Κοσμος

Άραγε ο καπιταλισμός χρειάζεται θηριοδαμαστή;

80 χρόνια από την έκδοση του «Ο δρόμος προς τη δουλεία» του Φρίντιχ Χάγιεκ

Σώτη Τριανταφύλλου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καπιταλισμός και το βιβλίο «Ο δρόμος προς τη δουλεία» του Φρίντιχ Χάγιεκ για τα σοσιαλιστικά ιδεώδη

«Όταν η οικονομική δύναμη είναι συγκεντρωμένη ως όργανο πολιτικής ισχύος, δημιουργεί ένα βαθμό εξάρτησης που δεν διαφέρει πολύ από τη σκλαβιά. Όπως ωραία έχει ειπωθεί, σε μια χώρα όπου μοναδικός εργοδότης είναι το κράτος, αντιπολίτευση σημαίνει αργός θάνατος από πείνα». Αυτή ήταν η θέση του Αυστριακού Φρίντριχ Χάγιεκ —γεννήθηκε στη Βιέννη το 1899— που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους και πολιτικούς στοχαστές του 20ού αιώνα. Σήμερα, η by default οικονομική πολιτική είναι, θα συμφωνήσουμε σχεδόν όλοι, «σοσιαλδημοκρατική»: καθώς ακόμα και οι κεντροδεξιές, οι φιλελεύθερες, κυβερνήσεις έχουν ενσωματώσει τις ιδέες του Κέυνς, ο Χάγιεκ έγινε ο άνθρωπος που μας αρέσει να μισούμε.

Μαζί με τον μέντορά του, τον Λούντβιχ φον Μίζες, ο Χάγιεκ συμμετείχε στην Αυστριακή Σχολή Οικονομικής Σκέψης που βασίζεται σε απλές, ανθρωπιστικές αρχές με πρώτιστη την (ίσως υπερβολική) εμπιστοσύνη στο άτομο: όπως ξέρουμε, η φιλελεύθερη οικονομική θεωρία βασίζεται στον ατομισμό, αλλά όλοι οι -ισμοί έχουν γίνει μπέρδεμα. Εν πάση περιπτώσει, ενώ αρχικά ο Χάγιεκ έβλεπε με συμπάθεια τον δημοκρατικό σοσιαλισμό του Φρίντριχ φον Βίζερ (επίσης μέλους της λεγόμενης Αυστριακής Σχολής), απομακρύνθηκε από τις κοινωνιολογικές ιδέες του δασκάλου του και το 1932 υποστήριζε ότι ο πιο σίγουρος δρόμος για την ευημερία και τον οικονομικό συντονισμό (αναφερόμενος στην περίπτωση της Βρετανίας) ήταν οι ιδιωτικές επενδύσεις στις αγορές και όχι τα προγράμματα δημοσίων δαπανών: αυτή την ιδέα επεξεργάστηκε αργότερα στο βιβλίο «Ο δρόμος προς τη δουλεία», που κυκλοφόρησε πριν από ογδόντα χρόνια και το οποίο αφιέρωνε «στους σοσιαλιστές όλων των κομμάτων».         

Τον Χάγιεκ απασχόλησε η εντύπωση που επικρατούσε στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Βρετανίας ότι ο φασισμός ήταν μια καπιταλιστική αντίδραση στον σοσιαλισμό· κι ότι μαζί με τον ναζισμό αποτελούσε μορφή «τρομοκρατικής κυριαρχίας του κεφαλαίου». Αυτή η λανθασμένη, ηθελημένα απλοϊκή εκτίμηση οδήγησε άλλωστε στην ψεύτικη αντίθεση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού αποκρύπτοντας τις θεμελιώδεις ομοιότητες μεταξύ αυτών των δύο ιδεολογιών και συστημάτων. Όσο για τον τίτλο του βιβλίου του, τον εμπνεύστηκε από τα κείμενα του Αλεξίς ντε Τοκβίλ για τον «δρόμο προς την υποδούλωση», υπονοώντας ότι η κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Παρ’ όλα αυτά, «Ο δρόμος προς τη δουλεία» δεν είναι μανιφέστο του laissez-faire: ο Χάγιεκ αναφέρει ότι το φιλελεύθερο αίτημα ζημιώθηκε από την εμμονή μιας μερίδας φιλελευθέρων σε συγκεκριμένους «κανόνες του αντίχειρα» (rules of thumb: προσεγγιστικές, γενικόλογες, πρόχειρες αρχές), κυρίως δε στην αρχή του laissez-faire, και προσθέτει ότι η κυβέρνηση ―το «κράτος»― πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο στην οικονομία μέσω του νομισματικού συστήματος, της ρύθμισης των ωρών εργασίας, των θεσμών για διευκόλυνση της ροής των κατάλληλων πληροφοριών, καθώς και άλλων αρχών με τις οποίες τα περισσότερα μέλη μιας ανοιχτής κοινωνίας θα έτειναν να συναινέσουν. Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, μια περιορισμένη δημοκρατία μπορεί να είναι προτιμότερη, ως προς την υπεράσπιση της ελευθερίας, από άλλες μορφές περιορισμένης διακυβέρνησης— ωστόσο, μια δημοκρατία χωρίς όρια είναι χειρότερη από άλλες μορφές διακυβέρνησης χωρίς όρια, εφόσον «αυτή η κυβέρνηση χάνει την ισχύ ακόμη και να εφαρμόσει ό,τι θεωρεί σωστό αν οποιαδήποτε ομάδα από την οποία εξαρτάται η πλειοψηφία προβάλλει διαφορετική άποψη». (Η πρόταση αυτή μοιάζει να αφορά την Ελλάδα του σήμερα).

Ο Χάγιεκ κατακεραύνωνε τον κολεκτιβισμό που κέρδιζε έδαφος στον 20ό αιώνα: πίστευε ότι όλες οι μορφές κολεκτιβισμού, ακόμη και όσες βασίζονται στην εθελοντική συνεργασία, μπορούν να επιτευχθούν μόνο με κεντρική εξουσία κάποιου τύπου, ενώ ο βασικός ρόλος μιας κυβέρνησης θα έπρεπε να περιορίζεται στην επίβλεψη της εφαρμογής των νόμων με όσο το δυνατόν λιγότερη παρέμβαση. Στο «Ο δρόμος προς τη δουλεία» ανέλυσε το πώς ο σοσιαλισμός, που απαιτεί, εκ φύσεως, κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό, οδηγεί στην απολυταρχία, ενώ αντιθέτως, στο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, ο μηχανισμός της διαμόρφωσης των τιμών εξυπηρετεί την ευρεία κατανομή των αγαθών μεταξύ των οποίων είναι και η ίδια η γνώση. Μόνον έτσι, διανέμονται όλα τα αγαθά σε τοπικό και ατομικό επίπεδο επιτρέποντας στο κάθε μέλος της κοινωνίας να επιτύχει διαφορετικούς, πολύπλοκους σκοπούς μέσω μιας αυθόρμητης αυτοοργάνωσης. Ο Χάγιεκ αντιπαρέθετε τη χρήση του μηχανισμού των τιμών στον κεντρικό σχεδιασμό επιχειρηματολογώντας ότι ο πρώτος επιτρέπει γρηγορότερη προσαρμογή στις αλλαγές υπό συγκεκριμένες χρονικές και τοπικές συνθήκες. Και χαρακτήριζε το κράτος «δίχτυ ασφαλείας» που πρέπει να εγγυάται για όλους, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ατομική ελευθερία, ένα ελάχιστο επίπεδο τροφής, στέγασης και ένδυσης: αυτό το επίπεδο πρέπει να μπορεί να διατηρεί την υγεία και να περιλαμβάνει ένα συνεκτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έναντι των πιο συνηθισμένων κινδύνων στη ζωή των ανθρώπων. Ο Χάγιεκ παραδεχόταν ότι λίγοι από τους πολίτες έχουν επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσουν αυτούς τους κινδύνους. Με λίγα λόγια, δεν είχε καμιά αντίρρηση για το «δίχτυ ασφαλείας» που είναι απαραίτητο στη σοσιαλδημοκρατία· απλώς το διατύπωνε ως «κάποια πρόνοια για εκείνους που απειλούνται από ένδεια και πείνα είναι προς το συμφέρον εκείνων οι οποίοι χρειάζονται προστασία από τις πράξεις απελπισίας των φτωχών». Το «δίχτυ ασφαλείας», εκτός του ότι προστατεύει από τις στερήσεις με τη μορφή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και της ασφάλισης μπροστά στις μεγάλες ανθρώπινες συμφορές, αποτελεί ηθική υποχρέωση του συνόλου να βοηθήσει όσους είναι ανήμποροι στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινότητας.

Ένας πιο συνήθης όρος που περιγράφει σε μεγάλο μέρος του κόσμου τις θέσεις του Χάγιεκ είναι ο «νεοφιλελευθερισμός»

Ο Χάγιεκ περιγράφει λοιπόν ένα οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που θεωρεί το καλύτερο που μπορούμε να επιτύχουμε: μια ατομικιστική, «φιλελεύθερη» πολιτεία, αυτορρυθμιζόμενη σε τέτοιο βαθμό ώστε «η λειτουργία της δεν βασίζεται στην αναζήτηση ενάρετων ανδρών για τη διοίκησή της». Έτσι, απορρίπτει την έννοια της «κοινωνικής δικαιοσύνης»: συγκρίνει την αγορά με παιχνίδι για το οποίο «δεν έχει νόημα να κρίνουμε το αποτέλεσμα ως δίκαιο ή άδικο», υποστηρίζοντας ότι «η κοινωνική δικαιοσύνη είναι φράση κενή περιεχομένου», ενώ «τα αποτελέσματα της προσπάθειας του ατόμου είναι εξ ορισμού απρόβλεπτα και το ερώτημα τού κατά πόσον η καταληκτική διανομή των εισοδημάτων είναι δίκαιη δεν έχει κανένα νόημα». Θεωρεί μάλιστα την αναδιανομή του εισοδήματος και του κεφαλαίου απαράδεκτη παραβίαση της ατομικής ελευθερίας. «Ο δρόμος προς τη δουλεία» εμπεριέχει, συχνά ανεπίγνωστα, τη φιλοσοφία του Καρλ Πόππερ (H ένδεια του ιστορικισμού, 1936), αλλά φαίνεται πως ο Χάγιεκ οφείλει εξίσου πολλά στον μαθηματικό Καρλ Μένγκερ, ο οποίος συγκρότησε μια προσέγγιση για την κοινωνική ανάλυση παρόμοια με εκείνη του Μπέρναρντ ντε Μάντεβιλ (1670-1733) και των ηθικών φιλοσόφων του σκοτσέζικου Διαφωτισμού. Δύσκολα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Χάγιεκ «συντηρητικό» — μια έννοια που έχει χάσει, έτσι κι αλλιώς, το νόημά της. Ο ίδιος έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Γιατί δεν είμαι συντηρητικός», στο οποίο επικρίνει τον συντηρητισμό για την αδυναμία και την απροθυμία του να προσαρμόζεται στις αλλαγές των δεδομένων της ζωής και να προσφέρει θετικό πολιτικό πρόγραμμα. «Η αξία του συντηρητισμού περιορίζεται στην αξία όσων συντηρεί», έγραφε ο Χάγιεκ, παραδεχόμενος ωστόσο ότι ο σύγχρονος συντηρητισμός έχει πλήθος κοινών θέσεων με τους κλασικούς φιλελευθέρους ως προς την οικονομική επιστήμη, και ιδίως ως προς την κοινή πίστη των δύο ρευμάτων στην ελεύθερη αγορά. Αλλά πρόσθετε ότι ο συντηρητισμός στηρίζει την ελεύθερη αγορά επειδή θέλει να «μένει ακίνητος», ενώ ο φιλελευθερισμός τη στηρίζει γιατί «θέλει να προχωρήσει». Ο Χάγιεκ αυτοπροσδιοριζόταν ως κλασικός φιλελεύθερος, αλλά επεσήμαινε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ήδη αδύνατο να χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο «φιλελεύθερος» με την αρχική του σημασία, εφόσον liberal σημαίνει αριστερός, σοσιαλδημοκράτης: στη θέση του εχρησιμοποιείτο ο όρος «libertarian», ελευθεριακός, ο οποίος συνενώνει, εν τέλει, τα πολιτικά άκρα. Ένας πιο συνήθης όρος που περιγράφει σε μεγάλο μέρος του κόσμου τις θέσεις του Χάγιεκ είναι ο «νεοφιλελευθερισμός», που, σε μερικές χώρες σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού γίνεται αντικείμενο κατάχρησης: η αριστερά χαρακτηρίζει «νεοφιλελεύθερους» όσους την αντιπολιτεύονται· δεν κατανοεί καν τις κρατικιστικές και λαϊκιστικές ρίζες του φασισμού. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια buzzword, μια λέξη-καραμέλα που εκφέρουν οι ομιλητές χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει και ποιες είναι οι παραλλαγές του σημαινομένου της.

Η πολεμική του Χάγιεκ επικεντρωνόταν εναντίον της ωφελιμιστικής θέσης ότι υπάρχει μια κοινωνική ολότητα εν ονόματι της οποίας είναι νόμιμο να θυσιάζονται τα αγαθά και οι ελευθερίες των ατόμων με σκοπό το κοινό καλό. Ο Χάγιεκ διαφωνούσε επιμένοντας ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν για να διασφαλίσουν την κοινωνική ευημερία ― γι’ αυτό, η ελευθερία μπορεί να διατηρηθεί μόνο αν αντιμετωπίζεται ως υπέρτατη αρχή. Οι παρεμβάσεις στην αγορά εισάγουν στρεβλώσεις που με τη σειρά τους απαιτούν καινούργιες διορθωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες για να υλοποιηθούν χρειάζονται μηχανισμούς καταναγκασμού και βίας· αυτό οδηγεί στην ακραία περίπτωση των κεντρικά προγραμματισμένων οικονομιών, δηλαδή στον ολοκληρωτισμό.

 Ο Χάγιεκ συνελάμβανε μια πιο περίπλοκη πραγματικότητα. Και έλεγε ότι η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων πρέπει να θεμελιωθεί αφενός στο ότι τα άτομα είναι οι μόνοι δρώντες στην κοινωνία και αφετέρου στον κατανεμημένο χαρακτήρα των ανθρώπινων γνώσεων.

Πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι την εποχή που ο Χάγιεκ έγραφε το «Ο δρόμος προς τη δουλεία», ο Κέυνς γνώριζε μεγάλη επιτυχία. Αν δικαιώνεται κάπως, αυτό οφείλεται στη διεπιστημονικότητα που πρότεινε, σε μια προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων με αντιστοιχίες της σε εργαστηριακά και υπολογιστικά μοντέλα πολύπλοκων συστημάτων. Τι θέλω να πω: ο Κέυνς είχε μια ανθρωπιστική αντιμετώπιση της οικονομίας και οι μελέτες του παρέμειναν στο οικονομικό πεδίο, το οποίο προσπαθούσε να κάνει δικαιότερο μέσω του ρόλου του κράτους. Ο Χάγιεκ συνελάμβανε μια πιο περίπλοκη πραγματικότητα. Και έλεγε ότι η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων πρέπει να θεμελιωθεί αφενός στο ότι τα άτομα είναι οι μόνοι δρώντες στην κοινωνία και αφετέρου στον κατανεμημένο χαρακτήρα των ανθρώπινων γνώσεων. Η οικοδόμηση μιας ορθολογικής οικονομικής τάξης δεν μπορεί να βασίζεται στην επίλυση ενός προβλήματος κατανομής των πόρων, το οποίο προϋποθέτει την πλήρη πληροφόρηση, αφού οι απαιτούμενες γνώσεις είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν σε έναν μοναδικό άνθρωπο ή υπολογιστή που θα επεξεργαστεί τις συνέπειές τους. Η κατάλληλη γνώση, η αρμοδιότητα, είναι αποκεντρωμένη: ο ζαχαροπλάστης γνωρίζει περισσότερα για τα γλυκά που πρέπει να παρασκευάσει από έναν αγρότη ή από έναν δάσκαλο· και συχνά οι οικονομικώς δρώντες μπορούν να ενεργούν αποτελεσματικά χωρίς να είναι σε θέση να εκφράσουν όσα γνωρίζουν: μπορώ να κολυμπώ χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πώς τα καταφέρνω. Άρα, είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε την κατατετμημένη γνώση και οι επιμέρους ενέργειές μας συντονίζονται βαθμιαία μέσω του μηχανισμού της δοκιμής και του λάθους. Ο στόχος της σύνθεσης των διασκορπισμένων γνώσεων και πληροφοριών μάς οδήγησε στη μοντελοποίηση των αγορών ως πολύπλοκων συστημάτων.

Όσο για το ίδιο το βιβλίο «Ο δρόμος προς τη δουλεία», παρότι «νεοφιλελεύθερης» εμπνεύσεως, φωτίζει πώς αναπτύχθηκε ο ολοκληρωτισμός στην Ευρώπη του 20ού αιώνα και πόσο ασύμβατη είναι η δημοκρατία με τον κεντρικό σχεδιασμό. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό· είναι ηθικό· ας θυμηθούμε τον Άνταμ Σμιθ. Τα σοσιαλιστικά ιδεώδη, λέει ο Χάγιεκ, φαίνονται «ευγενή» αλλά υλοποιούνται μέσω καταναγκαστικών μεθόδων που είναι ασυμβίβαστες με την ελευθερία.

Στη δεκαετία του 1970, ο Χάγιεκ επισκέφτηκε τον δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή και επαίνεσε την οικονομική του πολιτική: έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται ότι είχε προηγηθεί πραξικόπημα το οποίο είχε ανατρέψει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με την κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία ισχυριζόταν ότι είχε πάντοτε στην τσάντα της το «Ο δρόμος προς τη δουλεία». Το 1974 ο Χάγιεκ μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών με τον αντίπαλό του Γκούναρ Μιρντάλ, θεωρητικό του Κράτους Προνοίας, «για το πρωτοποριακό έργο τους στη θεωρία του χρήματος και των οικονομικών διακυμάνσεων και για την ενδελεχή ανάλυσή τους στην αλληλεξάρτηση των οικονομικών, των κοινωνικών και των θεσμικών φαινομένων». Η σουηδική Ακαδημία κατάφερε να συμφιλιώσει για λίγες ώρες δυο ορκισμένους εχθρούς.

«Ο δρόμος προς τη δουλεία» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα.