- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γερμανία: Η ακροδεξιά συνεχίζει να χάνει δυνάμεις - Τα στοιχεία της δημοσκόπησης του Ινστιτούτου INSA για λογαριασμό της εφημερίδας BILD
Η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) εξακολουθεί να χάνει δυνάμεις στις δημοσκοπήσεις, παραμένει ωστόσο δεύτερο κόμμα, ενώ κανένα από τα παραδοσιακά κόμματα δεν φαίνεται να ωφελείται. Αντιθέτως, πάνω από το όριο εισόδου στην Bundestag φαίνεται να παγιώνεται η νεοσύστατη «Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW).
Τα στοιχεία τηα δημοσκόπησης
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου INSA για λογαριασμό της εφημερίδας BILD, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) παραμένει πρώτη δύναμη με 30% και απώλεια μίας μονάδας από την προηγούμενη μέτρηση, ενώ ακολουθεί η AfD με 18% και απώλεια επίσης μίας μονάδας. Ενδεικτικά, τον Ιανουάριο η AfD συγκέντρωνε στην ίδια δημοσκόπηση 23%. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) κερδίζει, αντιθέτως, μία μονάδα και φθάνει στο 16% και ακολουθούν χωρίς μεταβολή οι Πράσινοι με 13%, η BSW με 6% και οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 5%.
«Πολιτικά και αριθμητικά, οι πιθανότεροι κυβερνητικοί συνασπισμοί θα μπορούσαν να προέλθουν από συνεργασία CDU/CSU-SPD ή CDU/CSU-SPD-Πρασίνων. Την ίδια ώρα, η BSW έχει ήδη διπλάσιο ποσοστό από την Αριστερά, στην οποία ανήκε μέχρι πρόσφατα. Η Χριστιανική Ένωση είναι ισχυρότερη από το SPD και τους Πράσινους μαζί και οι Πράσινοι με το FDP συγκεντρώνουν ποσοστό ίσο με αυτό μόνης της AfD», επισημαίνει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου INSA Χέρμαν Μπίνκερτ.
Το «ποτέ ξανά, είναι τώρα»: Γιατί το AfD φοβίζει τη Γερμανία
Με την ακροδεξιά να βρίσκεται σε άνοδο σε σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη και ορατό τον κίνδυνο αυτό να αποτυπωθεί στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2024, στη Γερμανία εκφράζεται έντονη ανησυχία για την ενίσχυση του εθνολαϊκιστικού AfD. Πρόκειται για τον πολιτικό σχηματισμό που, όπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε, συνωμοτεί με μέλη νεοναζιστικών ομάδων και επιχειρηματίες πάνω σε ένα σχέδιο μαζικών απελάσεων μεταναστών από τη χώρα, ακόμη και αν κατέχουν γερμανικό διαβατήριο. Είναι αυτός ο ακροδεξιός σχηματισμός που διεκδικεί την τοπική πρωθυπουργία στο κρατίδιο της Θουριγγίας, την πρωτιά σε άλλα δύο ανατολικογερμανικά κρατίδια και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις κατέχει τη δεύτερη θέση σε εθνικό επίπεδο. Με δεδομένη την ευαισθησία που υπάρχει στη Γερμανία απέναντι σε τέτοια φαινόμενα, δεν αποτελούν έκπληξη τα αντανακλαστικά που επιδεικνύονται από πολίτες και πολιτικούς απέναντι σε ένα φαινόμενο που ξυπνά ανατριχιαστικές μνήμες του παρελθόντος.
Τι είναι το AfD και γιατί φοβίζει τη Γερμανία
Όταν ιδρύθηκε, το 2013, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) ήταν ένα πολύ διαφορετικό κόμμα από ό,τι είναι πια. Τότε εμφανιζόταν ως η απάντηση στην κρίση της Ευρωζώνης. Ο Guardian υπενθυμίζει ότι την πρώτη περίοδο έμοιαζε περισσότερο με μια ομάδα (συγκριτικά) φιλελεύθερων οικονομολόγων, δυσαρεστημένων από τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης. Εξέπεμπαν ένα «πατριωτικό άρωμα», αλλά σίγουρα δεν υιοθετούσαν τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιοί».
Αργότερα, ωστόσο, καθώς περισσότερο από 1 εκατ. πρόσφυγες και μετανάστες έφθασαν στη χώρα (2015 - 2016), το AfD άνοιξε την «αγκαλιά» του σε ψηφοφόρους που αντιδρούσαν στην μεταναστευτική πολιτική της χώρας -κυρίως ανατολικογερμανών. Σταδιακά η σύνθεση του κόμματος άλλαξε, με τους φιλελεύθερους να αποπέμπονται από το κόμμα και τη θέση τους να παίρνουν πρόσωπα που υιοθετούσαν ακραία ρητορική.
Η κομβική στιγμή ήταν το 2017, όταν βασικό στέλεχος του κόμματος, ο Μπιορν Χέκε (Björn Höcke), κάλεσε το κόμμα να μην συμμετέχει στις εκδηλώσεις μνήμης του Ολοκαυτώματος και να απαλλαγεί από την κουλτούρα της εθνικής ενοχής. Ο Χέκε δεν εκδιώχθηκε από το κόμμα, αντίθετα φαίνεται ότι εξέφραζε μια ομάδα μέσα σε αυτό, η οποία το λιγότερο που θα μπορούσε ήταν να χαρακτηριστεί ακροδεξιά. Πλέον και ο ίδιος και το κόμμα έχουν κάνει... άλματα.
Γιατί ενισχύεται τώρα το AfD
Παρά τις αρχικά καλές εκλογικές επιδόσεις του, το 2022 σημειώθηκε μια κάμψη που πολλοί εξέλαβαν ως «ξεφούσκωμα» του AfD. Ωστόσο, η αβεβαιότητα που προκάλεσε ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αύξηση του κόστους διαβίωσης, ενισχυμένη από την λαϊκίστικη ρητορική του κόμματος, έδωσε «φιλί ζωής» στο AfD.
Την ίδια ώρα, οι αλλαγές που προωθούνται στο πλαίσιο της «πράσινης» ατζέντας της ΕΕ -πχ περικοπές στις αγροτικές επιδοτήσεις ντίζελ και μείωση των εκπομπών αζώτου από την κτηνοτροφική δραστηριότητα- έχουν οδηγήσει στις διαμαρτυρίες αγροτών -όχι μόνο στη Γερμανία. Οι πόροι που διοχετεύονται στην αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής -και όχι στις «ανάγκες της κοινωνίας», όπως υποστηρίζουν οι λαϊκιστές- αποτελούν νέο πεδίο αντιπαράθεσης, σε μια Οικονομία που τα τελευταία χρόνια ασθμαίνει, ενώ είχε «μάθει» να χαρακτηρίζεται η «ατμομηχανή της Ευρώπης».
Η Γερμανία παρουσιάζει τις χειρότερες επιδόσεις ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες και οδεύει προς την ύφεση, με τη βιομηχανική παραγωγή τον περασμένο Νοέμβριο να είχε συμπληρώσει έξι συνεχόμενους μήνες μείωσης. Οι αδύναμες επενδύσεις και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός κυρίως με την Κίνα, επιδεινώνουν την κατάσταση. Η καθοδική πορεία ήδη προ Covid, επιταχύνθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία καθώς σταμάτησε η εισαγωγή φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου, κάτι που προκάλεσε καίριο πλήγμα στη γερμανική βιομηχανία, επειδή δεν κατέστη δυνατό να αντικατασταθεί ικανοποιητικά από άλλη πηγή ενέργειας. Η πυρηνική ενέργεια -που προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη Γαλλία- έχει «εξαλειφθεί» από τη Γερμανία, χάρη στην απόφαση της Μέρκελ το 2011 και τους «Πράσινους» του νυν κυβερνητικού συνασπισμού.
Δεν είναι μόνο η κατάσταση της γερμανικής Οικονομίας και η κοινωνική αναταραχή που δημιουργείται, που ενισχύουν την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Φιλελεύθεροι και Πράσινοι προωθούν διαφορετικές ατζέντες στο εσωτερικό της τρικομματικής κυβέρνησης, με τον Όλαφ Σολτς να καλείται να παίξει τον ρόλο του ισορροπιστή. Η πολιτική της κυβέρνησης έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια και ο ίδιος ο καγκελάριος επικρίνεται για έλλειψη ηγεσίας.
Δημοσκόπηση για το δημόσιο δίκτυο ARD κατέγραψε ότι το 82% των πολιτών δηλώνει «λίγο ή καθόλου ευχαριστημένο» από τα πεπραγμένα του τρικομματικού συνασπισμού. Η δημοτικότητα του Όλαφ Σολτς βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, με δύο στους τρεις Γερμανούς να ζητούν την άμεση απομάκρυνσή του.
Και βέβαια, το AfD είναι εκεί για να αξιοποιήσει το μομέντουμ της πολιτικο-οικονομικής κρίσης στη χώρα.
Σε μέτρηση του Ινστιτούτου INSA για λογαριασμό της εφημερίδας Bild, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) προηγείται με ποσοστό 31%, τη δεύτερη θέση έχει κατοχυρώσει το AfD με 23%, και ακολουθούν το SPD (16%), οι Πράσινοι (12%) και οι Φιλελεύθεροι (FDP) με μόλις 5%.
Σε μια κρίσιμη εκλογική χρονιά, κατά την οποία στήνονται κάλπες σε τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια -Σαξονία, Θουριγγία και Βρανδεμβούργο- στα οποία οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την «Εναλλακτική για τη Γερμανία» να κατακτά ακόμη και τη νίκη, οι φωνές για αντιμετώπιση του φαινομένου της ανόδου του ακροδεξιού κόμματος ενισχύονται.
«Ποτέ ξανά»
Από την Παρασκευή (19/1) έως την Κυριακή (21/1) πραγματοποιήθηκαν μαζικές διαδηλώσεις στο Βερολίνο -με δεκάδες χιλιάδες πολίτες να συγκεντρώνονται μπροστά από το ιστορικό κτήριο του Ράιχσταγκ-, στο Μόναχο, τη Βρέμη, το Αμβούργο, την Φρανκφούρτη, το Ανόβερο, τη Λειψία κατά του ακροδεξιού AfD και με κεντρικό σύνθημα: «Ποτέ ξανά».
Σύμφωνα με γερμανικά μέσα σχεδόν ένα εκατομμύριο πολίτες διαδήλωσαν κατά του δεξιού εξτρεμισμού κάνοντας λόγο για «Σαββατοκύριακο της ελπίδας».
Ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ με βιντεοσκοπημένο μήνυμά του προς τους πολίτες ευχαρίστησε τους διαδηλωτές για την προσήλωσή τους και δέσμευση για τη δημοκρατία. «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μας δίνουν θάρρος. Υπερασπίζονται τη δημοκρατία μας και το Σύνταγμά μας απέναντι στους εχθρούς τους».
«Είναι διαφορετικοί άνθρωποι», όπως σημειώνει ο Γερμανός πρόεδρος, «όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: αντιστέκονται στη μισαλλοδοξία και τον δεξιό εξτρεμισμό. Θέλουν να συνεχίσουν να ζουν μαζί με ελευθερία και ειρήνη στο μέλλον».
Η Deutsche Welle σημειώνει ότι σύμφωνα και με την τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Insa για λογαριασμό της κυριακάτικης Bild, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» δεν εμφανίζεται αποδυναμωμένη ούτε από τις πρόσφατες αποκαλύψεις του ερευνητικού δικτύου Correctiv -που έφερε στο φως τη μυστική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο σε ξενοδοχείο του Πότσνταμ μεταξύ κορυφαίων στελεχών του AfD με μέλη νεοναζιστικών ομάδων, αλλά και επιχειρηματίες, με θέμα μαζικές, αναγκαστικές απελάσεις εκατομμυρίων μεταναστών, συμπεριλαμβανομένου κατόχων γερμανικού διαβατηρίου- αλλά ούτε από τις μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους, και καταγράφει εκ νέου ποσοστά που ξεπερνά το 22% σε όλη τη χώρα.
Συζήτηση ακόμη και για απαγόρευση του AfD
Σε αυτό το κλίμα, επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για ενδεχόμενη απαγόρευση του ακροδεξιού κόμματος. Με βάση το ισχύον δίκαιο την απαγόρευση αυτή μπορεί να επιβάλει μόνο το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μετά από αίτημα που καταθέτει είτε η κυβέρνηση, είτε η Βουλή, είτε το «Ομοσπονδιακό Συμβούλιο» (Άνω Βουλή).
Παλαιότερη προσπάθεια για την απαγόρευση του νεοναζιστικού κόμματος NPD είχε πέσει στο κενό, υπενθυμίζουν εκείνοι που συνιστούν ψυχραιμία και περίσκεψη για την αντιμετώπιση του AfD.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, ο «Πράσινος» υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ δηλώνει ότι «εφόσον αποδεικνύεται ότι ένα πολιτικό κόμμα επιχειρεί να επιβάλει 'φασιστικό κράτος', το κόμμα αυτό θα πρέπει να απαγορευθεί όσο ισχυρό και εάν είναι». Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Ρολφ Μίτσενιχ επισημαίνει ότι το θέμα παραμένει επίκαιρο καθώς «υπάρχουν βουλευτές μας που θέλουν να ενημερωθούν για τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την απαγόρευση ενός πολιτικού κόμματος».
O επικεφαλής της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης (CDU) Φρίντριχ Μερτς, ωστόσο, εμφανίζεται επιφυλακτικός: «Δεν θεωρώ ενδεδειγμένη λύση την απαγόρευση, πρόκειται για το έσχατο μέσο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το αποκλείουμε, αλλά στη σημερινή συγκυρία δεν βλέπω τι κερδίζουμε με το να ενισχύσουμε το αφήγημα του 'θύματος' που προβάλλει η AfD και μάλιστα με μία διαδικασία που διαρκεί πολλά χρόνια και θα αποτελεί αιτία για μία συνεχή πολιτική αντιπαράθεση».
Η Γκερτνρούντε Λύμπε Βολφ πρώην μέλος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, προειδοποιεί ότι η διαδικασία δεν είναι απλή και ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω από «δηλώσεις ή πράξεις μεμονωμένων προσώπων όσο οδυνηρές και αν είναι αυτές», προκειμένου να επιβληθεί η απαγόρευση.
Ο Μπιορν Χέκε και οι φόβοι για τη δημοκρατία
Στο κρατίδιο της Θουριγγίας, όπου οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν το AfD σε πρώτη πολιτική δύναμη, ο Μπιορν Χέκε, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στο κοινοβούλιο της Θουριγγίας, διεκδικεί με αξιώσεις τον πρωθυπουργικό θώκο. Πρόκειται για ένα από τα πιο ακραία στελέχη της AfD, που παλαιότερα είχε συμμετάσχει σε πορεία νεοναζί.
Στη μεταπολεμική Γερμανία, σημειώνει η DW, οποιαδήποτε στήριξη ή ακόμη και συμβολική προσέγγιση στον εθνικοσοσιαλισμό αποτελεί «ταμπού». Ωστόσο, ακριβώς αυτήν την προσέγγιση επιδιώκουν πολλά στελέχη της AfD, ενώ ο ίδιος ο Χέκε μπορεί να αποκαλείται πλέον «φασίστας» και μάλιστα με δικαστική απόφαση. Όπως έκρινε προ ετών το Πρωτοδικείο του Μάινινγκεν, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν προσβάλλει το «δικαίωμα επί της προσωπικότητας» του Χέκε, αλλά αποτελεί «αξιολογική κρίση βασισμένη σε γεγονότα, τα οποία χρήζουν επαλήθευσης».
Μία εκλογική νίκη του Χέκε θα αποτελούσε ιστορική τομή. Με δεδομένο ότι στη Γερμανία τα ομόσπονδα κρατίδια διαθέτουν ευρείες αρμοδιότητες, ο Χέκε θα μπορούσε να ορίσει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταναστευτική πολιτική, την παιδεία και τα μέσα ενημέρωσης στο συγκεκριμένο κρατίδιο.
Η γερμανική διαδικτυακή πύλη Verfassungsblog που εστιάζει σε θέματα συνταγματικού και διεθνούς δικαίου, προειδοποιεί ότι μία νίκη του AfD στη Θουριγγία θα είχε οδυνηρές επιπτώσεις για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η AfD δεν συμμερίζεται τον κοινό στόχο για ένα κοινοβούλιο που ανταποκρίνεται στην αποστολή του. Η ίδια ζει από το αφήγημα ότι η Δημοκρατία δεν λειτουργεί και οι σημερινές ελίτ πρέπει να αντικατασταθούν. Ταυτίζεται με τον λαό και δεν αναγνωρίζει τις θεσμικές διαδικασίες του κοινοβουλευτισμού».