo Fornaciari/Getty Images

Όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν τον δικαστή Μάριο Σόσι, ο Τζιρότο συνειδητοποίησε πως οι Ερυθροταξιαρχίτες ήταν διαφορετική φυλή από τους αντάρτες της Λατινικής Αμερικής τους οποίους θαύμαζε. Έτσι, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αντιτρομοκρατική και στον στρατηγό Ντέλα Κιέζα, εισχωρώντας —εύκολα λόγω του αγωνιστικού του παρελθόντος— στον πυρήνα του Πινερόλο στο Τορίνο και γνωρίζοντας τους αρχηγούς Ρενάτο Κούρτσιο και Μάριο Μορέτι. Σε «επαναστατικό» ραντεβού τον Σεπτέμβριο του 1974, στην Πιατσέντσα, ο Τζιρότο εμφανίστηκε μαζί με τους καραμπινιέρους. Ο Μάριο Μορέτι δεν πήγε στο ραντεβού πιθανώς μετά από κάποιο προειδοποιητικό τηλεφώνημα. Φαίνεται ότι στο υπουργείο Εσωτερικών υπήρχε άτομο φιλικά διακείμενο στον Μορέτι, ο οποίος είτε δεν μπόρεσε, είτε δεν θέλησε να προειδοποιήσει τους συντρόφους του.

Ο δικαστής Μάριο Σόσι στην εκκλησία Santa Maria del Rosario, στις 26 Μαΐου 1974 © Mondadori Portfolio by Getty Images

Μετά το 1974, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επεκτάθηκαν στη Ρώμη, στη Τζένοβα και στη Βενετία: καθώς ο αριθμός των μελών τους αυξήθηκε, διέπραξαν πολιτικές απαγωγές υψηλού προφίλ —δικαστών και βιομηχάνων— και ληστείες τραπεζών προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα με σκοπό το «καίριο πλήγμα στην καρδιά του κράτους». Όσο για τον Κούρτσιο, τον Φεβρουάριο του 1975 απέδρασε με τη βοήθεια των συντρόφων του από μια φυλακή χαμηλής ασφαλείας, αλλά συνελήφθη πάλι τον Ιανουάριο του 1976, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, Μάρα Καγκόλ, σε ανταλλαγή πυροβολισμών. (Τον Ιούνιο του 1975, η Καγκόλ περιφρουρούσε τον απαχθέντα βιομήχανο Βαλλαρίνο Γκάντσια όταν στο κρησφύγετο εισέβαλαν οι καραμπινιέροι: εκτός από την Καγκόλ σκοτώθηκε ένας αστυνομικός.)

Ο Κούρτσιο έμεινε στη φυλακή μέχρι το 1998, αλλά από το 1993 ήταν ελεύθερος στη διάρκεια της ημέρας. Ο Φραντσεσίνι αποφυλακίστηκε το 1992.