Κοσμος

Ποιος είναι ο ερυθροταξιαρχίτης Λεονάρντο Μπερτουλάτσι;

Ένας από τους τελευταίους καταζητούμενους συνελήφθη στο Μπουένος Άιρες

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λεονάρντο Μπερτουλάτσι: Ποιος είναι ο «Stefano» των Ερυθρών Ταξιαρχιών που συνελήφθη στην Αργεντινή

Ο Λεονάρντο Μπερτουλάτσι, στέλεχος του πυρήνα της Τζένοβα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, συνελήφθη την περασμένη εβδομάδα στη γειτονιά Constitucion του Μπουένος Άιρες, 44 χρόνια μετά τη φυγή του από την Ιταλία. Στην επιχείρηση της σύλληψής του συμμετείχαν αστυνομικοί και πράκτορες των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Μπερτουλάτσι αντιμετωπίζει ποινή κράτησης 27 ετών μετά από καταδικαστική απόφαση που ελήφθη ερήμην του το 1997 για απαγωγή, ανατρεπτική δράση και σύσταση ένοπλης συμμορίας. Αλλά η έκδοσή του στην Ιταλία θα είναι χρονοβόρα διαδικασία και πιθανότατα θα αφεθεί ελεύθερος.

Ο Λεονάρντο Μπερτουλάτσι γεννήθηκε στη Βερόνα το 1951, αλλά μετακόμισε στην Τζένοβα σε νεαρή ηλικία. Μεγάλωσε σε αριστερή οικογένεια: ο παππούς του ήταν ένας από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βένετο. Αφού τελείωσε το λύκειο Fermi προσχώρησε στην ακροαριστερή οργάνωση Lotta Continua κι από το 1977 έγινε ένα από τα ηγετικά στελέχη της Φάλαγγας των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Τζένοβα. H Φάλαγγα πήρε το όνομα «28 Μαρτίου» από το βράδυ της 28ης Μαρτίου 1980, όταν, μετά από πληροφορίες του πρώην ερυθροταξιαρχίτη Patrizio Peci, οι καραμπινιέροι εισέβαλαν σε διαμέρισμα της Via Fracchia: στη συμπλοκή σκοτώθηκαν τα τέσσερα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που βρίσκονταν στο διαμέρισμα και η αριστερή τρομοκρατία απέκτησε το φωτοστέφανο του θύματος. Σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ακούστηκαν διαμαρτυρίες για τις μεθόδους της αστυνομίας. Πάντως, ο πυρήνας της Τζένοβα δεν έχασε τη δυναμική του. Όσο για τον Peci ζει ακόμα σε άγνωστο μέρος με ψεύτικο όνομα. Το 1981 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες εκτέλεσαν τον μικρότερο αδελφό του, Roberto, ο οποίος φέρεται να κατέδωσε τον Patrizio.

Η ιταλική αστυνομία γνώριζε πού βρίσκεται, αλλά υπήρχαν νομικίστικα και γραφειοκρατικά εμπόδια: εκτός από το καθεστώς του πρόσφυγα που τον προστάτευε, εκκρεμούσαν αιτήσεις εκ μέρους των δικηγόρων του για παραγραφή των αδικημάτων

Ο Λεονάρντο Μπερτουλάτσι, με το ψευδώνυμο «Stefano», είχε ήδη συμμετάσχει στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση της απαγωγής του Pietro Costa, ενός ναυπηγού από διάσημη οικογένεια πλοιοκτητών της Λιγουρίας. Μετά από 81 ημέρες αιχμαλωσίας, ο Costa αφέθηκε ελεύθερος με αντάλλαγμα ενάμισι δισεκατομμύριο λιρέτες (7 εκατομμύρια ευρώ σήμερα). Αυτό το ποσό χρησιμοποιήθηκε για διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για την αγορά του διαμερίσματος στη Via Camillo Montalcini 8 στη συνοικία Portuense της Ρώμης, όπου οδηγήθηκε ο Αldo Moro το 1978. Όλοι ξέρουμε πώς κατέληξε αυτή η απαγωγή. Λίγο αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1980, ο Μπερτουλάτσι ενεπλάκη σε ανταλλαγή πυροβολισμών ανάμεσα σε αστυνομικούς και μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών μπροστά στο σπίτι του σοσιαλιστή δημάρχου της Τζένοβα Fulvio Cerofolini, αλλά κατάφερε να διαφύγει. Από εκείνη την ημέρα ήταν πλέον φυγάς: ήρθε πρώτα στην Ελλάδα και στη συνέχεια πήγε στην Πορτογαλία κι από κει στο Ελ Σαλβαντόρ όπου εργάστηκε σε ΜΚΟ. Έπειτα βρέθηκε στη Χιλή και τέλος στην Αργεντινή — όλα αυτά μαζί με τη σύντροφό του, Bettina Koepcke, μια Γερμανίδα γιατρό που δραστηριοποιείτο σε ΜΚΟ υγειονομικής περίθαλψης για τους πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής. Αν και στις 3 Νοεμβρίου 2003, μετά από αίτημα της Ιντερπόλ, συνελήφθη σε ένα πάρκινγκ στη συνοικία Constitución, κατάφερε, με τη στήριξη διεθνών προσωπικοτήτων συμπεριλαμβανομένου του Noam Chomsky, να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας. Με λίγα λόγια, η ιταλική αστυνομία γνώριζε πού βρίσκεται, αλλά υπήρχαν νομικίστικα και γραφειοκρατικά εμπόδια: εκτός από το καθεστώς του πρόσφυγα που τον προστάτευε, εκκρεμούσαν αιτήσεις εκ μέρους των δικηγόρων του για παραγραφή των αδικημάτων. Ωστόσο, οι ιταλικές αρχές επέμειναν και εντέλει το Υπουργείο Εσωτερικών της Αργεντινής αποφάσισε να ανακαλέσει την προστασία. Η παλαίμαχη δικαστίνα Maria Romilda Servini, διάσημη στην Αργεντινή, διέταξε τη σύλληψη του Μπερτουλάτσι.

Τίθεται το γενικότερο ερώτημα της παραγραφής κακουργημάτων μετά την πάροδο είκοσι ή τριάντα ετών. Σε μερικές χώρες δεν υπάρχει τέτοιος νόμος ή προβλέπεται αναστολή της παραγραφής με συνέπεια πιθανή σπατάλη πόρων, ιδιαίτερα όταν στο μεταξύ οι εγκληματίες δεν έχουν διαπράξει καμιά παρανομία. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες κυβερνήσεις, όπως οι περισσότερες γαλλικές από το 1981, έχουν συμπεριφερθεί αχαρακτήριστα έναντι της Ιταλίας αρνούμενες να εκδώσουν τρομοκράτες από τα Μολυβένια Χρόνια και παίζοντας τον ρόλο του ασφαλούς καταφυγίου για δολοφόνους, απαγωγείς, ληστές και λαθρεμπόρους όπλων με τη δικαιολογία ότι ήταν επαναστάτες. Αν και μέσω της πίεσης των ΗΠΑ, μετά την 9/11 εντατικοποιήθηκε η καταδίωξη τρομοκρατών —με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Sarkozy να παραδώσει στην Ιταλία τον Paolo Persichetti ο οποίος στο μεταξύ είχε προσληφθεί ως διδάσκων στο πανεπιστήμιο Paris 8— έκτοτε αρκεί μια δήλωση μεταμέλειας για να καπνίσουμε όλοι την πίπα της ειρήνης. Ιδιαίτερα αν οι υπόδικοι δεν βαρύνονται με φόνους. Η αλήθεια είναι πως, εκτός από τους «μετανιωμένους» (pentiti) που έδωσαν πληροφορίες στις αστυνομικές αρχές κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1980-1990, η συντριπτική πλειονότητα των πρώην Ερυθροταξιαρχιτών και των μελών συναφών οργανώσεων παραμένουν αμετανόητοι. Ακόμα και ο γνωστός συγγραφέας Erri de Luca, που κατά δική του υπερήφανη ομολογία αγωνιζόταν «στο πλάι» αυτών των οργανώσεων στη δεκαετία του 1970, δηλώνει ότι δεν μετανιώνει για τίποτα. Το κοινό χειροκροτεί.