Κοσμος

Το τέλος μιας ευρωπαϊκής ψευδαίσθησης

Οι δυτικές δημοκρατίες αναλαμβάνουν τεράστιο ρίσκο όταν παραβλέπουν τις διαφορές αξιών που τις χωρίζουν από αυταρχικά καθεστώτα

Γιάννης Στεφανίδης
ΤΕΥΧΟΣ 911
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο αναθεωρητισμός του Πούτιν, η ευρωπαϊκή ψευδαίσθηση και η ανάγκη ύπαρξης ενός ετοιμοπόλεμου συνασπισμού

καὶ ὅλως ἄπιστον, οἶμαι, ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς, ἄλλως τε κἂν ὅμορον χώραν ἔχωσι.
Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς α΄ 1.5.
Απόδοση: Κατά τη γνώμη μου, η τυραννίδα δεν εμπνέει απολύτως καμία εμπιστοσύνη στις δημοκρατίες, και για άλλους λόγους, ακόμα και όταν γειτονεύουν με αυτήν.

Το ερώτημα εάν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται ο πόλεμος, ιδίως από εκείνους στους οποίους ανήκει η ευθύνη της διεξαγωγής του (κυβερνήσεις και στρατιωτικούς), είναι μάλλον ρητορικό. Κάθε πόλεμος μεγάλης κλίμακας, όπως έχει αναμφίβολα εξελιχθεί ο σημερινός, αφήνει το ίχνος του τόσο στη συλλογική μνήμη όσο και στα επιτελικά σχέδια για μελλοντικές συγκρούσεις.

Ίσως η προφανέστερη αλλαγή αφορά στον τρόπο που οι δημοκρατίες του λεγόμενου δυτικού κόσμου ερμηνεύουν το καθήκον τους να παρέχουν ασφάλεια στους πολίτες τους και ταυτοχρόνως να εκπληρώνουν τον ρόλο τους ως μέλη μιας συμμαχίας, όπως το ΝΑΤΟ, ή του παγκόσμιου συστήματος συλλογικής ασφάλειας, όπως το εμπνεύστηκαν οι ιδρυτές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τον προβληματισμό αυτόν εξέφρασε στις 29 Μαρτίου ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Donald Tusk, απαντώντας επί της ουσίας στον Ισπανό ομόλογό του Pedro Sanchez, ο οποίος πρόσφατα ζήτησε από τους συναδέλφους του στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μη χρησιμοποιούν τη λέξη «πόλεμος» στις Συνόδους Κορυφής, προκειμένου οι πολίτες αυτής της τρισευτυχισμένης ηπείρου να μην αισθάνονται ότι απειλούνται.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις άρχισαν να συμπεριφέρονται ως εάν ο συμβατικός πόλεμος μεταξύ κρατών να ανήκε πλέον στο παρελθόν. Έκτοτε, η σχετική συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την ανάγκη να αντιμετωπιστούν δύο κατηγορίες κινδύνων για τις ανεπτυγμένες κοινωνίες τους: αφενός, οι λεγόμενες «ασύμμετρες απειλές», δηλαδή τρομοκρατική δράση ικανή να επιφέρει πλήγματα στην καρδιά ενός δυτικού κράτους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001· αφετέρου, συγκρούσεις που εκτυλίσσονται σε κράτη «αποτυχημένα» ή «παρίες», αλλά με επιπτώσεις που αγγίζουν τη Δύση, όπως προσφυγικά ρεύματα ή άνοδος δυνάμεων που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα και τις αξίες του δυτικού κόσμου.

Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και των παράπλευρων συνεπειών από μια ένοπλη σύγκρουση «σε χώρα μακρινή μεταξύ λαών για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα», δεν θεωρήθηκε ότι απαιτούσε την ενίσχυση των συμβατικών δυνάμεων, στις οποίες παραδοσιακά στηρίζεται η άμυνα μιας χώρας.

Ένας συμβατικός πόλεμος στην Ευρώπη δεν είναι αδιανόητος

Με δυο λόγια, μετά το 1989, αναπτύχθηκε στη Δύση ένα αίσθημα επανάπαυσης με βάση την υπόθεση ότι ο συμβατικός πόλεμος μεταξύ κρατών είχε καταστεί αδιανόητη επιλογή, τουλάχιστον στην Ευρώπη, ιδίως μετά την ένταξη της πλειονότητας των κρατών της στην ίδια συμμαχία, το ΝΑΤΟ. (Μέχρι σήμερα, η υπόθεση αυτή ίσχυσε και για τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, παρά τις περιοδικές εντάσεις.)

Βέβαια, η μεταψυχροπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας στη γηραιά ήπειρο παρέμενε ημιτελής, καθώς άφηνε απέξω τη Ρωσία και αρκετές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Οι ελπίδες για σταδιακή ώσμωση συμφερόντων και αξιών πάνω στο σχήμα του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη της δεκαετίας του 1990 δεν δικαιώθηκαν.

Μετά την άνοδο του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία, οι Δυτικοί δεν έδειξαν να ανησυχούν ιδιαίτερα από τις κλιμακούμενες εκδηλώσεις αναθεωρητισμού, στον βαθμό που αφορούσαν μικρές χώρες, πρώην επαρχίες της ΕΣΣΔ, και πάντως εξαντλούνταν στις παρυφές της Ευρώπης. Προσβλέποντας στην οικοδόμηση μιας κοινότητας συμφερόντων (όχι όμως και αξιών) με το Κρεμλίνο, οι κυριότεροι δυτικοί ηγέτες της τελευταίας εικοσαετίες αποδείχτηκαν διατεθειμένοι να κάνουν τα στραβά μάτια όταν η Ρωσία παρενοχλούσε τη Μολδαβία, εισέβαλε στη Γεωργία και ακρωτηρίαζε την Ουκρανία.

Όπως είχε συμβεί με τους θιασώτες της πολιτικής του κατευνασμού έναντι της Γερμανίας του Hitler, η πλειονότητα των ηγετών της Δύσης ήθελε να πιστεύει ότι ο αναθεωρητισμός του Πούτιν είχε όρια και, πάντως, ο ίδιος, ως «ορθολογικός παίκτης», θα αντιλαμβανόταν πως ο συμβατικός πόλεμος στη γειτονιά του ΝΑΤΟ δεν αποδίδει. Στο κάτω-κάτω, αν δεν τον εντυπωσίαζε η πολεμική ετοιμότητα των 28 κρατών μελών της συμμαχίας στην Ευρώπη, υπήρχε πάντοτε η αμερικανική ομπρέλα, συμβατική και, ιδίως, πυρηνική.

Ασφαλώς, εισβάλλοντας στην Ουκρανία, ο Πούτιν δεν επιθυμούσε να δοκιμάσει ούτε την ετοιμότητα του ΝΑΤΟ ούτε τα αντανακλαστικά της Ουάσινγκτον. Προφανώς, πίστευε ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που εξαπέλυσε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 θα πετύχαινε τους όποιους στόχους της σύντομα και προτού υπάρξει αποτελεσματική διεθνής αντίδραση.

Η εξέλιξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία σε συμβατικό πόλεμο μακράς διάρκειας διέψευσε τις προσδοκίες του Πούτιν. Ταυτόχρονα, και το σημαντικότερο, απέδειξε ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν είναι αδιανόητος. Επιπλέον, έδειξε ότι οι δυτικές δημοκρατίες αναλαμβάνουν τεράστιο ρίσκο όταν παραβλέπουν τις διαφορές αξιών που τις χωρίζουν από αυταρχικά καθεστώτα.

Αυτό δεν σημαίνει πως ελεύθερα εκλεγμένες κυβερνήσεις επιλέγουν πάντοτε την οδό της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Αλλά ακόμα και αν προσφύγουν στη βία, όπως στο Σουέζ, το Βιετνάμ ή το Ιράκ, θα κληθούν να λογοδοτήσουν και να καταβάλουν το πολιτικό κόστος. Η αίσθηση αυτή απουσιάζει στην περίπτωση αυταρχικών, και ιδίως προσωποπαγών, καθεστώτων, όπως του Πούτιν στη Ρωσία ή του Ξι στην Κίνα.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κρύβει και μια ευκαιρία για τη (μελλοντική) ειρήνη: Να αποδειχτεί ότι, κατ’ αναλογία με τη χρήση πυρηνικών όπλων, το κόστος μιας επίθεσης με συμβατικά μέσα έχει καταστεί απαγορευτικό για τον επιτιθέμενο. Με άλλα λόγια, το όποιο μελλοντικό αίσθημα ασφάλειας να οικοδομηθεί όχι στην απουσία εχθρού, αλλά στην ύπαρξη ενός ετοιμοπόλεμου συνασπισμού, ικανού να επέμβει μέχρις ότου συμβούν δύο τινά: ο επιτιθέμενος είτε να συντριβεί είτε να επανέλθει στην οδό της διπλωματίας.

Πρόκειται για το όραμα των εμπνευστών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών το 1945, αλλά και εκείνων που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του ΝΑΤΟ, τέσσερα μόλις χρόνια αργότερα.