Κοσμος

Επαναπροσδιορίζοντας τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Εγγυητές για τον δίκαιο και ισορροπημένο επαναπροσδιορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να αποτελέσουν οι πολίτες της Ευρώπης μέσα από τη συμμετοχή τους στις δημοκρατικές διαδικασίες»

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ευρωεκλογές 2024: Οι προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι σημερινές αδυναμίες και οι στόχοι του μέλλοντος.

Το παρόν κείμενο συντάχθηκε και παρουσιάστηκε από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές Πολιτικής Επικοινωνίας και Δημόσιας Διπλωματίας του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, υπό την μορφή διάλεξης και διεξοδικής συζήτησης στο πλαίσιο της διημερίδας «Ενημέρωση Δημοκρατία Ευρωεκλογές» που πραγματοποιήθηκε στις 20 και 21 Μαΐου 2024 υπό την αιγίδα της ΕΣΗΕΜ-Θ.Το παρόν εγχείρημα υλοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του Καθηγητή και Προέδρου του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, κ. Χρήστου Φραγκονικολόπουλου. Στην αποπεράτωση του εγχειρήματος συνέβαλαν 7 μεταπτυχιακοί φοιτητές του προγράμματος «Πολιτική Επικοινωνία» του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, στο πλαίσιο του μαθήματος «Επικοινωνία και Δημόσια Διπλωματία της ΕΕ»:

  • Αμπατζής Διαμαντής
  • Ανδρονίκου Κωνσταντίνος
  • Γιαννακός Βαγγέλης
  • Παύλου Αλεξάνδρα
  • Τσικνάκης Γιώργος
  • Χασάπης Στέλιος
  • Ψάλλας Γιώργος

Ευρωπαϊκή Ένωση: Οι πέντε πυλώνες κοινής στρατηγικής

Συνιστά ορθολογική παραδοχή στις κοινωνικές επιστήμες ότι η κατανόηση των ιστορικών αναγκών και τάσεων της εκάστοτε περιόδου, και οι συνθήκες που αυτές διαμορφώνουν, μπορούν να προσφέρουν μία διεισδυτικότερη οπτική σε οποιοδήποτε αντικείμενο μελετάται. Έτσι μπορούμε εύληπτα να συλλάβουμε πως οι ιστορικές ανάγκες, τάσεις και συνθήκες στη γεωγραφική περιοχή της Γηραιάς ηπείρου το 1951 διαφέρουν παρασάγγας από τις σημερινές το 2024. Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο, διαφέρει ήδη ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2019 (προηγούμενες ευρωεκλογές).

Ο θεμέλιος λίθος της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας και στοχοθεσίας δεν έγκειται πλέον στην επίτευξη ειρήνης σε ένα πιο «ελεγχόμενο» ψυχροπολεμικό διπολικό σύστημα. Ο στόχος της ΕΕ σήμερα συνιστά μία πολύ πιο περίπλοκη και πολυσχιδή επίτευξη. Η κρίση της πανδημίας, ο Ρώσο-Ουκρανικός πόλεμος και ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή, κατέδειξαν 3 μεγάλες αδυναμίες της σημερινής ΕΕ. Αρχικώς, ότι η Ένωση είναι εξαιρετικά ευάλωτη, δεύτερον, ότι εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τους υπόλοιπους μεγάλους πόλους του διεθνούς συστήματος (Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ), και τρίτον, ότι έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό το ευρωπαϊκό οικοδόμημα την εμπιστοσύνη των πολιτών του. Αυτό είναι σημαντικό να αναγνωριστεί, διότι μόνο έτσι θα μπορέσει η Ε.Ε. να συζητήσει και να εφαρμόσει πολιτικές με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και την κατάληψη της θέσης του πρωτοπόρου ενεργού δρώντα και όχι του ουραγού στις παγκόσμιες εξελίξεις. Συνεπώς, ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας να εντατικοποιήσει η Ένωση τις προσπάθειές της για την επίτευξη της Στρατηγικής Ανθεκτικότητας της. Στρατηγική Ανθεκτικότητα φυσικά δεν σημαίνει εσωστρέφεια, αλλά διαμόρφωση ενός σκοπού και ενός οράματος που θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να διαχειριστεί τη σημερινή περίπλοκη αλληλεξάρτηση εν μέσω πολλαπλών παγκόσμιων προβλημάτων αλλά και αυξανόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.

Η πρόκληση αυτή δύναται να συσπειρωθεί γύρω από 5 πυλώνες κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής:

  • Οικονομική ανταγωνιστικότητα
  • Ενεργειακή αυτονομία
  • Υγειονομική αποδοτικότητα
  • Αμυντική αυτονομία
  • Ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών

1. Οικονομική ανταγωνιστικότητα

Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2020, στα πλαίσια του Next Generation EU, ήταν μία εξόχως επιτυχημένη πολιτική για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, η οποία προσδίδει εντεύθεν, μία πιο ενοποιητική μορφοποίηση στην Ένωση, αφού πλέον εκδίδει ομόλογα εξ ονόματος της ίδιας της Ένωσης και όχι του εκάστοτε κράτους μέλους, και έπειτα τα διαμοιράζει στα ίδια τα κράτη. Ωστόσο, από μόνη της η εν λόγω κίνηση δεν δύναται να προσφέρει την επιδιωκόμενη ασφάλεια και ανταγωνιστική δεινότητα στον οικονομικό τομέα της Ένωσης, αφού ο προσανατολισμός και η αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων της Ένωσης παραμένουν εν πολλοίς ασαφείς και μετέωροι.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως σήμερα, η βαρύτητα που έχει η Έρευνα και Ανάπτυξη σε μία κοινωνία σηματοδοτεί την δύναμη της καινοτομίας και πρωτοπορίας της κοινωνίας αυτής. Εάν η Ε.Ε. επιδιώκει να είναι πιο ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να επενδύσει πολύ περισσότερο στην Έρευνα και Ανάπτυξη αλλά και στις Νέες Τεχνολογίες με πολύ πιο στρατηγικό και συνεχή τρόπο. Επί παραδείγματι, η Ευρώπη υστερεί επί του παρόντος πολύ στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες επενδύουν πολύ περισσότερο με όλο ένα και προστιθέμενη φιλοδοξία. Συνεπώς, διαφαίνεται η ανάγκη πλέον, της κατακόρυφης αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων στον τομέα του AI στην επικράτεια της Ένωσης.

Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να επιχειρήσει τον συγκερασμό της Έρευνας και Ανάπτυξης, της Καινοτομίας, των Δεξιοτήτων, της Βιομηχανίας και των Υπηρεσιών μέσα από ένα δίκτυο διασυνδεδεμένων χρηματοδοτικών μηχανισμών και φιλόδοξων στρατηγικών δημοσίων συμβάσεων, αν μη τι άλλο στο βαθμό που το επιτυγχάνουν οι ΗΠΑ και η Κίνα, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική στο διεθνές σύστημα. Χαρακτηριστικό επιτυχημένοπαράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση συνιστά αναντίλεκτα η επιτυχία του εμβολίου Pfizer - BioNTech, που αποτελεί μια ιστορία επιτυχίας η οποία αναδεικνύει την προστιθέμενη αξία μιας αποτελεσματικής συνεχούς προσέγγισης, από την έρευνα και ανάπτυξη του εμβολίου Messenger RNA έως τη δημόσια προμήθεια του.

Ειδικότερα, μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα συνδυάζει την ανάπτυξη των τεχνολογιών με την ενίσχυση της ερευνητικής αριστείας και την προώθηση της καινοτομίας μέσω της δημιουργίας ενιαίας αγοράς στους ψηφιακούς και τεχνολογικούς τομείς θα είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. στο παγκόσμιο προσκήνιο. Παράλληλα, η υποστήριξη μεγάλων ευρωπαϊκών έργων και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κεφαλαιαγοραστικού περιβάλλοντος θα βοηθήσει στη χρηματοδότηση και την ανάπτυξη των πρωτοβουλιών αυτών, προσελκύοντας επιχειρηματικά ταλέντα και προωθώντας την καινοτομία στην Ευρώπη.

Επιπροσθέτως, η Ε.Ε. μπορεί να επιτύχει την διεθνή διάκριση της επενδύοντας περαιτέρω στον παγκόσμιο ρυθμιστικό της ρόλο στο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό πεδίο. Πολλές περιφέρειες και χώρες της υφηλίου εξαρτώνται από την Ε.Ε. ως εξαγωγική αγορά για τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους, για άμεσες ξένες επενδύσεις, εξωτερική οικονομική βοήθεια, ανταλλαγές τεχνολογίας και γνώσης, συνδεσιμότητα υποδομών, και κινητικότητα των εργαζομένων – πολύ περισσότερο από ότι στηρίζονται στην Κίνα, τη Ρωσία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προς αυτήν την κατεύθυνση, οφείλει η Ένωση να διευρύνει το δίκτυο εφοδιασμού της και να ενισχύσει τις εμπορικές και επενδυτικές της συνθήκες με αναδυόμενες δυνάμεις του παγκόσμιου γίγνεσθαι, όπως η Ινδία, η Βραζιλία και χώρες της Αφρικής. Δεύτερον, να διατηρήσει και να ενισχύσει την επιρροής σε διεθνείς διακυβερνητικούς οργανισμούς, με έμφαση στον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό τους, κυρίως σε ζητήματα εκπροσώπησης και ποσοστώσεων ψήφου. Και τέλος, γνωρίζοντας ττην σημασία που έχει η δύναμη της αποτροπής και αντίδρασης σε δευτερεύουσες κυρώσεις (κυρίως από τις ΗΠΑ), η ΕΕ θα μπορούσε να προχωρήσει με τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Δημόσιας Τράπεζας που θα συνεργάζεται με χώρες που έλαβαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ, καθώς και με την υλοποίηση μέτρων που διευκολύνουν την διακρατική κίνηση του ευρώ και την ενίσχυση του έναντι του δολαρίου.

2. Ενεργειακή αυτονομία

Αναφορικά με το σκέλος της ισχυρότερης και ανεξάρτητης ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, το «Green Deal» αρχικά δεν είχε σχεδιαστεί ως μέσο οικοδόμησης ασφάλειας και αυτονομίας, ωστόσο, έχει καταστεί πλέον προφανές ότι:

α) η δραστική μείωση της εξάρτησής μας από ξένα ορυκτά καύσιμα από εξωτερικές μονοπωλιακές πηγές, ενισχύοντας αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες με ομοϊδεάτες εταίρους και β) η αύξηση της ασφάλειας του εφοδιασμού για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ακρογωνιαίοι λίθοι της ανοιχτής στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.

Αυτό απαιτεί μεγαλύτερη ενότητα για την ενεργειακή στρατηγική της Ένωσης· ένα ολοκληρωμένο, διαφοροποιημένο και διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα με γνώμονα τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το πράσινο υδρογόνο· μεγιστοποίηση της εξοικονόμησης ενέργειας και της απόδοσης· ενεργειακή αλληλεγγύη· και επέκταση των αποθηκευτικών δυνατοτήτων.

Σε ενεργειακό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει αποφασιστική δράση για την επιτάχυνση της εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων. Μέσω πρωτοβουλιών που επικεντρώνονται στην εξοικονόμηση ενέργειας, την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και την αύξηση της δυναμικότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε συνδυασμό με πρόσθετες εισαγωγές φυσικού αερίου, η ΕΕ μετρίασε αποτελεσματικά τον αντίκτυπο του ρωσικού περιορισμού στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο και σταθεροποίησε την αγορά ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας έχουν πέσει στα προπολεμικά επίπεδα, τα αποθέματα φυσικού αερίου βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα και η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο έχει μειωθεί από πάνω από το 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ πριν από τον πόλεμο σε λιγότερο από 10% σήμερα.

Ωστόσο φαίνεται ότι η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργεί νέες εξαρτήσεις. Η ταχεία ανάπτυξη της ηλιακής και αιολικής ενέργειας προκάλεσε αναγκαστικά την εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα, καθότι αποτελεί το κράτος μέσω του οποίου η ΕΕ αποκτά τις κρίσιμες πρώτες ύλες και προϊόντα καθαρής τεχνολογίας. Αντιλαμβανόμαστε ότι μέσα σε αυτήν την περίοδο αυξανόμενης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης και γεωοικονομικού κατακερματισμού, αυτή η αυξανόμενη εξάρτηση εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την οικονομική ασφάλεια της ΕΕ. Με άλλα λόγια, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο η ΕΕ να βρει τις ισορροπίες που θα της επιτρέψουν να προχωρήσει σε μια ομαλή, ταχεία και δίκαιη πράσινη μετάβαση, ευθυγραμμισμένη με το Green Deal χωρίς την ταυτόχρονη δημιουργία εξαρτήσεων από τρίτους.

Προκειμένου ωστόσο η ΕΕ να ενισχύσει περαιτέρω τις προσπάθειές της για τη μετρίαση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, οφείλει να προχωρήσει σε γενναίες επενδύσεις με στόχο την υποστήριξη της έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα της ενέργειας ώστε να προωθηθεί περαιτέρω και η πράσινη μετάβαση στις μεταφορές. Η πράσινη μετάβαση στις μεταφορές μπορεί να προωθηθεί είτε μέσα από την ηλεκτροκίνηση των οχημάτων για τα οποία πρέπει να δοθούν κίνητρα στους πολίτες είτε και μέσα από επενδύσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς προκειμένου να μειωθεί η ανάγκη για την χρήση ιδιωτικών οχημάτων ώστε να μειωθούν αισθητά οι παραγόμενοι ρύποι από τον τομέα των μεταφορών. Μέσα στο ανωτέρω πλαίσιο κομβικό και πρωταγωνιστικό ρόλο δύνανται να διαδραματίσουν οι έξυπνες πόλεις κάνοντας χρήση ψηφιακών μέσων για την ανάπτυξη συγκεκριμένου τύπου υπηρεσιών ώστε να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες των πολιτών με μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, ότι σήμερα απαιτείται μια προοδευτική ενεργειακή πολιτική η οποία θα αποβλέπει ταυτόχρονα προς την ενεργειακή ασφάλεια, την πράσινη μετάβαση και την συμπερίληψη. Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση της συνεχούς ροής ενέργειας μέσα από τον ανεμπόδιστο εφοδιασμό οφείλει να είναι ευθυγραμμισμένη με τις επιταγές που δημιουργούνται λόγω της κλιματικής κρίσης, ενώ οφείλει να είναι και δίκαιη και άρα ανεμπόδιστα προσβάσιμη σε όλους τους πολίτες όλων των κρατών μελών, ανεξάρτητα από κοινωνικοοικονομικά κριτήρια για το κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

© Unsplash+ In collaboration with and machines

3. Υγειονομική αποδοτικότητα

Όπως ωστόσο κατέστη σαφές μέσα από την πανδημική κρίση που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε το 2020, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να δώσει σημαντική βαρύτητα μέσα στα επόμενα χρόνια και στον τομέα της υγείας. Απόδειξη του γεγονότος ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε μέσα από την πανδημία να αντιλαμβάνεται πλέον με διαφορετικό τρόπο τον ρόλο της αναφορικά με τον τομέα της υγείας, αποτελεί το Πρόγραμμα «Η ΕΕ για την υγεία» (EU4health) με χρονικό ορίζοντα το 2021-2027.

Το πρόγραμμα αυτό έχει προστιθέμενη αξία για την ΕΕ, καθώς συνεπάγεται οφέλη αποδοτικότητας και θετικές συνέπειες που δεν θα μπορούσαν να προκύψουν από την ανάληψη μέτρων μόνο σε εθνικό επίπεδο. Υποστηρίζει και συμπληρώνει εθνικές πολιτικές για την προαγωγή και τη βελτίωση της ανθρώπινης υγείας στην ΕΕ και διασφαλίζει την προστασία της ανθρώπινης υγείας σε όλες τις πολιτικές και τις δράσεις της ΕΕ σύμφωνα με την προσέγγιση «Μία υγεία». Οι τέσσερις γενικοί στόχοι του προγράμματος είναι οι εξής:

  1. βελτίωση και προαγωγή της υγείας στην ΕΕ
  2. προστασία των ανθρώπων από σοβαρές διασυνοριακές απειλές για την υγεία
  3. βελτίωση των φαρμάκων, των ιατρικών συσκευών και των προϊόντων που σχετίζονται με την κρίση
  4. και ενίσχυση των συστημάτων υγείας μέσω της βελτίωσης της ανθεκτικότητάς τους και της αποδοτικής χρήσης των πόρων τους.

Για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταρτίσει έναν επταετή προϋπολογισμό του προγράμματος ο οποίος ανέρχεται στα 5,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση του τομέα της υγείας δεν εξαντλούνται με το ανωτέρω αναφερθέν πρόγραμμα. Ήδη στις 23 και 24 Απριλίου έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες ένα Άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Υγείας της ΕΕ με βασικούς θεματικούς άξονες την κρίση του υγειονομικού δυναμικού και τη διασφάλιση της τροφοδοσίας φαρμακευτικών προϊόντων στην Ε.Ε., ενώ επί τάπητος τέθηκε και η ανάγκη εστίασης στην πρωτογενή πρόληψη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου κατά του Καρκίνου.

Ακόμη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει τόσο τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς φαρμάκων με συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει πρόσβαση σε οικονομικά προσιτά φάρμακα με προώθηση της καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας με ταυτόχρονες περιβαλλοντικές προβλέψεις προκειμένου να παράγονται φάρμακα μεγαλύτερης βιωσιμότητας. Στόχος των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών είναι φυσικά η εξάλειψη των ανισοτήτων που επικρατούν μεταξύ των Ευρωπαίων Πολιτών και η εξασφάλιση ότι όλα τα Κράτη Μέλη δεν θα βρεθούν σε έλλειψη φαρμάκων πρώτης ανάγκης. Με άλλα λόγια, επιχειρείται να γεφυρωθεί το χάσμα που αναδείχθηκε στην διάρκεια της πανδημίας στον τομέα της υγείας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι ανωτέρω δράσεις και πρωτοβουλίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέχρι πρότινος, δεν χάρασσε πολιτικές υγείας, αλλά η δράση της λειτουργούσε συμπληρωματικά προς τις εθνικές πολιτικές και στήριζε τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της δημόσιας υγείας. Ο σημαντικότερος στόχος που καλείται να φέρει σε πέρας η ΕΕ όσον αφορά στον τομέα της Υγείας είναι η γένεση του ιδανικού συστήματος δημόσιας υγείας με χρονικό ορίζοντα το 2040. Βασικοί πυλώνες οφείλουν να αποτελέσουν η καλύτερη διάγνωση και πρόγνωση ώστε να ενισχυθεί η κουλτούρα της πρόληψης και να ενισχυθούν οι εξατομικευμένες θεραπείες εκμεταλλευόμενη πλήρως την τεχνολογική επανάσταση που ονομάζεται ΑΙ. Με άλλα λόγια, η ΕΕ οφείλει να αυξήσει την οικονομική ενίσχυσή της προς τον ερευνητικό κα βιομηχανικό κόσμο επενδύοντας στον τομέα της τεχνολογίας της υγείας και να προωθήσει διακρατικές δημόσιες συμβάσεις για ιατρικό εξοπλισμό νέας γενιάς.

4. Αμυντική αυτονομία

Είναι γεγονός ότι η περίοδος 2019-2024 σηματοδότησε μια κρίσιμη στροφή για την αμυντική πολιτική και φιλοδοξία της Ε.Ε.. Σε αυτό το διάστημα, τέθηκαν νέες προτεραιότητες και υιοθετήθηκαν φιλόδοξα μέτρα για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ένωσης, αλλά και εμφανίστηκαν νέα πεδία σκέψης που αφορούν άμεσα στο μέλλον της Ένωσης.

Προς απάντηση στις προαναφερθείσες προκλήσεις, τα τελευταία πέντε έτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε τη Στρατηγική Πυξίδα, μια φιλόδοξη πρωτοβουλία με στόχο την ανάπτυξη μιας ισχυρότερης και πιο ανεξάρτητης αμυντικής ταυτότητας έως το 2030. Η Στρατηγική Πυξίδα εστιάζει σε τέσσερις κύριους άξονες:

  1. αύξηση των αμυντικών δαπανών έως το 2030 στο 2%
  2. ανάπτυξη κοινών αμυντικών δυνατοτήτων
  3. ενίσχυση της συνεργασίας με εταίρους όπως το ΝΑΤΟ
  4. και προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Επιπλέον, η ΕΕ θέσπισε το Πακέτο Ασφάλειας και Άμυνας, το οποίο περιλαμβάνει την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Άμυνας για την υποστήριξη κοινών αμυντικών προγραμμάτων και τη δημιουργία ενός Ταμείου για την Αμυντική Συνεργασία. Επίσης, η κοινή άσκηση «Ευρωπαϊκή Ασπίδα» εστίασε στην αντιμετώπιση κυβερνοεπιθέσεων και υβριδικών απειλών. Τέλος, η ΕΕ εγκαθίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Ασφάλειας και Άμυνας, προσφέροντας εκπαίδευση και κατάρτιση σε αξιωματούχους άμυνας και ασφάλειας από τα κράτη μέλη.

Η ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας και η ανάπτυξη κοινών αμυντικών δυνατοτήτων σε έναν ασταθή κόσμο με αναδυόμενες απειλές και προκλήσεις είναι ιδιαίτερα κρίσιμες.  Ωστόσο, αυτές οι προτεραιότητες συνεπάγονται προκλήσεις, όπως η διασφάλιση πολιτικής βούλησης και οικονομικής δέσμευσης από όλα τα κράτη μέλη, καθώς και η ανάπτυξη απαραίτητων αμυντικών δυνατοτήτων. Η ενίσχυση αυτή απαιτεί στενή συνεργασία και κοινή δράση, ενώ απαιτείται επίσης η διασφάλιση δημοκρατικής εποπτείας και κοινοβουλευτικού ελέγχου. Η ΕΕ οφείλει και πρέπει να κάνει περισσότερα να αναπτύξει εργαλεία που θα της επιτρέπουν να είναι πιο ανθεκτική και αποτελεσματική, επενδύοντας σε καλύτερες διαδικασίες πλειοψηφικής λήψης αποφάσεων και ενισχύοντας τον ρόλο της Επιτροπής.

Ωστόσο, η κατεξοχήν πρόκληση βαρύνουσας σημασίας για τα θεσμικά όργανα και τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. είναι να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα της Ένωσης χωρίς όμως να υπονομεύουν τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Η ανασφάλεια που προκύπτει από την εντεινόμενη αίσθηση ότι ο ρόλος της Ε.Ε. στην παγκόσμια πολιτική σκηνή υποβαθμίζεται δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια νέα ταυτότητα, βασισμένη στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό και τη συγκρουσιακή συμπεριφορά. Το σφάλμα που πρέπει να αποφύγει η Ε.Ε. είναι η εξάλειψη του υπόβαθρου της ταυτότητας ήπιας ισχύος που έχει οικοδομήσει για τον εαυτό της, και του ρόλου της στον κόσμο ως, αφενός, ενός ιστορικά μοναδικού πειράματος ειρήνευσης και αφετέρου, μιας μεγάλης δύναμης μέσα σε μια πολύ-πολική διεθνή τάξη πραγμάτων, που δεσμεύεται να προάγει την ειρήνη και την ασφάλεια παγκοσμίως μέσο- και μακροπρόθεσμα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι σημαντικό για την Ε.Ε. να επενδύσει σε μια διαφορετική μορφή «διεκδικητικότητας». Η γεωπολιτική διεκδικητικότητα δεν σημαίνει υποχρεωτικά επιστροφή στα παλιά πρότυπα συγκρουσιακής συμπεριφοράς μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, μεταξύ αυτών και της Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να φιλοδοξεί και να επιδιώκει να είναι κάτι παραπάνω από ένα αντί-Ρωσικό ή αντί-Κινεζικό γεωπολιτικό φόρουμ, και αντ’ αυτού να προάγει πρωτοβουλίες και να εφαρμόζει πολιτικές προκειμένου να απαντήσει σε προκλήσεις που απαιτούν κοινή διεθνή δράση, όπως η ενεργειακή κρίση, η αυξανόμενη ανισότητα, η κλιματική αλλαγή, οι δημογραφικές αλλαγές, και οι αποσταθεροποιητικές τεχνολογικές τάσεις. Ενώπιον της προοπτικής ολοένα και πιο εχθρικών σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, και σε ένα περιβάλλον όπου τα θεσμικά όργανα παγκόσμιας διακυβέρνησης σημειώνουν απώλειες δυνάμεων και νομιμοποίησης, η Ε.Ε. οφείλει να επενδύσει σε ένα θετικό όραμα και σε πρακτικές μορφές συνεργασίας που μπορούν να λειτουργήσουν ως βάση συμβιβασμού και συντονισμού μεταξύ των χωρών και των περιφερειών του πλανήτη.

© Guillaume Périgois

5. Ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών

Από την ανάλυση που προηγήθηκε, αντιλαμβανόμαστε ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση διαφέρει ήδη ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2019, λίγο πριν ξεσπάσει δηλαδή η πανδημική κρίση. Οι συγκεκριμένες διαφορετικές συγκυρίες είναι που καλούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα, να προχωρήσει σε έναν επαναπροσδιορισμό των στόχων και των επιδιώξεών της. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός καθίσταται απαραίτητος μέσα από την επιτακτική ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να συμβαδίζει με την εποχή της και να μην επιτρέπει στα ζητήματα που ανακύπτουν να την ξεπερνούν. Συνεπώς, είναι κρίσιμο το σύνολο των τομέων που προαναφέρθηκαν να αναπτυχθούν ισόρροπα και να αναλογικά με τις εξελίξεις και την σπουδαιότητα τους. Εγγυητές για τον δίκαιο και ισορροπημένο επαναπροσδιορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να αποτελέσουν οι πολίτες της Ευρώπης μέσα από τη συμμετοχή τους στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακραία κινήματα και κόμματα φαίνονται να προελαύνουν στις δημοσκοπήσεις που διενεργούνται ενόψει των επερχόμενων Ευρωεκλογών. Η άνοδος των ακραίων φωνών στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες διενέξεις μεταξύ κρατών και πολέμων τόσο μέσα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και στην ευρύτερη γεωπολιτική γειτονιά μας αποτελεί ένα ιδιαίτερα κρίσιμο καμπανάκι που οφείλουμε να ακούσουμε, να κατανοήσουμε και να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών και να επαναπροσδιορίσει μεταξύ των άλλων και την σχέση της με τους πολίτες.

Η σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους πολίτες της αντιπροσωπεύει ένα θεμέλιο στοιχείο για την εύρυθμη δημοκρατική λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της. Σήμερα, παρατηρούμε μια αυξανόμενη επιθυμία των πολιτών για συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και για ανοιχτή, διαφανή ανταλλαγή απόψεων με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ έχει την ευκαιρία να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών και να ενισχύσει την ταύτισή τους με το ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αποτέλεσε η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης. Στη συγκεκριμένη διάσκεψη οι πολίτες είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν και να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με βασικές προτεραιότητες και προκλήσεις και να υποβάλουν προτάσεις για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάσκεψη ολοκληρώθηκε με την υποβολή της τελικής έκθεσης, η οποία περιλαμβάνει 49 προτάσεις και 326 μέτρα, προς τους / τις προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Παρά το σημαντικό βήμα της Διάσκεψης, είναι βέβαια αδιαμφισβήτητο ότι μια από τις κύριες προκλήσεις είναι η ανάγκη επανεξέτασης των διαύλων επικοινωνίας με τους πολίτες. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών μηχανισμών διαβούλευσης και συμμετοχής, που θα επιτρέπουν στους πολίτες να έχουν ουσιαστική επίδραση  στην διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Αυτό δεν είναι μόνο μια διαδικασία επιμέρους βελτιώσεων, αλλά μια ευκαιρία για την ενίσχυση της δημοκρατίας και της νομιμότητας των πολιτικών αποφάσεων συλλήβδην.

Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η δημιουργία δικτύων διαβούλευσης και ανοικτής πρόσβασης, τα οποία θα λειτουργήσουν ως μέσα εμπιστοσύνης μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των πολιτών. Τέτοια τύπου διαβουλευτικά δίκτυα (α) θα δημιουργήσουν χώρο για εναλλακτικά αφηγήματα ως προς τα κυρίαρχα παραδείγματα, με στόχο να υπάρξει πρόσφορο έδαφος για δυνητικά καινοτόμες πολιτικές, καθώς και να διαφωτιστεί και να εμπλουτιστεί η συζήτηση για τις βέλτιστες πολιτικές, (β) θα εργαστούν στην κατεύθυνση υφιστάμενων πολιτικών, καθιστώντας τις πιο αποτελεσματικές, και (γ) θα ασκούν κριτική τρεχόντων πολιτικών και θα αναζητούν νέα πιθανά σχέδια δράσης. Τέλος, η ενθάρρυνση της «διαλεκτικής δημόσιας διπλωματίας» μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ΕΕ και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών της. Αυτό σημαίνει την προώθηση ενός βαθύτερου διαλόγου και περαιτέρω συζήτησης μεταξύ των πολιτών και των θεσμικών οργάνων.

Το μήνυμα που μπορούμε να αναγνώσουμε άπαντες είναι σαφές: τα «παλιά» θεσμικά όργανα εκπόνησης πολιτικών και λήψης αποφάσεων θα πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να μην καταστούν αποκομμένα από τις αντίστοιχες κοινωνίες τους που εξελίσσονται και αναδιαμορφώνονται με ραγδαίες ταχύτητες τα τελευταία έτη. Είναι απαραίτητο για τις κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. να παραδεχτούν χωρίς φόβο ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα και προκλήσεις πέρα από τις δυνατότητές τους, και ότι πρέπει να συνεργαστούν με άλλους θεσμικούς και μη κυβερνητικούς φορείς και πολίτες εντός και εκτός των εθνικών τους συνόρων και εντός των ευρωπαϊκών θεσμών. Ιστορικά, το ευρωπαϊκό εγχείρημα όφειλε την καταστατική και εξωστρεφή του επιτυχία κυρίως στην ελίτ των πολιτικών και μη ηγεσιών του εκάστοτε κράτους μέλους, ωστόσο, η ίδια η ιστορία σήμερα είναι που καλεί πλέον τους ιθύνοντες να τη μεταβάλλουν οργανικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση των πολιτών της.