- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λούσι Μπλάκμαν: Η εξαφάνιση και δολοφονία της 20χρονης Βρετανίδας στην Ιαπωνία
Σε 400 κασέτες ο θύτης είχε καταγράψει εκατοντάδες βιασμούς γυναικών
Λούσι Μπλάκμαν: Η υπόθεση δολοφονίας της - Το προφίλ του Κορεατο-Ιάπωνα βιαστή και δολοφόνου που είχε φετίχ με τις λευκές γυναίκες
Το 2000, η Λούσι Μπλάκμαν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δουλειά της στην Αγγλία και να φύγει για ένα χρόνο νέων εμπειριών στην Ιαπωνία. Την ακολούθησε η φίλη της Λουίζ Φίλιπς, με την οποία ήταν συνάδελφοι αεροσυνοδοί στη British Airways. Έφτασαν στο Τόκιο με βίζα 90 ημερών τον Μάιο και παρότι η βίζα τους δεν το επέτρεπε έπιασαν μια χαλαρή δουλειά σε μπαρ, στη μοντέρνα συνοικία Ροπόνγκι του Τόκιο. Εκτός από το σερβίρισμα ποτών και γενικά καθήκοντα οικοδέσποινας, μέρος της δουλειάς των κοριτσιών απαιτούσε επίσης να πηγαίνουν ραντεβού με πελάτες επί πληρωμή κάθε μήνα (ονομάζεται «dōhan» στην Ιαπωνία). Την 1η Ιουλίου 2000, η Μπλάκμαν βγήκε με έναν πελάτη, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι και τα ίχνη της χάθηκαν. Τότε ξεκίνησε μια εκστρατεία για την ανεύρεσή της.
Την επομένη του ραντεβού της Μπλάκμαν, όταν δεν επέστρεψε στο σπίτι, η Φίλιπς ανησύχησε. Ένας μυστηριώδης άντρας της τηλεφώνησε και είπε ότι η Μπλάκμαν είχε ενταχθεί σε μια αίρεση, περνούσε «εκπαίδευση» και δε θα έβλεπε ξανά τη φίλη της. Η Φίλιπς ενημέρωσε αμέσως την οικογένεια της Λούσι στην Αγγλία. Σε μια βδομάδα έφτασαν στην Ιαπωνία ο πατέρας της Λούσι, Τιμ Μπλάκμαν, και η μικρότερη αδερφή της, Σόφι. Ο Τιμ Μπλάκμαν έδωσε συνέντευξη Τύπου στο Τόκιο, η οποία μεταδόθηκε από όλες τις ειδησεογραφικές εκπομπές στην Ιαπωνία. Παράλληλα, περίπου 30.000 αφίσες της αγνοούμενης Μπλάκμαν διανεμήθηκαν σε όλο το Τόκιο. Η Ιαπωνική αστυνομία ήταν αρχικά απρόθυμη να ερευνήσει γιατί θεωρούσε ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Όπως είπε στον πατέρα, η κόρη του μπορεί να το είχε σκάσει με έναν καινούργιο φίλο της στο Μπαλί, πράγμα συνηθισμένο για τις εργαζόμενες στον δικό της τομέα. Ωστόσο, μετά από πιέσεις της οικογένειας Μπλάκμαν και του Υπουρού Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκ που βρισκόταν στο Τόκιο, το ιαπωνικό κοινό άρχισε να βοηθάει. Η οικογένεια συναντήθηκε και με τον τότε πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ που βρισκόταν στην Ιαπωνία, ο οποίος έθιξε το θέμα στον Ιάπωνα πρωθυπουργό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Τιμ και η Σόφι Μπλάκμαν άνοιξαν μια εμπιστευτική τηλεφωνική γραμμή στο Τόκιο ώστε να τηλεφωνούν άτομα που είχαν πληροφορίες για την υπόθεση αλλά φοβόντουσαν να πάνε στην αστυνομία. Η οικογένεια πρόσφερε αμοιβή 9.500 λιρών για την επιστροφή της Λούσι, η οποία στη συνέχεια αυξήθηκε σε 100.000 λίρες από έναν ανώνυμο επιχειρηματία.
Ένα μήνα μετά την εξαφάνισή της, η αστυνομία του Τόκιο έλαβε μια επιστολή από κάποια που δήλωνε ότι είναι η Μπλάκμαν και έγραφε: «Κάνω ό,τι θέλω, οπότε παρακαλώ αφήστε με ήσυχη». Ωστόσο, τόσο οι ντετέκτιβ όσο και η οικογένεια την απέρριψαν ως ψευδή. Στη συνέχεια, οι αρχές ανέκριναν έναν Ιάπωνα επιχειρηματία, ο οποίος αργότερα βρέθηκε νεκρός σε ένα διαμέρισμα με μια αφίσα της αγνοούμενης Μπλάκμαν. Μετά έστρεψαν την προσοχή τους στον Κορεατο- Ιάπωνα κατασκευαστή ακινήτων, Τζότζι Ομπάρα, που είχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία και διέθετε πολυτελή αυτοκίνητα. Πολλές ξένες γυναίκες, ξανθές, που είχαν έρθει στην Ιαπωνία και εργαζόταν στα μπαρ του Ροπόνγκι είχαν καταγγείλει στην αστυνομία του Τόκιο ότι είχαν ναρκωθεί από τον Ομπάρα και είχαν ξυπνήσει με πόνους στο σώμα τους. Η αστυνομία είχε αγνοήσει αυτές τις καταγγελίες, αλλά διασταυρώνοντας τώρα τις κλήσεις στα κινητά των υπόπτων διαπίστωσαν ότι ο Τζότζι Ομπάρα είχε καλέσει τις καταγγέλουσες, όπως και τη Λούσι Μπλάκμαν. Σε ένα από τα πολλά ακίνητά του γύρω από το Τόκιο και τα θέρετρά του, βρέθηκαν 400 βιντεοκασέτες, κάνοντας την αστυνομία να πιστέψει ότι μπορεί να είχε βιάσει από 150 έως 400 γυναίκες. Η αστυνομία βρήκε εκτενή ημερολόγια στα οποία ο Ομπάρα έκανε αναφορά στο «παιχνίδι κατάκτησης», έναν ευφημισμό που περιέγραφε τις σεξουαλικές του επιθέσεις σε γυναίκες που ήταν «καλές μόνο για σεξ» και νάρκωνε με χλωροφόρμιο. Ο Ομπάρα δεν ανακρίθηκε μόνο για την εξαφάνιση της Μπλάκμαν, αλλά και για τη νάρκωση και τον βιασμό άλλων γυναικών. Είχε φετίχ με τις λευκές γυναίκες και παραδέχτηκε ότι γνώρισε την Μπλάκμαν, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση της εξαφάνισής της.
Τον Οκτώβριο του 2000, ο Ομπάρα κατηγορήθηκε για τη νάρκωση, τον βιασμό και τη δολοφονία της Μπλάκμαν, καθώς και για τον βιασμό άλλων οκτώ γυναικών και για τη δολοφονία της Καρίτα Ριτζγουέι. Ανάμεσα στα θύματα βιασμού του Ομπάρα ήταν και η Αυστραλιανή Καρίτα Ριτζγουέη που πέθανε από ηπατική ανεπάρκεια τον Φεβρουάριο του 1992 (η νεκροψία είχε δείξει χλωροφόρμιο -που προκαλεί ηπατική ανεπάρκεια- και βιασμό).
Στις 9 Φεβρουαρίου 2001, βρέθηκε το πτώμα της Λούσι Μπλάκμαν θαμμένο σε έναν ρηχό τάφο. Οι ντετέκτιβ της αστυνομίας του Τόκιο σοκαρισμένοι από το περιεχόμενο των κασετών κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να βρουν τη Λούσι Μπλάκμαν. Επί μήνες ήταν άκαρπες οι προσπάθειές τους, ώσπου λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχαν από τους ανωτέρους τους, βρέθηκε η σορός της Λούσι κοντά σε ένα από τα ακίνητα του Ομπάρα. Επτά μήνες μετά την εξαφάνιση, το πτώμα της βρέθηκε σε μια παραθαλάσσια σπηλιά σε ένα μικρό ψαροχώρι. Η αστυνομία είχε ήδη ερευνήσει αυτή την περιοχή μήνες πριν, αλλά όχι ενδελεχώς. Τη δεύτερη φορά ζήτησε τη βοήθεια σκύλων και ραντάρ απεικόνισης εδάφους. Το πτώμα είχε κοπεί σε 10 κομμάτια και το είχαν βάλει μέσα σε ξεχωριστές σακούλες, το κεφάλι είχε ξυριστεί και ήταν εγκλωβισμένο μέσα σε μπετόν. Ήταν σε προχωρημένη σήψη, κάνοντας αδύνατο τον προσδιορισμό της αιτίας θανάτου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Ομπάρα έφτιαξε στη Μπλάκμαν ποτό που περιείχε ναρκωτικό πριν τη βιάσει στο παραθαλάσσιο ακίνητό του.
Η δίκη του ξεκίνησε στις 4 Ιουλίου 2001. Στις 24 Απριλίου 2007, κρίθηκε ένοχος για πολλαπλές κατηγορίες βιασμού και ανθρωποκτονία, αλλά αθωώθηκε για τον βιασμό και τη δολοφονία της Μπλάκμαν λόγω έλλειψης άμεσων αποδεικτικών στοιχείων. Η αποτυχία καταδίκης του Ομπάρα, ακόμη και όταν η αστυνομία διαπίστωσε ότι είχε αγοράσει ένα αλυσοπρίονο και τσιμέντο στις 4 Ιουλίου 2000, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την εξαφάνιση της Μπλάκμαν, έχει να κάνει με το ιαπωνικό δικαστικό σύστημα. Τα πράγματα μπορεί να ήταν διαφορετικά σε μια δικαστική αίθουσα του Ηνωμένου Βασιλείου ή των ΗΠΑ, δήλωσε ένας πρώην Ιάπωνας εισαγγελέας. Η θανατική ποινή υπάρχει στην Ιαπωνία και χρησιμοποιείται σε ιδιαίτερα αποτρόπαιες υποθέσεις δολοφονίας ή σε εκείνες όπου η ληστεία είναι επίσης κίνητρο. Οι εισαγγελείς αποφάσισαν να κατηγορήσουν τον Ομπάρα για «βιασμό που κατέληξε σε θάνατο» και όχι για φόνο και ζήτησαν ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Ομπάρα σε ισόβια κάθειρξη αφού τον έκρινε ένοχο για τον θάνατο της Καρίτα Ριτζγουέι καθώς και για βιασμό άλλων οκτώ γυναικών. Ο Ομπάρα είχε βιντεοσκοπήσει τον εαυτό του κατά τη διάρκεια των επιθέσεων. «Προσβάλατε την αξιοπρέπεια αυτών των γυναικών», είπε ο δικαστής κατά την καταδίκη του Ομπάρα, ο οποίος έριξε το κεφάλι του στο έδρανο όταν ανακοινώθηκε η ετυμηγορία, σύμφωνα με δημοσιεύματα της ιαπωνικής τηλεόρασης.
Μετά από επικρίσεις για την υπόθεση Μπλάκμαν λόγω της απουσίας κρίσιμων ιατροδικαστικών στοιχείων από την πρώτη δίκη, πραγματοποιήθηκε δίκη έφεσης τον Μάρτιο του 2008 στο Ανώτατο Δικαστήριο του Τόκιο. Τον Δεκέμβριο του 2008 το δικαστήριο έκρινε τον Ομπάρα ένοχο για την απαγωγή, τον τεμαχισμό και τον διασκορπισμό του πτώματος της Μπλάκμαν. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιαπωνίας απέρριψε επίσης την έφεση του Ομπάρα τον Δεκέμβριο του 2010, πράγμα που σήμαινε ότι η ισόβια κάθειρξη του θα παρέμενε.
Η υπόθεση Μπλάκμαν καλύφθηκε από πολλές ειδησεογραφικές και δημοσιογραφικές εκπομπές σε όλο τον κόσμο (ABC News “Vanished in Japan”, Missing: The Lucie Blackman Case, Netflix, 2023), podcasts (Asian Madness Podcast: Επεισόδιο 92, "Deadly Obsessions", Casefile True Crime Podcast, Redhanded Podcast: Επεισόδιο 9, "The Beast With The Human Face").
Επίσης με την υπόθεση ασχολείται το βιβλίο “People Who Eat Darkness: The Fate of Lucie Blackman” (2011) του Ρίτσαρντ Λόιντ Πάρι.
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Criminal minds» της Μιμής Φιλιππίδη