Κοσμος

ΗΠΑ: Η κατάσταση του προεκλογικού αγώνα

Το κλίμα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, η ευαίσθητη ισορροπία των δημοσκοπήσεων και η δύσκολη συνέχεια, 87 μέρες πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου

Νικόλας Μολφέτας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάμαλα Χάρις vs Ντόναλντ Τραμπ: Μία συνολική ανάλυση για τις αμερικανικές εκλογές

«Ευχαριστούμε που ξαναφέρατε τη χαρά!» Αυτή η φράση του Τιμ Γουόλς προς την Κάμαλα Χάρις στην πρώτη κοινή τους εμφάνιση, την περασμένη Τρίτη στην Πενσιλβάνια, περιγράφει ίσως καλύτερα από οτιδήποτε άλλο την πλήρη μεταστροφή του κλίματος στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, στις μόλις 20 μέρες που έχουν περάσει από την απόσυρση της υποψηφιότητας Μπάιντεν. Ο ενθουσιασμός συνεχίζεται αμείωτος, τα νούμερα στις δημοσκοπήσεις έχουν ανέβει εντυπωσιακά, χιλιάδες εθελοντές εγγράφονται στην καμπάνια, εκατομμύρια σε δωρεές από μικρούς και μεγάλους χορηγούς μπαίνουν στα ταμεία. Ο Τραμπ αντιθέτως βρίσκεται σε πανικό και κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο, καθώς παλεύει να ξανασχεδιάσει την καμπάνια του για τη νέα αντίπαλο, ενώ παράλληλα βλέπει το δημοσκοπικό του προβάδισμα να χάνεται.

Η απόδοση της Χάρις στις προεκλογικές συγκεντρώσεις έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Δοκιμάζει με επιτυχία συνθήματα που επαναλαμβάνει το κοινό της, περνώντας τα βασικά της μηνύματα, όπως το «Were not going back, μια ευθεία απάντηση στην παρελθοντολαγνεία τού «Make America Great Again». Θυμίζει με αυτό τον τρόπο στους ψηφοφόρους τόσο τον κίνδυνο της επιστροφής του Τραμπ στην Προεδρία, όσο και το εξελισσόμενο πισωγύρισμα στις προσωπικές ελευθερίες που ξεκίνησε με την κατάργηση της προστασίας των αμβλώσεων. Εξίσου δυνατό είναι το «When we fight, we win με το οποίο κλείνει κάθε ομιλία της, τονίζοντας έτσι πως η νίκη είναι εφικτή, αλλά χρειάζεται η ενεργοποίηση όλων (και κανένα από τα δύο δεν ήταν δεδομένο ώς τώρα). Η καλύτερη όμως σύνοψη του μηνύματος της Χάρις είναι η παρακάτω αντιπαραβολή, την οποία επαναλαμβάνει κάθε φορά:

«Σε τι είδους χώρα θέλουμε να ζήσουμε; Μια χώρα ελευθερίας, συμπόνιας και νομιμότητας; Ή μια χώρα χάους, φόβου και μίσους;»

 Οι λέξεις αυτές είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένες ώστε να μιλήσουν απευθείας στο συναίσθημα των πολιτών, αλλά και να περάσουν το πολύ βασικό μήνυμα πως το Δημοκρατικό κόμμα θέλει να συνδυάσει το κοινωνικό κράτος με την προστασία των ελευθεριών και την τήρηση των νόμων. Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι επιχειρείται μια πλήρης αντιστροφή της εικόνας των δύο κομμάτων, η οποία κρατάει από το ταραχώδες 1968 και την προεκλογική καμπάνια του Νίξον, σύμφωνα με την οποία οι Ρεπουμπλικανοί είναι το κόμμα του «νόμου και της τάξης», ενώ οι Δημοκρατικοί είναι οι "ταραχοποιοί", κι αυτοί που ανέχονταν το έγκλημα και την παρανομία. Τώρα οι Δημοκρατικοί προτείνουν ως υποψήφια Πρόεδρο μια πρώην εισαγγελέα, και παρουσιάζουν τους Ρεπουμπλικανούς ως το κόμμα που έχει στην κορυφή του ψηφοδελτίου έναν καταδικασμένο για κακούργημα, και στη βάση του τους φανατικούς που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Μένει φυσικά να δούμε αν οι ψηφοφόροι του ενδιάμεσου χώρου θα πεισθούν από αυτό το αφήγημα.

Η ενότητα του κόμματος

Αυτός ο ενθουσιασμός όμως δεν ήρθε τυχαία. Ήταν το αποτέλεσμα —μεταξύ άλλων— του πρωτοφανούς κύματος στήριξης στο πρόσωπο της Κάμαλα Χάρις από τη συντριπτική πλειοψηφία των κορυφαίων στελεχών του κόμματος (βουλευτές, γερουσιαστές κυβερνήτες Πολιτειών), μέσα σε μόλις 48 ώρες από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της. Και το κύμα αυτό ήταν με τη σειρά του το αποτέλεσμα του μεγάλου φόβου των στελεχών για την ενότητα του κόμματος, η οποία είχε δοκιμαστεί σοβαρά στις περίπου 3 εβδομάδες που μεσολάβησαν ανάμεσα στο καταστροφικό debate και την απόφαση του Μπάιντεν να αποσύρει την υποψηφιότητά του. Οι περισσότεροι από όσους επέμεναν εκείνο το διάστημα πως ο Μπάιντεν πρέπει να παραμείνει υποψήφιος, φοβούμενοι το χάος που θα μπορούσε να επικρατήσει μεταξύ των επίδοξων διαδόχων του, στοιχήθηκαν σχεδόν άμεσα πίσω από τη Χάρις μόλις ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της, εξασφαλίζοντάς της έτσι μια απρόσμενη δυναμική.

Η έλλειψη ενότητας, άλλωστε, έχει στοιχίσει σοβαρά στους Δημοκρατικούς στο παρελθόν. Η πικρή εμπειρία από τη διαμάχη Χίλαρι Κλίντον - Μπέρνι Σάντερς το 2016 είναι ακόμα νωπή στη μνήμη όλων, όπως και η παραλίγο επανάληψή της μεταξύ πολλαπλών υποψηφίων το 2020. Δεν λείπουν όμως και αντίστοιχα περιστατικά από προηγούμενες δεκαετίες, όπως η έντονη διαμάχη του Προέδρου Τζίμι Κάρτερ με τον Γερουσιαστή Τεντ Κένεντι στις εσωκομματικές εκλογές του 1980, που πιθανόν να συνέβαλε στη σαρωτική νίκη του Ρόναλντ Ρέιγκαν εκείνη τη χρονιά. Όπως βέβαια και η απόσυρση της υποψηφιότητας του Προέδρου Τζόνσον τον Μάρτιο του 1968, λόγω της έντονης δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης για τον πόλεμο του Βιετνάμ, που οδήγησε σε απόλυτο χάος το κομματικό συνέδριο τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, και τελικά στην ήττα των Δημοκρατικών από τον Νίξον. Όλη αυτή η προϊστορία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εντυπωσιακή διστακτικότητα των Δημοκρατικών να πιέσουν τον Μπάιντεν να αποσυρθεί νωρίτερα, φοβούμενοι ένα νέο 1968 ή 2016.

Η επιλογή του Τιμ Γουόλς

Το τωρινό κλίμα ενότητας και ενθουσιασμού, πάντως, φαίνεται να ενισχύθηκε από την απόφαση της Κάμαλα Χάρις να επιλέξει τον Τιμ Γουόλς ως υποψήφιο για την αντιπροεδρία.. Ο Γουόλς είχε εξασφαλίσει τη στήριξη κάποιων σημαντικών κεντρώων στελεχών, όπως η Νάνσι Πελόζι, αλλά και των περισσότερων της αριστερής πτέρυγας, όπως ο Μπέρνι Σάντερς. Αντιθέτως, για τον κυβερνήτη της Πενσιλβάνια Τζος Σαπίρο και τον Γερουσιαστή από την Αριζόνα Μαρκ Κέλι, που έχουν σαφώς κεντρώο προφίλ, υπήρχαν αρκετές ενστάσεις των πιο προοδευτικών.

Η Χάρις πάντως δεν φαίνεται να έλαβε την απόφασή της με αυτό ως πρωταρχικό κριτήριο. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ των Νιου Γιορκ Τάιμς, αφού επιβεβαίωσε πως οι παραπάνω υποψήφιοι πληρούν όλα τα βασικά κριτήρια, και ότι οι εσωτερικές δημοσκοπήσεις του κόμματος δείχνουν πως δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στις πιθανότητες εκλογικής νίκης με κάποιον από τους τρεις, επέλεξε τελικά αυτόν με τον οποίο θεώρησε πως μπορεί να συνεργαστεί καλύτερα, τόσο στον προεκλογικό αγώνα όσο και σε μια πιθανή προεδρική θητεία.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος, βέβαια, είναι πως οι Δημοκρατικοί είναι τώρα πιο ευάλωτοι σε κατηγορίες των Ρεπουμπλικανών για «αριστερό ψηφοδέλτιο» (οι οποίες έχουν ξεκινήσει ήδη), συνδυάζοντας τις προοδευτικές πολιτικές του Γουόλς στη Μινεσότα με παλαιότερες δηλώσεις της Χάρις στην καμπάνια της για το χρίσμα των εκλογών του 2020. Η Χάρις είχε τότε ασπαστεί μια σειρά από πολιτικές τής πιο προοδευτικής πτέρυγας, όπως το κρατικό ασφαλιστικό σύστημα υγείας («Medicare for all»), η απαγόρευση εξόρυξης σχιστολιθικού πετρελαίου (fracking) κλπ., προκειμένου να αυξήσει τη δημοτικότητά της μέσα στο κόμμα. Παρόλο που δεν υποστηρίζει πλέον αυτές τις θέσεις, θα δυσκολευτεί να πείσει γι’ αυτό τους ψηφοφόρους του κέντρου, όταν οι διαφημίσεις του Τραμπ θα προβάλλουν κλιπ της Χάρις από το 2019.

Έτσι για τον Γουόλς έχει ξεκινήσει τώρα ένας επικοινωνιακός αγώνας, ώστε να προλάβει να χτίσει την εικόνα τού «συμπαθούς οικογενειάρχη της διπλανής πόρτας» σε ένα κοινό που δεν τον γνωρίζει, προτού οι Ρεπουμπλικανοί καταφέρουν να πείσουν με τον δικό τους χαρακτηρισμό — ότι δηλαδή πρόκειται για έναν «επικίνδυνο αριστερό». Το προφίλ του πάντως έχει πολλά στοιχεία που μπορούν να κάνουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους να τον συμπαθήσουν και να τον ακούσουν, ιδιαίτερα στην κρίσιμη περιοχή των «Μεσοδυτικών Πολιτειών»: Έκανε καριέρα ως δάσκαλος για πολλά χρόνια προτού ασχοληθεί με την πολιτική, ήταν προπονητής στην ομάδα φούτμπολ του σχολείου του, κερδίζοντας μάλιστα το πρωτάθλημα της Πολιτείας, υπηρέτησε στην εθνοφυλακή για 24 χρόνια και του αρέσει το κυνήγι (είναι βέβαια υπέρ των περιορισμών στην οπλοκατοχή). Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφοροποιείται από τον τυπικό πολιτικό των Δημοκρατικών, και συνδυάζονται με το φιλικό και προσιτό στιλ του, που επιβεβαιώνει το στερεότυπο των κατοίκων της Μινεσότα («Minnesota nice»).

Η δύσκολη συνέχεια

Παρόλο που δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα δημοσκοπήσεις που να διενεργήθηκαν μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Γουόλς, δεν είναι πολύ πιθανό να δούμε κάποια σημαντική μεταβολή στα νούμερα του συνδυασμού των Δημοκρατικών. Οι υποψήφιοι αντιπρόεδροι άλλωστε σπάνια ανεβάζουν τη δημοτικότητα του ψηφοδελτίου σε μετρήσιμα μεγέθη, γι’ αυτό κι ένα βασικό κριτήριο στην επιλογή τους είναι απλά να μην υπάρχει πιθανότητα να κάνουν ζημιά (κάτι που μάλλον αγνόησε ο Τραμπ στην επιλογή του Τζ. Ντ. Βανς, όπως φάνηκε από τις έντονες αντιδράσεις για παλαιότερες δηλώσεις του που βγήκαν στη δημοσιότητα).

Ο ενθουσιασμός για τη Χάρις, και τώρα και για τον αντιπρόεδρό της, δεν αρκεί για τη συνέχεια, παρόλο που έφερε την πολυπόθητη συσπείρωση και ενεργοποίηση της βάσης που έλειπε επί Μπάιντεν. Η προηγούμενη υστέρηση των Δημοκρατικών κατά 3 μονάδες έναντι του Τραμπ έχει γίνει τώρα προβάδισμα 2 μονάδων, αλλά για να υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες νίκης πρέπει η διαφορά να πάει τουλάχιστον στις 4 με 5.

Ο λόγος γι’ αυτό είναι το περιβόητο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, καθώς και το περιθώριο λάθους των δημοσκοπήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπάιντεν την αντίστοιχη περίοδο του 2020 είχε δημοσκοπικό προβάδισμα 7 μονάδων έναντι του Τραμπ, κέρδισε τελικά τον Νοέμβριο με λίγο παραπάνω από 4, και η νίκη του στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων κρίθηκε οριακά από μόλις 40.000 ψήφους αθροιστικά στο Ουισκόνσιν, την Αριζόνα και την Τζόρτζια. Το πλειοψηφικό σύστημα που εφαρμόζουν σχεδόν όλες οι Πολιτείες για την κατανομή των εκλεκτόρων, καθώς και η έλλειψη πλήρους αναλογικότητας ανάμεσα στον αριθμό των εκλεκτόρων και τον πληθυσμό τής κάθε Πολιτείας, ευνοούν στην τρέχουσα συγκυρία τους Ρεπουμπλικανούς, λόγω της γεωγραφικής διασποράς των ψηφοφόρων τους (θα πρέπει να επανέλθουμε σε ξεχωριστό άρθρο για να το εξηγήσουμε αναλυτικά αυτό).

Πώς θα μπορέσει η Χάρις να πλησιάσει περισσότερο στη νίκη; Καταρχάς εστιάζοντας στις συγκεκριμένες Πολιτείες που αναμένεται να κρίνουν το αποτέλεσμα, κάτι το οποίο κάνει ήδη αυτές τις μέρες με την πρώτη της κοινή περιοδεία με τον συνυποψήφιό της. Κατά δεύτερον, βγαίνοντας από την ασφάλεια των προετοιμασμένων ομιλιών σε οπαδούς της. Πρέπει να κάνει συνεντεύξεις, και κυρίως σε μέσα λιγότερο φιλικά, που να έχουν τη δυνατότητα να της δώσουν πρόσβαση σε ένα ευρύτερο κοινό. Σε αυτό δεν έχει μεγάλη εμπειρία, και έχει δείξει αδυναμία στο παρελθόν, κάτι το οποίο έχει φροντίσει ήδη να επισημάνει ο Τραμπ, προκαλώντας τη με τη συνέντευξη που έδωσε ο ίδιος προχθές στο Μαραλάγκο.

Στις συνεντεύξεις, όπως και στο debate που επιβεβαιώθηκε για τις 10 Σεπτεμβρίου, η Χάρις θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα δύσκολα θέματα που είτε απασχολούν τους ψηφοφόρους έτσι κι αλλιώς, είτε προβάλλονται έντονα από τους αντιπάλους της, με κυριότερα την ακρίβεια, τη μεταναστευτική κρίση και την εγκληματικότητα. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο, αλλά είναι απαραίτητο για να πειστούν οι αναποφάσιστοι.

Ο εκλογικός χάρτης

Στον παρακάτω χάρτη φαίνεται ένα από τα βασικά σενάρια στα οποία στοχεύει η Κάμαλα Χάρις. Με μπλε σημειώνονται οι Πολιτείες που είναι πιθανό να κερδίσουν οι Δημοκρατικοί (με λίγο πιο ανοιχτό μπλε αυτές στις οποίες έχουν συγκριτικά μικρότερο προβάδισμα), με κόκκινο και ροζ σημειώνονται οι Πολιτείες στις οποίες αναμένεται να κερδίσουν οι Ρεπουμπλικανοί, και με μπεζ οι εντελώς αμφίρροπες, σύμφωνα με το προγνωστικό μοντέλο του στατιστικολόγου Nate Silver. Ο αριθμός δίπλα στα αρχικά τής κάθε Πολιτείας δείχνει πόσοι εκλέκτορες της αναλογούν, ενώ στις πιο κρίσιμες Πολιτείες σημειώνεται επιπλέον και το δημοσκοπικό προβάδισμα του υποψηφίου που υπερισχύει αυτή τη στιγμή.

Σε αυτό το σενάριο λοιπόν, η Χάρις κερδίζει τις αμφίρροπες «Μεσοδυτικές» Πολιτείες (Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Πενσιλβάνια, που έχουν σημειωθεί με γαλάζιο στην κορυφή του χάρτη) καθώς και στην περιφέρεια της Όμαχα στην Νεμπράσκα. Αθροίζει έτσι 270 εκλέκτορες, που είναι ακριβώς το ελάχιστο όριο για την εξασφάλιση της προεδρίας. Σε περίπτωση που δεν καταφέρει να κερδίσει όλες τις παραπάνω περιοχές (η Πενσιλβάνια είναι η πιο επίφοβη με τα έως τώρα δεδομένα), θα πρέπει να αναπληρώσει τον αντίστοιχο αριθμό εκλεκτόρων από τις υπόλοιπες αμφίρροπες Πολιτείες (Νεβάδα, Αριζόνα, Τζόρτζια, Βόρεια Καρολίνα: με μπεζ στο χάρτη). 

Ο εκλογικός χάρτης που θα μπορούσε να φέρει οριακή νίκη στην Κάμαλα Χάρις. Οι εκτιμήσεις για το εκλογικό προβάδισμα του κάθε υποψηφίου είναι από το προγνωστικό μοντέλο του Nate Silver (natesilver.net) και ο χάρτης φτιάχτηκε με τη βοήθεια του ιστότοπου 270towin.com

Η κατάσταση πάντως είναι προς το παρόν τόσο ρευστή, που πολλοί αναλυτές δεν έχουν δημοσιεύσει ακόμα προγνωστικά (π.χ., το περιοδικό Economist και η ομάδα FiveThirtyEight του ειδησεογραφικού καναλιού ABC News). Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι η ίδια η Χάρις αναφέρει σε κάθε ομιλία της πως είναι το αουτσάιντερ του αγώνα, ξεκαθαρίζοντας έτσι στους οπαδούς της πως ο δρόμος για την νίκη είναι ακόμα μακρύς και αβέβαιος. Στις 22 Αυγούστου, που ολοκληρώνεται το συνέδριο των Δημοκρατικών, αρχίζουν τα δύσκολα.