Κοσμος

Μισέλ Μπαρνιέ: Οι προκλήσεις για τον νέο πρωθυπουργό της Γαλλίας

Οι Γάλλοι ζητούν «αλλαγή», αλλά για τον καθένα η αλλαγή σημαίνει διαφορετικά πράγματα

Σώτη Τριανταφύλλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μακρόν έκανε σωστή επιλογή με τον Μισέλ Μπαρνιέ, αν και προκάλεσε δυσαρέσκεια σε όσους δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη δημοσιονομική πολιτική 

Ο διορισμός του Μισέλ Μπαρνιέ στη θέση του πρωθυπουργού προκάλεσε ευαρέσκεια στον κεντροδεξιό χώρο στη Γαλλία, αλλά δυσαρέσκεια στις Βρυξέλλες. Ο πρώην διαπραγματευτής του Brexit, δύο φορές επίτροπος, πρώην υπουργός, γερουσιαστής και γενικά «άνθρωπος του κράτους», έχει μακρά και μάλλον πικρή πείρα. Κατά καιρούς, έχει ενοχλήσει τους ορθώς σκεπτομένους της ΕΕ με τις θέσεις του για τον έλεγχο της εξωευρωπαϊκής μετανάστευσης: ο Μπαρνιέ, αδιαμφισβήτητα ευρωπαϊστής από το ντεμπούτο του στην πολιτική το 1973, θεωρεί ότι ορισμένες νομολογίες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με τη μετανάστευση αδικούν την Ευρώπη και πρέπει να ανασταλούν. Επιπλέον, οι σχέσεις του με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι χάλια: ο Μπαρνιέ θεωρεί την πρόεδρο της Επιτροπής ανυπόφορα αλαζονική — και έχει δίκιο. Η φον ντερ Λάιεν δεν φημίζεται για την καταδεκτικότητά της: μια φορά, όταν ταξίδευαν μαζί, δεν ήθελε να μπει στο αυτοκίνητο μαζί με τον Μπαρνιέ διότι ήταν συνεργάτης κατώτερης βαθμίδας — με κάτι τέτοια εντείνεται ο ευρωσκεπτικισμός και η απέχθεια των απλών ανθρώπων για τις ελίτ των Βρυξελλών. Εξάλλου, η φον ντερ Λάιεν έκανε πολλές παραχωρήσεις στους Βρετανούς σχετικά με την αλιεία, ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα για τους Γάλλους. Ο Μπαρνιέ έγινε έξαλλος· είχε δίκιο και σ’ αυτό. Με λίγα λόγια, η συνεργασία του Γάλλου πρωθυπουργού με τις αρχές της ΕΕ δεν θα είναι εύκολη: ο Μισέλ Μπαρνιέ έχει στα χέρια του το γαλλικό βιβλιάριο επιταγών· η Γαλλία, παρά τις οικονομικές της δυσκολίες, παραμένει η δεύτερη χώρα σε εισφορές στην ΕΕ μετά τη Γερμανία.

Αν και η στάση του τον έχει απομονώσει από το ευρωπαϊκό κατεστημένο —πολλοί σοσιαλιστές στις Βρυξέλλες τον θεωρούν «νέο Όρμπαν»— ο Μπαρνιέ είναι κάτι πολύ περισσότερο από «δεξιός»: νομίζω ότι ο Εμμανουέλ Μακρόν έκανε σωστή επιλογή, αν και δυσαρέστησε ακόμα περισσότερους από όσους έχει ήδη δυσαρεστήσει· κυρίως εκείνους που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη δημοσιονομική πολιτική και στο πρόβλημα των ελλειμμάτων. Ο Μπαρνιέ υπόσχεται να αλλάξει τη δημοσιονομική τροχιά της Γαλλίας εντός έξι μηνών. Έτσι κι αλλιώς, στις 20 Σεπτεμβρίου η Γαλλία πρέπει να υποβάλει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό της σχέδιο για τη μείωση του ελλείμματος και του χρέους στα επόμενα τέσσερα χρόνια· τον Οκτώβριο, πρέπει να υποβάλει το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 το οποίο πρέπει να συνάδει με τον στόχο της μείωσης του ελλείμματος. Με τη σειρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Νοέμβριο, θα κάνει συστάσεις για το γαλλικό σχέδιο και θα προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για τη διόρθωση της δημοσιονομικής κατάστασης της Γαλλίας μέχρι το τέλος του έτους. Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο, το Συμβούλιο θα εγκρίνει επισήμως τις συστάσεις για την έναρξη της διορθωτικής διαδικασίας με συγκεκριμένες προθεσμίες και ποσοτικούς στόχους. Αν τον Ιούνιο του 2025 η Γαλλία δεν έχει εφαρμόσει αποτελεσματικά διορθωτικά μέτρα, η Επιτροπή θα εξετάσει κυρώσεις όπως την ελάττωση πληρωμών από ευρωπαϊκά κονδύλια.

Αυτή την κατάσταση αντιμετωπίζει σήμερα η κυβέρνηση Μακρόν-Μπαρνιέ: καθώς το έλλειμμα πρέπει να μειωθεί σε λιγότερο από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2027, θα χρειαστούν κάποιες θυσίες. Η φράση θυμίζει την Ελλάδα και οι Γάλλοι δεν θέλουν να μοιάζουν με τους Έλληνες. Όσο για την αριστερά, στο ζήτημα του ελλείμματος, διεκδικεί κάτι σωστό και δίκαιο: τη φορολόγηση των πολύ μεγάλων περιουσιών· το μέτρο που, αν και έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν χωρίς να φανεί ουσιώδης διαφορά στο δημόσιο ταμείο, πρέπει να ξαναδοκιμαστεί με καλύτερους όρους. Η εν λόγω φορολόγηση δεν θα αλλάξει τίποτα στην ευημερία των πλουσίων, αλλά θα προσθέσει τουλάχιστον 15 δις στα δημόσια ταμεία. Μικρή συνεισφορά αν πάρουμε υπόψη ότι στη Γαλλία ο προϋπολογισμός των κρατικών δαπανών κυμαίνεται γύρω στα 500 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ εμφανίζονται, όπως παντού, κάποιες απρόβλεπτες δαπάνες: η κρίση στη Νέα Καληδονία στοίχισε στους Γάλλους 2,2 δισεκατομμύρια, οι έκτακτες βουλευτικές εκλογές 200 εκατομμύρια και οι αναπροσαρμογές των συντάξεων λόγω του πληθωρισμού 15 δισεκατομμύρια.

Ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να βρει καινούργια περιθώρια οικονομικών ελιγμών για να σκαρφαλώσει στο τείχος του δημόσιου χρέους το οποίο η Γαλλία οφείλει κυρίως σε ξένους επενδυτές. Σύμφωνα με το INSEE, το χρέος εκτινάχθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2024 σε 58,3 δισεκατομμύρια και η επιβάρυνση των τόκων θα ξεπεράσει φέτος τα 46 δισεκατομμύρια. Αυτό το βάρος θα αυξηθεί σε περίπτωση περαιτέρω υποβάθμισης της Γαλλίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Με λίγα λόγια, ακόμα κι αν αυξηθούν οι φόροι για τους «πλούσιους» (όπως έχω ξαναγράψει, ο πλούτος στη Γαλλία δεν παρουσιάζει την αμερικανική αισχρότητα), θα χρειαστούν κάποιες περικοπές: στις δαπάνες των τοπικών αρχών (οι οποίες ενόψει των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών του 2026 φαίνεται να ξοδεύουν αλόγιστα), στα επιδόματα (για καλλιτέχνες, για χρόνιους ανέργους, για διάφορα φρου φρου κι αρώματα) και στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων. Πράγμα σχεδόν αδύνατο διότι η Εθνική Συσπείρωση και η Ανυπότακτη Γαλλία αντιτίθενται σε όλες τις περικοπές, ζητούν μάλιστα την κατάργηση του νόμου για τη συνταξιοδότηση στα 64 και την επιστροφή του ηλικιακού ορίου στα 62. Ο Μισέλ Μπαρνιέ δεν θα έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να διορθώσει τα επιγενόμενα μιας πολυετούς εσφαλμένης πολιτικής τόσο ως προς την οικονομία όσο και ως προς την ένταξη των μεταναστών, την παιδεία και την ασφάλεια.

Ένα ακόμη ερώτημα που θα προκύψει είναι εκείνο της κατανομής καθηκόντων μεταξύ του Μισέλ Μπαρνιέ και του Εμμανουέλ Μακρόν τόσο στη Γαλλία όσο και στην ΕΕ. Αν και αρχηγός του κράτους είναι βεβαίως ο πρόεδρος, η καθημερινή ζωή της Ευρώπης (οδηγίες, κανονισμοί) εκτυλίσσεται σε επίπεδο πρωθυπουργίας και Γενικής Γραμματείας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων η οποία εξαρτάται από τον πρωθυπουργό. Με άλλα λόγια, η συνήθης λογική λειτουργίας της ΕΕ αφαιρεί από τον αρχηγό του κράτους μεγάλο μέρος της εξουσίας του: άρα, συμφέρει τη χώρα οι δύο κρατικοί λειτουργοί να συμφωνούν, ει δυνατόν, σε όλα. Πράγμα που έχει συμβεί στο παρελθόν ακόμα και σε συγκατοικήσεις μεταξύ σοσιαλιστή πρωθυπουργού και κεντρώου προέδρου, όπως για παράδειγμα σε εκείνη του Λιονέλ Ζοσπέν με τον Ζακ Σιράκ. Όπως πάντοτε, οι ιδέες διαφέρουν αλλά η λογική είναι μία.

Αν επέλεγε σοσιαλιστή πρωθυπουργό, ο Μακρόν θα ευνοούσε την αστάθεια και τις αλλεπάλληλες διελκυστίνδες σε όλα τα ζητήματα: διεκδικήσεις αγροτών, πυρηνική ενέργεια, ευρωπαϊκή άμυνα, σχέσεις με τη Γερμανία, προϋπολογισμό, χρέος, ελλείμματα, εκπαιδευτική πολιτική. Το ζήτημα της συμφωνίας ήταν καίριο στην επιλογή του προσώπου του πρωθυπουργού εκ μέρους του Μακρόν. Αν επέλεγε σοσιαλιστή, ο Μακρόν θα ευνοούσε την αστάθεια και τις αλλεπάλληλες διελκυστίνδες σε όλα τα ζητήματα: διεκδικήσεις αγροτών, πυρηνική ενέργεια, ευρωπαϊκή άμυνα, σχέσεις με τη Γερμανία, προϋπολογισμό, χρέος, ελλείμματα, εκπαιδευτική πολιτική. Φυσικά, θα ήταν ασυνάρτητο να επιλέξει κάποιον από την Ανυπότακτη Γαλλία: όσο κι αν η άκρα αριστερά πιστεύει ότι «κέρδισε τις εκλογές» —σύμφωνα με την ανεκδιήγητη Mathilde Panot, ο πρόεδρος «έκλεψε τη λαϊκή βούληση» και «δεν σέβεται τη λαϊκή κυριαρχία»— οι αριθμοί, τα εκλογικά αποτελέσματα, διαψεύδουν όλες τις φαντασιώσεις. Υπενθυμίζω ότι η πλειοψηφία των Γάλλων ψήφισε άκρα δεξιά, δεξιά και κέντρο· κι ότι η ψήφος στην Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά, αν και ελπίζω ότι έχει φτάσει στο μέγιστο σημείο της —γύρω στο 34%— δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοηθεί.

Ο χωρισμός της Εθνοσυνέλευσης σε τρία σχεδόν ίσα μέρη, εχθρικά μεταξύ τους, δεν προωθεί την πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Ωστόσο, είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη —υποτονική σήμερα: γύρω στο 0,8%— και τις επενδύσεις οι οποίες αναβάλλονται διαρκώς λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας και αποθαρρύνονται από το κλίμα του κρατισμού και του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η αριστερά δεν λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη και τις επενδύσεις: το αίτημά της να αυξηθεί ο βασικός μισθός από 1.400 στα 1 .600 ευρώ θα επιβαρύνει πολύ τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις· κι όσο για το φορολογικό της πρόγραμμα απωθεί τις ξένες επενδύσεις. Όπως παντού, οι κεντρώοι αναμένεται να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο: η κυβέρνηση Μακρόν-Μπαρνιέ θα μπορέσει να ολοκληρώσει ένα νομοθετικό και εκτελεστικό έργο μόνο αν τα νομοσχέδια υπερψηφίζονται από κάποιους βουλευτές του Σοσιαλιστικού κόμματος και της ακροδεξιάς. Αλλά, πολύ αμφιβάλλω: είναι τέτοιο το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός που καταντά πόλεμος χαρακωμάτων. Απόδειξη ότι αμέσως μετά τον διορισμό του Μπαρνιέ, η αριστερά κάλεσε «τον λαό» σε διαδήλωση αύριο, 7 Σεπτεμβρίου, ενώ όλα τα κόμματα της αριστεράς δήλωσαν πως θα προχωρήσουν σε μομφή εναντίον της κυβέρνησης. Είναι ένα έργο που έχουμε ξαναδεί.