Κοσμος

Ποιος δεν φοβάται την Κίνα;

Η απουσία ξεκάθαρης τοποθέτησης για τη θέση της Κίνας στον κόσμο έχει καταστήσει την Ευρώπη θέατρο προβολής της κινεζικής ισχύος

hlias-eythymiopoulos.jpg
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 922
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ποιος δεν φοβάται την Κίνα;
© VCG/VCG via Getty Images

Η Κίνα και η κινέζικη ισχύς. Η Ευρώπη απέναντι σε νέες προκλήσεις (μετά τη Ρωσία)

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει δασμούς στα κινεζικής κατασκευής ηλεκτρικά οχήματα (EV) ήταν αναπόφευκτη και σωστή — ωστόσο δεν λύνει τίποτα. Ήταν αναπόφευκτη γιατί, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της πολύμηνης έρευνας για τις κινεζικές επιδοτήσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη επιβάλει δασμούς 100% στα κινέζικα μεταφορικά μέσα. Χωρίς γρήγορη αντίδραση, η Ευρώπη θα είχε πλημμυρίσει με ακόμη περισσότερα EV από την Κίνα, βλάπτοντας έτσι τα συμφέροντα της εγχώριας (;) κατασκευαστικής βιομηχανίας και τον ανταγωνισμό.

Η απόφαση ήταν η σωστή γιατί τα τιμολόγια, λένε οι Ευρωπαίοι, πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες διαφάνειας και να διαμορφώνονται χωρίς τη στρέβλωση των κρατικών επιχορηγήσεων. Η κινεζική εταιρεία BYD, η οποία ξεκίνησε με την ελαφρύτερη αύξηση της τιμής κατά τη διάρκεια των ανατιμήσεων της τελευταίας περιόδου, θέλει να συνεχίσει να μπορεί να εκφορτώνει τα οχήματά της –που παράγονται στην Κίνα– σε τιμές πολύ φθηνότερες από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά μοντέλα και έχει λόγους να επεκτείνει τις ευρωπαϊκές της δραστηριότητες σε νέες αγορές, ακόμη και στην απείθαρχη Ουγγαρία. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέστησε από την αρχή σαφές ότι προσπαθεί να προστατεύσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία χωρίς όμως να πυροδοτήσει έναν ολοκληρωτικό εμπορικό πόλεμο. Δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, στον παρόντα χρόνο και κόσμο. Για τον επιπλέον λόγο ότι η βιομηχανία αυτοκινήτων, αντί να στηρίξει την Επιτροπή, καιροσκοπικά κερδοσκοπεί. Αντί να ρίξει τις τιμές, μειώνοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της Κίνας, τις ανεβάζει διαρκώς. Γιατί; Μήπως αυξάνουν τα εργατικά; Η μισή βιομηχανία της Μερσεντές βρίσκεται στην Ινδία, και αν θελήσετε να αγοράστε ένα Fiat, ένα Renauld ή ένα Toyota είναι πολύ πιθανόν να έχει κατασκευαστεί στην Τουρκία. Η παγκοσμιοποίηση, εκτός των άλλων, καθιστά σχεδόν ανέφικτα τα ρυθμιστικά μέτρα επί του διεθνούς εμπορίου. Ποιος είναι ο παραγωγός και ποιος o διανομέας; Υπάρχουν πράγματι γερμανικά ή γιαπωνέζικα αυτοκίνητα; Μην κουράζεστε. Η αγορά έχει δώσει τις δικές της απαντήσεις, πριν οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να κινηθούν.

Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς διέρχεται περίοδο εκλογών (Ιούλιος 2024), δεν μπορεί να λάβει σημαντικές αποφάσεις και βρίσκεται σε δίλημμα. Από τη μία θέλει να γίνει ο μόνος εναπομείνας προορισμός στο βόρειο ημισφαίριο με φθηνές, κινεζικές εισαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων και από την άλλη δεν θέλει να ξεκόψει τελείως από την υπόλοιπη Ευρώπη από την οποία φρόντισε να αποσχιστεί. 

Ωστόσο, στο γενικό πλαίσιο των πραγμάτων, η πρόσφατη απόφαση της Κομισιόν δεν λύνει τίποτα, επειδή η πραγματική πρόκληση που αντιμετωπίζει η ΕΕ είναι το πώς θα καταλήξει σε μια πολιτική έναντι της Κίνας, εντός της οποίας κινήσεις όπως αυτή με τα EV, μπορούν να πλαισιωθούν από μια ευρύτερη στρατηγική. Αυτό όμως απουσιάζει.

Εισβολή στην Ταϊβάν

Για ολόκληρη την Ευρώπη, είναι καιρός να αρχίσει ο καθορισμός εμπορικών πολιτικών προς την Κίνα στο πλαίσιο της γεωπολιτικής πραγματικότητας που δημιούργησε ο πρόεδρός της, ο Σι Τζινπίνγκ, και όχι η οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε στα χρόνια του προκατόχου του, Χου Τζιντάο, όταν όλες οι εμπορικές διασυνδέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης προορίζονταν να είναι «win-win». Η Κίνα χτίζει έναν στρατό και ένα ναυτικό που έχουν σχεδιαστεί για να εισβάλουν στην Ταϊβάν, ως το πρώτο στάδιο μιας στρατηγικής για την εκδίωξη των ΗΠΑ από τον δυτικό Ειρηνικό και γιατί όχι και από τις Ινδικές θάλασσες. Κανείς δεν χρειάζεται πτυχίο κρυπτογραφίας για να λύσει τον γρίφο. Οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ πιστεύουν ότι ο Σι έχει θέσει το 2027 ως προθεσμία για να είναι έτοιμος να εισβάλει στην Ταϊβάν και ένας Αμερικανός ναύαρχος είπε στο Κογκρέσο το 2021 ότι το 2027 ήταν πράγματι μια πιθανή προγραμματισμένη ημερομηνία για επίθεση.

Η Ιταλία και η Ελλάδα έπαιξαν πρόθυμα με την πρωτοβουλία Belt and Road (μια ζώνη – ένας δρόμος) παραδίδοντας βασικές λιμενικές υποδομές και μερίδια σε εμβληματικές εταιρείες όπως η Cosco από την Κίνα. Υπό την πρωθυπουργία του Μάριο Ντράγκι, ωστόσο, η Ιταλία επιβράδυνε τη συμμετοχή, προτού η Τζόρτζια Μελόνι τη σταματήσει εντελώς πέρυσι.

Εν τω μεταξύ στη Βρετανία, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, η επερχόμενη (;) κυβέρνηση των Εργατικών έχει την ίδια βασική άποψη με τη συντηρητική προκάτοχό της: κατατάσσει την Κίνα στους «στρατηγικούς ανταγωνιστές» και μάλιστα σε επίπεδο σκληρής δύναμης, αλλά και ως δυνητικό συνεργάτη (!) για την Κλιματική Αλλαγή και την οικονομική ανάπτυξη. Υπόσχεται μια πολιτική «που ταυτόχρονα προκαλεί, ανταγωνίζεται και συνεργάζεται με την Κίνα κατά περίπτωση».

Προβολή ισχύος της Κίνας στον κόσμο

Εν ολίγοις, η απουσία μιας ξεκάθαρης ευρωπαϊκής τοποθέτησης ή και μιας ευανάγνωστης εικόνας για τη θέση της Κίνας στον κόσμο, στα 12 χρόνια της διακυβέρνησης του Σι, έχει καταστήσει και τη δική μας ήπειρο θέατρο προβολής της κινεζικής ισχύος. Θα δούμε πόσο κακή ήταν αυτή η ιδέα, μόνο αν συμβεί το χειρότερο. Στο σημείο δηλαδή που η Κίνα θα επιτεθεί στην Ταϊβάν, και τότε κάθε εισηγμένη εταιρεία, κάθε «πρόθυμος» ακαδημαϊκός, κάθε πληρεξούσιος πολιτικός, θα ορμήσει στον δημόσιο χώρο για να δηλώσει ότι «η Κίνα δεν είναι εχθρός μας».

Και με τους δικούς τους όρους μπορεί να έχουν δίκιο. Εάν δεν υπάρχει συνεκτικό όραμα στρατηγικής αυτονομίας και τεχνολογικής κυριαρχίας, και αν τόσοι πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί, πανεπιστήμια και εταιρείες είναι διατεθειμένοι να έρθουν σε συνεργασία με το απολυταρχικό καθεστώς του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Πεκίνο, γιατί να περιμένουμε μια διαιρεμένη ήπειρος να πάρει το ρίσκο της υπεράσπισης μιας χώρας την οποία τα συλλογικά της όργανα δεν αναγνωρίζουν καν;

Για όσους από εμάς θέλουν μια πιο σκληρή γραμμή, θα πρέπει να ξεκινήσουν με ένα όραμα για το μέλλον της Ευρώπης – δυστυχώς, όμως, μέσα σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από τις αντιπαλότητες μεγάλων δυνάμεων και την απειλή ενός γενικευμένου πολέμου αυτό απαιτεί επιπλέον προσόντα.

Η Ευρώπη είναι μια ισχυρή, βιομηχανοποιημένη ηπειρωτική οικονομία, με δημοκρατικές αξίες που –συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ΗΠΑ– έχουν αποδειχθεί οι πιο ανθεκτικές στη μεταπολεμική εποχή. Καθώς όμως οι «δουλειές» που βασίζονται σε κανόνες κατακερματίζονται, είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης να παραμείνει μέρος της πιο ανοιχτής και πολυμερούς έκδοσης του μέλλοντος που μπορεί να δημιουργηθεί.

Έτσι, η στρατηγική αυτονομία είναι ένας στόχος που πρέπει να επιδιωχθεί στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος δυτικής συμμαχίας. Ακόμα κι αν ολόκληρη η ΕΕ δεν μπορεί να πειστεί να σταματήσει την Αμερική στην αντιπαράθεσή της με την Κίνα, πρέπει να δείξει ηθικά με ποιανού την πλευρά είναι και να μη βάλει εμπόδια στον δρόμο των ευρωπαϊκών δυνάμεων που επιθυμούν να προχωρήσουν παραπέρα.

Το πιο επείγον και σημαντικό πρόβλημα είναι βέβαια η ρωσική επιθετικότητα. Αλλά αυτό τροφοδοτείται και οπλίζεται με κινεζική τεχνολογία: εάν η Ρωσία επιτύχει μια «παγωμένη σύγκρουση» στην Ουκρανία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο στρατός της θα επανεξοπλιζόταν από το Πεκίνο.

Επιθετικοί πόλεμοι

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η λεγόμενη συμμαχία CRINK (Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Βόρεια Κορέα) έχει σχηματιστεί ακριβώς όπως ο αείμνηστος ψυχρο-πολεμικός Zbigniew Brzezinski το προέβλεψε: «ένας “αντιηγεμονικός” συνασπισμός που ενώνεται όχι από ιδεολογία αλλά από συμπληρωματικά παράπονα». Όπως δείχνει η σύγκρουση στην Ουκρανία, και επιβεβαιώνει η επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, η κατεύθυνση του αντιηγεμονικού συνασπισμού είναι προς επιθετικούς πολέμους.

Είναι λοιπόν καιρός η Ευρώπη —και πρέπει να συμπεριλάβουμε σ’ αυτήν και τη Βρετανία— απλώς να ξυπνήσει. Το αν θα επιβάλει δασμούς 15, 38 ή 100% στα κινεζικά EV δεν έχει σημασία: -όταν μιλήσει ο στρατός, το εμπόριο θα σταματήσει. Επομένως, η διαφορά μεταξύ της «περιφρόνησης» και της «αποσύνδεσης» της οικονομίας της Ευρώπης από την οικονομία της Κίνας είναι ακαδημαϊκή.

Ό,τι αποφασίζει η Ευρώπη πρέπει να πλαισιώνεται από την επιδεινούμενη κατάσταση ασφάλειας, τη βασική αναξιόπιστη θέση των ηγεσιών του CRINK και την τάση τους να χρησιμοποιούν εξωτερική βία ως «λύση» για την εσωτερική αστάθεια. Αυτό που πρέπει δηλαδή να κάνει σήμερα —και θα έπρεπε να έχει κάνει πολλά χρόνια πριν— είναι να οικοδομήσει έναν κλάδο ηλεκτροκίνητων ηλεκτρικών οχημάτων που να υποστηρίζεται από το κράτος και να ελέγχεται από την Ευρώπη. Χρειάζεται να δημιουργήσει βιομηχανικές συμμαχίες και συμμαχίες ήπιας ηγεμονίας σε όλο τον Ινδο-Ειρηνικό, παρόλο που εστιάζει τις δικές της αμυντικές δαπάνες στην ανάσχεση - αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας. Εκτός από την επιστήμη των διεθνών σχέσεων και τη Φυσική των μπαταριών λιθίου, πρέπει όλοι να ξαναμάθουμε τα βασικά για τον ρόλο του κράτους. Μας χρειάζονται επίσης πολιτικοί, διπλωματικοί και διοικητικοί υπάλληλοι που να καταλαβαίνουν ότι, ακόμα κι αν η Κίνα δεν είναι εχθρός μας, δεν συμπεριφέρεται ακριβώς ως φίλος μας. 

Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι οικολόγος και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο η «Barcelona», εκδ. Αλεξάνδρεια.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.