Κοσμος

Επηρεάζει η βιολογία τη σεξουαλική μας ταυτότητα;

Το φύλο του εγκεφάλου και το φύλο του σώματος

Φώτης Μαυρίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Tαυτότητα φύλου και σεξουαλικός προσανατολισμός: Η βιολογική βάση, η ανατροφή και οι αντιστάσεις της κοινωνίας στα ζητήματα της σεξουαλικότητας

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της σεξουαλικότητας των θηλαστικών είναι η διαφορά ανάμεσα στο φύλο του εγκεφάλου και το φύλο του σώματος. Τα επιστημονικά δεδομένα, αν ανατρέξει κανείς στη σχετική βιβλιογραφία, δείχνουν με σαφή τρόπο ότι ο εγκέφαλος μπορεί να είναι θηλυκός ή αρσενικός, γεγονός που αντανακλάται ξεκάθαρα, φερ’ ειπείν, στη θηλυκή ή αρσενική σεξουαλική λειτουργία, στην τάση για φροντίδα ή για κυριαρχία κ.α. Αντίστοιχα το σώμα μπορεί να φέρει θηλυκά ή αρσενικά γεννητικά όργανα. Αν και το φύλο του εγκεφάλου συνήθως ταυτίζεται με αυτό του σώματος, εντούτοις καθορίζονται από διαφορετικές σεξουαλικές ορμόνες και επομένως αναπτύσσονται σε ένα βαθμό ανεξάρτητα.

Οι σχετικές βιοχημικές διεργασίες ξεκινούν ήδη την περίοδο της κύησης, πολύ πριν λάβουν χώρα οι ψυχολογικές και κοινωνικές επιδράσεις στην τελική διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας. Παρόλο που στο ανθρώπινο είδος η σεξουαλικότητα είναι πράγματι πολυδιάστατη και ως εκ τούτου αδύνατο να περιγραφεί πλήρως μόνο μέσα από το βιολογικό δίπολο «αρσενικό-θηλυκό», η βιολογία έχει τον πρώτο λόγο.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση του γενετικά αρσενικού εμβρύου (χρωμόσωμα ΧΥ) αναπτύσσονται όρχεις που εκκρίνουν τεστοστερόνη, η οποία κορυφώνεται στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης και θέτει σε κίνηση την αρρενοποίηση του εγκεφάλου και του σώματος. Ο εγκέφαλος αρρενοποιείται όταν η τεστοστερόνη, με τη βοήθεια ενός ενζύμου που λέγεται αρωματάση, μετατρέπεται σε οιστρογόνο. Το σώμα, από την άλλη πλευρά, αρρενοποιείται όταν η τεστοστερόνη μετατρέπεται σε διυδροτεστοστερόνη με τη βοήθεια ενός άλλου ενζύμου που λέγεται 5-άλφα-ρεδουκτάση.

Αν τέτοιες διεργασίες εξελιχθούν άτυπα (π.χ. γονιδιακοί ή στρεσογόνοι παράγοντες), ένα βρέφος μπορεί στην κυριολεξία να γεννηθεί με έναν αρσενικό τυπικό εγκέφαλο σε ένα θηλυκό σώμα ή με έναν τυπικό θηλυκό εγκέφαλο σε ένα αρσενικό σώμα.

Δύο ενδιαφέρουσες ιστορίες

Πέος στα 12

Μια ομάδα ανθρώπων στη Δομινικανή Δημοκρατία, εξ αιτίας μιας γενετικής διαταραχής, δεν διαθέτει το ένζυμο 5-άλφα-ρεδουκτάση, το οποίο διευκολύνει την αρρενοποίηση του σώματος των γενετικά αρσενικών εμβρύων. Έτσι, τα σώματα των αγοριών (χρωμόσωμα ΧΥ) αυτής της ομάδας έχουν θηλυκή εμφάνιση κατά τη γέννηση, με τους όρχεις να παραμένουν στην κοιλιακή κοιλότητα και ένα υποτυπώδες πέος που μπορεί να εκληφθεί λανθασμένα ως κλειτορίδα. Ο εγκέφαλός τους, όμως, θα αναπτυχθεί «σιωπηλά» προς την αρσενική κατεύθυνση, καθώς δεν έχουν έλλειψη σε αρωματάση. Παρ’ όλα αυτά, επειδή μοιάζουν με κορίτσια, το περιβάλλον τους τα μεγαλώνει με την εντύπωση ότι είναι κορίτσια.

Κατά την εφηβεία συμβαίνει κάτι, εκ πρώτης όψεως, αναπάντεχο. Το γενετικό τους φύλο (χρωμόσωμα ΧΥ) προκαλεί ένα μεγάλο κύμα τεστοστερόνης, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τριχοφυΐας, την εμβάθυνση της φωνής, τη διεύρυνση του πέους και τελικά την κάθοδο των όρχεων. Λόγω της δραματικής μεταμόρφωσης τους στην εφηβεία, τα αγόρια αυτά ονομάζονται «guevedoces», που σημαίνει «πέος στα 12». Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εφηβικοί τους έρωτες στρέφονται προς το γυναικείο φύλο, παρ’ όλο που ανατράφηκαν ως κορίτσια σε όλη την παιδική τους ηλικία. Εν γένει συνεχίζουν τη ζωή τους ως άντρες, το οποίο είναι κοινωνικά αποδεκτό. Μέσα από τη μελέτη αυτού του πληθυσμού ανακαλύφθηκε το διάσημο φάρμακο «φιναστερίδη».

Τζον ή Τζόαν

Εξίσου αποκαλυπτική είναι η περίφημη περίπτωση «Τζον/Τζόαν». Όταν ο Τζον ήταν 8 μηνών βρέφος, το πέος του καταστράφηκε από ιατρικό λάθος, όταν χρειάστηκε να υποβληθεί σε περιτομή. Οι ειδικοί που τον ανέλαβαν ισχυρίζονταν ότι η ταυτότητα του φύλου καθορίζεται από την ανατροφή και επέμεναν ότι μια συντονισμένη προσπάθεια να μεγαλώσει ο Τζον σαν κορίτσι θα τον οδηγούσε να ταυτιστεί με το γυναικείο φύλο. Επειδή δεν είχε πέος, πίστευαν ότι ως γυναίκα θα μπορούσε να ζήσει μια κανονική ζωή.

Ο μικρός Τζον χειρουργήθηκε όσο ήταν μωρό, έγινε Τζόαν και μεγάλωσε σαν να ήταν κορίτσι, παράλληλα με ορμονική θεραπεία και ψυχολογική παρακολούθηση για 12 χρόνια. Μέσα του όμως ένιωθε αγόρι, παρ’ όλο που δεν γνώριζε τι πραγματικά είχε συμβεί. Η προσπάθεια να αναγκάσουν έναν αρσενικό εγκέφαλο να αποκτήσει θηλυκή ταυτότητα κατέληξε σε οδυνηρό αδιέξοδο. Ο έφηβος Τζον λυτρώθηκε όταν του αποκάλυψαν την αλήθεια. Όταν ενηλικιώθηκε, έκανε πλαστικές επεμβάσεις και αποκατέστησε το πέος του αισθητικά (όχι λειτουργικά). Ενώ άρεσε στις γυναίκες, δεν πίστευε ότι θα άντεχαν την αλήθεια. Έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά επέζησε. Η ζωή του απέκτησε νόημα, όταν βρέθηκε μια γυναίκα που τον αποδέχτηκε. Παντρεύτηκε και έγινε (θετός) πατέρας τριών παιδιών. Επιστήμονες με ήθος τον αναζήτησαν και τον έπεισαν να δημοσιοποιηθεί η έκβαση της ιστορίας του. Έτσι σταμάτησε η απερίσκεπτη, πρώιμη αλλαγή φύλου.

Tαυτότητα φύλου και σεξουαλικός προσανατολισμός: Σκέψεις για προβληματισμό

Η ταυτότητα φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχουν στον πυρήνα τους ισχυρή βιολογική βάση, δεν είναι απλά ζήτημα μάθησης, ερεθισμάτων ή αυτοπροσδιορισμού. Μπορεί η ανατροφή να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ομαλή ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη, εντούτοις η σεξουαλική ωρίμανση της εφηβείας ενεργοποιεί αναπόδραστα την εμβρυϊκή μας κληρονομιά. Το πρώιμο αποτύπωμα της αρσενικότητας ή της θηλυκότητας ζωντανεύει κάτω από την κυριαρχία των τεράστιων εκκρίσεων σεξουαλικών ορμονών από τους όρχεις και τις ωοθήκες.

Γι’ αυτό, άτομα με θηλυκό σώμα και αρσενικό εγκέφαλο ή με αρσενικό σώμα και θηλυκό εγκέφαλο, ενώ δεν είναι ο κανόνας, είναι μέσα στις δυνατές καταστάσεις της βιολογικής μας ανάπτυξης. Ομοίως, οι διαβαθμίσεις της αρσενικότητας και της θηλυκότητας ή ένας συνδυασμός αυτών προβλέπονται από την ανθρώπινη βιολογία, παρ’ όλο που και η ανατροφή επιδρά καθοριστικά. Άλλωστε όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία τις μεγάλες αποκλίσεις που εμφανίζονται στις ερωτικές επιθυμίες και συμπεριφορές τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες, που συχνά κάνουν τα όρια μεταξύ των δύο φύλων δυσδιάκριτα. Ή μπορεί να έχουμε συναντήσει άτομα που ενσωματώνουν με αρμονικό τρόπο και θηλυκά και αρσενικά στοιχεία στην προσωπικότητά τους, χωρίς αυτό να αντανακλάται απαραίτητα στη σεξουαλική τους ταυτότητα.

Ακριβώς επειδή η σεξουαλικότητα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που προσδιορίζεται και από βιολογικούς και από ψυχολογικούς παράγοντες, δεν αρκούν ούτε αμιγώς βιολογικές θεωρίες ούτε αμιγώς ψυχολογικές για να το εξηγήσουν στην ολότητά του. Στην πρώτη περίπτωση είναι αδύνατο να εξετάσει κανείς τη σημαντική επίδραση του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας. Στη δεύτερη περίπτωση είναι πιθανό να εγκλωβιστεί κανείς σε αυθαίρετες, ανυπόστατες εικασίες που αντιβαίνουν στη βιολογική πραγματικότητα.

Αυτό ωστόσο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά για τον ρόλο της ανατροφής αφορά το κρίσιμο ζήτημα της αποδοχής της σεξουαλικότητας ενός παιδιού. Οι στρεβλώσεις στην προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τη σεξουαλική του ταυτότητα προκύπτουν όταν, προκειμένου να νιώσει αποδεκτό από τους γονείς, καλείται, άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, να καταπιέσει το πεπρωμένο της βιολογίας του και να αποκηρύξει υπαρκτές πτυχές του εαυτού του και του σώματός του που δεν ανταποκρίνονται στην ηθική ή τα ιδανικά της οικογένειας. Αυτό δεν αφορά μονάχα ομοφυλόφιλους ή τρανσέξουαλ, αλλά και ετεροφυλόφιλους που ένιωθαν για το φύλο τους ανεπαρκείς, ή που ένιωθαν την αναδυόμενη σεξουαλικότητά τους ως κάτι ντροπιαστικό, ανήθικο ή επικίνδυνο.

Πέραν της ανατροφής, οι αντιστάσεις της κοινωνίας στα ζητήματα της σεξουαλικότητας, εύλογες ή όχι, ενισχύονται από το γεγονός ότι ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από προκαταλήψεις και σκοπιμότητες. Η γνώση, από την άλλη πλευρά, δημιουργεί ευθύνη, και η ευθύνη δεν είναι χωρίς κόστος. Μόνο αμυδρά μπορούμε να φανταστούμε τις δραματικές αλλαγές που θα επέρχονταν, αν οι πολίτες μπορούσαν να ενημερωθούν και να αξιολογήσουν τα επιστημονικά ευρήματα που αφορούν τη συναισθηματική ζωή του ανθρώπου και τις προϋποθέσεις της ψυχικής υγείας. Το πρώτο βήμα θα ήταν η πολύπλευρη, ουσιαστική υποστήριξη των εγκύων και των νέων γονέων, ο ρόλος των οποίων, όπως δείχνουν κατηγορηματικά όλα τα επιστημονικά δεδομένα, είναι καθοριστικής σημασίας για την υγιή σωματική και ψυχική ανάπτυξη των παιδιών.