Κοσμος

End of the Road Festival: Ανταπόκριση από ένα διαφορετικό φεστιβάλ

Δεν είναι ένα απλό φεστιβάλ μουσικής. Είναι ένα παράλληλο σύμμπαν
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 927
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

End of the Road Festival: Πήγαμε στο φεστιβάλ ιρλανδέζικης φολκ μουσικής στους Κήπους του Larmer Tree στο Ντόρσετ

Τα φεστιβάλ μουσικής, όπως το Glastonbury, είναι ένας από τους ιερούς θεσμούς της Βρετανίας, συνεχίζοντας την παράδοση του μεσαιωνικού καρναβαλιού ως χωροχρόνου απόδρασης και διονυσιακής εκτόνωσης. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κουβαλάνε τα μπογαλάκια τους (βλ. τη μισή οικοσκευή) και πάνε και κάνουν κάμπινγκ για μερικές μέρες στη μέση του πουθενά. Η μέση του πουθενά ξαφνικά μετατρέπεται στο κέντρο του κόσμου, με υποδομές και πρόγραμμα το οποίο έχει προετοιμαστεί πυρετωδώς από ομάδες υπευθύνων επί έναν ολόκληρο χρόνο.  

Το End of the Road Festival είναι ένα παράλληλο σύμπαν

Ένα τέτοιο φεστιβάλ είναι και το πενθήμερο End of the Road Festival, που πραγματοποιείται κάθε χρόνο τέτοια εποχή στους Κήπους του Larmer Tree στο Ντόρσετ (ίσως την πιο όμορφη κομητεία της Αγγλίας). Μόνο που το End of the Road Festival δεν είναι ένα απλό φεστιβάλ μουσικής.

Με πέντε μουσικές σκηνές διαφορετικού μεγέθους και στιλ, με σκηνή για spoken word και stand-up comedy, με σκηνή και πρόγραμμα προβολής ταινιών, με το δικό του βιβλιοπωλείο, με εργαστήρια ζωγραφικής, κεραμικής, ταρό και γιόγκα, με μεγάλη ποικιλία από καντίνες με ethnic & street food, με παιδικές χαρές (με πραγματικό χώμα και παιχνίδια «σαν κι αυτά που είχαμε όταν ήμασταν κι εμείς παιδιά»), και κυρίως με πανέμορφους, λαβυρινθώδεις κήπους διακοσμημένους με φώτα και installations που το βράδυ μετατρέπονται σε ένα μαγικό δάσος, το End of the Road Festival είναι ένα παράλληλο σύμπαν – ίσως ό,τι κοντινότερο έχει η Βρετανία στο Burning Man.

Το φετινό πρόγραμμα περιελάμβανε κυριολεκτικά τα πάντα: από ιρλανδέζικη φολκ, με τους Lankum να μας σηκώνουν την τρίχα με ήχο βγαλμένο από επική ταινία, μέχρι μουσική fusion από τη Σομαλιλάνδη (Sahra Halgan) και την Γκάνα (Florence Adooni), και από σόλο άρπα (Mary Lattimore) μέχρι indie pop με αναφορές στo new wave (Nation of Language, Camera Obscura).

Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στο End of the Road Festival ήταν το πόσο εύκολα, ήρεμα και πολιτισμένα συνυπήρχαν για πέντε μέρες είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, και κυρίως η ποικιλομορφία αυτής της κοινότητας, που περιελάμβανε πάρα πολλά παιδιά και πάρα πολλούς ηλικιωμένους ανθρώπους. Η κουλτούρα των ναρκωτικών και των πιωμένων επιθετικών φωνακλάδων, που τόσο πολύ μας απωθούν στους περισσότερους δημόσιους χώρους και events της Βρετανίας, απλώς δεν υπήρχε στο End of the Road Festival, αποδεικνύοντας –αν χρειαζόταν ποτέ κανείς τέτοια απόδειξη– ότι δεν είναι στο DNA του. Απλώς είναι θέμα φιλοσοφίας, ταυτότητας και οργάνωσης. 

Οι διοργανωτές απαγορεύουν διά ροπάλου τη μεταφορά και χρήση στον χώρο γυάλινων ποτηριών ή μπουκαλιών. Οι πάντες χρησιμοποιούν επαναχρησιμοποιούμενα πλαστικά ποτήρια. Μαζεύουν τα σκουπίδια τους σύμφωνα με την αρχή του Leave No Trace. Ο κόσμος είναι εκεί για να απολαύσει τη μουσική, την τέχνη, τον χώρο και τον χρόνο.

Άμα συνεχίσεις να παίζεις, εγώ θα χορέψω

Το Σάββατο το βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα, όπως τριγυρνούσαμε στους κήπους, κοντοσταθήκαμε σε μια αυτοσχέδια σκηνή με ένα ταλαιπωρημένο πιάνο, στο οποίο ο καθένας μπορούσε να πάει και να παίξει. Δεκάδες άνθρωποι κάθονταν, χαλάρωναν και περίμεναν υπομονετικά, ακόμη κι όταν δεν έπαιζε κανείς, ή ακόμη κι όταν περαστικοί δοκίμαζαν τα πλήκτρα ή τον έναν σκοπό που ξέρουν από παιδιά. Στο τέλος χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό τον κάθε έναν. Με την υποκίνηση της παρέας μου σηκώθηκα κι εγώ και πήγα να παίξω ένα από τα κομμάτια που είχα συνθέσει τη δεκαετία του ’90∙ πιο πολύ αυτοσχεδιασμός πλέον, αφού τα κομμάτια αυτά δεν έχουν γραφτεί σε παρτιτούρα.

Όπως ετοιμαζόμουν να τελειώσω το κομμάτι και να σηκωθώ, έρχεται ένας μεσήλικας με σακίδιο και την μπίρα στο χέρι και μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Άμα συνεχίσεις να παίζεις, εγώ θα χορέψω».

Για να είμαι ειλικρινής, εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ αυτό –άλλωστε ό,τι θυμόμουν από το κομμάτι λίγο πολύ το είχα παίξει. Απ’ την άλλη όμως, ένιωσα ότι μεγαλύτερη σημασία είχε η στιγμή και η ευκαιρία αυτή παρά οι σωστές νότες. Η συνύπαρξη αυτή, του αυτοσχεδιασμού μου στη μουσική και του αυτοσχεδιασμού αυτού του Άγνωστου Χορευτή, στην αναξιόπιστη μνήμη μου κράτησε αρκετά λεπτά – όταν είσαι τόσο βυθισμένος στο Τώρα, αυτό κρατάει πολύ. Το βίντεο όμως αποκαθιστά την αλήθεια και αποδεικνύει ότι η όλη φάση κράτησε μόνο ένα λεπτό. Εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι, αν δεν είχα αμφιβάλει μέσα μου για τη σοβαρότητα όλης αυτής της κατάστασης, θα μπορούσαμε να είχαμε συνεχίσει αρκετά.

Η χαμένη πιστωτική και ο καπετάνιος-ψαράς

Την Κυριακή το μεσημέρι, φεύγοντας από τη σκηνή με το προσωρινό βιβλιοπωλείο του φεστιβάλ, έχασα την πιστωτική μου κάρτα, ίσως από τον ενθουσιασμό μου για τα δύο βιβλία λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας που είχα αγοράσει. (Εννοείται ότι δεν σκόπευα να αγοράσω κάτι, απλώς «μπήκα για να ρίξω μια ματιά». Άλλωστε, δεν διαβάζω συχνά λογοτεχνία, ειδικά της Λατινικής Αμερικής. Ήταν όμως κι αυτό μια μετα-κίνηση από τη «ζώνη της άνεσης», από τις δεδομένες επιλογές μου. Δεν το μετάνιωσα καθόλου.)

Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κάρτα, είχαν ήδη περάσει δύο ώρες. Κι όμως, σε ένα φεστιβάλ με είκοσι χιλιάδες ανθρώπους –και άπειρες ευκαιρίες ανέπαφης χρήσης μιας πιστωτικής–, η κάρτα μου με περίμενε, άθικτη, στην άλλη άκρη της «πόλης», στη σκηνή με τα Lost & Found, τα αντικείμενα που χάθηκαν και βρέθηκαν.

Αμέσως μετά, στο ξύλινο τραπέζι όπου τρώγαμε ήρθαν κι έκατσαν δίπλα μας δύο τύποι: στα όρια της μέσης και της τρίτης ηλικίας, Άγγλοι, όχι ακριβώς «άγριοι» αλλά, ας πούμε, αρκετά τραχείς. Ο ένας από τους δύο ήταν –μα την Παναγία– φτυστός ο Captain Iglo, αυτός με τις ψαροκροκέτες. Μέχρι και το ίδιο ναυτικό καπέλο φορούσε.

Εφαρμόζοντας την απόφαση/πρόκληση που είχα θέσει στον εαυτό μου να πιάνω συζήτηση με ξένους, και ειδικά με αυτούς με τους οποίους συνήθως δεν θα συνομιλούσα, τους ρώτησα πώς πήγαινε το φεστιβάλ γι’ αυτούς. Αφού μιλήσαμε για τις αγαπημένες μας μπάντες, είπα ότι, για μένα, η κορυφαία στιγμή ήταν η προβολή του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Made in England: The Films of Powell & Pressburger» με τον Μάρτιν Σκορσέζε, που προβλήθηκε πριν από λίγο καιρό και στην Μπερλινάλε. Με το που το ανέφερα αυτό, ο καπετάνιος επέτρεψε στον εαυτό του ένα μειδίαμα.

Αναρωτήθηκα μέσα μου αν ήταν ειρωνικό· άλλωστε στο φεστιβάλ αυτό πας κυρίως για τη μουσική, όχι για τις ταινίες. Τον ρώτησα αν είδε την ταινία. Η απάντησή του με εξέπληξε: «Όχι, αλλά έκανα το μεταπτυχιακό μου στις Κινηματογραφικές Σπουδές και η διατριβή μου ήταν για τις ταινίες των Powell και Pressburger». Μετά έμαθα ότι το μεταπτυχιακό του το έκανε από απλό ενδιαφέρον και ότι η καριέρα του δεν είχε σχέση με το σινεμά. Ποτέ, μα ποτέ, μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του – για να μην κριθείς κι εσύ από το δικό σου.

Τριβή με το διαφορετικό

Η φύση του ανθρώπου είναι, όσο μεγαλώνει, να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του· να αναπτύσσει ερμηνευτικά σχήματα –φίλτρα και «αντικλείδια»– με τα οποία κρίνει (συνήθως κατακρίνει) τους άλλους.

Όσοι, δε, δεν έχουμε δίπλα μας δικούς μας ανθρώπους (ή δεν τους επιτρέπουμε) να αμφισβητούν, σθεναρά και σε καθημερινή βάση, τις απόψεις μας, τις προκαταλήψεις μας, τα τείχη που χτίζουμε, τους τρόπους με τους οποίους επαινούμε τον εαυτό μας και τις παραδοχές που όλοι κάνουμε –για τον εαυτό μας και για τους άλλους– νομοτελειακά γινόμαστε ανυπόφοροι, μονόχνοτοι και αντικοινωνικοί. Η Αναΐς Νιν έλεγε ότι «δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, αλλά όπως είμαστε εμείς». Με ψυχαναλυτικούς όρους, κάνουμε προβολές: δεν βλέπουμε τους άλλους όπως είναι, αλλά όπως νομίζουμε ή θέλουμε εμείς να είναι.

Όπως και με το Burning Man, η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι η σπουδαιότερη υπηρεσία που μας προσφέρουν τα φεστιβάλ και οι προσωρινές συνευρέσεις κοινοτήτων είναι η τριβή, η διαπραγμάτευση και η συνύπαρξη με το διαφορετικό, με το Άλλο, με μεγάλους αριθμούς διαφορετικών ανθρώπων. Με ακούσματα, θεάματα, γεύσεις και δρώμενα τα οποία είτε αποφεύγουμε συνειδητά είτε δεν θα επιλέγαμε να βιώσουμε στον περιορισμένο χρόνο της καθημερινότητάς μας.

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ακούσω (πολύ περισσότερο ότι θα απολαύσω) ιρλανδέζικη φολκ μουσική – την απέφευγα επιμελώς μια ζωή. Κι όμως, όσο δύσκολο και να μου είναι να το παραδεχτώ, ήταν φανταστική. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου