Κοσμος

Τζέι Ντι Βανς: Αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου;

Στο βιβλίο του επιτυγχάνει, παρά την ταπεινή καταγωγή του, να αποκτήσει τα εφόδια για μια άνετη ζωή, όμως πόσο εφικτό είναι κάτι τέτοιο για την πλειονότητα των φτωχών, λευκών Αμερικανών εργατικής τάξης;

Εύα Στάμου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζέι Ντι Βανς: Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, το βιβλίο του «Το τραγούδι του Χιλιμπίλη» και το αμερικανικό όνειρο

Η επιλογή από τον Τραμπ του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς ως αντιπροέδρου δεν φαίνεται να προκάλεσε μεγάλη έκπληξη σε όσους έχουν παρακολουθήσει την πορεία του 39χρονου Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή από το Οχάιο.

Ο Βανς το 2016 κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του διεθνούς αναγνωστικού κοινού με την έκδοση του βιβλίου του Hillbilly Elegy. Το βιβλίο έκανε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες -στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα με τον τίτλο «Το τραγούδι του Χιλιμπίλη»- και το 2020 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

Ο ήρωας της ιστορίας του βιβλίου είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Τζέιμς Ντέβιντ Βανς, που εξιστορεί την ζωή του στην Μιντλτάουν του Οχάιο, όπου γεννήθηκε, και στο Τζάκσον Κεντάκυ, τόπο καταγωγής τής οικογένειας της μητέρας του. Πρόκειται για τις αναμνήσεις του από μια δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία, γεμάτη αστάθεια, εγκατάλειψη και βία.

Οι Χιλμπίληδες είναι οι φτωχοί, λευκοί Αμερικάνοι της εργατικής τάξης, σκωτοϊρλανδικής καταγωγής που διαβιούν σε αχανείς, αγροτικές εκτάσεις μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Πρόκειται για μια κοινότητα κλειστή, ξενοφοβική και σεξιστική, όπου επικρατεί έντονα το θρησκευτικό συναίσθημα - με κυρίαρχο τον Ευαγγελικό Προτεσταντισμό- και που εδώ και δεκαετίες μαστίζεται από τα προβλήματα της ανεργίας, των εθισμών, και της ενδοοικογενειακής βίας.

Στον πρόλογο του βιβλίου ο Βανς δηλώνει πως ο συγγραφικός στόχος του είναι να κατανοήσουν οι αναγνώστες πώς είναι να προέρχεσαι από ένα τόσο εξαθλιωμένο περιβάλλον. «Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν τι συμβαίνει στη ζωή των φτωχών, και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η πνευματική και υλική ανέχεια πάνω στα παιδιά μας. Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν πώς νιώσαμε η οικογένειά μου κι εγώ το Αμερικάνικο Όνειρο».

Ο πρωταγωνιστής, δηλαδή ο Βανς, επιτυγχάνει, παρά την ταπεινή καταγωγή του, να αποκτήσει πανεπιστημιακή μόρφωση αποφοιτώντας από τη Νομική Σχολή του Γιέιλ, και τα εφόδια που θα του διασφαλίσουν μια άνετη ζωή— όμως πόσο εφικτό είναι κάτι τέτοιο για την πλειονότητα των φτωχών, λευκών Αμερικανών εργατικής τάξης;

Μπορεί στο βιβλίο η καταγραφή προσωπικών αναμνήσεων να υποστηρίζεται από την έκθεση κοινωνιολογικών, ιστοριογραφικών, ακόμη και μακροοικονομικών δεδομένων -και σίγουρα το αποτέλεσμα του συνδυασμού βιογραφίας και κοινωνικών επιστημών προσδίδει στο έργο του ξεχωριστό ενδιαφέρον-, αλλά το παραπάνω ερώτημα δεν λαμβάνει απάντηση.

Η προσέγγιση του Βανς παραμένει απλουστευτική καθώς οι διαχρονικές ευθύνες τόσο της πολιτειακής όσο και της ομοσπονδιακής διακυβέρνησης συστηματικά υποτιμώνται. Ο Βανς θεωρεί ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι επαρκές και σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται για την αδιαφορία, την οκνηρία ή τις απουσίες των μαθητών που διαβιούν υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες— για όλα αυτά, σύμφωνα με τον συγγραφέα, φταίνε αποκλειστικά οι διαλυμένες, ευθυνοφοβικές, δυσπροσάρμοστες οικογένειες των μαθητών.

Ο συγγραφέας επιρρίπτει το μεγαλύτερο βάρος των ευθυνών στους ίδιους τους Χιλμπίληδες που δεν δείχνουν συχνά την απαραίτητη θέληση να αλλάξουν τη ζωή τους, αποφεύγουν τη σκληρή εργασία και επαφίονται στην βοήθεια της Κρατικής Πρόνοιας για να επιβιώσουν. Ο ίδιος άλλωστε θεωρεί ότι απέδειξε πως αν κάποιος εργαστεί σκληρά και πραγματικά το επιθυμεί, μπορεί να ξεφύγει από αυτή την άθλια ζωή και να αποκτήσει σταδιακά όλα όσα χρειάζεται για να εξασφαλίσει μια ευτυχισμένη καθημερινότητα.

Η έμφαση που αποδίδεται στην προσωπική ιστορία τού Βανς αφήνει στη σκιά ζητήματα κάπως πιο περίπλοκα, που αφορούν τις δομικές δυσκολίες μετάβασης μιας ολόκληρης κοινότητας σε διαφορετική κοινωνικοοικονομική κατηγορία, κάτι που δεν φαίνεται να απασχολεί τους ένθερμους υποστηρικτές του γερουσιαστή.

Ο Βανς μπορεί να ξέφυγε από την ανέχεια και να ανήλθε κοινωνικά αλλά παρέμεινε συντηρητικός και βαθιά θρησκευόμενος, αναπαράγοντας κάποιες από τις πεποιθήσεις των λευκών ψηφοφόρων εργατικής τάξης του Τραμπ, όπως την άποψη ότι η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί απειλή για τον πλανήτη και συνεπώς δεν έχουμε αφενός ανάγκη την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, αφετέρου δεν υπάρχει λόγος να τα βάζουμε με τις βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων.

Στην εξωτερική πολιτική ο Βανς παρουσιάζεται οριακά εχθρικός προς την Ευρώπη, δηλώνοντας πως τα μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να σταματήσουν να στηρίζονται στις ΗΠΑ και πως υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα στην εξωτερική πολιτική της Αμερικής από τις εξελίξεις των πολεμικών συγκρούσεων Ρωσίας-Ουκρανίας.

Πρόκειται για μια πολιτική γραμμή εναρμονισμένη πλήρως με τον τρόπο σκέψης- αλλά και τις φοβίες – των πιστών ψηφοφόρων του Τραμπ των μεσοδυτικών πολιτειών που ούτε είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις της έκβασης του πολέμου στην Ουκρανία τόσο για την Ευρώπη όσο και για την ίδια την Αμερική, ούτε πιστεύουν ότι τους αφορά οτιδήποτε συμβαίνει πέρα από τα όρια της Πολιτείας στην οποία ζουν.

Όσο επιζήμια και αν είναι η πολιτική στάση του Βανς για το μέλλον της δημοκρατίας στην Αμερική, όσα κοινωνικά και πολιτισμικά δεινά και αν προμηνύει η εκλογή του, βραχυπρόθεσμα η επιλογή του Τραμπ φαίνεται ιδιαίτερα εύστοχη, αφού για τους πιστούς ψηφοφόρους του, τους λευκούς εργάτες και αγρότες της Πενσυλβάνια, του Μίσιγκαν, του Γουισκόνσιν, της Μινεσότα και του Οχάιο, ο γερουσιαστής Τζέι Ντι Βανς αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου.