Κοσμος

Το κρίσιμο σταυροδρόμι του ΝΑΤΟ

Άμεση ανάλυση - Εβδομήντα-πέντε χρόνια μετά την ίδρυση του, το ΝΑΤΟ καλείται να επαναπροσδιορίσει τον αξιακό του άξονα

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

NATO: Οι δύο προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Βορειοατλαντική Συμμαχία, 75 χρόνια μετά την ίδρυσή της

Με τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον να έχει ολοκληρωθεί χωρίς το παραμικρό απρόοπτο, και παρά τις – περιορισμένες μεν, αλλά ενδεικτικές της ηλικίας του – λεκτικές ακροβασίες του Τζο Μπάιντεν, οι ηγέτες των κρατών-μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας μπορούν να επιστρέψουν σε θέματα εσωτερικής πολιτικής. Έχοντας ανανεώσει τη ρητορική του υπόσχεση στην υποστήριξη της Ουκρανίας απέναντι στη ρωσική εισβολή, ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος φαίνεται πως αποτελεί τη μόνη σημαντική πρόκληση για το ΝΑΤΟ, ειδικά από τη στιγμή που το σενάριο μιας νίκης της ακροδεξιάς στη Γαλλία αποφεύχθηκε, έστω και την τελευταία στιγμή.

Όμως, εξετάζοντας το θέμα από μια περισσότερο κοντινή ματιά, συνειδητοποιεί κανείς πως το ΝΑΤΟ βρίσκεται μπροστά σε δύο αλληλένδετες προκλήσεις υπαρξιακού επιπέδου: πρώτον, την πιθανή επανεκλογή του νέο-απομονωτιστή Ντόναλντ Τραμπ, και δεύτερον, το πάγιο – αλλά συνεχώς σημαντικότερο – ερώτημα της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας. Με τον Γενς Στόλτενμπεργκ να αποχωρεί από την ηγεσία της Ατλαντικής Συμμαχίας, η διαδοχή του από τον πρώην – πλέον - Ολλανδό Πρωθυπουργό, Μαρκ Ρούτε, αναμένεται να αποτελέσει την καθοριστικότερη συνθήκη τόσο στο άμεσο μέλλον, όσο και μακροπρόθεσμα για τον οργανισμό.

Δεύτερη φορά νέο-απομονωτισμός

Η πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο σημαδεύτηκε από μια σχεδόν δομική αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αν όχι τόσο σε πρακτικό, τότε σίγουρα σε ιδεολογικό επίπεδο. Ως άλλος – και σύγχρονος – Γουόρεν Χάρντιγκ και Κάλβιν Κούλιτζ, ο Τραμπ από την πρώτη στιγμή της προεδρίας του προσέγγισε τις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης με το προεκλογικό δόγμα που τον είχε φέρει στον Λευκό Οίκο εξαρχής, ασπαζόμενος πλήρως τις αρχές του “America First.” Αναλυτικότερα, ο Τραμπ αντιμετώπισε τόσο την ΕΕ, όσο και μεμονομένα τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – αλλά και εκείνες κρίσιμων συμμάχων των ΗΠΑ σε Ασία και Ωκεανία – με συναλλακτικό, αντί για αξιακό τρόπο, διαψεύδοντας τις σταθερές που είχαν τιμήσει όλοι οι προκάτοχοί του, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Από το δόγμα του τραμπικού νέο-απομονωτισμού δε θα μπορούσε φυσικά να εξαιρεθεί το ΝΑΤΟ· εξάλλου, στα μέσα της θητείας του, ο Τραμπ είχε αφήσει να εννοηθεί πως  θα αποσύρει τις ΗΠΑ από την Ατλαντική Συμμαχία, αφήνοντας την επί της ουσίας ακέφαλη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τραμπ είχε προχωρήσει και σε σειρά πρωτοφανών – για τα δεδομένα της αμερικανικής προεδρίας – χαρακτηρισμών εναντίον των ευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ, πλήττοντας ακόμα τις – ήδη διαταραγμένες, σε εμπορικό επίπεδο – σχέσεις του με την ηγεσία της ΕΕ.

Με αυτά τα δεδομένα, η ανακούφιση την οποία ένιωσαν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ – με ορισμένους ηγέτες μάλιστα να την εκφράζουν δημοσίως – όταν ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε τις εκλογές του 2020 μπορεί εύλογα να κατανοηθεί. Υπενθυμίζεται εξάλλου πως, παρότι ο Μπάιντεν δεν επικράτησε του Τραμπ με πρόσταγμα την εντελώς διαφορετική οπτική σε ό,τι αφορά τον ρόλο των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, ο ίδιος είχε ταχθεί υπέρ της στενότερης δυνατής διατλαντικής συενργασίας σε στρατηγικό και αμυντικό επίπεδο, σε μια προσέγγιση που τελικά εφάρμοσε με σημαντική επιτυχία σε ό,τι αφορά τον ρώσο-ουκρνανικό πόλεμο. Ωστόσο, η σημερινή αποκαρδιωτική εικόνα του – εξαιρετικά καταβεβλημένου τόσο σωματικά, όσο και πνευματικά –  Μπάιντεν, έχει συντελέσει καθοριστικά στην αύξηση της διαφοράς υπέρ του Τραμπ περίπου στο 6%, με τους συμμάχους των ΗΠΑ να ετοιμάζονται πλέον για το ενδεχόμενο της επιστροφής του πρώην Ρεπουμπλικάνου Προέδρου στον Λευκό Οίκο. Από την πλευρά του, ο Τραμπ σήμερα εμφανίζεται κάπως περισσότερο μετρημένος στις δηλώσεις του σχετικά με το ΝΑΤΟ, ωστόσο σε κάθε ευκαιρία χαρακτηρίζει τα κράτη-μέλη του οργανισμού τα οποία αποτυγχάνουν συστηματικά να επενδύσουν το 2% του ΑΕΠ τους στον τομέα της άμυνας ως freeloaders, τονίζοντας πως οι ΗΠΑ έχουν αδικηθεί σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή τους – αλλά και την ηγεσία τους – εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η – διαρκώς πιθανότερη – επανεκλογή του Τραμπ φαίνεται πως θα ταυτιστεί με την  εκ νέου ψύχρανση των διατλαντικών σχέσεων, σε έναν πολιτικό χρόνο όμως που η πρακτική αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ, αλλά και η ιδεολογική του ισχυροποίηση, αποτελούν απόλυτη αναγκαιότητα απέναντι στις περιφερειακές απειλές που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.  Τη στιγμή που Η ΕΕ καλείται να εξετάσει το ακανθώδες ζήτημα της ενταξιακής πορείας της Ουκρανίας εν καιρώ πολέμου, η υποβάθμιση των διατλαντικών σχέσεων θα αποτελέσει ένα πλήγμα για την Ευρώπη, η οποία έχει μάθει να υπάρχει – και να ενοποιείται – υπό την ασφάλεια της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας, από το 1949 μέχρι και σήμερα.

Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας

Βλέποντας την άλλη όψη του νομίσματος, η πιθανή επανεκλογή του Τραμπ – η οποία μάλιστα δε θα θεωρηθεί έκπληξη αυτή τη φορά, εφόσον συμβεί – θα αναγκάσει δεδομένα την ΕΕ να εξετάσει με ποιον τρόπο θα επιτύχει την – όσο το δυνατόν – ταχύτερη απεξάρτηση της από τις ΗΠΑ, τόσο σε στρατηγικό, όσο και αμυντικό επίπεδο. Ο εσχάτως πολτικά ταλαιπωρημένος Γάλλος Πρόεδρος, Emmanuel Macron, αποτέλεσε έναν εκ των προφητών της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας, και οι εξελίξεις σε ό,τι αφορά τόσο τον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, όσο και τη στροφή του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς τη Νότια Σινική Θάλασσα φαίνεται πως σήμερα τον δικαιώνουν. Σημαντικότερα, η ατέρμονη σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, η αναβάθμιση της στρατηγικής σημασίας της βαλτικής, η επιστροφή του Ντόναλντ Τουσκ στην πολωνική πρωθυπουργία, αλλά και η ένταξη τόσο της Φινλανδίας, όσο και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, έχουν δημιουργήσει ένα μομέντουμ το οποίο δε θα πρέπει να χαθεί σε καμία περίπτωση. Η ανάγκη της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας αποτελεί πλέον σχεδόν καθολική παραδοχή μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών-μελών, τη στιγμή που η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επιστρέφει στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κομισιόν προτάσσοντας ένα νέο, και εξαιρετικά πιο φιλόδοξο ευρωπαϊκό αμυντικό δόγμα, ως μια εκ των σημαντικότερων προτεραιοτήτων του επόμενου θεσμικού κύκλου της ΕΕ.

Φυσικά, το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δε μπορεί να είναι άλλο από την υλοποίηση του συγκεκριμένου δόγματος. Δεδομένα, η ΕΕ ούτε μπορεί να αναπτυχθεί τόσο γρήγορα στο συγκεκριμένο επίπεδο ώστε να μην έχει ανάγκη τις ΗΠΑ, ούτε επιθυμεί μέσω της ενίσχυσης της αμυντικής της αυτονομίας να πλήξει εκείνη τις διατλαντικές σχέσεις· σε βάθος χρόνου, πολύ δύσκολα ΗΠΑ και η ΕΕ δε θα βρίσκονται σε τροχιά σύγκλισης σε ό,τι αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Δύση, ανεξαιρέτως της πιθανότητας επανεκλογής Τραμπ. Ωστόσο, οι προκλήσεις του τρέχοντος πολιτικού χρόνου παραμένουν, και η ΕΕ δεν έχει πλέον άλλη επιλογή από το να ενισχύσει την αμυντική και στρατηγική της επιρροή, ανάγοντας εαυτόν σε γεωπολιτική – πέρα από απλώς οικονομική – υπερδύναμη. Με αυτόν τον τρόπο, ακόμα και αν μεμονωμένα κράτη-μέλη εξακολουθούν να μην επενδύουν στον τομέα της άμυνας τόσο όσο ορίζει ο σχετικός κανονισμός του ΝΑΤΟ, δεδομένα θα έχουν ενισχύσει την Ατλαντική Συμμαχία τόσο σε επιχειρησιακό, όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Ο σπουδαιότερος λόγος για τον οποίο η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ είναι πως μέσα από αυτή τη – μακρά και δαιδαλώδη – διαδικασία, τα κράτη-μέλη της θα πετύχουν συλλογικά να εξισορροπήσουν την ισορροπία των δυνάμεων εντός του ΝΑΤΟ, και να αποδείξουν στην Ουάσιγκτον πως αποτελούν πιο αδύναμους μεν, αλλά εξισου σημαντικούς εταίρους· όχι freeloaders.

Το ΝΑΤΟ αποτελούσε πάντα ένα ευρωπαϊκό ζήτημα

Μπορεί το φιλελεύθερο όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης να είναι εκ προοιμίου μη εφαρμόσιμο – καθώς πάντα οι πολίτες της ΕΕ θα ταυτίζονται πρώτα με τη χώρα τους, και μετά με την ΕΕ – ωστόσο η ευρωπαϊκή ενοποίηση απαιτεί πλέον περισσότερη συνεργασία στον τομέα της άμυνας. Το χρέος – αλλά και η ευκαιρία – της Ευρωπαϊκής Κομισιόν πλέον είναι να αξιοποιήσει την απειλή του αμερικανικού νέο-απομονωτισμού ώστε να στρέψει το ΝΑΤΟ προς την Ευρώπη, την οποία εξάλλου ιδρύθηκε για να προστατεύει από την ΕΣΣΔ. Η διαφορά στον σημερινό πολιτικό χρόνο είναι πως την προστασία της Ευρώπης δε μπορεί – αλλά και δε θέλει – πλέον να την αναλάβει εξολοκλήρου η Ουάσιγκτον,  καθώς η μεγαλύτερη πρόκληση για το διεθνές σύστημα δεν είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα. Με τη Μόσχα να μην πρόκειται να αποσυρθεί από την Ουκρανία, αλλά και το ενδεχόμενο νέων περιφερειακών συγκρούσεων στην ευρύτερη ανατολική Ευρώπη να αποτελεί σταθερά, η ευκαιρία για την ΕΕ ώστε να περάσει στην επόμενη πίστα της ενοποίησης της είναι ακριβώς αυτή: η ενίσχυση της αμυντικής της αυτονομίας, και η ανάδειξη της σε ισότιμο εταίρο των ΗΠΑ εντός του ΝΑΤΟ. 

Παρά την καθηλωτική της οικονομική ισχύ, και τις συντριπτικές τις αποτρεπτικές δυνατότητες, η Δύση αποτελεί πρώτα απ’ όλα – έστω και αφηρημένα – μια αξιακή υπερδύναμη. Εφόσον ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η ενίσχυση του ιδεολογικού πυρήνα της Δύσης θα αποτελεί πλέον ευθύνη της ΕΕ. Κατά κάποιον τρόπο, η ενωμένη Ευρώπη δε θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει μια μεγαλύτερη ευκαιρία ώστε να μετατραπεί σε αυτό που μπορεί, μια ισότιμη γεωπολιτική υπερδύναμη, χρισμένη πάνω σε έναν μοναδικό και πανίσχυρο ιδεολογικό άξονα: την ενοποίησή της.