- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τζορτζ Μοράν: Σαν σήμερα η σύλληψη του μαφιόζου, αντίπαλο δέος του Αλ Καπόνε - Οι δύο αντίπαλοι γκάνγκστερ σε μια μακροχρόνια κόντρα
Μεταφερόμαστε στις αρχές του 1920, μια εποχή στην Αμερική που υπήρχε ποτοαπαγόρευση και δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος προσπαθούσαν να αναλάβουν τα ηνία των δύο μεγάλων πόλεων, της Νέας Υόρκης και του Σικάγο. Στην Πόλη των Ανέμων κυριαρχούσαν δύο ονόματα της Μαφία. Αυτό του Αλ Καπόνε και του Τζορτζ «Μπαγκς» Μοράν, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του τη Βόρεια πλευρά.
Αλ Καπόνε και Τζορτζ Μοράν για τα «ηνία» στο Σικάγο
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1918 υπερψηφίστηκε η 18η τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος (γνωστή και ως Volstead Act) από το Κογκρέσο, που προέβλεπε την απαγόρευση παρασκευής, διακίνησης, εισαγωγής, εξαγωγής και πώλησης αλκοολούχων ποτών. Μέχρι το 1920 είχε εφαρμοστεί σε όλες τις Πολιτείες. Αυτό όμως έδωσε την ευκαιρία σε δεκάδες συμμορίες να αρχίσουν την παράνομη διακίνηση αλκοόλ, αποφέροντας τους κέρδη εκατομμύριων δολαρίων.
Στο Σικάγο από το 1925 είχαν δημιουργηθεί δύο συμμορίες που ήλεγχαν την διακίνηση παρανόμου αλκοόλ. Η μία ήταν η Ιταλο-Αμερικανική με επικεφαλής τον Αλ Καπόνε, και η άλλη συμμορία ήταν η Ιρλανδο-Αμερικανική με επικεφαλής τον Τζορτζ «Μπαγκς» Μοράν.
Οι δύο αντίπαλοι γκάνγκστερ συμμετείχαν σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο που κορυφώθηκε με τη διαβόητη σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου το 1929, όταν επτά μέλη και συνεργάτες της συμμορίας του Μόραν σκοτώθηκαν σε ένα γκαράζ. Ο Αλ Καπόνε είχε σχεδιάσει να τον βγάλει εντελώς από το παιχνίδι. Μόλις ένας άνδρας εξ αυτών, που έμοιαζε με τον Μοράν, καθώς φορούσαν το ίδιο παλτό, μπήκε στην αποθήκη για να ολοκληρώσει την συμφωνία με το παράνομο αλκοόλ, τέσσερις άντρες του Αλ Καπόνε ντυμένοι σαν αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο αιφνιδιάζοντας τα ανυποψίαστα μέλη των Βορείων.
Χωρίς χρονοτριβή τους ανάγκασαν να σταθούν στον τοίχο και στη συνέχεια άνοιξαν πυρ και τους γάζωσαν με περισσότερες από 200 σφαίρες, με τα αυτόματα Τόμσον με τα οποία ήταν οπλισμένοι. Κανείς εκ των θυμάτων όμως δεν ήταν ο Μοράν. Σώθηκε επειδή είχε κατά τύχη αργήσει στο ραντεβού κι όταν έφτασε πρόλαβε να δει τους «αστυνομικούς» με αποτέλεσμα να τραπεί σε φυγή. Το μήνυμα όμως είχε σταλεί. Ποιος είναι όμως ο Τζόρτζ Μοράν που το όνομά του πάντα είναι συνδεδεμένο με τον Αλ Καπόνε;
Τζορτζ Μοράν: Ένα όνομα ταυτόσημο με την παρανομία
Ο Adelard Leo Cunin όπως ήταν το όνομά του ήταν γιος ενός Γάλλου αρχιτέκτονα ονόματι Jules Cunin και μιας Καναδής μετανάστης που ονομαζόταν Marie Diana Gobeil. Φοίτησε στο Creighton, ένα καθολικό λύκειο στο St. Paul, αλλά δεν αποφοίτησε ποτέ. Αντίθετα, στα 18, εγκατέλειψε το σχολείο και το έσκασε για το Σικάγο. Εκεί, έμπλεξε με μια συμμορία ανηλίκων, που λεηλατούσαν αποθήκες κατά μήκος του ποταμού του Σικάγο.
Το όνομα Τζορτζ Μόραν προέκυψε κατά τη διάρκεια της πρώτης του σύλληψης, όταν τον ρώτησε η αστυνομία ποιος ήταν. Υπό αυτόν τον χαρακτήρα, ο Μοράν έγινε γνωστός στο χώρο του εγκλήματος, κυρίως από διαρρήξεις και κλοπές ενώ πριν καν κλείσει τα 21 του χρόνια είχε φυλακιστεί τρεις φορές.
Η περίοδος της ανόδου του Μοράν και η βεντέτα των δύο γκάγκστερ
Λίγο μετά την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης, οι μαφιόζοι εκμεταλλεύτηκαν τη ζήτηση για οινοπνευματώδη ποτά εγκαθιστώντας αναρίθμητες επιχειρήσεις παρασκευής σε όλη τη χώρα, φέρνοντας ποτό από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πουλώντας το σε υπόγεια παράνομα αποστακτήρια ή απευθείας στους καταναλωτές τους.
Τον Οκτώβριο του 1924 οι εκτελεστές των Νοτίων, που τότε διοικούσε ο Τζόνι Τόριο δολοφόνησαν τον τότε αρχηγό των Βόρειων, Ντιν Ο Μπάνιον. Οι Βόρειοι αναζήτησαν εκδίκηση στήνοντας μια ενέδρα θανάτου στον Αλ Καπόνε (το δεξί χέρι του Τόριο) γαζώνοντας κυριολεκτικά το αυτοκίνητό του τον Ιανουάριο του 1925. Ο Καπόνε γλίτωσε σχεδόν εκ θαύματος. Ανάλογη επίθεση δέχτηκε και ο Τόριο, που επίσης επέζησε, ενώ αποφάσισε μετά από αυτό να αποχωρήσει δίνοντας την αρχηγική του θέση στον 26χρονο τότε Αλ Καπόνε.
Οι απόπειρες δολοφονιών μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίστηκαν. Τον Οκτώβριο του 1926, οι εκτελεστές του Αλ Καπόνε κατάφεραν να σκοτώσουν και τον επόμενο αρχηγό των Βορείων, τον 28χρονο Γουέις, που θεωρούταν και ο μεγαλύτερος εχθρός του. Τελευταίος αρχηγός των Βορείων ανέλαβε ο Τζορτζ Μπαγκς Μοράν.
Τον Σεπτέμβριο του 1928 η συμμορία του Μοράν σκότωσε τον Tόνι Λομπαρντο, φίλο και πρώην σύμβουλο του Αλ Καπόνε. Η δολοφονία του εξόργισε καθοριστικά τον Αλ Καπόνε, που είχε πλέον στόχο να εκδικηθεί εξοντώνοντας εντελώς τους Βόρειους και να αναλάβει την κυριαρχία και της υπόλοιπης πόλης. Μέχρι να έρθει η 14η Φεβρουαρίου και η «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου».
Το τέλος του Μοράν
Όπως όλοι οι γκάγκστερ της εποχής έτσι και ο Μοράν και η συμμορία του ήταν μπλεγμένη σε πολλά πράγματα. Η εγκληματική καριέρα του πήρε απότομη κάμψη μετά τη διαβόητη «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου» το 1929 παρόλου που κατάφερε να βγάλει από την μέση τον Τζακ ΜακΓκέρν, έναν από τους άνδρες που είχαν πραγματοποιήσει τη «σφαγή».
Η δύναμή του μειώθηκε, παρασύρθηκε σε μικροεγκλήματα και κατέληξε στη φυλακή για ληστείες τραπεζών. Σαν σήμερα στις 6 Ιουλίου, συνελήφθη από πράκτορες του FBI. Tο FBI βρισκόταν στα ίχνη του Μοράν, για μήνες πριν από τη ληστεία της τράπεζας, στο Dayton του Οχάιο το 1946. Αποφυλακίστηκε το 1956, αλλά στη συνέχεια συνελήφθη εκ νέου για παλαιότερη ληστεία τράπεζας. Πέθανε στη φυλακή από καρκίνο του πνεύμονα στις 2 Φεβρουαρίου 1957.
Η μαφία των ΗΠΑ: Ιεραρχία και τελετουργίες
Συνήθως, κάθε εγκληματική οικογένεια της αμερικανικής μαφίας οργανωνόταν γύρω από μια ιεραρχία με επικεφαλής ένα αφεντικό, το οποίο κυβερνούσε με αδιαμφισβήτητη εξουσία και λάμβανε μερίδιο από κάθε επιχείρηση παραγωγής χρημάτων που αναλάμβανε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο υπαρχηγός και κάτω από αυτόν βρίσκονταν οι capos, ή αρχηγοί, που ο καθένας τους ήλεγχε ένα πλήρωμα 10 περίπου ανδρών (άνδρες που είχαν "γίνει" ή εισαχθεί στην οικογένεια). Κάθε οικογένεια είχε επίσης έναν consigliere, ο οποίος λειτουργούσε ως σύμβουλος και διαμεσολαβητής. Στο κάτω μέρος της αλυσίδας βρίσκονταν οι συνεργάτες, άνθρωποι που εργάζονταν για την οικογένεια ή έκαναν δουλειές με αυτήν αλλά δεν ήταν πλήρη μέλη.
Το να γίνεις επίσημο μέλος μιας μαφιόζικης οικογένειας παραδοσιακά περιλάμβανε μια τελετή μύησης στην οποία το άτομο εκτελούσε τελετουργίες όπως το να τρυπάει το δάχτυλό του για να πάρει αίμα και να κρατάει μια φλεγόμενη εικόνα ενός προστάτη αγίου, ενώ έδινε όρκο πίστης. Το να γίνεις μέλος της Μαφίας προοριζόταν για μια ισόβια δέσμευση και κάθε μαφιόζος ορκιζόταν να υπακούει στην ομερτά, τον τόσο σημαντικό κώδικα πίστης και σιωπής. Οι μαφιόζοι έπρεπε επίσης να ακολουθούν και άλλους κανόνες, μεταξύ των οποίων να μην επιτίθενται ποτέ ο ένας στον άλλον και να μην απατούν ποτέ με την κοπέλα ή τη σύζυγο άλλου μέλους.
Η κυριαρχία της Μαφίας τον 20ό αιώνα
Με την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης το 1933, η Μαφία πέρασε από το λαθρεμπόριο και εισήλθε σε μια σειρά από δραστηριότητες του υποκόσμου, από τον παράνομο τζόγο μέχρι την τοκογλυφία και τα κυκλώματα πορνείας. Η Μαφία βύθισε επίσης τα πλοκάμια της στα εργατικά συνδικάτα και στις νόμιμες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευών, της αποκομιδής απορριμμάτων, των φορτηγών, των εστιατορίων και των νυχτερινών κέντρων και της βιομηχανίας ενδυμάτων της Νέας Υόρκης, και αποκόμισε τεράστια κέρδη μέσω μίζας και εκβιασμών προστασίας.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, υπήρχαν 24 γνωστές οικογένειες εγκλήματος στην Αμερική, που αποτελούνταν από περίπου 5.000 πλήρη μέλη και χιλιάδες συνεργάτες σε όλη τη χώρα. Πριν από τη δεκαετία του 1960, ορισμένοι κυβερνητικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντή του FBI J. Edgar Hoover, εξέφραζαν σκεπτικισμό σχετικά με την ύπαρξη ενός εθνικού ιταλοαμερικανικού δικτύου οργανωμένου εγκλήματος και αντιθέτως πρότειναν ότι οι εγκληματικές συμμορίες λειτουργούσαν αυστηρά σε τοπικό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου έκαναν λίγα βήματα προς την αναχαίτιση της ανόδου της Μαφίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Καταπολέμηση της Μαφίας
Το 1970, το Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο περί Οργανώσεων με Επιρροή και Δωροδοκία (RICO), ο οποίος αποδείχθηκε ισχυρό εργαλείο στον πόλεμο της κυβέρνησης κατά της Μαφίας, καθώς επέτρεψε στους εισαγγελείς να κυνηγήσουν τις οικογένειες του εγκλήματος και τις πηγές εσόδων τους, νόμιμες και παράνομες. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, οι νόμοι RICO χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίκη πολυάριθμων υψηλόβαθμων μαφιόζων. Ορισμένοι μαφιόζοι, αντιμέτωποι με μεγάλες ποινές φυλάκισης, έσπασαν τον άλλοτε ιερό κώδικα της ομερτά και κατέθεσαν κατά των συναδέλφων τους μαφιόζων με αντάλλαγμα μια θέση στο ομοσπονδιακό πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Ταυτόχρονα, τα μέλη της Μαφίας μειώθηκαν καθώς οι απομονωμένες ιταλοαμερικανικές γειτονιές, που κάποτε αποτελούσαν παραδοσιακό πεδίο στρατολόγησης μαφιόζων, υπέστησαν δημογραφικές αλλαγές και αφομοιώθηκαν περισσότερο στην κοινωνία γενικότερα.