Κοσμος

Ημέρα Ανεξαρτησίας: Κινδυνεύει το «Δημοκρατικό πείραμα» των ΗΠΑ;

«Λοιπόν, Δόκτωρ, τι έχουμε; Δημοκρατία ή Μοναρχία;»

Νικόλας Μολφέτας
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη 248η επέτειο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις θέτουν εν αμφιβόλω τις αρχές της Αμερικανικής Επανάστασης

«Η ιστορία του σημερινού Βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας είναι μια ιστορία επανειλημμένων αδικιών και σφετερισμών, με άμεσο σκοπό την εγκαθίδρυση απόλυτης Τυραννίας σε αυτές τις Πολιτείες». Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, 4η Ιουλίου 1776

«Σε κάθε χρήση της επίσημης εξουσίας, ο Πρόεδρος είναι τώρα ένας βασιλιάς υπεράνω του νόμου». Δικαστής Σόνια Σοτομαγιόρ, στο σκεπτικό της μειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για την υπόθεση Τραμπ εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, 1η Ιουλίου 2024

Η πρόσφατη έκδοση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ σχετικά με το ζήτημα της προεδρικής ασυλίας, έχει προκαλέσει πολλά σχόλια για τον διαφαινόμενο κίνδυνο στη Δημοκρατία, ειδικά καθώς συνέπεσε χρονικά στην ίδια εβδομάδα με τη σημερινή επέτειο της Ημέρας Ανεξαρτησίας. Χαρακτηριστικά, ο τίτλος του κύριου άρθρου της ομάδας σύνταξης των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς την Τρίτη ήταν «Το Ανώτατο Δικαστήριο υπονόμευσε τη Δημοκρατία των ΗΠΑ», με το κείμενο να καταλήγει πως, παρόλο που η Αμερικανική Επανάσταση «έδωσε ώθηση σε ένα διεθνές κίνημα απομάκρυνσης από την τυραννία και προσέγγισης της δημοκρατίας και της λογοδοσίας», τώρα «οι συντηρητικοί δικαστές αποδυνάμωσαν έναν κεντρικό πυλώνα του Αμερικανικού συστήματος».

Στο ίδιο πνεύμα ήταν και το κύριο άρθρο της ομάδας σύνταξης των Νιου Γιορκ Τάιμς τη Δευτέρα, επισημαίνοντας πως «την ίδια ακριβώς εβδομάδα που το έθνος εορτάζει την ίδρυσή του, το δικαστήριο υπονόμευσε τον λόγο για την Αμερικανική Επανάσταση, δίνοντας στους Προέδρους αυτό που μια διαφωνούσα δικαστής αποκάλεσε “ζώνη χωρίς νόμους”, όπου μπορούν να δράσουν, κάνοντας ένα βήμα προς την αποκατάσταση της μοναρχίας που απέρριψε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας».

Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι, παρόλο που και οι δύο εφημερίδες (όπως και πολλές άλλες) αναφέρουν αρχικά τις άμεσες επιπτώσεις της απόφασης στις φετινές εκλογές, με τον εκμηδενισμό τής —ήδη μικρής— πιθανότητας να προχωρήσουν οι εκκρεμείς δίκες εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον Νοέμβριο, στη συνέχεια τονίζουν ότι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα της χώρας είναι πολύ σημαντικότερες.

Αντίστοιχα θορυβημένοι είναι και αρκετοί ακαδημαϊκοί, όπως ο Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, Έργουιν Τσεμερίνσκι, και η πολιτική επιστήμων του ίδιου πανεπιστημίου, Τέρι Μπάιμς, οι οποίοι θεωρούν ότι η απόφαση αλλάζει θεμελιωδώς την προεδρία, αυξάνοντας δραματικά την ισχύ της και καθιστώντας τη χώρα πιο ευάλωτη σε αυταρχικούς ηγέτες που θα μπορούσαν να αναζητήσουν την εξουσία με κάθε δυνατό τρόπο.

Tο δημοκρατικό «πείραμα» των ΗΠΑ

Πώς συνδέονται τα παραπάνω με την Ημέρα Ανεξαρτησίας; Αυτό που βλέπουμε συνήθως να αναφέρεται σε κάθε επέτειο είναι το απόσπασμα για το απαραβίαστο «δικαίωμα στη Ζωή, την Ελευθερία, και την επιδίωξη της Ευτυχίας», που είναι όντως μια από τις πιο επιτυχημένες και αξιομνημόνευτες φράσεις αυτού του ιστορικού κειμένου. Εξίσου σημαντική όμως είναι και η συνέχεια, που έβαλε τα θεμέλια για τη δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας — και για άλλες επαναστάσεις που ακολούθησαν, όπως η Γαλλική και η Ελληνική. Η Διακήρυξη λοιπόν αναφέρει ότι οι επαναστάτες δέχονται ως «αυταπόδεικτες αλήθειες»:

«Πως, για να εξασφαλιστούν αυτά τα δικαιώματα, ιδρύονται Κυβερνήσεις μεταξύ των Ανθρώπων, αντλώντας τις εύλογες εξουσίες τους από την συναίνεση των κυβερνώμενων. Πως, όποτε μια Μορφή Κυβέρνησης γίνεται καταστροφική για τους σκοπούς αυτούς, είναι Δικαίωμα του Λαού να την αλλάξει ή να την καταργήσει, και να εγκαταστήσει νέα Κυβέρνηση […]». (Από τη Βικιθήκη, μετάφραση: Σπύρος Αγγελόπουλος, Κωνσταντίνος Γιαννούλης, Λεωνίδας Ηρακλειώτης, Μάνος Μακράκης, Γιάννης Παπαδόπουλος και Χρήστος Σαμαράς).

Αυτή η «συναίνεση των κυβερνώμενων» από την οποία αντλούνται οι εξουσίες της κυβέρνησης, καθώς και το δικαίωμα του λαού να την αλλάξει, ήταν κάτι τόσο σπάνιο εκείνη την εποχή, που ο Τζορτζ Ουάσιγκτον χαρακτήρισε το σύστημα διακυβέρνησης που καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1789 ως «πείραμα που ανατέθηκε στα χέρια του αμερικανικού λαού» και «το τελευταίο μεγάλο πείραμα για την προώθηση της ανθρώπινης ευτυχίας». Αλλά ακόμα και 71 χρόνια αργότερα, στο ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου, ο Πρόεδρος Λίνκολν έγραφε σε μήνυμά του προς το Κογκρέσο για την επέτειο της 4ης Ιουλίου:

Η λαϊκή μας κυβέρνηση έχει συχνά αποκαλεστεί πείραμα. Δύο σημεία σε αυτό έχει ήδη καταφέρει ο λαός μας —την επιτυχή εγκαθίδρυση και την επιτυχή διαχείρισή του. Ένα ακόμα μένει — η επιτυχής διατήρησή του ενάντια σε μια δεινή προσπάθεια ανατροπής του.

Οι ιδρυτές της Αμερικανικής Δημοκρατίας, αλλά και οι διάδοχοί τους όπως ο Λίνκολν, έχοντας μελετήσει την ιστορία τόσο της Αρχαίας Ελλάδας όσο και της Ρώμης, γνώριζαν πολύ καλά ότι η Δημοκρατία είναι ευάλωτη στη διάβρωση από δημαγωγούς, λαϊκιστές, επίδοξους δικτάτορες, και τον όχλο. Έβλεπαν λοιπόν το νεοσύστατο αβασίλευτο κράτος τους ως ένα πρωτοποριακό πείραμα που δοκίμαζε στην πράξη τις ιδέες φιλοσόφων εκείνης της εποχής όπως ο Λοκ, ο Ρουσό και ο Μοντεσκιέ. Συγκεκριμένα, φρόντισαν να υπάρχει αυστηρή διάκριση των εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική), καθώς και ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (τα περίφημα «checks and balances») που θα εμπόδιζαν οποιονδήποτε επίδοξο δικτάτορα, ή οποιαδήποτε κλειστή ολιγαρχική ομάδα, να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο του κράτους.

Αμερικανικές εκλογές: «Έλεγχοι και ισορροπίες» έναντι απολυταρχισμού

Ποιοι είναι αυτοί οι έλεγχοι και οι ισορροπίες; Καταρχάς, ο Πρόεδρος ηγείται της κυβέρνησης και του στρατού, διορίζει δικαστικούς και μπορεί να ασκήσει βέτο στους νόμους. Το Κογκρέσο, από την άλλη, ψηφίζει τους νόμους, εγκρίνει τους διορισμούς υπουργών και δικαστών, έχει τον έλεγχο του κρατικού προϋπολογισμού, και μπορεί (με αυξημένη πλειοψηφία) να καθαιρέσει τον Πρόεδρο. Τα δικαστήρια, τέλος, μπορούν να κρίνουν την νομιμότητα των πράξεων της κυβέρνησης και τη συνταγματικότητα των νόμων του Κογκρέσου. Έτσι, η κάθε εξουσία λειτουργεί ως έλεγχος στις άλλες δύο. Επιπλέον, και οι τρεις ομοσπονδιακές εξουσίες εξισορροπούνται από τις αντίστοιχες πολιτειακές, καθώς το Σύνταγμα περιορίζει το ομοσπονδιακό κράτος σε συγκεκριμένες μόνο αρμοδιότητες, εξασφαλίζοντας έτσι την αυτονομία των Πολιτειών σε όλα τα υπόλοιπα θέματα.

Με όλους αυτούς τους περιορισμούς, ήταν σαφές για τα μέτρα του 18ου αιώνα ότι δεν θα μπορούσε οποιοδήποτε πρόσωπο, ή οποιαδήποτε ομάδα, να καταφέρει να κυβερνήσει τυραννικά, όπως είχε κάνει ο Βασιλιάς Γεώργιος Γ΄. Και βέβαια παραμένει δύσκολο και σήμερα· με τη διαφορά ότι η σταδιακή επικράτηση του αυστηρού δικομματισμού και της αυξανόμενης πόλωσης σε όλα τα επίπεδα, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες μεθόδους επικοινωνίας, έχουν επιτρέψει έναν βαθμό συνεννόησης και συντονισμού μεγάλων ομάδων που ήταν απολύτως αδιανόητος την εποχή που γράφτηκε το Σύνταγμα: όταν το κόμμα του Προέδρου ελέγχει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με την προεδρία και δεν υπάρχει θέμα «ελέγχου»· αν το ίδιο κόμμα ελέγχει και την πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου, αφαιρείται από την εξίσωση άλλη μια δικλίδα ασφαλείας.

Επιπλέον, η τάση του σημερινού Ρεπουμπλικανικού κόμματος να μετατραπεί σε προσωποπαγές (με την αφοσίωση προς τον Τραμπ να αποτελεί πλέον βασικό κριτήριο ανάδειξης), βάζει έναν ακόμη παράγοντα ακύρωσης των ισορροπιών του Συντάγματος. Αν ο Τραμπ κερδίσει τις επόμενες εκλογές, η αντίσταση που είχε αντιμετωπίσει από κάποιους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο το 2017-18 (π.χ., με την αποτυχία της προσπάθειάς του να ακυρώσει το Obamacare) δεν θα υπάρχει πλέον, όπως δεν θα υπάρχει και η αντίσταση των υπουργών του σε κάποιες κινήσεις του (π.χ., στην απόσυρση στρατευμάτων από τη Συρία, την οποία είχε καταφέρει να αναβάλει για αρκετούς μήνες ο υπουργός αμύνης Τζιμ Μάτις).

Οι απολυταρχικές τάσεις του Τραμπ όμως δεν σταματούν στην απαίτηση αφοσίωσης από τα στελέχη του κόμματος. H αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2020, στην οποία επιμένει ακόμα και σήμερα, καθώς και ο ανοιχτός πόλεμος στους δικαστές που προεδρεύουν σε δίκες όπου βρίσκεται κατηγορούμενος, υπονομεύουν βασικούς θεσμούς του πολιτεύματος. Τέλος, το Project 2025, που αποτελεί τον οδικό χάρτη για την επόμενη τετραετία του, περιλαμβάνει μια σειρά από μέτρα για τον απόλυτο έλεγχο του κράτους απευθείας από τον Πρόεδρο, π.χ. με τη μετατροπή χιλιάδων θέσεων του δημοσίου από μόνιμες σε πολιτικές (άρα απόλυση των υπαλλήλων και διορισμό νέων από τον Πρόεδρο), τον κομματικό έλεγχο ανεξάρτητων αρχών και του FBI, την κατάργηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve), τη χρήση του στρατού για την επιβολή της τάξης μέσω του νόμου περί εξεγέρσεων (Insurrection Act), κλπ.

Η δικαστική απόφαση για την προεδρική ασυλία

Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν, εκδόθηκε τη Δευτέρα η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το αίτημα του Τραμπ να του αναγνωριστεί «προεδρική ασυλία» στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει για την προσπάθεια ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος του 2020 (όχι μόνο για την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, αλλά και για τον διορισμό ψευδών εκλεκτόρων, την πίεση προς αξιωματούχους Πολιτειών να του «βρουν» επιπλέον ψήφους, καθώς και προς τον Αντιπρόεδρο Πενς να απορρίψει τα αποτελέσματα κάποιων Πολιτειών). Το δικαστήριο αναγνώρισε για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ ασυλία του Προέδρου από ποινικές διώξεις για όσα πράττει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, παρόλο που όχι μόνο δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στο Σύνταγμα, αλλά αντιθέτως οι μαρτυρίες από την εποχή της συγγραφής του καθώς και η πρακτική τα 235 προηγούμενα χρόνια της εφαρμογής του, δείχνουν πως δεν υπήρχε ποτέ τέτοια πρόβλεψη.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε βέβαια ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πολλές φορές στην ιστορία του έχει ανατρέψει την εκάστοτε νομολογία, λόγω κάποιας νέας ερμηνείας άρθρων του Συντάγματος, με κλασικό παράδειγμα την περίοδο 1953-1969. Σε αυτό το διάστημα, υπό την προεδρία του δικαστή Ερλ Γουόρεν, το δικαστήριο έβγαλε μια σειρά από προοδευτικές αποφάσεις που συνέβαλαν καίρια στην κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.

Η τωρινή πλειοψηφία του δικαστηρίου όμως έχει καταδικάσει ρητά τη δημιουργία τέτοιων νομικών σκεπτικών που στηρίζονται σε σύγχρονες ερμηνείες του Συντάγματος, καθώς οι συντηρητικοί δικαστές ακολουθούν είτε τη λογική του «textualism» (ερμηνεία αυστηρά και μόνο με βάση το γράμμα του Συντάγματος), είτε του «originalism» (ερμηνεία με βάση τα όσα ίσχυαν την εποχή που γράφτηκε). Είναι λοιπόν απορίας άξιο το πώς μια τέτοια νομική θεωρία μπορεί να καταλήξει στη δημιουργία ενός δικαιώματος στην ασυλία που δεν αναφέρεται ρητά πουθενά.

Όπως επεσήμανε στο σκεπτικό της μειοψηφίας η δικαστής Σοτομαγιόρ, οι συγγραφείς του Συντάγματος είτε είχαν απορρίψει ρητά την προεδρική ασυλία στα κείμενά τους (π.χ. o Αλεξάντερ Χάμιλτον στο Federalist Paper 69), είτε το εξέτασαν ως ενδεχόμενο αλλά δεν προχώρησαν στη θέσπισή του (π.χ. ο Τζέιμς Μάντισον στις σημειώσεις της Συνταγματικής Συνέλευσης). Αναφέρει επίσης την περίπτωση του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ ως ένα κραυγαλέο παράδειγμα για την ανυπαρξία προεδρικής ασυλίας, αφού ο Πρόεδρος Φορντ απένειμε χάρη στον Νίξον για όλα τα αδικήματα για τα οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί, και ο Νίξον την αποδέχτηκε. Αν υπήρχε ασυλία, δεν θα χρειαζόταν ούτε η απονομή χάριτος, ούτε η αποδοχή της (η οποία παρεμπιπτόντως ισοδυναμεί με παραδοχή ενοχής, σύμφωνα με άλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο νομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί Νίξον, Τζον Ντιν, όπως δήλωσε ο ίδιος τη Δευτέρα.

Έτσι τώρα η πλειοψηφία του δικαστηρίου, με το επιχείρημα ότι η εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης θα μπορούσε να διαβρώσει τη Δημοκρατία (επειδή ο εκάστοτε Πρόεδρος μπορεί να ασκεί ποινικές διώξεις στον προηγούμενο), καταλήγει τελικά να επιτρέψει στον Πρόεδρο να παραβιάσει το Σύνταγμα και τους νόμους, χωρίς να υπόκειται σε κανέναν έλεγχο από τη δικαστική εξουσία. Ο μόνος τυπικός περιορισμός είναι η παραπομπή για καθαίρεση από το Κογκρέσο (impeachment), η οποία όμως είναι πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστεί, καθώς η απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3 δεν μπορεί να βρεθεί στη Γερουσία όταν κυριαρχούν τα κομματικά κριτήρια. Άλλωστε ακόμα και η ασυλία του Προέδρου δεν προστατεύει το πολίτευμα από έναν Πρόεδρο που θα ασκήσει διώξεις σε όλους τους υπόλοιπους πολιτικούς του αντιπάλους. Για παράδειγμα, ο Τραμπ έχει ήδη αναφερθεί στην πρόθεσή του να «τιμωρήσει» την πρώην βουλευτή των Ρεπουμπλικανών, Λιζ Τσέινι, για τη συμμετοχή της στην επιτροπή της Βουλής που διερεύνησε την προσπάθεια του Τραμπ να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα του 2020.

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κατάχρηση εξουσίας από τον Πρόεδρο με την βοήθεια της ασυλίας; Η δικαστής Σοτομαγιόρ δίνει στο σκεπτικό της διαφωνίας της με την πλειοψηφία κάποια ανατριχιαστικά παραδείγματα (τα οποία δεν αντέκρουσε στο δικό του σκεπτικό του ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς):

«Δίνει εντολή στην [ομάδα ειδικών αποστολών του Ναυτικού] Seal Team 6 να δολοφονήσει έναν πολιτικό αντίπαλο; Έχει ασυλία. Οργανώνει στρατιωτικό πραξικόπημα για να παραμείνει στην εξουσία; Έχει ασυλία. Λαμβάνει δωροδοκία με αντάλλαγμα την απονομή χάριτος; Ασυλία. Ασυλία, ασυλία, ασυλία».

Τα παραπάνω μπορεί βέβαια να είναι σκοπίμως ακραία χάριν παραδείγματος, αλλά για έναν Πρόεδρο που έχει δηλώσει προκλητικά ότι σκοπεύει να είναι «δικτάτορας για την πρώτη μέρα» της επόμενης θητείας του, δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιο θα είναι το πραγματικό όριο, ειδικά όταν έχει ήδη προσπαθήσει να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών.

«Αν μπορείτε να τη διατηρήσετε»

Θα αντέξει τελικά το «Δημοκρατικό πείραμα» από αυτό το επιπλέον τραύμα, σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες; Αντί προβλέψεως, θα κλείσουμε με ένα περιστατικό που αναφέρεται συχνά στη δημόσια συζήτηση εδώ στις ΗΠΑ, όποτε έρχεται στην επικαιρότητα το θέμα των κινδύνων για το πολίτευμα. Την τελευταία λοιπόν ημέρα της Συνταγματικής Συνέλευσης του 1787 στη Φιλαδέλφεια, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, από τους σημαντικότερους Ιδρυτές-Πατέρες των ΗΠΑ, βρέθηκε στο σπίτι της Ελίζαμπεθ Ουίλινγκ Πάουελ, μιας επιφανούς γυναίκας της πόλης, με σημαντική πολιτική δραστηριότητα. Η Πάουελ, γνωρίζοντας ότι η συνέλευση είχε καταλήξει για το θέμα του πολιτεύματος, τον ρώτησε με αγωνία: «Λοιπόν, Δόκτωρ, τι έχουμε; Δημοκρατία ή Μοναρχία;» Η απάντηση του Φραγκλίνου έχει μείνει θρυλική: «Δημοκρατία, αν μπορείτε να τη διατηρήσετε».