Κοσμος

Κύπρος 1974: Το ανοιχτό τραύμα της τουρκικής εισβολής μετρά 50 χρόνια

Σαν σήμερα η μέρα που άλλαξε την ιστορία - Ώρα 05:30 το πρωί

A.V. Team
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο: Σαν σήμερα οι Τούρκοι με το σχέδιο «Αττίλας» κάνουν απόβαση στο νησί- Ο «αιφνιδιασμός», οι υποψίες και οι χιλιάδες πρόσφυγες 

20 Ιουλίου 1974, ώρα 5.30 το πρωί. Οι σειρήνες πολέμου ηχούν στην Κύπρο. Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε και σημάδεψε την ιστορία και τις ζωές όσων βίωσαν εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Η εισβολή του 1974 στο νησί της Κύπρου, ήταν η κορύφωση μιας έντασης μεταξύ των δυο κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και το αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών χειρισμών δεκαετιών.

Γνωστή και ως «Επιχείρηση Αττίλας», η τουρκική εισβολή πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου. Μετά το καλοκαίρι του 1974 όλα ήταν πια οδυνηρά αλλιώτικα. Το 37% του νησιού καταλήφθηκε από τους Τούρκους, 200.000 Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες, χιλιάδες σκοτώθηκαν, γυναίκες και νεαρά κορίτσια βιάστηκαν από Τούρκους στρατιώτες και εκατοντάδες αγνοούνται μέχρι σήμερα. Το νησί παραμένει ακόμη, 50 χρόνια μετά, διαιρεμένο, με την «Πράσινη Γραμμή» να διαχωρίζει τις δύο κοινότητες.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία με πέντε νεαρούς στρατιώτες, γονατιστούς στη μέση ενός χωραφιού, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, καλυμμένοι με χώμα και πρόσωπα τρομοκρατημένα, είναι από τις πιο διαδεδομένες εικόνες της εισβολής του 1974. Μια φωτογραφία με την οποία έχουν μεγαλώσει χιλιάδες Κυπριόπουλα, στερεωμένη σε μια αίθουσα δημοτικού σχολείου. Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Paul Sant Cassia, αυτή η εικόνα είναι μια από τις «πιο βαθιά οδυνηρές φωτογραφίες» που προέρχονται από την τουρκική εισβολή. Κι αυτό που αποτυπώνει είναι η πραγματικότητα χιλιάδων ανθρώπων που είχαν αιχμαλωτιστεί, εκτελεστεί, και κρατηθεί σε τουρκικές φυλακές.

Μία από τις πιο διαδεδομένες εικόνες της εισβολής του 1974

Κύπρος 1974: Το πρωινό της 20ής Ιουλίου στη Λευκωσία

Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ής Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν.

Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974).

Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.

 Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Τούρκοι αλεξιπτωτιστές στον ουρανό της Κύπρου  - Γενική επιστράτευση στην Ελλάδα

Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.

Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.

Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλος ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε… Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!» και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες.

Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.

Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.

Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο - 50 χρόνια με ένα τραύμα ανοιχτό

Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.

Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Η κατάληψη της Αμμοχώστου – Πρόσφυγες φεύγουν από τα σπίτια τους με τα κλειδιά στα χέρια

Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο παραβιάζοντας κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, περιλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Την πρώτη αυτή φάση της παράνομης τουρκικής εισβολής ακολούθησε και δεύτερη φάση κατά την οποία καταλήφθηκε η πόλη της Αμμοχώστου. Η Τουρκία έθεσε υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή πέραν του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα.

Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους.

Μέχρι το τέλος του έτους 1975, η συντριπτική πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την νόμιμη κυβέρνηση, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής πολιτικής της Τουρκίας,  στο υπό τουρκική κατοχή έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

20.000 Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες επέλεξαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους παρά την τουρκική κατοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς που παρέμειναν, κυρίως στη χερσόνησο της Καρπασίας υποχρεώθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων και  Μαρωνιτών που ζουν σήμερα σ’ αυτή την περιοχή έχει μειωθεί στους 300. Η δραματική μείωση του αριθμού των εγκλωβισμένων καθίσταται πιο συγκλονιστική αν λάβει κανείς υπόψη τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Βιέννη στις 2 Αυγούστου 1975, με την οποία η τουρκική πλευρά αναλάμβανε να παράσχει στον εγκλωβισμένο πληθυσμό «κάθε βοήθεια για να διάγει ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για την παιδεία και για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων του, καθώς και ιατρική περίθαλψη από δικούς του γιατρούς και ελευθερία διακίνησης στον βορρά». Παραβιάζοντας τα συμφωνηθέντα, σε πρακτικό επίπεδο, η τουρκική πλευρά υπέβαλλε τους εγκλωβισμένους σε συνεχή παρενόχληση, περιορισμούς στη διακίνηση, άρνηση πρόσβασης σε επαρκή ιατρική φροντίδα, άρνηση επαρκών εκπαιδευτικών διευκολύνσεων, ιδιαίτερα πέραν της στοιχειώδους εκπαίδευσης, περιορισμούς του δικαιώματος χρήσης της ακίνητης περιουσίας τους και περιορισμούς της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών δικαιωμάτων τους. Επρόκειτο, συνεπώς, για μια σκόπιμη πολιτική εθνικού ξεκαθαρίσματος, που ανάγκαζε τους εγκλωβισμένους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Θα μπορούσε να αποτραπεί η τουρκική εισβολή του 1974 ή ήταν «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»;

Ο Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου σε συνέντευξή του στον Reporter της Κύπρου σημειώνει ότι το ζήτημα της αποτροπής της τουρκικής εισβολής είναι σύνθετο. «Είναι σχεδόν βέβαιο ότι εάν η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς τον Ιούλιο του 1974 είχε επανδρώσει με τον απαιτούμενο τρόπο την αμυντική γραμμή και είχε εφαρμόσει τα προβλεπόμενα Σχέδια Αμύνης, η τουρκική απόβαση κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύγχανε. Ή, τέλος πάντων, θα έπρεπε να περάσουν πολλές μέρες ώστε να επιτευχθεί το αρχικό προγεφύρωμα του πρωινού της 20ης Ιουλίου και η κατάληψη της Κερύνειας, το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου 1974», αναφέρει.

Προσθέτει, εξάλλου, ότι και η καθυστέρηση στην τουρκική προέλαση κάτω από τις πιο αντίξοες και αρνητικές περιστάσεις για την ε/κ πλευρά αποδεικνύει και τις μεγάλες εχθρικές στρατιωτικές αδυναμίες και ελλείψεις.

Πόσο διαφορετικά θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν η Ελλάδα έστελνε βοήθεια;

Στο ερώτημα κατά πόσο διαφορετικά θα εξελίσσονταν τα πράγματα επί του κυπριακού εδάφους εάν η Ελλάδα, που βρισκόταν υπό στρατιωτική δικτατορία από το 1967, έστελνε στα αμυνόμενα στρατεύματα στην Κύπρο εναντίον της τουρκικής επίθεσης τα προβλεπόμενα από τα αμυντικά σχέδια πολεμικά αεροσκάφη και επέτρεπε στα δύο υποβρύχια του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού να πλήξουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο στα ανοικτά της Κερύνειας ο κ. Παπαπολυβίου ανέφερε: «Ουδείς γνωρίζει εάν θα προκαλείτο τότε Ελληνοτουρκικός πόλεμος, όπως ισχυρίστηκαν, ή φοβούνταν τότε κάποιοι στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα, οι οποίοι δεν είχαν ανάλογες αναστολές ή προβληματισμούς, όταν, με αδιανόητη ελαφρότητα και απερισκεψία, διέταξαν την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου».

Επιπλέον, σημειώνει ότι το 1974 στο ελληνοτουρκικό ισοζύγιο των ενόπλων δυνάμεων η πλάστιγγα ήταν πιο ευνοϊκή υπέρ της Ελλάδας από ό,τι μερικές δεκαετίες αργότερα, ενώ αντίστοιχο πλεονέκτημα υπήρχε και στην Κύπρο υπέρ της ελληνικής κυπριακής πλευράς πριν από την εισβολή.

Ωστόσο, ο Δρ Παπαπολυβίου σημειώνει ότι, εάν δεν γινόταν το 1974 η τουρκική εισβολή, πιθανότατα να πραγματοποιούνταν μερικά χρόνια αργότερα, για την υλοποίηση των τουρκικών στρατηγικών στόχων στο Κυπριακό, αναφέροντας, ωστόσο, ότι «δεν μπορεί να το προεξοφλήσει κανένας αυτό ή να είναι σίγουρος ότι θα υπήρχαν ξανά οι ευνοϊκές συνθήκες για την Τουρκία που δημιουργήθηκαν το καλοκαίρι του 1974».

 Ποιες ήταν οι ευθύνες των Κυπρίων;

Ο Καθηγητής Ανέφερε στον Reporter ότι θεωρεί «ηθικά, νομικά και πολιτικά απαράδεκτο το γεγονός ότι δεν διώχθηκαν ποινικά όσοι βαρύνονται με διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στις ημέρες της πολεμικής περιόδου αλλά και στο κατοπινό διάστημα, όπως ομαδικές ή μεμονωμένες εκτελέσεις αμάχων ή στρατιωτών, κακοποιήσεις αιχμαλώτων, βιασμούς, κ.ά.». Σημείωσε ότι το ίδιο θα έπρεπε να γίνει και για τις εκτελέσεις, αντίστοιχα, «αθώων, ανυπεράσπιστων και ανύποπτων Ε/κ ή Τ/κ κατά το 1963-1964, ή Ε/κ που έχασαν αναίτια τη ζωή τους κατά το διάστημα της δολοφονικής δράσης της ΕΟΚΑ Β, στα έτη 1972-1974».

«Ήταν ένας κύκλος αίματος που έμεινε ατιμώρητος με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, η μεν τουρκική προπαγάνδα να οργιάζει και σε δεύτερο επίπεδο να διαβάζουμε σήμερα κείμενα Ε/κ που υιοθέτησαν, αφομοίωσαν, και αναπαράγουν σε τερατώδη βαθμό τους ανυπόστατους ισχυρισμούς του τουρκικού αφηγήματος, ή στην καλύτερη περίπτωση συμψηφίζουν τα μεν και τα δε», ανέφερε, σημειώνοντας ότι είναι το ίδιο τουρκικό αφήγημα, που, όχι μόνο αρνείται για ένα και πλέον αιώνα να αναγνωρίσει την αρμενική γενοκτονία, αλλά τη φορτώνει στους Αρμενίους.

Ως προς την προηγηθείσα περίοδο, ανέφερε ότι είναι προφανές ότι η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, στα τέλη του 1967, απογύμνωσε την άμυνα της Κύπρου και ήταν ένα κομβικό σημείο για την περαιτέρω ανάπτυξη των τουρκικών σχεδιασμών για εισβολή στο νησί. «Ήταν μια ακατανόητη επιλογή της χούντας των συνταγματαρχών μερικούς μήνες μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας και είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στις ελάχιστες προσωπικότητες που δικαιολόγησαν την απόσυρση, αμφισβητώντας την αμυντική ισχύ και τον ρόλο της «Μεραρχίας», ήταν ο Παναγιώτης Πιπινέλης, πριν το 1974 και ο διπλωμάτης Άγγελος Βλάχος, πολύ αργότερα, ακόμη και στη δεκαετία του 1980», σημειώνει.

Από εκεί και πέρα, κατέληξε ο Δρ Παπαπολυβίου, η υπόσκαψη της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τους χουντικούς αξιωματικούς, και η ανοικτή εχθρότητα προς το πρόσωπό του, πέρα από τις επιπτώσεις στο εσωτερικό μέτωπο είχαν και σημαντικές αρνητικές αλυσιδωτές επιπτώσεις στην άμυνα της Κύπρου, εξαιτίας της καχυποψίας και της έλλειψης εμπιστοσύνης.

Τι ακολούθησε μετά την τουρκική εισβολή;

 H Τουρκία εφάρμοσε από το 1974 συστηματική πολιτική εποικισμού του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου με μαζική μεταφορά πέραν των 160000 Τούρκων εκ Τουρκίας με στόχο την  αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα και  αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί . Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων κατοίκων της περιοχής, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των γεωγραφικών τοπωνυμίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε  ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου που υπήρχε για αιώνες και εν τέλει στην τουρκοποίηση της περιοχής. Στοχεύει επίσης στην αλλαγή του ισοζυγίου δυνάμεων και του κοινωνικού ιστού στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με την πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης. Με τη μαζική δε μετανάστευση Τουρκοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ο ολικός αριθμός των Τούρκων στρατιωτών και εποίκων είναι τώρα μεγαλύτερος από τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους.

Σε πλήρη συνάρτηση με τον δεδηλωμένο στόχο της Τουρκίας για διχοτόμηση και εθνικό διαχωρισμό στο νησί, στις 15 Νοεμβρίου 1983 το κατοχικό καθεστώς προχώρησε σε μονομερή αποσχιστική ανακήρυξη της ούτω καλούμενης «Τουρκικής δημοκρατίας της βορείας Κύπρου», πράξη η οποία καταδικάστηκε από την διεθνή κοινότητα ως παράνομη και νομικά άκυρη. Συγκεκριμένα το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με το ψήφισμα 541(1983) αποδοκίμασε την ανακήρυξη αυτή, τη χαρακτήρισε νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκληση της.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ανησυχώντας σοβαρά λόγω των περαιτέρω αποσχιστικών ενεργειών στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες παραβίαζαν το ψήφισμα 541 (1983), δηλαδή, τη δήθεν ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ της Τουρκίας και της νομικά άκυρης οντότητας και τη μελετώμενη διεξαγωγή «συνταγματικού δημοψηφίσματος» και «εκλογών», καθώς και λόγω άλλων ενεργειών που αποσκοπούσαν στην περαιτέρω παγίωση της διαίρεσης της Κύπρου και των τότε απειλών για παράνομο εποικισμό των Βαρωσίων, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 550(1984) με το οποίο επαναβεβαίωσε το ψήφισμα 541 (1983) και  επανέλαβε την έκκλησή του προς όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν την οντότητα που εγκαθιδρύθηκε με τις αποσχιστικές ενέργειες και παράλληλα τα κάλεσε να μη διευκολύνουν ή με οποιονδήποτε τρόπο βοηθήσουν την αποσχιστική οντότητα. Ταυτόχρονα το Συμβούλιο Ασφαλείας  χαρακτήρισε τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από πρόσωπα άλλα από τους νόμιμους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζήτησε τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.

 Από ανθρωπιστική άποψη, η πιο τραγική συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι οι αγνοούμενοι. Κατά και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του τουρκικού στρατού. Επιπρόσθετα, πάνω από 2.000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα και κρατηθεί σε  φυλακές στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους.

 Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα θεάθηκαν για τελευταία φορά εν ζωή στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των παραστρατιωτικών ομάδων, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής.

Με πληροφορίες από το Κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών/ Σαν Σήμερα