Κοσμος

50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Ορισμένα δύσπεπτα μαθήματα γύρω από το «Κυπριακό»

Γιάννης Στεφανίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο: Γράφει ο Γιάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ.

Timing is of the essence: Στα τέλη του 1949, οι δύο (αλληλομισούμενες) παρατάξεις των Ελληνοκυπρίων, η Εκκλησία (Εθναρχία) και το ΑΚΕΛ, σήκωσαν το λάβαρο της διεθνοποίησης με στόχο την Ένωση. Το εναπέθεσαν στα χέρια της Ελλάδας που μόλις έβγαινε από μια τρομερή δεκαετία πολέμου, κατοχής και εμφυλίου. Όταν, το 1954, η κυβέρνηση Παπάγου προχώρησε στην πρώτη προσφυγή για το Κυπριακό στα Ηνωμένα Έθνη, η Ελλάδα παρέμενε μια χώρα εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια απέναντι σε πολύ ισχυρότερους αντιπάλους. Όταν, το 1963, ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος Μακάριος επιχείρησε να αλλάξει τη διευθέτηση της Ζυρίχης-Λονδίνου σε βάρος των Τουρκοκυπρίων, δεν διέθετε την υποστήριξη κανενός από τους κρίσιμους παίκτες του Κυπριακού, της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης.

Διαβάζουμε σωστά τον χάρτη: Ξεκινώντας με φόρα για τον ΟΗΕ, τόσο η Εθναρχία υπό τον Μακάριο όσο και η κυβέρνηση Παπάγου αγνόησαν πλήρως τον παράγοντα Τουρκία. Σε πολλές από τις επόμενες κρίσιμες στιγμές του Κυπριακού, αποδείχτηκε, με οδυνηρό τρόπο, ότι η Ελλάδα «κείται μακράν», η Κύπρος είναι «μικρά» (τάδε έφη Γεώργιος Παπανδρέου), αλλά η Τουρκία είναι κοντά και με ισχυρά ατού στα χέρια της.

Ο μαξιμαλισμός μπορεί να είναι χρήσιμος μόνο ως διαπραγματευτικό χαρτί: Επιμένοντας στο σύνθημα «Ένωσις και μόνον Ένωσις», η ελληνοκυπριακή ηγεσία θεωρούσε τη διαπραγμάτευση με τους Βρετανούς πράξη εθνική μειοδοσίας. Όταν ο Μακάριος προσήλθε, τελικά, σε συνομιλίες, τον Οκτώβριο του 1955, είχαν προηγηθεί μια σειρά από αρνητικές εξελίξεις, όπως η απόρριψη δύο ελληνικών προσφυγών στον ΟΗΕ, η ανάμιξη της Άγκυρας, η έκρηξη της βίας στην Κύπρο, το πογκρόμ σε βάρος των Ελλήνων της Πόλης. Μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (1959), η επιμονή σε καθαρή ένωση ή αδέσμευτη ανεξαρτησία απέκλεισαν τόσο σχέδια τύπου Άτσεσον (που έδιναν το μέγιστο της Κύπρου στην Ελλάδα έναντι κάποιου ανταλλάγματος στην Τουρκία) όσο και την αποκατάσταση της συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι ευσεβείς πόθοι είναι συνταγή αποτυχίας: Οι ηγεσίες σε Αθήνα και Λευκωσία επανειλημμένα διάβασαν λάθος το διεθνές κλίμα. Ενώ η διάλυση των δυτικών αυτοκρατοριών ήταν σε εξέλιξη, γινόταν σαφές ότι ο «διεθνής παράγων» αποδεχόταν την ανεξαρτησία αλλά απέρριπτε την προσάρτηση των πρώην αποικιών σε άλλο κράτος. Επιπλέον, η ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου, παρά το αντιαποικιακό της παρελθόν, δεν υπήρχε περίπτωση να ταχθεί υπέρ της Ένωσης: Το ειδικό βάρος της Βρετανίας και, ιδίως, της Τουρκίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ τόσο στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση όσο στην πετρελαιοφόρο Μέση Ανατολή, ήταν αδύνατο να αγνοηθούν στην Ουάσιγκτον.

Η εκμετάλλευση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής για εσωτερικές σκοπιμότητες είναι επικίνδυνη και συνήθως επιζήμια: Όταν μια πολιτική διεκδικήσεων δεν συνοδεύεται από ανάλογη ισχύ, οδηγεί είτε σε οδυνηρό συμβιβασμό είτε σε ήττα. Και οι δύο αυτές εκβάσεις διαψεύδουν προσδοκίες, δημιουργούν αισθήματα ματαίωσης και οργή προς διάφορες κατευθύνσεις. Η αποτυχία της διεθνοποίησης να φέρει την Ένωση όχι μόνο έφθειρε τις κυβερνήσεις της εποχής αλλά και γιγάντωσε τον αντιαμερικανισμό στην Ελλάδα· η απαξίωση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου απομάκρυνε το ενδεχόμενο μιας ειρηνικής συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο· η εκ νέου ματαίωση της Ένωσης, το 1964, υπονόμευσε την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου· η επιδίωξη κάποιας μορφής Ένωσης σε μια προσπάθεια να καταστεί η χούντα δημοφιλής οδήγησε πρώτα το καθεστώς Παπαδόπουλου σε ταπείνωση μπροστά στο τουρκικό τελεσίγραφο του 1967 και, επτά χρόνια αργότερα, το καθεστώς Ιωαννίδη στην κατάρρευση, υπό το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Ένα έκτο, ίσως μάθημα είναι το «κάθε φέτος και χειρότερα»: Στο Κυπριακό, διαψεύστηκαν όσοι (όπως ο Μακάριος το 1964-74) πίστεψαν ότι ο χρόνος ευνοεί την ελληνική πλευρά. Οι «λύσεις» που κάθε φορά έρχονταν στο τραπέζι ήταν δυσμενέστερες από τις προηγούμενες: Η διεκδίκηση της Ένωσης με την Ελλάδα έσωσε τη θέση της στη δεσμευμένη ανεξαρτησία, η επιδίωξη της αδέσμευτης ανεξαρτησίας εγκαταλείφθηκε χάριν της επανένωσης της Κύπρου στο πλαίσιο μιας «δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας» με δύο «συνιστώσες οντότητες» – ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Σήμερα, πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα και την εισβολή και είκοσι χρόνια από το ηχηρό «Όχι» των Ελληνοκυπρίων στο Σχέδιο Ανάν, κάθε κυβέρνηση σε Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία εξακολουθεί να ζητά μια «δίκαιη και βιώσιμη λύση» στο Κυπριακό. Όμως καμία κυβέρνηση δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει στο κοινό της τι ακριβώς συνεπάγεται η αποδοχή ή η απόρριψη μιας τέτοιας λύσης, έπειτα από μισό αιώνα de facto χωριστής διαβίωσης Ελλήνων και Τούρκων στο προικισμένο αυτό νησί της Ανατολικής Μεσογείου.