Κοσμος

Πώς η Κάμαλα Χάρις μπορεί να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ

Η Κάμαλα Χάρις γυρίζει ένα παιχνίδι που έμοιαζε χαμένο από την αρχή

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Καμάλα Χάρις πήρε επίσημα το χρίσμα των Δημοκρατικών στο Εθνικό Συνέδριο της παράταξης στο Σικάγο και ετοιμάζεται για την εκλογική μάχη με τον Ντόναλντ Τραμπ

Το Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία, με την Αμερικανίδα Αντιπρόεδρο, Κάμαλα Χάρις, να αναλαμβάνει και επισήμως το χρίσμα του κόμματος της για την αμερικανική προεδρία. Διαψεύδοντας ακόμα και τις  πιο αισιόδοξες προσδοκίες, οι Δημοκρατικοί σύνεδροι – αλλά και οι ψηφοφόροι, όπως αποδεικνύεται δημοσκοπικά – συντάχθηκαν πίσω από την υποψηφιότητά της Χάρις, αναδεικνύοντας τη ως την αδιαμφησβήτητη ηγέτη του κόμματος, ειδικά μετά την προσωπική της στροφή προς το κέντρο.

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η αντικατάσταση του Τζο Μπάιντεν από τη Χάρις άλλαξε εξολοκλήρου το μομέντουμ της κούρσας για τον Λευκό Οίκο. Με τα σημερινά δεδομένα, ο θρίαμβος τον οποίο ανέμεναν οι Ρεπουμπλικάνοι πλέον αποκλείεται ως ρεαλιστική πιθανότητα, με το μομέντουμ ευνοεί συνεχώς την Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, η οποία βλέπει τη διαφορά της από τον αντίπαλο της να κλείνει στις κρίσιμες μεταβαλλόμενες πολιτείες. Το παιχνίδι παραμένει ανοιχτό, καθώς οι εκλογές του Νοεμβρίου απέχουν ακόμα περισσότερους από δύο μήνες, ωστόσο το αποτέλεσμα πλέον μπορεί να κριθεί από τους χειρισμούς της ίδιας της Χάρις, και όχι από εκείνους του αντιπάλου της.

Μπορεί η Καμάλα Χάρις να κάνει την ανατροπή;

Τα δημοσκοπικά δεδομένα

Το βράδυ της 26ης Ιουνίου – όταν ο Τζο Μπάιντεν πραγματοποίησε την ιστορική, πλέον, καταστροφική εμφάνιση του στην τηλεμαχία του εναντίον του Ντόναλτ Τραμπ – η διατήρηση του Λευκού Οίκου για τους Δημοκρατικούς φαινόταν απολύτως καταδικασμένη. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η δημοσκοπική διαφορά μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν είχε ανοίξει μέχρι και στο 9%, με τον Αμερικανό Πρόεδρο ωστόσο να εμφανιζόταν σίγουρος πως θα παραμείνει στην κούρσα· όσα ακολούθησαν είναι ευρέως γνωστά. Η – σχετικά αναίμακτη – αντικατάσταση του Μπάιντεν από τη Χάρις άλλαξε δραματικά τα δημοσκοπικά δεδομένα, καθώς σήμερα η Αμερικανίδα Αντιπρόεδρος προηγείται του Ντόναλντ Τραμπ με σχεδόν 4%, καθώς η μεταξύ τους διαφορά σήμερα διαμορφώνεται στο 47.2% υπέρ της Χάρις, έναντι του 43.6% του αντιπάλου της. Παρότι οι αμερικανικές εκλογές διεξάγονται με το σύστημα του Κολλεγίου των Εκλεκτόρων, κάτι που σημαίνει πως η επικράτηση ενός υποψηφίου σε ομοσπονδιακό επίπεδο δε συνεπάγεται απαραίτητα και με την επικράτηση του σε εκλεκτορικές ψήφους, εντούτοις η πλήρης αναδιαμόρφωση των δημοσκοπικών δεδομένων στον συγκεκριμένο δείκτη αποδεικνύει τόσο πως η Χάρις έχει δημιουργήσει μια νέα δυναμική στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους, όσο και πως ο Τραμπ έχει ταβάνι σε ό,τι αφορά τον βαθμό στον οποίο μπορεί να τους προσεγγίσει.

Στην πράξη, οι αμερικανικές εκλογές δεν κρίνονται στο σύνολο του εκλογικού σώματος, αλλά από το αποτέλεσμα που δίνουν τα πολιτειακά εκλογικά σώματα των περίπου δέκα “swing states” – δηλαδή των μεταβαλλόμενων πολιτειών οι οποίες έχουν περίπου ίσες πιθανότητες να προτιμήσουν τόσο τον εκάστοτε Δημοκρατικό, όσο και τον εκάστοτε Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο. Ο λόγος που η καμπάνια του Μπάιντεν ήταν καταδικασμένη να αποτύχει από το ντιμπέιτ του Ιουνίου και μετά δεν ήταν άλλος από το γεγονός πως ο Τραμπ είχε πλέον ανοίξει τη διαφορά του έναντι του διαδόχου του στον Λευκό Οίκο στις μεταβαλλόμενες πολιτείες. Από την είσοδο της στην κούρσα και μετά, η Χάρις έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τα δημοσκοπικά δεδομένα και στις μεταβαλλόμενες πολιτείες, καθώς πλέον προηγείται – έστω και εντός των ορίων του στατιστικού λάθους – σε Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια, Γουισκόνσιν, Νεβάδα, και Αριζόνα, ενώ φαίνεται να διεκδικεί εκ νέου τη Τζόρτζια για τους Δημοκρατικούς. Το κρίσιμο στοιχείο είναι πως η Αμερικανίδα Αντιπρόεδρος δεν χρειάζεται και τις έξι αυτές πολιτείες ώστε να επικρατήσει του Τραμπ, καθώς η νίκη της στις πρώτες τρεις θα της αρκέσουν ώστε να συγκεντρώσει ακριβώς τους 270 εκλέκτορες, οι οποίοι απαιτούνται στο πλαίσιο των 538 ώστε να αναδειχθεί ο νικητής των εκλογών. Προφανώς, οι διαφορές είναι τόσο κλειστές, σε σημείο που – θεωρητικά μπορεί να τις χάσει όλες· με την ίδια λογική, μπορεί και να τις κερδίσει, όπως εξάλλου έκανε μαζί με τον Μπάιντεν στις εκλογές του 2020.

Με άλλα λόγια, η κούρσα για τον Λευκό Οίκο όχι απλώς είναι ανοιχτή ξανά, αλλά αποδεικνύεται σε καθημερινή βάση πως η Χάρις έχει πλέον περισσότερες πιθανότητες νίκης έναντι εκείνων του αντιπάλου της. Η αισιόδοξη επικοινωνιακή στρατηγική την οποία έχει ακολουθήσει από την πρώτη μέρα, η περιφρόνηση – αντί για την μετωπική αντιπαράθεση – που έχει επιλέξει να δείχνει έναντι του Τραμπ, αλλά και η καταλυτική – όπως φαίνεται – επιλογή του εξαιρετικά δημοφιλή στις μεσοδυτικές μεταβαλλόμενες πολιτείες, Τιμ Γουόλς, ως υποψήφιο Αντιπρόεδρο της, έχουν διαμορφώσει τις σημερινές ευνοϊκές συνθήκες για την ίδια. Μένει να φανεί αν μπορεί να διατηρήσει το συγκεκριμένο μομέντουμ για τους επόμενους δύο μήνες.

Το – ενδεχομένως καθοριστικό – μειονέκτημα στο επίπεδο της οικονομίας

Ένας δομικός λόγος στον οποίο οφείλεται η εξαιρετική δημοσκοπική επίδοση της Κάμαλα Χάρις αποτελεί το γεγονός πως η ίδια έχει επιλέξει να μετακινηθεί προς το κέντρο, υιοθετώντας μετριοπαθέστερες θέσεις σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, αλλά και την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Παράλληλα, παρότι η Χάρις προσωποποιεί σε απόλυτο, ίσως, βαθμό τις προτεραιότητες της πολιτικής ταυτοτήτων – καθώς αποτελεί την πρώτη γυναίκα υποψήφια Πρόεδρο των ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο δεν έχει αγγλοσαξονική καταγωγή, ενώ είναι κόρη μεταναστών – εντούτοις έχει επιλέξει να υποβαθμίσει την συμπεριληπτική της ρητορική στα απολύτως απαραίτητα. Η συγκεκριμένη προσεγγίσει δείχνει να της βγαίνει, καθώς οι μετριοπαθείς – αλλά και οι ελαφρώς συντηρητικοί – ψηφοφόροι των swing states της αμερικανικής ενδοχώρας παραμένουν σκεπτικοί απέναντι στην υπερβολική προσήλωση των παράκτιων Δημοκρατικών στα συγκεκριμένα ζητήματα. Ωστόσο, εκεί που η Χάρις εξακολουθεί να έχει πρόβλημα είναι ο καθοριστικός τομέας της οικονομικής πολιτικής, όπου οι θέσεις του Τραμπ παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλέστερες σε παν-αμερικανικό επίπεδο. Ενδεικτικά, παρότι η Χάρις προηγείται του Τραμπ στον δείκτη της καταλληλόλητας για την προεδρία με περίπου 6%, την ίδια στιγμή το αμερικανικό εκλογικό σώμα θεωρεί – στο σύνολο του, δημοσκοπικά – ικανότερο τον Τραμπ ώστε να διαχειριστεί τις τύχες της αμερικανικής οικονομίας, με τη συντριπτική διαφορά του 9%.

Η συγκεκριμένη συνθήκη αποτελεί το σοβαρότερο εμπόδιο της Χάρις ώστε να επικρατήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου, και ενδεχομένως να αποβεί καθοριστική. Παρότι η επιρροή της Αμερικανίδας Αντιπροέδρου στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν ήταν περιορισμένη, εντούτοις η ίδια έχει ταυτιστεί με έναν δυσχερέστατο πολιτικό χρόνο – σε οικονομικό επίπεδο – για τις ΗΠΑ, ο οποίος χαρακτηρίζεται από επιμένουσες πληθωριστικές πιέσεις, μείωσης του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, και – εσχάτως – αύξησης της ανεργίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο.  Χειρότερα, για τη Χάρις, η οικονομία αποτελεί – σύμφωνα με κάθε σχετική δημοσκόπηση – την κυριότερη ανησυχία του αμερικανικού εκλογικού σώματος, τη στιγμή που αυξάνεται και η ανησυχία των αγορών σχετικά με το ενδεχόμενο εισόδου των ΗΠΑ σε μια υφεσιακή περίοδο. Η Χάρις έχει ελάχιστο χρόνο μπροστά της ώστε να πείσει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους πως μπορεί να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική η οποία – σε πρώτη φάση τουλάχιστον – θα αποκλιμακώσει το ύψος της ακρίβειας, επιχειρώντας ωστόσο την ίδια στιγμή να αλλάξει το πολιτικό κλίμα απέναντι στην οικονομική πολιτική την οποία έχει ασκήσει ο Μπάιντεν, τον οποίο υπηρετεί ως Αντιπρόεδρος, κάτι που στα μάτια εκατομμυρίων Αμερικανών  πολιτών την καθιστά συνυπεύθυνη για τις συνθήκες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί σήμερα.

Πίσω στο 1992, ο – ξακουστός – πολιτικός παράγοντας των Δημοκρατικών και στενός συνεργάτης του Μπιλ Κλίντον, Τζιμ Κάρβιλ, είχε πει μια φράση η οποία έμεινε στην ιστορία ώστε να βελτιστοποιήσει τις πιθανότητες νίκης του προϊσταμένου του έναντι του πατέρα Τζορτζ Μπους· “it’s the economy stupid.” Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε συμβουλεύσει τον διαφαινόμενο επόμενο υποψήφιο Ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο, Μπομπ Ντόουλ, πως αν η αμερικανική οικονομία διατηρούσε αναπτυξιακή πορεία, θα έχανε τις εκλογές, ανεξαρτήτως άλλων συνθηκών· ο Νίξον πέθανε λίγους μήνες αργότερα, ενώ το 1996 ο Κλίντον θριάμβευσε έναντι του Ντόουλ με πρόσταγμα την άριστη, μέχρι τότε, οικονομική του πολιτική. Δυστυχώς για τη Χάρις, οι σχετικές ισορροπίες έχουν διαμορφωθεί εναντίον της, καθώς όχι απλά δε μπορεί να προτάξει μια εναλλακτική οικονομική πολιτική – ως νυν Αντιπρόεδρος – αλλά καλείται να αμυνθεί ενός αντιπάλου, του οποίου το ισχυρότερο πολιτικό όπλο είναι η – όντως εντυπωσιακή – ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας πριν την πανδημία.

Η πιο κλειστή κούρσα της σύγχρονης ιστορίας

Με τα σημερινά δεδομένα, η κούρσα ανάμεσα στη Χάρις και τον Τραμπ αναμένεται να αποτελέσει την πιο κλειστή του 21ου αιώνα, ίσως με εξαίρεση εκείνη του υιού Τζορτζ Μπους έναντι του Αντιπροέδρου του Κλίντον, Αλ Γκορ, το 2000. Η Χάρις έχει το προσωπικό χάρισμα, τη ρητορική ικανότητα, αλλά και την απαραίτητη ιδιοσυγκρασία ώστε να επικρατήσει ενός αντικειμενικά προβληματικού – λόγω της καταδίκης του για την υπόθεση της Στόρμι Ντάνιελς, αλλά και των ομοσπονδιακών κατηγοριών που αντιμετωπίζει – υποψηφίου. Από την άλλη, ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ θα εκμεταλλευτεί μέχρι τέλους τις απαισιόδοξες προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, παρουσιάζοντας εαυτόν ως τον μόνο σωτήρα της, ασχέτως αν αυτή η θέση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εφόσον προκύψει κάποιο – οικονομικής φύσεως – απρόοπτο μέχρι τον Νοέμβριο, η υποψηφιότητα της Χάρις ενδεχομένως να πληγεί ανεπανόρθωτα· σε αντίθετη περίπτωση, το μομέντουμ το οποίο έχει αναπτύξει, η πιθανή της επικράτηση έναντι του Τραμπ στα ντιμπέιτ του φθινοπώρου, και η διαφαινόμενη απόδοση της απόλυτης προσήλωσης της στις μεσοδυτικές μεταβαλλόμενες πολιτείες πιθανότατα θα αρκέσει ώστε να είναι εκείνη η επόμενη – και πρώτη γυναίκα – Πρόεδρος των ΗΠΑ.