Κοσμος

Σαν σήμερα: Η ιστορία της ιδιοφυΐας του σκακιού Μπόμπι Φίσερ

Οι ιδιορρυθμίες και τα επικά κατορθώματά του

Newsroom
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα, 17 Ιανουαρίου, πέθανε ο Μπόμπι Φίσερ, ο κορυφαίος των κορυφαίων στο σκάκι - Οι ιδιορρυθμίες και τα επικά κατορθώματά του

Σαν Σήμερα 17 Ιανουαρίου 2008 φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών, ο κατά πολλούς κορυφαίος παίκτης σκακιού όλων των εποχών, Μπόμπι Φίσερ, ο Αμερικάνος, με Εβραϊκή καταγωγή, που με τα επικά του κατορθώματα αμφισβήτησε την κυριαρχία των Σοβιετικών στο παιχνίδι, εν καιρώ Ψυχρού Πολέμου.

Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν ποιον θεωρεί τον καλύτερο παίκτη, απαντούσε: «Δεν μου αρέσει να είμαι αλαζόνας. Όμως θα ήταν ανόητο να μην πω την αλήθεια: Εμένα». Η περιπετειώδης ζωή του έγινε ταινία από τον Τόμπι Μαγκουάιρ το 2014 με τίτλο «Θυσιάζοντας ένα πιόνι».

Ο Μπόμπι Φίσερ © WikimediaCommons

Μπόμπι Φισερ: Το παιδί - θαύμα στο σκάκι

Ξεκίνησε να παίζει το αγαπημένο του παιχνίδι από την ηλικία των 6 ετών. Μέχρι τα 10 του ήταν ένα αήττητο παιδί – θαύμα στα 13 του ήταν ήδη επαγγελματίας σκακιστής. Άρχισε να παίρνει μέρος σε τουρνουά και οι εμφανίσεις του εντυπωσίασαν πολλούς ειδήμονες, κυρίως για την αναλυτική του ικανότητα και το γρήγορο παίξιμό του.

Μετά από μια εκπληκτική νίκη σε τουρνουά της Νέας Υόρκης το 1956, απέναντι στον διεθνή γκρανμαίτρ Ντόναλντ Μπερν, όπου θυσίασε τη βασίλισσά του εξαπολύοντας μετά μια «θανατηφόρα» επίθεση, ο Φίσερ πήρε το 1957 τον τίτλο του μαιτρ (ο νεότερος μέχρι τότε παίκτης που το πετύχαινε). Οι επιτυχίες αυτές τον έκαναν να πάρει την απόφαση στα 16 του χρόνια να αφήσει το σχολείο και να γίνει επαγγελματίας σκακιστής, συνέχισε όμως να μαθαίνει ξένες γλώσσες, ώστε να μπορεί να διαβάζει την ξένη σκακιστική βιβλιογραφία. 

Το στυλ παιχνιδιού του ήταν ανατρεπτικό, με αιφνιδιαστικές κινήσεις που οι αντίπαλοί του δεν μπορούσαν να προβλέψουν.

Το 1962, στο Interzonal της Στοκχόλμης, ο Φίσερ τερμάτισε πρώτος και αήττητος. Έγινε έτσι ο πρώτος μη Σοβιετικός παίκτης που κέρδισε το συγκεκριμένο τουρνουά από το 1948, όταν το πρωτοκαθιέρωσε η FIDE. Η νίκη του αυτή, τον έκανε πρώτο φαβορί στο Τουρνουά των Υποψηφίων που ακολούθησε στο Κουρασάο, όμως τελικά περιορίστηκε στην τέταρτη θέση, πολύ πίσω από τον πρώτο Τιγκράν Πετροσιάν.

Αμέσως μετά από αυτή του την αποτυχία, ο Φίσερ ισχυρίστηκε σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο Sports Illustrated, ότι οι τρεις από τους πέντε Σοβιετικούς παίκτες (οι Πετροσιάν, Γκέλερ και Κέρες), είχαν προσυμφωνήσει να παραχωρούν γρήγορα ισοπαλίες στις μεταξύ τους παρτίδες, ώστε να κρατούν την ενέργειά τους για τις παρτίδες εναντίον του Φίσερ.

O Φίσερ έναντίον του Μπεντ Λάρσεν © Wikimedia Commons

Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ο Φίσερ θα μπορούσε να έχει φτάσει στην κορυφή του σκακιστικού στερεώματος πολύ νωρίτερα από το 1972, αν δεν είχαν εκδηλωθεί οι φοβίες του και αν η ανασφάλειά του δεν τον εξωθούσε σε αμέτρητες και συχνά παράλογες απαιτήσεις προς τους διοργανωτές και τους χρηματοδότες. Για παράδειγμα, άρχισε να αρνείται τη συμμετοχή του σε τουρνουά FIDE, γιατί θεωρούσε πως οι Σοβιετικοί αλλοίωναν και επηρέαζαν με διάφορους τρόπους το παιχνίδι του, αλλά συγχρόνως αγόραζε κάθε σοβιετικό σύγγραμμα σχετικό με το σκάκι, αφού παραδεχόταν πως μόνο εκεί μπορούσε κάποιος να βρει την πραγματική ουσία του παιχνιδιού.

Μπόμπι Φίσερ - Μπορίς Σπάσκι: Το παιχνίδι του αιώνα

Για να καταφέρει να γίνει κορυφαίος, έπρεπε να κερδίσει τους Σοβιετικούς, οι οποίοι πρωταγωνιστούσαν στον θεσμό από το 1948. Η Σοβιετική Ένωση ήταν η μεγαλύτερη σκακιστική δύναμη στο κόσμο, είχαν ιδρύσει σκακιστικές σχολές και υπήρχε ξεχωριστό μάθημα στα σχολεία. 

Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70 ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του. Για τους Αμερικάνους ο Μπομπ Φίσερ δεν ήταν μόνο ένας διάσημος σκακιστής, ήταν ο άνθρωπος που θα «ταπείνωνε» τους Σοβιετικούς, τη μεγαλύτερη σκακιστική δύναμη στο κόσμο από το 1948.

H ευκαιρία δόθηκε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1972 στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Ο Φίσερ ζήτησε πολλά εκατομμύρια για να παίξει με τον κορυφαίο  της ΕΣΣΔ Μπορίς Σπάσκι, σε έναν αγώνα που προσέλκυσε περισσότερο παγκόσμιο ενδιαφέρον από οποιοδήποτε πρωτάθλημα σκάκι πριν ή μετά.

Οι αναλυτές πάντως παρουσιάζονταν διχασμένοι σχετικά με το ποιος από τους δυο ήταν το φαβορί. Οι μεν υποστήριζαν ότι οι φοβερές εμφανίσεις του Φίσερ στο τουρνουά των υποψηφίων ήταν τέτοιες που δεν άφηναν πολλές ελπίδες στον Σπάσκι, οι δε υπενθύμιζαν ότι ο Φίσερ δεν είχε κερδίσει ποτέ τον Σπάσκι (σε πέντε παρτίδες, ο Σοβιετικός είχε τρεις νίκες και δυο ισοπαλίες).

Αμέσως μετά την ήττα του στην πρώτη παρτίδα, ο Φίσερ απαίτησε από τους διοργανωτές να απομακρύνουν από τη μεγάλη αίθουσα όλες τις κάμερες (τηλεοπτικές και κινηματογραφικές), επειδή τον ενοχλούσε ο θόρυβος, όμως εισέπραξε μια μεγαλοπρεπή άρνηση, με αποτέλεσμα να μην εμφανιστεί ποτέ στη δεύτερη παρτίδα, την οποία έχασε άνευ αγώνα, με τον Σπάσκι να παίρνει πλέον ένα σοβαρό προβάδισμα: 2-0.  

Η 3η παρτίδα (16 Ιουλίου) αποδείχτηκε καθοριστική για την εξέλιξη του αγώνα. Ο Σπάσκι, παίζοντας με τα λευκά, ενίσχυσε την πτέρυγα του βασιλιά του, όμως ο Φίσερ πραγματοποίησε μια κίνηση στο άνοιγμα που δεν είχε εφαρμόσει στο παρελθόν, η οποία του έδωσε ελεύθερο πεδίο για αντεπίθεση, αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλό του και οδηγώντας τον σε λανθασμένες απαντήσεις. Η παρτίδα διακόπηκε και την επόμενη μέρα, όταν ο Σπάσκι είδε ότι η σφραγισμένη κίνηση του Φίσερ ήταν η καλύτερη δυνατή, εγκατέλειψε.

Εκείνη ήταν η πρώτη ήττα του Σοβιετικού από τον Αμερικανό, ο οποίος μείωσε σε 2-1. Στην 4η παρτίδα (18 Ιουλίου), οι δυο σκακιστές επέστρεψαν στην κεντρική αίθουσα, ύστερα από αίτημα του Σπάσκι, χωρίς όμως κάμερες, ύστερα από αίτημα του Φίσερ.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στην 21η παρτίδα (31 Αυγούστου). Με τις επτά συνεχόμενες ισοπαλίες που είχαν προηγηθεί, το σκορ μεταξύ των δυο αντιπάλων είχε διαμορφωθεί στο 11½-8½ υπέρ του Φίσερ, κάτι που σήμαινε ότι ο Αμερικανός χρειαζόταν μια νίκη για να φτάσει στον παγκόσμιο τίτλο. Παρά το αρχικό πλεονέκτημα του Φίσερ, ο Σπάσκι ισορρόπησε γρήγορα, όμως υπέπεσε για μια ακόμα φορά σε λάθη στο φινάλε. Όταν η παρτίδα διακόπηκε για την επόμενη μέρα, το αβαντάζ του Αμερικανού ήταν τεράστιο. 

Ο διαιτητής Λόταρ Σμιντ ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Φίσερ για το τηλεφώνημα του Σπάσκι. Με τελικό σκορ 12½-8½, ο Αμερικανός ήταν ο νέος – ενδέκατος – παγκόσμιος πρωταθλητής. Από τις 21 παρτίδες που παίχτηκαν, ο Φίσερ κέρδισε τις επτά, ο Σπάσκι τις τρεις, ενώ έντεκα τελείωσαν ισόπαλες. 

Μετά από 24 ολόκληρα χρόνια απόλυτης ηγεμονίας, οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να υποκλιθούν στο μοναδικό ταλέντο του Φίσερ και οι Αμερικάνοι βρήκαν την ευκαιρία να εξαπολύσουν μια μεγάλη επίθεση προπαγάνδας, εκμεταλλευόμενοι πολιτικά στο έπακρο τον θρίαμβο του συμπατριώτη τους. Ο ίδιος ο Φίσερ κέρδισε το έπαθλο των 160.000 δολαρίων, ενώ το όνομα του έκανε το γύρο του κόσμου. Ένας από τους κορυφαίους σκακιστές της ιστορίας τα κατάφερε απέναντι σε μια υπερδύναμη. 

Η μεγάλη νίκη του Αμερικανού, τον έκανε αμέσως διασημότητα σε όλο τον κόσμο. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Τζον Λίντσεϊ, τον υποδέχτηκε με μια μεγαλοπρεπή τελετή που ονομάστηκε “Bobby Fischer Day”. Αμέτρητες εταιρείες του πρόσφεραν συμβόλαια εκατομμυρίων δολαρίων για να διαφημίσει τα προϊόντα τους, όμως απάντησε αρνητικά σε όλες. Εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Sports Illustrated, αλλά και σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης. Τα μέλη της Σκακιστικής Ομοσπονδίας των ΗΠΑ διπλασιάστηκαν μέσα στο 1972 και έφτασαν στον μεγαλύτερο αριθμό της ιστορίας της το 1974.

Ένα περιπλανόμενο «φάντασμα»

Ο Φίσερ δεν παίζει καμία επίσημη παρτίδα για τα επόμενα 3 χρόνια. Το 1975, όμως, είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον 23χρονο Σοβιετικό, Ανατόλι Καρπόφ. Ο Φίσερ λίγο πριν την έναρξη των τελικών ταχυδρομεί στην παγκόσμια ομοσπονδία σκακιού έναν κατάλογο με 179 όρους, την αποδοχή των οποίων θεωρεί ως προαπαιτούμενο για την συμμετοχή του στον τελικό. Η Διεθνής Ομοσπονδία αποδέχεται τους 178 από τους όρους, αλλά ο Φίσερ δεν θα κατέβει να παίξει, κρίνοντας ότι ο ένας όρος που δεν έγινε δεκτός ήταν πολύ σημαντικός. Λίγες μέρες αργότερα, η Διεθνής Σκακιστική Ομοσπονδία ανακοινώνει ότι αφαιρεί τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή από τον Φίσερ και τον απονέμει χωρίς αγώνα στον Καρπόφ.

Από τότε, ο Φίσερ εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και το όνομά του απασχόλησε την επικαιρότητα ξανά το 1981, όταν συνελήφθη για ληστεία τραπέζης στην Πασαντίνα της Καλιφόρνιας, αλλά γρήγορα αφέθηκε ελεύθερος ως θύμα αστυνομικής αυθαιρεσίας.

Πάντως, προφυλακίστηκε και την περιπέτειά του με τις Αρχές την περιέγραψε στο βιβλίο του «Βασανίστηκα στις Φυλακές της Πασαντίνα» (1982). Τα επόμενα χρόνια έζησε στο Σαν Φρανσίσκο, παίζοντας και γράφοντας βιβλία για το σκάκι και εκτοξεύοντας επιθέσεις κατά των Εβραίων. Μάλιστα, ζήτησε από τους εκδότες της «Εβραϊκής Εγκυκλοπαίδειας» να αφαιρέσουν το σχετικό λήμμα, επειδή ποτέ δεν υπήρξε Εβραίος.  Η οργή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν το 1987 η Γερουσία μπλόκαρε τον νόμο που τον αναγνώριζε ως παγκόσμιο πρωταθλητή και του πρόσφερε κάποια προνόμια. Παράλληλα αρνιόταν να παίξει επαγγελματικό σκάκι και απέρριπτε όλες τις προτάσεις που του γίνονταν.

Η ρεβάνς του 1992

Το 1992 επέστρεψε δυναμικά στο προσκήνιο, όταν του πρότειναν έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού να αγωνιστεί στην άτυπη «ρεβάνς» εναντίον του Σπάσκι στο Βελιγράδι. Ο Φίσερ κέρδισε και πάλι τον Σπάσκι, αλλά αυτή τη φορά η Ουάσινγκτον δεν έδειξε ενθουσιασμένη και ανακοίνωσε ότι θα απαγγείλει κατηγορίες εναντίον του, επειδή το χρηματικό έπαθλο των τριών εκατομμυρίων δολαρίων για τη νίκη του συνιστούσε παραβίαση του εμπάργκο που είχε επιβληθεί στη Γιουγκοσλαβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.

Το τέλος

Στη συνέχεια και για περισσότερα από 10 χρόνια ζει κυνηγημένος μεταξύ Γερμανίας, Ουγγαρίας, Χονγκ Κονγκ και Φιλιππίνων. Κατά διαστήματα διακόπτει την απομόνωσή του όχι για να παίξει σκάκι αλλά μόνο για να κάνει δηλώσεις οι οποίες έχουν σχεδόν όλες αντιαμερικανικά και αντισημιτικά ξεσπάσματα.

Το 2005, συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τόκιο, προσπαθώντας να φύγει από τη χώρα με πλαστό διαβατήριο και οι Αμερικάνοι ζητούν την έκδοσή του. Ευτυχώς για τον Φίσερ οι Ιάπωνες αρνήθηκαν να τον παραδώσουν. Στη συνέχεια πήρε πολιτικό άσυλο από την κυβέρνηση της Ισλανδίας, η οποία αποφάσισε να του το παραχωρήσει για ανθρωπιστικούς λόγους. Έζησε τα επόμενα 3 χρόνια στην Ισλανδία χωρίς να γυρίσει στους αγώνες, παρά τις επίπονες προσπάθειες των Ισλανδών, που επιστράτευσαν ως και τον Σπάσκι σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσουν.

Έκανε μια τελευταία εμφάνιση σχετική με το σκάκι το 2006, επιλύοντας τηλεφωνικά στην ισλανδική τηλεόραση ένα περίπλοκο σκακιστικό πρόβλημα.