Κοσμος

Μπάιντεν εναντίον Τραμπ: το πιο ιστορικό debate στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία

Η πρώτη τηλεμαχία των δύο υποψηφίων για την Προεδρία αναμένεται να έχει καθοριστική σημασία ενόψει του Νοεμβρίου

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αμερικανικές προεδρικές εκλογές 2024: Η σημασία του debate Τζο Μπάιντεν- Ντόναλντ Τραμπ

Την έμπτη το βράδυ στην Ατλάντα – την οποία ο νυν Αμερικάνος Πρόεδρος είχε κερδίσει οριακά στις δραματικές εκλογές του 2020 – ο Τζο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει τον προκάτοχο του, Ντόναλντ Τραμπ, σε ένα debate εντελώς διαφορετικό απ’ όλα όσα έχουν προηγηθεί από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά. Ο λόγος δεν είναι – φυσικά – οι όποιες ιδιαιτερότητες του φορμάτ της τηλεμαχίας, αλλά το γεγονός πως ποτέ στο σύγχρονο παρελθόν δεν αναμετρήθηκαν ξανά δύο υποψήφιοι, των οποίων οι εκλογικές καμπάνιες θα έμοιαζαν καταδικασμένες σε οποιονδήποτε διαφορετικό πολιτικό χρόνο.

Στην ουσία, οι Μπάιντεν και Τραμπ θα κληθούν να πείσουν το κρισιμότερο τμήμα του εκλογικού σώματος – τους μετριοπαθείς αναποφάσιστους δηλαδή – γιατί ο καθένας αποτελεί τη μόνη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στον αντίπαλο του. Σε επίπεδο ιδεολογίας, αλλά και εφαρμοσμένης πολιτικής, οι δύο υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο δύσκολα θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο· οι εποχές που ο πατέρας Μπους συγκρουόταν με τον Μπιλ Κλίντον σε επίπεδο φορολογικής πολιτικής έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ωστόσο, τόσο ο Μπάιντεν, όσο και ο Τραμπ, μοιράζονται κάτι που κανένα άλλο ζευγάρι διεκδικητών της αμερικανικής προεδρίας δεν έκανε στο παρελθόν: την αμοιβαία δυσπιστία των Αμερικανών ψηφοφόρων, πλην των φανατικότερων οπαδών τους.

Ο καταβεβλημένος πλανητάρχης, Τζο Μπάιντεν

Αν ο ελληνικός νεολογισμός του «πλανητάρχη» δεν περιγράφει πλέον – τουλάχιστον όχι στον βαθμό που το έκανε – την τεράστια επιρροή που έχει ο εκάστοτε Αμερικανός Πρόεδρος, καθώς η πρόκληση της Κίνας σε εμπορικό, οικονομικό, και αμυντικό επίπεδο διογκώνεται συνεχώς, τότε η ίδια η εικόνα του Τζο Μπάιντεν απειλεί να τον χρεοκοπήσει ως όρο, καθαρά σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας. Μια πολύ γρήγορη αναζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα αρκεί να πείσει ακόμα και τους πλέον δύσπιστους – και φιλικούς, ιδεολογικά, προς εκείνον – πως ο Μπάιντεν μοιάζει εξαιρετικά καταβεβλημένος, τόσο σωματικά, όσο και – κυρίως – πνευματικά. Προφανώς, η εικόνα του συχνά μπερδεμένου και αποκαμωμένου Μπάιντεν εξηγείται πλήρως, καθώς ο ίδιος διαβαίνει πλέον το ογδοηκοστό δεύτερο έτος της ζωής του, ενώ το ιατρικό του ιστορικό είναι αρκετά βεβαρημένο ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Ωστόσο, η συνθήκη η οποία έχει προκαλέσει ανησυχία τόσο εντός των Δημοκρατικών, όσο και εντός της διεθνούς κοινότητας, είναι πως η εικόνα του Μπάιντεν άλλαξε απότομα προς το χειρότερο· στις πιο πρόσφατες εμφανίσεις και ομιλίες του, ο Μπάιντεν δεν επιδεικνύει πλέον την οξυδέρκεια, αλλά και τον αυθορμητισμό, τα οποία χαρακτήρισαν την προεκλογική του εκστρατεία πίσω στο 2020, όταν κατάφερε να πείσει το εκλογικό σώμα πως παρά την προχωρημένη του ηλικία, η σωματική και πνευματική του κατάσταση θα του επέτρεπαν να ασκήσει τα καθήκοντα του.

Με αυτό το δεδομένο, η πρώτη τηλεμαχία του Μπάιντεν εναντίον του Τραμπ θα αποτελέσει ένα προεκλογικό ναρκοπέδιο. Θέτοντας το απλά, το πρώτο debate μεταξύ των δύο υποψηφίων αποτελεί ένα make-or-break σενάριο για τον νυν Πρόεδρο, καθώς θα κληθεί να αποδείξει εναντίον του – επικοινωνιακά χαρισματικού του αντιπάλου – ότι παραμένει πνευματικά οξυδερκής, αλλά και πως η επανεκλογή του δε θα είναι δυνητικά επικίνδυνη για την αμερικανική εθνική ασφάλεια. Εξάλλου, οι ΗΠΑ αποτελούν τη μόνη χώρα παγκοσμίως όπου η κατάσταση της υγείας των δυνητικών head of state δεν αποτελεί ταμπού, και το ενδεχόμενο οποιαδήποτε στιγμή μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια να μη μπορέσει ο Μπάιντεν να ασκήσει πλέον τα καθήκοντα του – είτε για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, είτε οριστικά – αποτελεί ένα σενάριο τρόμου, τόσο σε πρακτικό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό. Υπενθυμίζεται πως η Αντιπρόεδρος του Μπάιντεν – και εκ νέου συνυποψήφια του – Κάμαλα Χάρις έχει οριακά χαμηλότερο ποσοστό αποδοχής από τον ίδιο τον Πρόεδρο (39.4% έναντι 39.9%). Η συγκεκριμένη συνθήκη δε θα αποτελούσε πρόβλημα για τον Μπάιντεν, εφόσον η εικόνα του ήταν ικανοποιητική – όπως άλλωστε δεν προκάλεσε και η συνυποψηφιότητα του απίθανου Νταν Κουέηλ στο πλευρό του πατέρα Μπους το 1992, καθώς ο ίδιος ο Μπους φαινόταν ακλόνητος – ειδικά αφότου ο αντίπαλος του, ο νεότατος τότε Μάικ Δουκάκης, κατηγορήθηκε πως είχε λάβει ψυχιατρική φροντίδα στο παρελθόν.  

Με άλλα λόγια, το debate της Πέμπτης απειλεί να αναδείξει το προφανές. Απέναντι στον χρόνο και τη φυσική φθορά των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων που φέρνει το πέρασμά του, ούτε ο ισχυρότερος άνθρωπος του κόσμου δε μπορεί να αμυνθεί. Εφόσον το debate αναδείξει την πνευματική αδυναμία του Μπάιντεν σε παγκοσμιο επίπεδο – και απέναντι στον αντίπαλό του – όπως έχουν κάνει τα snipets που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, τότε η υποψηφιότητά του ενδεχομένως να πληγεί ανεπανόρθωτα.

Ο αμετανόητος καταδικασμένος, Ντόναλντ Τραμπ

Απέναντι στον αδύναμο – σωματικά, πνευματικά, και πολιτικά – Μπάιντεν, θα σταθεί ο Ντόναλτ Τραμπ, ο οποίος έχει καταφέρει η τρίτη του προεκλογική εκστρατεία για την αμερικανική Προεδρία να είναι ταυτόχρονα και η πιο προβληματική για τον ίδιο, σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας. Εδώ και λίγες εβδομάδες, ο Τραμπ αποτελεί επισήμως κατάδικο, καθώς κρίθηκε ένοχος απέναντι στις ομοσπονδιακές κατηγορίες που αντιμετώπισε σχετικά με την υπόθεση της Στόρμι Ντάνιελς, ενώ το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στη φυλακή παραμένει μια εξαιρετικά ρεαλιστική πιθανότητα. Needless to say – όπως θα έλεγαν στις ΗΠΑ – αυτή αποτελεί από μόνη της μια ιδιάζουσα συνθήκη, καθώς ποτέ κανείς δεν έχει κερδίσει τις προεδρικές εκλογές όντας καταδικασμένος, και δυνητικά φυλακισμένος. Παράλληλα, αυτή είναι και η πρώτη συνθήκη την οποία θα κληθεί να διαχειριστεί ο Τραμπ κατά τη διάρκεια του debate, καθώς είναι δεδομένο πως ο αντίπαλός του θα επιτεθεί στον χαρακτήρα του· ο Τραμπ έχει αποδείξει στην πλειοψηφία των τηλεμαχιών που έχει δώσει μέχρι σήμερα πως δεν είναι ικανός να διατηρήσει την ψυχραιμία του, ενώ το γεγονός πως το μικρόφωνο του θα παραμένει κλειστό την ώρα που θα τοποθετείται ο Μπάιντεν – και αντίστοιχα – δε μοιάζει αρκετό ώστε να τον συγκρατήσει, τουλάχιστον με όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα.  

Από την άλλη, ο Τραμπ δεδομένα θα έρθει αντιμέτωπος με σειρά ερωτήσεων και τοποθετήσεων – τόσο από το πάνελ, όσο και από τον Μπάιντεν – σχετικά με τα φρικτά γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021, τον ρόλο του σε αυτά, αλλά και την ευρύτερη στάση την οποία κράτησε σε εκείνον τον πολιτικό χρόνο, αμφισβητώντας το αποτέλεσμα των εκλογών. Η διαχείρισή του απέναντι σε οτιδήποτε αφορά την προσωποποίηση του ίδιου ως απειλή για την αμερικανική δημοκρατία και το Σύνταγμα των ΗΠΑ θα αποτελέσει το δικό του make-or-break σημείο, καθώς ο Τραμπ καλείται να ακροβατήσει σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη ισορροπία: να διατηρήσει μεν τη λαϊκίστικη και αντισυστημική ρητορική του, η οποία διατηρεί πιστό τον πυρήνα των οπαδών του ήδη από τις εκλογές του 2016, αλλά και να εμφανιστεί πειστικά – αν όχι ειλικρινά – μετανιωμένος για τη στάση που κράτησε τότε, αποδεχόμενος ένα μερίδιο ευθύνης, έτσι ώστε να πετύχει να απευθυνθεί σε έναν κρίσιμο όγκο αναποφάσιστων και μετριοπαθών ψηφοφόρων, οι οποίοι δυνητικά θα τον προτιμούσαν έναντι του Μπάιντεν. Δεδομένα, η ρητορική προσέγγιση σε οποιαδήποτε απάντηση μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο είναι προφανής και σχετικά εύκολη ώστε να την ακολουθήσει ο οποιοσδήποτε, όπως η προσωπικότητα και ο εγωισμός του Τραμπ αποτελούν τον βασικότερο αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην προσπάθεια του να προχωρήσει σε ένα δύκολο, αλλά απαραίτητο, πολιτικό rebranding, το οποίο θα του επιτρέψει να εκμεταλλευτεί τις σημαντικές αδυναμίες του αντιπάλου του.

Στην ουσία, η τηλεμαχία της Πέμπτης προσφέρει στον Τραμπ τη δυνατότητα να κάνει κάτι που δεν έχει καταφέρει ποτέ: να εστιάσει σε ζητήματα εφαρμοσμένης πολιτικής, αντί σε αντεπιθέσεις στον χαρακτήρα του Μπάιντεν – είτε με αφορμή τον ίδιο και την κατάσταση της υγείας του, είτε λόγω των κατηγοριών τις οποίες αντιμετωπίζει ο υιός Μπάιντεν, Χάντερ. Εφόσον ο Τραμπ εμφανιστεί απλώς ως μια γερασμένη κατά τέσσερα χρόνια εκδοχή του εαυτού του, τότε η επιρροή του debate στις πιθανότητες επανεκλογής του δε θα εξαρτάται από τον ίδιο, αλλά από τον Μπάιντεν – ο οποίος σε τελική ανάλυση τον κέρδισε καθαρά στις εκλογές του 2020.

Μια μεγάλη απειλή· μια μεγάλη ευκαιρία

Το debate της Πέμπτης αποτελεί τόσο απειλή, όσο και ευκαιρία για τους διεκδικητές της αμερικανικής Προεδρίας. Θεωρητικά, το incumbency effect – δηλαδή το γεγονός πως ο νυν Πρόεδρος διεκδικεί την επανεκλογή του - ευνοεί τον Μπάιντεν, ωστόσο το παιχνίδι μοιάζει εξαιρετικά μοιρασμένο με βάση τα τελευταία δημοσκοπικά δεδομένα. Τόσο ο Μπάιντεν, όσο και ο Τραμπ, είναι καταδικασμένοι να αναμετρηθούν όχι απλώς ο ένας με τον άλλον, αλλά με δυνάμεις οι οποίες τους ξεπερνούν: ο πρώτος με την ανησυχητικά καταβεβλημένη του εικόνα, και ο δεύτερος με την προσωπική και πολιτική του αμετροέπεια. Την Πέμπτη το βράδυ μένει να φανεί ποιος από τους δύο είναι πιο έτοιμος να αντιμετωπίσει τον ίδιο του τον εαυτό· αυτός είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος και για τους δύο.