- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαν Σήμερα: Στις 16 Ιανουαρίου 1919 επιβάλλεται η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ - Γιατί απαγορεύθηκε το αλκοόλ, ποιον ωφέλησε και με ποιο τρόπο ανετράπη
Σαν Σήμερα στις 16 Ιανουαρίου 1919 εισήχθη στο Αμερικανικό Σύνταγμα η 18η τροπολογία, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η πώληση και κυκλοφορία αλκοολούχων ποτών στις ΗΠΑ, η οποία τέθηκε σε ισχύ σε ομοσπονδιακό επίπεδο έναν χρόνο αργότερα. Εξαιρέσεις επιτρέπονταν μόνο για ιατρικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, ενώ η χρήση αλκοόλ έπρεπε να καταγράφεται και να ελέγχεται κάθε φορά με αυστηρότητα.
Το «Κίνημα της Εγκράτειας» πίσω από την ποτοαπαγόρευση
Πίσω από την ποτοαπαγόρευση, βρίσκεται το «Κίνημα της Εγκράτειας», όπως ονομάστηκε, των αρχών του 19ου αιώνα, και το οποίο εκφράστηκε κυρίως μέσα από οργανωμένες ομάδες, όπως η American Temperance Society και η Women’s Christian Temperance Union. Λαμβάνοντας οικονομική -και όχι μόνο- υποστήριξη από σημαντικούς επιχειρηματίες της εποχής, όπως ο Henry Ford, αλλά και αρκετές θρησκευτικές ομάδες και εκκλησιαστικούς κύκλους, συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ενάντια στο αλκοόλ.
Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έγινε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους. Ο σπόρος της ποτοαπαγόρευσης είχε ριφθεί.
Πώς επιβλήθηκε η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων. Πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες γερμανικής καταγωγής, γεγονός που επαύξησε τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών. Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου (Φορντ, Ροκφέλερ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League).
Νομοθετικά, στις 18 Νοεμβρίου του 1918 και πριν την επικύρωση της 18ης τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος που θα εφάρμοζε την ποτοαπαγόρευση, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε τον προσωρινό νόμο περί απαγόρευσης κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος απαγόρευε την πώληση αλκοολούχων ποτών με περιεκτικότητα σε αλκοόλ μεγαλύτερη από 1,28%.
Φθάνοντας στο 1919, οπότε και ψηφίστηκε η εν λόγω τροποποίηση του Συντάγματος, και διά του ψηφίσματος Volstead Act που τέθηκε σε εφαρμογή το 1920, ξεκίνησε η απαγόρευση της παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης αλκοόλ σε εθνικό επίπεδο.
Η ποτοαπαγόρευση, το λαθρεμπόριο και ο Αλ Καπόνε
Από το λαθρεμπόριο του αλκοόλ, γιγαντώθηκε ίσως ο πιο γνωστός στο ευρύ κοινό γκάνγκστερ στον κόσμο, ο Αλ Καπόνε, στου οποίου τις παράνομες δραστηριότητες όπως η πορνεία και η διακίνηση όπλων, ήρθε να προστεθεί και το λαθρεμπόριο του αλκοόλ, από το οποίο αποκόμισε τεράστια κέρδη.
Στο Σικάγο ο Αλ Καπόνε εκμεταλλευόμενος την ποτοαπαγόρευση κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να αναδειχθεί σε έναν από τους ισχυρότερους κακοποιούς των ΗΠΑ. Γεννημένος το 1899, ο Αλφόνς Καπόνε ήταν ο τελευταίος κρίκος στην εγκληματική εξελικτική αλυσίδα που οδήγησε στην κυριαρχία της οργάνωσης.
Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Τα έξοδα λειτουργίας της επιχείρησής του ανέρχονταν σε 300.000 δολάρια τη βδομάδα, με τα οποία καλύπτονταν το μισθολόγιο των χιλίων ανδρών του και τα έξοδα για τις δωροδοκίες αξιωματούχων. Σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας (σ.σ Το μεγάλο Κραχ έγινε το 1929) η μαφιόζοι έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε πολλούς ανέργους.
Όταν πέρασε η τροποποίηση Βόλστεντ, οι παράγοντες του Σικάγου αντέδρασαν αμέσως: στις 30 Δεκεμβρίου, δυο εβδομάδες πριν η ποτοαπαγόρευση γίνει νόμος, ο διαβόητος γκάνγκστερ Ντιον Ο’ Μπάνιον λήστεψε ένα φορτίο ουίσκι προβλέποντας τις υπερβολικές τιμές που θ’ απέφερε στην τελευταία “υγρή” παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες γιατροί και 57.000 φαρμακοποιοί υπέβαλαν αιτήσεις για άδειες «θεραπευτικών» οινοπνευματωδών.
Τον πρώτο χρόνο της ποτοαπαγόρευσης, οι πωλήσεις κρασιού για θρησκευτικούς σκοπούς αυξήθηκαν κατά 800.000 γαλόνια. Αυτό, σε συνδυασμό με το παράνομο εμπόριο, συνετέλεσε ώστε να εκλείψει η επίσημα εγκεκριμένη ποικιλία.
Μπύρα αξίας 30 εκ. δολαρίων πουλιόταν κάθε μήνα στο Σικάγο και ένα εκατομμύριο μοιραζόταν μεταξύ αστυνομικών, πολιτικών και ομοσπονδιακών πρακτόρων για να διασφαλιστεί η ανεμπόδιστη διακίνησή. Στις 20 Μαΐου 1920, τέσσερις μήνες μετά την ψήφιση της τροποποίησης Βόλστεντ, ο Μεγάλος Τζιμ Κολοσίμο δολοφονήθηκε στον προθάλαμο του εστιατορίου του. Τη θέση του ανέλαβε ο Τζόνυ Τόριο σε μια εποχή που ο υπόκοσμος της πόλης βρισκόταν σε χάος.
Αυτός επεκτάθηκε γρήγορα και με τη βοήθεια της οικογένειας Τζένα, υπέβαλαν αίτημα για μια από τις ελάχιστες κατ' εξαίρεση άδειες για παραγωγή βιομηχανικής αλκοόλης. Τα αδέρφια Τζένα αφαιρούσαν το μεγαλύτερο μέρος της νόμιμης παραγόμενης αλκοόλης, τη χρωμάτιζαν με διάφορες τοξίνες, που ήταν γνωστό ότι προκαλούσαν παρενέργειες, και τη βάφτιζαν κονιάκ, ουίσκι… οτιδήποτε.
Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης.
Ο Ρούζβελτ έφερε το τέλος της ποτοαπαγόρευσης
Τον Φεβρουάριο του 1933, το Κογκρέσο ψήφισε την προτεινόμενη 21η τροπολογία που θα καταργούσε τη 18η, η οποία είχε θεσπίσει την απαγόρευση σε παναμερικανικό επίπεδο. Δεκαεπτά από τους 22 γερουσιαστές που είχαν ψηφίσει υπέρ της ποτοαπαγόρευσης 16 χρόνια νωρίτερα, ενέκριναν τώρα την κατάργησή της. Μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς μόνο τρεις πολιτείες δεν είχαν συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των τριών τετάρτων ώστε να γίνει νόμος το δικαίωμα παρασκευής και κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών.
Από τη διαδικασία των άρσης της ποτοπαγόρευσης δεν έλειπε το σασπένς: οι δύο πρώτες πολιτείες που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους ήταν το Οχάιο και η Πενσυλβάνια, ενώ ακολούθησαν η Γιούτα και το Μέιν – για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία, μια συνταγματική τροπολογία είχε καταργηθεί: ο υφυπουργός Εξωτερικών έβαλε την πένα στο μελανοδοχείο και την υπέγραψε. Μια ώρα αργότερα, ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρουζβελτ εξέδωσε σχετική ανακοίνωση και κάλεσε τους Αμερικανούς να πίνουν υπεύθυνα, να μην κάνουν κατάχρηση «αυτής της ατομικής ελευθερίας»: «Έχω εμπιστοσύνη στο ένστικτο του αμερικανικού λαού» είπε ο πρόεδρος «κι ότι δεν θα επιστρέψει στην κατάρα της μέθης, εις βάρος της υγείας, της ηθικής και της κοινωνικής ακεραιότητας».
Πάρτι για την άρση της ποτοαπαγόρευσης
Χιλιάδες φελλοί σαμπάνιας έσκασαν και εκατοντάδες χιλιάδες ποτήρια τσούγκρισαν εκείνη τη μέρα του Φεβρουαρίου του 1933 και, καθώς ο νόμος εφαρμοζόταν σταδιακά από πολιτεία σε πολιτεία, ξανάνοιγαν τα μπαρ, τα αδειοδοτημένα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα νυχτερινά κέντρα· οι σερβιτόροι ξαναθυμούνταν ή μάθαιναν την τέχνη του κοκτέιλ και οι τζαζ μπάντες έπαιζαν το «Happy Days Are Here Again».
Οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι περίμεναν παλιρροϊκό κύμα αλκοόλ: στην πραγματικότητα όμως, οι Αμερικανοί υπάκουσαν στις επιθυμίες του προέδρου τους και δεν το παράκαναν. Οι τοπικές διοικήσεις ανέφεραν ότι οι συλλήψεις για μέθη δεν ήταν περισσότερες τη «νύχτα της Κατάργησης» και τις νύχτες που ακολούθησαν από εκείνες κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου Σαββατοκύριακου της ποτοαπαγόρευσης. Μέσα σε 16 χρόνια, ο κόσμος είχε ωριμάσει και τα ημιπαράνομα ποτοπωλεία φαίνονταν να κάνουν την αίγλη τους καθώς γίνονταν νόμιμα.
«Στεγνές» πολιτείες και «στεγνές»... Κυριακές
Στο μεταξύ, πολλές κομητείες αποφάσισαν να μείνουν «στεγνές». Οι κάτοικοι μπορούσαν να πάνε σε γειτονικές πόλεις για να αγοράσουν αλκοολούχα ποτά, αλλά δεν επιτρεπόταν η πώληση στο έδαφός τους. Κυρίως επρόκειτο για περιοχές είτε με μεγάλη πλειοψηφία Αφροαμερικανών –όπως ήταν ολόκληρη η πολιτεία του Μισσισσιπί– είτε με μεγάλη πλειοψηφία φανατικών χριστιανών, όπως ήταν η Γιούτα, η οποία υπερψήφισε το τέλος της ποτοαπαγόρευσης αλλά όχι για την ίδια.
Ωστόσο, παντού, οι αρχές έκαναν τα στραβά μάτια στην πώληση και κατανάλωση αλκοόλ. Στην πραγματικότητα, η ποτοαπαγόρευση είχε τελειώσει επειδή απέσυραν τη στήριξή τους στη 18η τροπολογία οι προοδευτικοί: όσοι πίστευαν στις ατομικές ελευθερίες και στις κρατικές δαπάνες που προϋπέθεταν φόρους. Πολλοί από αυτούς, το 1921, είχαν ευνοήσει την 18η τροπολογία.
Αν και η νομιμοποίηση των αλκοολούχων γενικεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1933, από τον Φεβρουάριο νομιμοποιήθηκε η μπίρα και το κρασί με έως και 3,2% οινόπνευμα. Αλλά, υπήρχε κάτι παράδοξο: όπως σημειώνει ο συγγραφέας Daniel Okrent στο βιβλίο του «Last Call: The Rise and Fall of Prohibition» το τέλος της ποτοαπαγόρευσης «έκανε δυσκολότερο, όχι ευκολότερο, το να πιεις ένα ποτό: μαζί με τη νομιμοποίηση ήρθαν κανονισμοί για τις ώρες κλεισίματος των μπαρ, για το όριο ηλικίας και για τη "στεγνή" Κυριακή σε πολλές επαρχίες της χώρας».
Οι φόροι που έφτιαξαν το New Deal
Το αναμφισβήτητο κέρδος ήταν η είσπραξη των έμμεσων φόρων: η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απέσπασε πάνω από 258 εκατομμύρια δολάρια τον πρώτο χρόνο μετά την κατάργηση. Αυτά τα εκατομμύρια, τα οποία αντιπροσώπευαν περίπου το 9% των φορολογικών εσόδων, διοχετεύτηκαν στα προγράμματα New Deal του Roosevelt. Το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης βοήθησε τις ΗΠΑ να επιζήσουν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και να αντιμετωπίσουν τόσο τις προκλήσεις της ειρήνης όσο και τους προκλήσεις του πολέμου που ξέσπασε το 1941.