- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαν σήμερα στις 22 Μαρτίου 1977, δημοσιογράφος Ντέιβιντ Φροστ ανάγκασε τον Νίξον να απολογηθεί για το σκάνδαλο Watergate
Σαν σήμερα στις 22 Μαρτίου 1977, ο βρετανός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Φροστ ξεκίνησε μια σειρά από 12 συνεντεύξεις οι οποίες έμειναν στην ιστορία. Απέναντί του είχε έναν πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον μοναδικό αμερικανό πρόεδρο που έχει παραιτηθεί ποτέ από το αξίωμα. Ο λόγος της παραίτησης ήταν το διάσημο σκάνδαλο Watergate.
Ο Φροστ όχι μόνο έπεισε τον Νίξον να σπάσει τη σιωπή του και να μιλήσει για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο, αλλά ο πρώην πρόεδρος ζήτησε και συγγνώμη από τον αμερικανικό λαό 3 χρονιά περίπου μετά την παραίτησή του.
Η διάρρηξη στο ξενοδοχείο Watergate
Τον Ιούνιο του 1972 πέντε άτομα συνελήφθησαν, αφού διέρρηξαν τα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο ξενοδοχείο Watergate στην Ουάσιγκτον. Μερικές ημέρες μετά τη σύλληψή τους, τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για διάρρηξη και τοποθέτηση «κοριών» εις βάρος των πέντε, καθώς και δύο άλλων, μεταξύ των οποίων ένας πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου και ο γενικός σύμβουλος της Επιτροπής Επανεκλογής του Προέδρου. Η εν λόγω διάρρηξη είχε συμβεί κατά την διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας πριν τις αμερικανικές εκλογές του 1972. Ο Ρίτσαρντ Νίξον του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είχε εκλεγεί πρόεδρος το 1968 και κυνηγούσε μια δεύτερη θητεία.
Ο Νίξον και το επιτελείο του αρνήθηκαν ότι κάποιος από τη κυβέρνηση είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στο σκάνδαλο Watergate και προσπάθησαν να συγκαλύψουν την υπόθεση, παρά τα καταιγιστικά δημοσιεύματα τα οποία ανέφεραν το ακριβώς αντίθετο και τον Νοέμβριο του 1972 ο Νίξον επανεξελέγη εύκολα.
Ο Νίξον ηχογραφούσε μυστικά, όλες τις συνομιλίες στο Οβάλ γραφείο
Τον Ιανουάριο του 1973, η δίκη των διαρρηκτών έγινε ενώπιον του δικαστή John Sirica. Οι πέντε ομολόγησαν την ενοχή τους και οι δύο καταδικάστηκαν από τους ένορκους. Κατά την διάρκεια της δίκης, βγήκαν στο φως ακόμη περισσότερα στοιχεία που αποδείκνυαν τη συγκάλυψη από διάφορα μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος τα οποία και παραιτήθηκαν. Περαιτέρω έρευνες αποκάλυψαν την ύπαρξη κασετών με συνομιλίες από το γραφείο του προέδρου με ενοχοποιητικά στοιχεία. Ο Νίξον είχε την συνήθεια να ηχογραφεί μυστικά, όλες τις συνομιλίες στο Οβάλ γραφείο.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον αρνήθηκε αρχικά να παραδώσει τις κασέτες, αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό το βάρος της δημόσιας κατακραυγής και σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Τελικά τις παρέδωσε, κάτι που αποκάλυψε ξεκάθαρα τη συμμετοχής του στη συγκάλυψη. Τον Ιούλιο του 1974 η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τρία άρθρα μομφής κατά του Νίξον. Στις 5 Αυγούστου ο Νίξον παρέδωσε τρεις ακόμη κασέτες που τον ενέπλεκαν ξεκάθαρα στη συγκάλυψη. Αν και ο Νίξον συνέχισε να επιμένει ότι δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα, παραιτήθηκε στις 8 Αυγούστου 1974. Ένα μήνα αργότερα έλαβε «προεδρική χάρη» από τον διάδοχό του, Τζέραλντ Φορντ.
Οι συνεντεύξεις του Νίξον στον Φροστ
Οι συνεντεύξεις του Ρίτσαρντ Νίξον ήταν μια σειρά συνομιλιών μεταξύ του πρώην αμερικανού προέδρου και του Βρετανού δημοσιογράφου Ντέιβιντ Φροστ. Ηχογραφήθηκαν και μεταδόθηκαν από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο σε τέσσερα επεισόδια το 1977.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον πέρασε περισσότερα από δύο χρόνια μακριά από τη δημοσιότητα μετά την παραίτησή του στον απόηχο του σκανδάλου Watergate. Ωστόσο, ο Νίξον δέχτηκε τελικά να παραχωρήσει στον βρετανό δημοσιογράφο τις ιστορικές συνεντεύξεις. Εκείνη την εποχή, ο Φροστ δημοσίευε τα απομνημονεύματά του, αλλά ο εκδότης του Ίρβινγκ Πολ Λάζαρ πίστευε ότι μπορούσε να προσεγγίσει ένα μεγαλύτερο κοινό χρησιμοποιώντας την τηλεόραση, ενώ το talk-show του Φροστ με έδρα τη Νέα Υόρκη είχε ακυρωθεί μερικά χρόνια νωρίτερα.
Ο Φροστ είχε συμφωνήσει να πληρώσει τον Νίξον για τις συνεντεύξεις, αλλά κανένα αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο δεν ενδιαφέρθηκε, θεωρώντας το ως «λάδωμα». Τελικά ο Φροστ αναγκάστηκε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος το project.
Η αμοιβή του Νίξον ήταν 600.000 δολάρια
Ένας από τους συνεργάτες του Νίξον, ο Τζακ Μπρέναν, διαπραγματεύτηκε τους όρους της συνέντευξης με τον Φροστ, θεωρώντας τη συνέντευξη ως μια καλή ευκαιρία για να αποκατασταθεί η φήμη του πρώην προέδρου στη κοινή γνώμη και υπέθεσε ότι ο βρετανός δημοσιογράφος θα μπορούσε να χειραγωγηθεί εύκολα. Ο Φροστ είχε πάρει συνέντευξη από τον Νίξον το 1968, την οποία το περιοδικό Time είχε περιγράψει ως «απαλή». Η αμοιβή του Νίξον ήταν 600.000 δολάρια (περίπου 2.900.000 δολάρια το 2022) και μερίδιο 20% από τυχόν κέρδη.
Οι 12 συνεντεύξεις ξεκίνησαν στις 23 Μαρτίου 1977, με τρεις συνεντεύξεις την εβδομάδα και κράτησαν τέσσερις εβδομάδες. Ηχογραφούνταν για περισσότερες από δύο ώρες την ημέρα, τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή, για συνολικά 28 ώρες και 45 λεπτά και προβλήθηκαν σε 4 επεισόδια.
Το πρώτο επεισόδιο προσέλκυσε 45 εκατομμύρια τηλεθεατές, το μεγαλύτερο τηλεοπτικό κοινό για πολιτική συνέντευξη στην ιστορία - ένα ρεκόρ που παραμένει μέχρι σήμερα.
Νίξον: Όταν το κάνει ο πρόεδρος, δεν είναι παράνομο
Στο τρίτο επεισόδιο, ο Φροστ ρώτησε τον Νίξον εάν ένας πρόεδρος θα μπορούσε να κάνει κάτι παράνομο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα εναντίον αντιπολεμικών ομάδων, εάν αποφασίσει ότι «είναι προς το συμφέρον του έθνους ή κάτι τέτοιο». Ο Νίξον απάντησε: «Λοιπόν, όταν το κάνει ο πρόεδρος, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι παράνομο, εξ ορισμού».
Το πέμπτο επεισόδιο άνοιξε με την άκομψη ερώτηση εκ μέρους του Φροστ, «Γιατί δεν κατέστρεψες τις κασέτες;».
Μια δημοσκόπηση που διεξήχθη μετά τις συνεντεύξεις έδειξε ότι το 69% του κοινού πίστευε ότι ο Νίξον προσπαθούσε ακόμα να συγκαλύψει το σκάνδαλο, το 72% πίστευε ότι ήταν ένοχος για παρακώλυση της δικαιοσύνης και το 75% πίστευε ότι δεν του άξιζε κανέναν άλλο δημόσιο αξίωμα. Ο Φροστ από την άλλη αναμενόταν να βγάλει 1 εκατομμύριο δολάρια από τις συνεντεύξεις.
«Αν δεν το ομολογήσεις, θα σε στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου»
Την τελευταία μέρα, ο Φροστ πίεσε τον Νίξον να αναγνωρίσει τα λάθη της περιόδου Watergate και να παραδεχτεί τη συμμετοχή του. «Αν δεν το ομολογήσεις, θα σε στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου», είπε ο Φροστ.
«Αυτή η ερώτηση ήταν αυτοσχεδιασμός της στιγμής», θυμάται ο Φροστ. «Αυτό που συνέβη ήταν ότι άφησα κάτω το τετράδιο με τις σημειώσεις μου για να δείξω ότι η ερώτηση δεν ήταν προσχεδιασμένη με κανέναν τρόπο». Και πρόσθεσε: «Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι ο Ρίτσαρντ Νίξον ήταν στην πιο ευάλωτη θέση που είχε βρεθεί ποτέ στη ζωή του. Και ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω σωστά».
Μετά την πίεση του Φροστ, ο Νίξον τελικά λύγισε και ζήτησε συγγνώμη που έβαλε «τον αμερικανικό λαό σε δύο χρόνια περιττής αγωνίας», προσθέτοντας: «Απογοήτευσα τον αμερικανικό λαό και πρέπει να κουβαλάω αυτό το βάρος μαζί μου για το υπόλοιπο της ζωής μου». Και παρόλο που ο Νίξον φάνηκε να χάνεται στις σκέψεις του για λίγο, τελικά παραδέχτηκε ότι είχε πει πράγματα που δεν ήταν αλήθεια, ότι τα μετάνιωσε βαθιά και ότι είχε φτάσει στα όρια του νόμου, σε σημείο που κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει συγκάλυψη. «Δεν είχα σκοπό να προβώ σε οποιαδήποτε συγκάλυψη. Επιτρέψτε μου να πω το εξής, αν ήθελα να συγκαλύψω, πιστέψτε με, θα το είχα κάνει».
Μετά την συνέντευξη, η κριτική που ασκήθηκε στον Φροστ ήταν ότι δεν πίεσε αρκετά τον Νίξον ώστε να παραδεχτεί και να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες και ότι δεν αποκαλύφθηκε τίποτα πραγματικά καινούργιο για το σκάνδαλο Watergate.