Κοσμος

Explainer: Τι ακριβώς συμβαίνει με την ακροδεξιά στο Ηνωμένο Βασίλειο;

Η νέα βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών καλείται να αντιμετωπίσει ένα βίαιο σύμπτωμα ενός οριακά άλυτου προβλήματος

Άγης Παπαγεωργίου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βρετανική ακροδεξιά - Explainer: Η δολοφονία των τριών κοριτσιών, οι βίαιες διαδηλώσεις, η αντιμεταναστευτική ρητορική και το πλήγμα στην κυβέρνηση

Η δολοφονία των τριών ανήλικων κοριτσιών στο Southport από τον δεκαεπτάχρονο Axel Muganwa Rudakubana αποτελεί –χωρίς την παραμικρή αμφιβολία– μια ανυπολόγιστη τραγωδία για το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ηλικίες των θυμάτων –ετών έξι, επτά και εννιά– αλλά και το γεγονός πως παράλληλα τραυματίστηκαν ακόμη οκτώ παιδιά και δύο ενήλικες προκάλεσε αποτροπιασμό στη βρετανική γνώμη· ωστόσο, η παραπληροφόρηση σχετικά με την ταυτότητα του δράστη, με τις αρχικές πληροφορίες να κάνουν λόγο για αιτούντα άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποτέλεσαν την αφορμή ώστε να ξεσπάσουν οι βίαιες διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών.

Από την πλευρά τους, οι βρετανικές αρχές έχουν αντιδράσει ακριβώς με τον τρόπο τον οποίο θα προέβλεπε οποιοδήποτε εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων αυτού του μεγέθους. Τόσο ο Βρετανός Πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, προσωπικά, όσο και οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές έχουν προσεγγίσει το ζήτημα με ιδιαίτερη αυστηρότητα, τη στιγμή που σε όλη την επικράτεια της Αγγλίας –αλλά και στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου έχουν επεκταθεί οι διαδηλώσεις– έχουν συλληφθεί περισσότερα από τετρακόσια άτομα. Παράλληλα, οι πληροφορίες σχετικά με τις πρώτες σχετικές ποινές που επιβλήθηκαν το μεσημέρι της Πέμπτης κάνουν λόγο για φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών. Πώς γίνεται λοιπόν το φαινόμενο της βίας να οξύνεται περισσότερο;

Το κρίσιμο ζήτημα της μετανάστευσης στο Ηνωμένο Βασίλειο

Στον πυρήνα τους, οι –απαράδεκτες και απολύτως καταδικαστέες– βίαιες διαδηλώσεις, οι οποίες συγκλονίζουν το Ηνωμένο Βασίλειο για περισσότερο από μια εβδομάδα έχουν μια εξαιρετικά σκληρή αντιμεταναστευτική και αντιμουσουλμανική ρητορική. Δεν είναι τυχαίο πως τους πρώτους στόχους των διαδηλωτών αποτέλεσαν χώροι λατρείας των μουσουλμανικών κοινοτήτων της κάθε πόλης, ενώ εδώ και λίγες μέρες έχουν στοχοποιηθεί και δικηγορικά γραφεία τα οποία εξειδικεύονται σε ζητήματα μετανάστευσης και παροχής ασύλου. Παράλληλα, παρότι όταν οι βρετανικές αρχές έδωσαν στη δημοσιότητα πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του δράστη –ο οποίος είναι τελικά Βρετανός πολίτης με καταγωγή από τη Ρουάντα, χωρίς να έχει δεσμούς με το Ισλάμ ή τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό– οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν αμείωτες, ενώ πλέον διογκώνονται κάθε ώρα και περισσότερο. Ωστόσο, το πρώτο κρίσιμο στοιχείο είναι πως, παρά το εύρος τους, η συντριπτική πλειοψηφία των διαδηλώσεων εκτυλίσσονται στη Βόρεια Αγγλία, το Yorkshire και τα Midlands· με άλλα λόγια, οι διαδηλώσεις αποτελούν ως επί το πλείστων, προϊόν της λεγόμενης «βαθιάς Αγγλίας» - ή «Middle England» όπως επιχείρησε να την ονομάσει κάπως πιο αφηρημένα η Μάργκαρετ Θάτσερ – όπου κατοικεί το περισσότερο κοινωνικά και πολιτισμικά συντηρητικό τμήμα του βρετανικού εκλογικού σώματος.

Σε αντίθεση με το πολύ-πολιτισμικό Λονδίνο και την κοινωνικά προοδευτικότερη Νότια Αγγλία, η βαθιά Αγγλία αποτελεί ένα εξαιρετικά αφιλόξενο έδαφος για την κοσμοθεωρία της κοινωνικής ποικιλομορφίας. Παράλληλα, η βαθιά Αγγλία αποτελείται από τις φτωχότερες κοινότητες του Ηνωμένου Βασιλείου στο σύνολό του, ενώ η πλειοψηφία των γηγενών διατηρεί μια αρνητική –αν όχι ανοιχτά εχθρική– στάση απέναντί στους μετανάστες, απ’ όπου και αν προέρχονται. Μια γρήγορη σύγκριση μεταξύ των πόλεων όπου σημειώνονται οι βιαιότερες διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών, με τις περιφέρειες στις οποίες η υποστήριξη του Brexit σημείωσε τα μεγαλύτερά της ποσοστά, αποδεικνύει το προφανές: οι Άγγλοι της βαθιάς Αγγλίας νοσταλγούν ένα άλλο, διαφορετικό μέλλον από αυτό που προμηνύει το παρόν που βιώνουν, το οποίο ωστόσο αποτελεί απλώς μια ωδή σε ένα χαμένο από καιρό παρελθόν. Σε αυτή τη νοσταλγία ενός παρωχημένου και υπέρ-συντηρητικού βρετανικού εξαιρετισμού, τα μουσουλμανικά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων τους –είτε αυτά αφορούν την κατασκευή τεμενών, είτε το παρουσιαστικό των Βρετανών μουσουλμάνων, και πόσο μάλλον δε την εγκατάσταση αιτούντων άσυλο και λοιπών μεταναστών με μουσουλμανικό υπόβαθρο– προσωποποιούν την απειλή, αν όχι την απόλυτη πολιτισμική διάψευση. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι διαδηλώσεις οι οποίες ακολούθησαν τα φρικιαστικά γεγονότα του Southport δεν αφορούν πλέον τη δολοφονία των τριών κοριτσιών, αλλά την απέχθεια των ακροδεξιών διαδηλωτών απέναντι στη μετανάστευση και το Ισλάμ ως πολιτισμική επιρροή στη χώρα.

© Christopher Furlong/Getty Images

Η αφηρημένη –μα επικίνδυνη– βρετανική ακροδεξιά

Από την πρώτη στιγμή που απευθύνθηκε στους Βρετανούς πολίτες, ο νέος Εργατικός Πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ αποκάλεσε τους διαδηλωτές «ακροδεξιούς τραμπούκους» προειδοποιώντας τους πως οι αρχές δεν θα δείξουν την παραμικρή επιείκεια, τόσο σε ό,τι αφορά τη σύλληψη τους, όσο και στις ποινές τις οποίες θα αντιμετωπίσουν. Παράλληλα, σύσσωμος ο βρετανικός πολιτικός κόσμος –συμπεριλαμβανομένων τόσο των Συντηρητικών, όσο και του Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ, δηλαδή συνολικά των αρχιτεκτόνων του Brexit– καταδίκασαν απολύτως τις διαδηλώσεις. Πώς λοιπόν εξηγείται τόσο η μαζικότητά τους όσο και η διάρκειά τους, από τη στιγμή που δεν έχουν είτε επισήμως, είτε σκιωδώς, πολιτική υποστήριξη; Ο λόγος είναι πως η βρετανική ακροδεξιά αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση παγκοσμίως. Σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου τα ακροδεξιά κινήματα, είτε εμμέσως πλην σαφώς στηρίζονται από θεσμικούς πολιτικούς και κόμματα, όπως στην περίπτωση του ισπανικού VOX, είτε εντάσσονται πλήρως σε αυτά, όπως στην περίπτωση του γερμανικού AfD, η βρετανική ακροδεξιά λειτουργεί αυτόνομα, χωρίς κεντρική οργάνωση. Η συγκεκριμένη συνθήκη είναι και αυτή που την καθιστά τόσο βίαιη και επικίνδυνη, καθώς οι βρετανικές αρχές έχουν πλέον κατανοήσει πως οι Βρετανοί ακροδεξιοί οργανώνονται μέσω των κοινωνικών δικτύων, ενώ ως πολιτικούς καθοδηγητές ακολουθούν δημοφιλείς στις τάξεις τους influencers, αντί για μέλη του Κοινοβουλίου, ή τοπικά πολιτικά στελέχη.

Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, τόσο οι Συντηρητικοί όσο και τα προσωποκεντρικά πολιτικά κινήματα του Φάρατζ μετακινήθηκαν προς τον υπέρ-συντηρητισμό, υιοθετώντας το αφήγημα του πάλαι πότε βρετανικού εξαιρετισμού –στου οποίου τον πυρήνα πλέον βρίσκεται και η αντί-μεταναστευτική ρητορική–, χωρίς ωστόσο να ταυτιστούν με τη βίαιη ακροδεξιά, παραμένοντας εντός του δημοκρατικού πλαισίου. Έτσι, οι Βρετανοί ακροδεξιοί λειτουργούν στην πραγματικότητα ως χούλιγκαν της πρό-θατσερικής εποχής –με πολλούς εξ αυτών να βανδαλίζουν φορώντας τις εμφανίσεις της εθνικής Αγγλίας–, ενώ το γεγονός πως δεν ανήκουν πολιτικά σε ένα συγκεκριμένο κίνημα ή κόμμα διογκώνει τη δράση τους ακριβώς επειδή κινούνται υπογείως, ως κοινοί εγκληματίες. Τη μεγαλύτερη απόδειξη της φύσης της βρετανικής ακροδεξιάς, αλλά και της χωρίς καμία αναστολή δράσης της αποτελεί το γεγονός πως οι βρετανικές αρχές φαίνονται έτοιμες να ασκήσουν στους συλληφθέντες κατηγορίες για υιοθέτηση τρομοκρατικών πρακτικών. Με βάση τη βρετανική νομοθεσία, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία θα είναι απόλυτα δικαιολογημένη εκ μέρους της κυβέρνησης, καθώς οι διαδηλωτές έχουν προχωρήσει σε εκτεταμένους βανδαλισμούς και εμπρησμούς –αλλά και επιθέσεις εναντίον φυσικών προσώπων– για ιδεολογικούς λόγους. Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως η επαίσχυντη βία της βρετανικής ακροδεξιάς αποτελεί απλώς το εντονότερο σύμπτωμα, όχι τον πυρήνα του προβλήματος.

Μετά τις διαδηλώσεις, τι;

Οι ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο θα λήξουν, αργά ή γρήγορα, και το πολιτικό πλήγμα για τη νέα βρετανική κυβέρνηση δεν αναμένεται να είναι καθοριστικό, εκτός βέβαια αν τα πράγματα ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Ωστόσο, ακόμα και αν η βρετανική ακροδεξιά αποθαρρυνθεί λόγω των συλλήψεων και των αυστηρών ποινών, το γεγονός είναι πως ένα σημαντικό τμήμα του βρετανικού εκλογικού σώματος – ειδικά στη Βόρεια Αγγλία – έχει σαφείς, έντονους, και ίσως εύλογους προβληματισμούς για το ύψος της μετανάστευσης στη χώρα, αλλά και την αλλοίωση της κοινωνικής συνοχής σε ορισμένα αστικά κέντρα που αυτή προκαλεί. Ακόμα και ένας απλός επισκέπτης στο φιλόξενο Λονδίνο μπορεί εύκολα να συνειδητοποιήσει πως ορισμένα προάστια της πρωτεύουσας έχουν μετατραπεί σε μεταναστευτικά γκέτο, όπου οι Άγγλοι – και οι δυτικοί ευρύτερα – συνθέτουν πλέον μια δημογραφική μειοψηφία. Παράλληλα, το γεγονός πως πολύ συχνά τα μέλη των μουσουλμανικών κοινοτήτων απομονώνονται κοινωνικά μέσα σε αυτές, χωρίς να αφομοιώνονται ποτέ στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, προκαλεί πλέον προβληματισμό ακόμα και στο πιο φιλελεύθερο τμήμα του βρετανικού εκλογικού σώματος. Εξάλλου, ο ίδιος ο Στάρμερ είχε ανακοινώσει προεκλογικά πως θα εφαρμόσει μια εξαιρετικά αυστηρή μεταναστευτική πολιτική, ακόμα και σε ό,τι αφορά τους αιτούντες άσυλο.

Ωστόσο, ακόμα και αν οι Εργατικοί υλοποιήσουν τη συγκεκριμένη, και μάλλον απαραίτητη, δέσμευση, η – σημαντική, πλέον – επιρροή των Μουσουλμάνων και των ήδη εγκατεστημένων μεταναστών στο βρετανικό εκλογικό σώμα, αλλά και το κοινωνικό σύνολο, δεν είναι ούτε δυνατό πρακτικά – πόσο μάλλον δε ηθικά – να ελαχιστοποιηθεί. Με αυτό το δεδομένο, το μίσος των Βρετανών ακροδεξιών απέναντι και στις δύο δημογραφικές κατηγορίες μπορεί μόνο να αυξάνεται· όμως με τα μέλη ενός αλλοπρόσαλλου όχλου, τα οποία φανατίζονται μέσω των κοινωνικών δικτύων, και μοιράζονται μεταξύ τους ρωσικής προέλευσης εγχειρίδια εμπρησμού δε μπορεί να συνεννοηθεί κανείς, έτσι και αλλιώς. Το στοίχημα για τη νέα βρετανική κυβέρνηση – αλλά και τον Στάρμερ προσωπικά – είναι να δώσει στους Άγγλους της βαθιάς Αγγλίας έναν λόγο να πιστεύουν πως οι δουλειές τους, η καθημερινότητά τους, αλλά και οι ίδιες οι ζωές τους στο τέλος της ημέρας, μπορούν να έχουν μια νέα προοπτική, στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Εντός αυτής, η Αγγλία – και το Ηνωμένο Βασίλειο, ευρύτερα – παραμένει μεν ισχυρή, αλλά όχι κραταιά όπως πριν από έναν αιώνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον παρωχημένο και απομονωτικό βρετανικό εξαιρετισμό, αλλά και την ανάγκη να επιδείξουν μια κάποια ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, την οποία πρεσβεύουν οι νομίμως εγκατεστημένοι μετανάστες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το στοίχημα του Στάρμερ είναι να πετύχει ακριβώς αυτή τη δύσκολη ισορροπία, παραμένοντας αυστηρός απέναντι τόσο στον υπέρ-συντηρητικό κοινωνικό διχασμό, όσο και στη μετανάστευση στη χώρα, αποδίδοντας παράλληλα προοπτική στα μέλη και των δύο κοινοτήτων.