Κοσμος

Απόπειρα δολοφονίας Τραμπ: ο οιωνός μιας αμερικανικής –και δυτικής– τραγωδίας

Άμεση ανάλυση: Πώς φτάσαμε να μην εκπλησσόμαστε από το αδιανόητο, τη στιγμή που οι εχθροί της Δύσης πανηγυρίζουν

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Απόπειρα δολοφονίας Ντόναλντ Τραμπ - Άμεση ανάλυση: Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα και το επίπεδο της τοξικότητας στην οποία έχει φτάσει

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως, οπουδήποτε στη Δύση, η δολοφονία ενός πολιτικού προσώπου, ενός πρώην επικεφαλής κράτους, και ενός υποψηφίου για το ανώτατο αξίωμα της χώρας του, είναι ανεπίτρεπτη, χωρίς αστερίσκους και περιστροφές. Προφανώς ο Ντόναλτ Τραμπ αποτελεί τον πλέον πολωτικό αξιωματούχο, ωστόσο η απόπειρα της δολοφονίας του δεν δικαιολογείται ηθικά σε απολύτως καμία περίπτωση, ό,τι ιδέες και να εκφράζει, όποιες πολιτικές και να εφάρμοσε ή να επιθυμεί να εφαρμόσει εκ νέου – και η σχετική συζήτηση, σε οποιαδήποτε δημοκρατία, τελειώνει εκεί.

Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, η απίστευτη τύχη του Ντόναλτ Τραμπ –ο οποίος για ελάχιστα χιλιοστά θα μπορούσε να είναι νεκρός– αποτελεί τη μεγαλύτερη ευκαιρία για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα ώστε να αναλογιστεί σχετικά με το επίπεδο της τοξικότητας στην οποία έχει φτάσει. Οι ΗΠΑ σήμερα είναι πιο διχασμένες από ποτέ, και ευθύνη για αυτή την εξαιρετικά ζοφερή – και παραλίγο μοιραία – πραγματικότητα έχει τόσο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όσο και ο αμερικανικός φιλελευθερισμός, όπως αυτός εκφράζεται τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης.

Αμερικανική πολιτική: Δεκαπέντε χρόνια στροφής προς τον υπέρ-συντηρητισμό

Όσοι παρακολουθούσαν την αμερικανική πολιτική σκηνή ήδη από τα τέλη των 00s, θα θυμούνται τη γένεση του κινήματος Tea Party, το οποίο διογκώθηκε απότομα στη δεξιά πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Αρχικά, το Tea Party είχε αμιγώς οικονομικά χαρακτηριστικά, καθώς οι υποστηρικτές του εναντιώνονταν κάθετα στην οικονομική πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα – ο οποίος είχε εκλεγεί Πρόεδρος το 2008 – ωστόσο σύντομα απέκτησε υπερσυντηρητικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η υποψηφιότητα του μετριοπαθούς Ρεπουμπλικάνου, Mitt Romney, για την αμερικανική προεδρία το 2012 φάνηκε να αποδεικνύει πως το Tea Party αποτελούσε απλώς ένα ακραίο μειοψηφικό ρεύμα στα δεξιά του κόμματος, ωστόσο η ήττα του από τον Obama άνοιξε διάπλατα τον χώρο για τη διόγκωση των ιδεών του αμερικανικού υπερσυντηρητισμού. Το κίνημα του Τραμπ, “Make America Great Again”, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη ρητορική του Tea Party, υιοθετώντας τη ρητορική του “America First” σε κάθε επίπεδο. Από το 2016 μέχρι και σήμερα, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μετατραπεί στον μοναδικό ιδεολογικό εκφραστή των Ρεπουμπλικάνων, οδηγώντας το κόμμα του σε μια στροφή προς τον κοινωνικό υπερσυντηρητισμό, και υιοθετώντας μια πολεμική ρητορική απέναντι σε οποιοδήποτε πρόσωπο και μέσο εναντιώνεται στις θέσεις τις οποίες πρεσβεύει.

Η διόγκωση του συγκεκριμένου ιδεολογικού ρεύματος αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη πρωτοφανών γεγονότων για τη σύγχρονη αμερικανική πολιτική ιστορία. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις εξεγέρσεις του Charlottesville το 2017, όπου συναντήθηκαν – και συνασπίστηκαν – στελέχη ακροδεξιών οργανώσεων, και συγκρούστηκαν με φιλελεύθερους πολίτες της περιοχής, αλλά και τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, όταν οι πιστοί οπαδοί του Τραμπ επιτέθηκαν στο Καπιτώλιο ώστε να εμποδίσουν την επισημοποίηση της ήττας του στις εκλογές του 2020. Και στις δύο αυτές τρανταχτές περιπτώσεις, ο Τραμπ δε φρόντισε να αποστασιοποιηθεί άμεσα και κάθετα ώστε να μην αποξενώσει το συγκεκριμένο τμήμα της πολιτικής του βάσης, γεγονός που του απέδωσε την ευθύνη του ηθικού αυτουργού στα μάτια της πλειοψηφίας της αμερικανικής κοινωνίας. Δεδομένα, η επιμονή του Τραμπ πως ο Τζο Μπάιντεν του έκλεψε την Προεδρία το 2020 αποτέλεσε μια εξαιρετικά διχαστική δυναμική για την αμερικανική κοινωνία, καθώς η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του δεν αναγνώρισε ποτέ τη νίκη του Μπάιντεν, ποτίζοντας με δηλητήριο τον πολιτικό διάλογο τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, όσο και στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και την ευρύτερη καθημερινότητα.

Αρκεί να σημειωθεί πως στις εκλογές του 1960, ο Ρίτσαρντ Νίξον αρνήθηκε να μην αναγνωρίσει τη νίκη του Τζον Κέννεντι – παρά τις πιέσεις που δεχόταν – αν και υπήρχαν σαφείς ενδείξεις πως ο υποψήφιος Αντιπρόεδρος του δεύτερου, Λίντον Τζόνσον, είχε διαπράξει νοθεία στο Τέξας, κερδίζοντας την πολιτεία οριακά υπέρ των Δημοκρατικών, και εξασφαλίζοντας την προεδρία. Ο Νίξον τότε είχε πει πως η αμφισβήτηση του αποτελέσματος θα έπληττε τις ΗΠΑ σε κάθε επίπεδο· ο Τραμπ έκανε ακριβώς το αντίθετο, φανατίζοντας τους οπαδούς του, αποξενώνοντας τα μετριοπαθή στελέχη του κόμματος του, και δίνοντας στους αντιπάλους του τη δυνατότητα να τον χαρακτηρίζουν φασίστα σε κάθε ευκαιρία.

Η παράδοση των Δημοκρατικών στην πολιτική ορθότητα

Τα πεπραγμένα – και οι ευθύνες – της θητείας Τραμπ είναι γνωστά, και δεδομένα τόσο ο ίδιος, όσο και η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος έχουν σημαντικές ευθύνες για τη ραγδαία αύξηση της τοξικότητας στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η άλλη πλευρά του αμερικανικού πολιτικού συστήματος δεν είναι άμοιρη ευθυνών· ακριβώς το αντίθετο. Ήδη κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Ομπάμα, οι Δημοκρατικοί έκαναν μια σαφή στροφή προς τα αριστερά, όχι τόσο σε οικονομικό, αλλά σε πολιτισμικό επίπεδο, αγνοώντας πλήρως τις όποιες συνέπειες μπορεί να είχε η συγκεκριμένη στρατηγική επιλογή. Πριν τις εκλογές του 2016, το ζήτημα της επιλογής της τουαλέτας την οποία θα έπρεπε να επιλέγουν τα μέλη της trans κοινότητας είχε αναχθεί σε υπαρξιακό ζήτημα στον δημόσιο διάλογο· προφανώς τα μέλη κάθε κοινότητας έχουν ίσο δικαίωμα συμμετοχής και συμπερίληψης στην πολιτική ζωή κάθε χώρας, ωστόσο η ρητορική υπερβολή, αλλά και τα ηθικοπλαστικά διλλήματα τα οποία ακολούθησαν οτιδήποτε είχε να κάνει με την LGBTQ+ κοινότητα στις ΗΠΑ, αποξένωσαν βίαια τα συντηρητικά μέλη του εκλογικού σώματος. Οι Δημοκρατικοί έκαναν το λάθος να θεωρήσουν πως τα κοινωνικά ζητήματα τα οποία απασχολούν τις φιλελεύθερες αμερικανικές ακτές ήταν τόσο σημαντικά ώστε να αγνοήσουν την απέχθεια την οποία προκαλούσαν στην αμερικανική ενδοχώρα, αντιμετωπίζοντας τους συντηρητικούς ψηφοφόρους με υπεροψία.

Εξάλλου, η φράση της αντιπάλου του Τραμπ το 2016, Χίλαρι Κλίντον, πως οι υποστηρικτές του αντιπάλου της ήταν απλώς ένα “basket of deplorables” – δηλαδή «ένα καλάθι αξιοθρήνητους» – συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική αποστασιοποίηση των Δημοκρατικών από μια διαρκώς πιο φανατισμένη μερίδα του αμερικανικού εκλογικού σώματος, η οποία έβλεπε τις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες να συνθλίβονται στο όνομα των δικαιωμάτων μιας εχθρικής, για εκείνους, μειοψηφίας. Προφανώς, τα χρόνια ζητήματα της αμερικανικής κοινωνίας όπως το δικαίωμα στην έκτρωση, ο φυλετικός ρατσισμός, και η αντιμετώπιση των παράνομων μεταναστών, φιλτραρίστηκαν όλα μέσα από το πολιτισμικό χάσμα το οποίο διογκώθηκε απότομα κατά τη διάρκεια των 2010s. Όμως, το κρίσιμο στοιχείο είναι πως απέναντι στις άναρθρες – αλλά συνεχώς πιο δυνατές – κραυγές του αμερικανικού υπερσυντηρητισμού, οι Δημοκρατικοί απαντούσαν με τις δικές τους, αντί να υιοθετήσουν ένα μετριοπαθές δόγμα σε ό,τι αφορά την πολιτισμική σύγκρουση της αμερικανικής κοινωνίας. Τίποτα δε συνοψίζει περισσότερο την παράδοση των Δημοκρατικών στην υστερία της πολιτικής ορθότητας από το γεγονός πως ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε ως Αντιπρόεδρο του την Κάμαλα Χάρις, με μοναδικά κριτήρια το φύλο της, αλλά και την εθνική της καταγωγή. Όπως κανείς εντός των Ρεπουμπλικάνων δεν τόλμησε να αντισταθεί στον ασπασμό του ανερυθρίαστου υπερσυντηρητισμού  από τον Τραμπ τα τελευταία χρόνια, έτσι και όποιος τολμούσε να εναντιωθεί στην αναγωγή της πολιτικής ορθότητας ως αξιακό άξονα των Δημοκρατικών, εξοστρακιζόταν τόσο από το κόμμα, όσο και – πολύ συχνά – από τα μεγάλα αμερικανικά μέσα.

Σε αυτό το κλίμα, ο Τραμπ σαφώς μετετράπηκε στα μάτια των Δημοκρατικών ως ο διάβολος επί της γης, όχι απλώς επειδή εξέφραζε όσα το διαρκώς κοινωνικά αριστερότερο Δημοκρατικό κόμμα απεχθανόταν, αλλά και επειδή το δικό του υπερσυντηρητικό αφήγημα δεν αφορούσε μια μίζερη μειοψηφία, αλλά τον είχε ήδη φέρει μια φορά στον Λευκό Οίκο – και φαίνεται πως θα το κάνει ξανά. Θέτοντας το διαφορετικά, στην υπερσυντηρητική στροφή του νέου Ρεπουμπλικανικού κόμματος, οι Δημοκρατικοί απάντησαν με τον ίδιο τρόπο, διχάζοντας και εκείνοι από την πλευρά τους την αμερικανική κοινωνία.

Η απόπειρα δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ και η ευκαιρία για ένα hard reset της αμερικανικής πολιτικής

Η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ αποτελούν τη σπουδαιότερη χώρα του κόσμου. Ο αμερικανικός εξαιρετισμός ήταν, είναι, και θα παραμείνει η σημαντικότερη κοινωνική και αξιακή δυναμική εντός της αμερικανικής κοινωνίας από το 1776 μέχρι και σήμερα, και αυτό θα συνεχίσει να ισχύει όσα χρόνια και αν περάσουν· από τον Μπέρνι Σάντερς μέχρι τον Ντόναλτ Τραμπ, το αμερικανικό πολιτικό προσωπικό θα εξακολουθήσει να επικαλείται αυτό το αξίωμα ώστε να στηρίξει τις θέσεις του και να χτίσει ένα πολιτικό αφήγημα νίκης. Όποιος έχει ζήσει στις ΗΠΑ το ξέρει πως η συγκεκριμένη πεποίθηση αποτελεί ίσως τη μόνη σταθερά σε μια διαρκώς πιο διχασμένη χώρα, αλλά και πως ακριβώς αυτή η πεποίθηση είναι εκείνη που φορτίζει τόσο πολύ την πολιτική ζωή της χώρας, σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ δεν αποτελεί ένα πρωτοφανές συμβάν στην αμερικανική ιστορία και να έχει δίκιο. Όμως, στο συνεχώς πιο τεταμένο διεθνές σύστημα, οι ΗΠΑ – και η Δύση – δεν έχουν τη δυνατότητα να κυλήσουν σε έναν βούρκο εσωστρέφειας και εμφυλιοπολεμικού πολιτισμικού διχασμού. Η πολιτική τοξικότητα της τελευταίας δεκαετίας έχει δεδομένα αποδυναμώσει τη διεθνή θέση των ΗΠΑ, με την υπόλοιπη Δύση να παρακολουθεί με αγωνία, και τους γεωπολιτικούς της εχθρούς με απόλυτη ευχαρίστηση. Τόσο ο Μπάιντεν, όσο και ο Τραμπ έχουν την ευθύνη να μετατρέψουν την απόπειρα δολοφονίας του δεύτερου σε ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των θέσεων τους ώστε να γεφυρώσουν το αξιακό χάσμα μεταξύ των κομμάτων τους, όσο αυτό είναι δυνατόν. 

Ό,τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, παπαγαλίζεται διεθνώς εδώ και δεκαετίες, ακριβώς επειδή η πολιτισμική ισχύς του αμερικανικού εξαιρετισμού έχει εξαχθεί σε καθολικό βαθμό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι υπερσυντηριτικές ακροβασίες, και η υστερία της πολιτικής ορθότητας, θα πρέπει να τελειώσουν άμεσα, όσο υπάρχει ακόμα καιρός. Οι ΗΠΑ το έχουν ανάγκη· η Δύση τις χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.