- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαν σήμερα στις 27 Μαρτίου, η βρετανική κυβέρνηση αναγκάζεται να σταματήσει τις εξαγωγές βρετανικού κρέατος λόγω της νόσου των τρελών αγελάδων
Σαν σήμερα στις 27 Μαρτίου 1996, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε εμπάργκο στις εξαγωγές κρέατος από την Βρετανία προς ολόκληρο τον κόσμο. Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του Στίβεν Ντόρελ, ενός βρετανού πολιτικού από την παράταξη των Συντηρητικών, συνδέοντας για πρώτη φορά τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια γνωστή ως νόσος των τρελών αγελάδων με τη νόσο Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ (vCJD). Πρόκειται για μια ασθένεια η οποία περνάει στον άνθρωπο μέσω κατανάλωσης μολυσμένου κρέατος.
Τι είναι νόσος των τρελών αγελάδων
Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια είναι μια νευροεκφυλιστική ασθένεια των βοοειδών που προκαλείται από ελαττωματικές πρωτεΐνες οι οποίες προκαλούν κυτταρικό θάνατο. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν «τρελή» συμπεριφορά, όπως προβλήματα συντονισμού των κινήσεων, καθώς και απώλεια βάρους και τελικά παράλυση του ζώου. Ασθένειες αυτής την οικογένειας είναι πάντα θανατηφόρες. Το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη μόλυνσης και την αρχή των συμπτωμάτων είναι περίπου τέσσερα έως πέντε χρόνια και το διάστημα από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι το θάνατο είναι συνήθως μερικές εβδομάδες.
Η περίπτωση της Βρετανίας
Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε έκρηξη της νόσου των τρελών αγελάδων τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Πάνω από τέσσερα εκατομμύρια βοοειδή σφαγιάστηκαν σε μια προσπάθεια να περιοριστεί το ξέσπασμα και 178 άνθρωποι πέθαναν αφού προσβλήθηκαν από vCJD μέσω της κατανάλωσης μολυσμένου κρέατος. Μετά από μια κρίση στην πολιτική σκηνή της χώρας, απαγορεύτηκε η εξαγωγή του βρετανικού βοδινού κρέατος σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, με κάποιες απαγορεύσεις να παραμένουν σε ισχύ μέχρι το τέλος του 2019.
Το ξέσπασμα πιστεύεται ότι προήλθε από την προσθήκη κρεατοστεάλευρων στις ζωοτροφές ως έξτρα πηγή πρωτεϊνών, τα οποία προέρχονταν από τα υπολείμματα άλλων ζώων. Αυτά περιελάμβαναν υπολείμματα βοοειδών, όπως εντόσθια και όργανα, που μπορεί να είχαν αυθόρμητα αναπτύξει την ασθένεια, καθώς και υπολείμματα προβάτων μολυσμένα με τρομώδη νόσο, μια ασθένεια παρόμοια με την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια. Η προσθήκη εγκεφαλικού ιστού και νωτιαίου μυελού στα κρεατοστεάλευρα αύξησε την πιθανότητα μόλυνσης.
Η βιομηχανία κρεάτων και γάλακτος στη Βρετανία είχε καταφέρει να εκθρέψει μια συγκεκριμένη ράτσα βοοειδών για άρμεγμα, η οποία μπορούσε να παράγει γάλα σε μεγάλες ποσότητες όταν τρέφονταν με μια διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες. Οι ζωοτροφές που προέρχονται από ζωικές πηγές, όπως τα κρεατοστεάλευρα, χρησιμοποιούνται από τις αρχές του εικοστού αιώνα και βρέθηκε ότι αυξάνουν τις αποδόσεις γάλακτος περισσότερο από εκείνες που προέρχονται από μη ζωικές πηγές, όπως η σόγια. Πιστεύεται ότι τα βοοειδή στη Βρετανία είχαν μολυνθεί από την νόσο, ήδη από την δεκαετία του 1980.
Οι πρώτες υποψίες
Οι πρώτες υποψίες για σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια ήταν σε μια φάρμα στο Σάσεξ τον Δεκέμβριο του 1984 και το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα ήταν μετά από μια νεκροψία αγελάδας στην ίδια φάρμα τον Σεπτέμβριο του 1985, αν και δεν επιβεβαιώθηκε ως τέτοια μέχρι τον Ιούνιο του 1987.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1987, το Βρετανικό Υπουργείο Γεωργίας αποδέχτηκε ότι μια νέα ασθένεια απειλεί τόσο τα ζώα όσο και τον άνθρωπο. Το 1989, τα τρόφιμα υψηλού κινδύνου, όπως τα εντόσθια, απαγορεύτηκαν για ανθρώπινη κατανάλωση και ο φόβος για το βοδινό κρέας οδήγησε πολλούς Βρετανούς καταναλωτές να σταματήσουν να το αγοράζουν.
Η νόσος εξαπλώνεται
Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση ακόμη πίστευε ότι το βρετανικό βοδινός κρέας ήταν ασφαλές προς κατανάλωση, βασιζόμενη στην πεποίθηση ότι τα προϊόντα κρέατος που έχουν προσβληθεί από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια δεν μπορούν να μολύνουν άλλα ζώα. Η εμπειρία τους έλεγε ότι πρόβατα μολυσμένα από τρομώδη νόσο, δεν μετέδιδαν κάποια ασθένεια στους ανθρώπους, άρα ούτε και τα βοοειδή θα μπορούσαν να μολύνουν το κοινό.
Παρ όλα αυτά, οι επιστήμονες που μελετούσαν τη νόσο αμφισβήτησαν αυτήν την υπόθεση και όντως στις 10 Μαΐου 1990, αναφέρθηκε ότι μια γάτα ονόματι Μαξ είχε μολυνθεί από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, επιβεβαιώνοντας και εκτός εργαστηρίου ότι η νόσος μπορούσε πράγματι να μεταδοθεί από είδος σε είδος μέσω μολυσμένου κρέατος.
Αυτό το γεγονός δεν πτόησε την βρετανική κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι το βρετανικό βοδινό κρέας ήταν ασφαλές και, αργότερα τον ίδιο μήνα, ο τότε Υπουργός Γεωργίας, Τζον Γκάμερ, εμφανίστηκε στην τηλεόραση ενθαρρύνοντας την κόρη του να φάει ένα μπιφτέκι δηλώνοντας ότι το βρετανικό κρέας είναι «απόλυτα ασφαλές». Πολλές άλλες γάτες συνέχιζαν να «κολλάνε» την ασθένεια, όπως και πολλά άλλα ζώα, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον μιας τίγρη σε ζωολογικό κήπο της χώρας.
Κρούσματα της νόσου συνέχισαν να αυξάνονται παρά τις νέες διατάξεις που απαγόρευαν τη σίτιση εντόσθιων σε αγελάδες και κορυφώθηκαν με 100.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα το 1992-1993. Σε μια προσπάθεια να σταματήσει η εξάπλωση της νόσου, συνολικά 4,4 εκατομμύρια βοοειδή σφαγιάστηκαν κατά τη διάρκεια της επιδημίας.
Τα πρώτα κρούσματα σε ανθρώπους
Στα τέλη του 1994, αρκετοί άνθρωποι άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα μιας νευρολογικής νόσου παρόμοια με τη νόσο Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ, μια θανατηφόρα διαταραχή που εμφανίζεται σε πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων, αν και συνήθως σε μεγάλες ηλικίες. Αυτή η νέα μορφή της νόσου σήμερα αναγνωρίζεται ως παραλλαγή της νόσου Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ (vCJD) και εμφανίζεται αντιθέτως σε νεότερους ανθρώπους και προκαλείται από την κατανάλωση κρέατος μολυσμένου με σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια.
Ο πρώτος γνωστός θάνατος από vCJD σημειώθηκε στις 21 Μαΐου 1995, με τον θάνατο του 19χρονου Stephen Churchill, αν και η κυβέρνηση της Βρετανίας συνέχισε να επιμένει στην ασφάλεια του βρετανικού βοδινού και τον Σεπτέμβριο του 1995 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν « ανεπαρκή στοιχεία για τη σύνδεση της σπογγώδης εγκεφαλοπάθειας και της vCJD». Μόλις στις 20 Μαρτίου 1996, ο Υπουργός Υγείας Στίβεν Ντόρελ, ανακοίνωσε ότι η vCJD συνδέεται τελικά με την κατανάλωση κρέατος μολυσμένου με τη νόσο των τρελών αγελάδων. Συνολικά 178 άτομα (το τελευταίο το 2016) «κόλλησαν» και πέθαιναν από την ασθένεια.
Η ΕΕ ανακοινώνει εμπάργκο στο βρετανικό κρέας
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 εντοπίστηκε η σπογγώδης εγκεφαλοπάθειας στη Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν την ίδια χρονιά την εισαγωγή βρετανικών βοοειδών και 499 αγελάδες που είχαν εισαχθεί πρόσφατα από το Ηνωμένο Βασίλειο θανατώθηκαν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έσφαξαν επιπλέον 116 βρετανικές αγελάδες το 1996.
Μια εβδομάδα μετά την ανακοίνωση του Ντόρελ, στις 27 Μαρτίου 1996, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε παγκόσμιο εμπάργκο στις εξαγωγές βρετανικού βοδινού κρέατος. Η απαγόρευση διήρκεσε 10 ολόκληρα χρόνια και σταμάτησε την 1η Μαΐου 2006, αν και συνέχισαν να υπάρχουν περιορισμοί σε όποιο βρετανικό κρέας περιείχε σπονδυλικό υλικό και στο βοδινό κρέας που πωλούνταν με το κόκαλο.
Η απαγόρευση οδήγησε σε εμπορικές διαμάχες μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων κρατών της ΕΕ, που ονομάστηκε «Πόλεμος του Βοδινού». Η Γαλλία συνέχισε να μποϋκοτάρει το βρετανικό κρέας, αν και παράνομα, πολύ καιρό αφότου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο την είχε διατάξει να άρει τον αποκλεισμό και ποτέ δεν πλήρωσε κάποιο πρόστιμο.
Κατά την διάρκεια της επιδημίας, αλλά και για πολλά χρόνια μετά, η βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε σφοδρή κριτική για τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση και συγκεκριμένα με πόση καθυστέρηση αναγνώρισε το πρόβλημα και ενημέρωσε το κοινό.
Θεραπεία για την νόσο των τρελών αγελάδων
Δυστυχώς μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία για τη νόσο των τρελών αγελάδων, ούτε για τη νόσο Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ. Το 2018 και το 2019 έλαβαν θεραπεία με το όνομα PRN100 έξι ασθενείς του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου της Αγγλίας και, απ' ό,τι φαίνεται, το φάρμακο πέτυχε τον σκοπό του: να εμποδίσει τις ελαττωματικές πρωτεΐνες ώστε να εξαπλωθούν στον εγκέφαλο. Η υγεία των ασθενών βελτιώθηκε εν τέλει. Παρ' όλα αυτά, βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο και δεν μπορεί να διατεθεί στον υπόλοιπο κόσμο.