Κοσμος

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ωραία μας, τυφλή αμεριμνησία

Όσο ο κόσμος κοιτάζει αλλού, μια χώρα διαλύεται

Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ουκρανία: Θάνατοι άδικοι, λίγο έξω από την αυλή μας

Βέβαια έχει μεγάλη σημασία πώς θα πορευτεί στο μέλλον το ΠΑΣΟΚ, κι αν γίνει πάλι μια κανονική σοσιαλδημοκρατική, ευρωπαϊκή παράταξη. Όπως μεγάλη σημασία έχει να γράψουμε κι εμείς στα σόσιαλ μίντια την άποψή μας για τον αμόρφωτο τηλεδικηγόρο που σπάει στο ξύλο τις συντρόφους του, ή για τα πρωινάδικα που καταφέρνουν να βυθίζουν εδώ και μια εικοσιπενταετία την ελληνική κοινωνία στον βόθρο επιδεικνύοντας σθεναρή αντίσταση στην όποια πρόοδο παρατηρείται γύρω μας. Και το αν θα τα καταφέρει να κάνει ένα πραγματικά ισχυρό τραμπικό μόρφωμα ο Κασσελάκης έχει σημασία, και η Λεπέν έχει σημασία, και το Euro έχει σημασία, και ο Γιαννακόπουλος, και τα τραπεζοκαθίσματα που χάνονται και επανεμφανίζονται, και τα μηχανάκια και τα πατίνια στα πεζοδρόμια, και τα πάντα. Οι γάτες μας, οι σκύλοι μας, το παγωτό που θα αποφύγουμε να φάμε, τα λάδι που κάηκε και δεν το καταλάβαμε παρά μόνο όταν το σπίτι γέμισε καπνούς. Και έχει σημασία και η ζέστη και το κλιματιστικό που θέλει συντήρηση και ο ανεμιστήρας οροφής που ανακατεύει τον ζεστό αέρα σαν εκείνο τον παλιό στο Βιετνάμ. Κι εκείνο το βιβλίο που μας ταλαιπωρεί έχει μια μικρή, τόση δα, σημασία.

Γιατί όλα έχουν σημασία, μικρά και μεγάλα και μεγαλύτερα, αλλά αυτός ο θάνατος είναι πιο μεγάλος και πιο κακός απ’ όλους τους άλλους.

Από την άλλη, δεν μπορεί να βγει από το μυαλό μου και δεν πρέπει να βγει από το μυαλό μου πως αυτή τη στιγμή που εγώ πληκτρολογώ κι εσύ διαβάζεις τη λέξη ΑΜΕΡΙΜΝΗΣΙΑ —όμορφη λέξη, ορισμένως: αμεριμνησία— ένας ακόμα ρώσικος πύραυλος καίει τον αέρα με ένα μαντίλι στα μάτια και με ταχύτητα κοντά στις 2.500 χιλιόμετρα την ώρα: δεν τον πιάνει το μάτι. Μέσα του κουβαλάει τον θάνατο ενός αμέριμνου ανθρώπου που πίνει τον καφέ του, που βάζει κροκέτες στον σκύλο του, που περιμένει στη στάση το λεωφορείο, που ξύνει το μπράτσο του γιατί έβγαλε μια αναφυλαξία, που σηκώνει κάσες για να τις στοιβιάσει στην αποθήκη, που στέλνει ένα μήνυμα στο WhatsApp φοβούμενος μην κάνει γκάφα που το στέλνει, που είναι πιασμένος γιατί κοιμήθηκε άσχημα το βράδυ, που ετοιμάζεται να κατεβάσει τα σκουπίδια γιατί τα κρεμμύδια πήραν και μυρίζουνε, που σερφάρει στο ίντερνετ χαζεύοντας ταινίες τού ’80 (ωραία εποχή για ταινίες), που κάνει μάθημα γεωμετρίας στην κόρη του, που κοιτάει μια καινούργια ελιά στο κεφάλι της γυναίκας του, που κλαδεύει το μπονσάι του με το μέτωπό του ιδρωμένο και τα γυαλιά του θολά, που σφυρίζει τον ρυθμό από ένα τραγούδι που του άρεσε παλιά, που, που, που, που: κουβαλάει τον θάνατο αυτού του αμέριμνου ανθρώπου ακριβώς.

Γιατί όλα έχουν σημασία, μικρά και μεγάλα και μεγαλύτερα, αλλά αυτός ο θάνατος είναι πιο μεγάλος και πιο κακός απ’ όλους τους άλλους. Όχι γιατί άλλο βάρος έχει η μια και άλλο η άλλη ψυχή, αλλά γιατί οι θάνατοι αυτών των αμέριμνων ανθρώπων είναι θάνατοι που συμβαίνουν ακριβώς έξω απ’ την αυλή μας, μια αυλή γεμάτη πεσμένα φύλλα που τα σκουπίζουμε και τα μαζεύουμε στη μέση της κοιτώντας μη μας φύγει κανένα —μα όλο και κάποιο θα φύγει—, ενώ έξω απ’ τη μάντρα της αυλής είναι πεσμένος εκείνος ο άνθρωπος που μέχρι πριν μια στιγμή τα ’κανε όλα αυτά που είπαμε, κι ακόμα παραπάνω, ακόμα πιο δικά μας πράγματα, πράγματα συνηθισμένα, της ζωής, με μια λέξη: πραγματάκια — μα που τώρα δεν είναι εδώ, χάθηκε τζάμπα και βερεσέ, ούτε καν φωνάζοντάς μας να τον δούμε να πεθαίνει.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.