- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μπρετ Ράιαν: Δολοφόνησε την οικογένειά του για να κρύψει το ψέμα και την απάτη του
Θα είναι επιλέξιμος για αποφυλάκιση υπό όρους το 2041, όταν θα είναι 60 ετών
Υπόθεση Μπρετ Ράιαν: Ο δολοφόνος με βαλλίστρα που σκότωσε την οικογένειά του για να κρύψει το ψέμα και την απάτη του
Ο Μπρετ Ράιαν ζούσε με τους τρεις αδερφούς και τους γονείς του σε ένα πανέμορφο σπίτι στο Σκάρμπορο του Καναδά. Ήταν ο βενιαμίν της οικογένειας, πάντα γελαστός, κι ευγενικός. Η εμφάνιση και η γενναιοδωρία του τον έκαναν δημοφιλή σε όλη του τη ζωή. Μετά το λύκειο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, αλλά δεν τα έβγαζε πέρα με τη μελέτη και εγκατέλειψε τις σπουδές του, ενώ οι φίλοι του συνέχισαν κι έχτισαν σημαντικές καριέρες σε διάφορους τομείς. Δούλεψε ως ελαιοχρωματιστής το πρώτο καλοκαίρι - μια καλοκαιρινή δουλειά που έγινε πλήρους απασχόλησης στη συνέχεια. Αλλά το 2007 το χαμόγελό του έκρυβε πια απελπισία. Ήταν 26 ετών, δεν έβγαζε αρκετά λεφτά για τη ζωή που ήθελε να κάνει και είχε συσσωρεύσει χρέη. Αντί να παραδεχτεί την αποτυχία του, άρχισε αναζητάει το χρήμα κάνοντας ληστείες.
Η πρώτη τράπεζα που λήστεψε απείχε οκτώ λεπτά με το αμάξι από το σπίτι του. Τύλιξε το πρόσωπο και το αριστερό χέρι με επιδέσμους, μπήκε στην τράπεζα και στο γκισέ έδωσε στον ταμία ένα σημείωμα που έγραφε ότι κρατούσε όπλο και απαιτούσε 2.000 δολάρια. Ο ταμίας συμμορφώθηκε κι ο Μπρετ, αν και πήρε λιγότερα χρήματα, τα κατάφερε χωρίς να τον πιάσουν. Τους επόμενους οκτώ μήνες, λήστεψε άλλες 12 τράπεζες γύρω από τη γειτονιά του, συμπεριλαμβανομένου του υποκαταστήματος του σπιτιού του. Έκλεψε συνολικά 28.000 δολάρια.
Ο Μπρετ όφειλε την επιτυχία του στο γεγονός ότι δεν είχε συλληφθεί ποτέ πριν. Η Σήμανση πήρε δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά δεν υπήρχαν στο σύστημα γιατί ο Μπρετ δεν ήταν σεσημασμένος. Αφού χτύπησε τη δεύτερη τράπεζα φορώντας πάλι επιδέσμους, στη συνέχεια αγόρασε μια καλής ποιότητας γενειάδα και έγινε γνωστός από τα ΜΜΕ ως «ο γενειοφόρος ληστής». Τελικά η αστυνομία εντόπισε το φορτηγάκι του σε μια εξωτερική κάμερα ασφαλείας, τον παρακολουθούσε για δύο εβδομάδες και τον συνέλαβε το 2007. Στη δίκη ο δικαστής μετά από επαίνους για την οικογένεια και την ανατροφή του (ο πατέρας του εργαζόταν σε μεγάλη εφημερίδα του Τορόντο, η μητέρα του ήταν αφοσιωμένη στην ανατροφή των γιων της, αγαπητή και κοινωνική, οι αδερφοί του ήταν εργαζόμενοι και νομοταγείς πολίτες) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εγκλήματα ήταν «εντελώς εκτός χαρακτήρα». Καταδίκασε τον Μπρετ σε πέντε χρόνια, αλλά με ελαφρυντικά, επέστρεψε στο σπίτι του στα τέλη του 2010, έτοιμος για μια νέα αρχή.
Βγαίνοντας από τη φυλακή ο Μπρετ βρήκε έναν κόσμο πιο σκληρό από αυτόν που γνώριζε πριν. Δεν μπορούσε πλέον να αποφύγει τα χρέη του και κήρυξε πτώχευση. Αλλά δεν μπορούσε να κρύψει το ποινικό παρελθόν του από υποψήφιους εργοδότες του που τον έψαχναν στο Google. Προσπάθησε να ξαναστήσει την επιχείρηση ελαιοχρωματισμών, αλλά οι επίδοξοι πελάτες δεν τον άφηναν να μπει στα σπίτια τους, όταν μάθαιναν το μητρώο του. Καθώς πλησίαζε τα 30, δε μπορούσε να ξεφύγει από τις πραγματικότητες της ζωής του: ήταν ένας χρεοκοπημένος πρώην απατεώνας με σπουδές λυκείου και χωρίς προοπτικές.
Η οικογένεια είχε σοκαριστεί από τις πράξεις του Μπρετ. Οι Ράιαν πούλησαν το μεγάλο τους σπίτι και αγόρασαν ένα μικρότερο μπανγκαλόου, όπου η μητέρα έφτιαξε έναν περίτεχνο κήπο με φυτά. Ο Μπρετ άρχισε να κάνει μικρά βήματα που με τον καιρό θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην επιτυχία που ονειρευόταν. Εργάστηκε σε δουλειές με χαμηλή αμοιβή και με μικρή βοήθεια από τους γονείς του γράφτηκε ξανά στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Έκανε επίσης προσπάθεια να είναι πιο ανοιχτός με την οικογένειά του -έβλεπε ψυχολόγο, ο οποίος του είπε ότι το μάθημα από τις ληστείες του ήταν ότι αν ήθελε να αποφύγει περαιτέρω προβλήματα, έπρεπε να είναι ειλικρινής με τους κοντινούς του ανθρώπους.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, γνώρισε σε ένα τυφλό ραντεβού την Κρίστεν Μπάξτερ, μια ξανθιά φυσιοθεραπεύτρια. Η Κρίστεν έμενε σε ένα παραθαλάσσιο διαμέρισμα και είχε μια φυσιολογική ζωή, που ήθελε και ο Μπρετ για τον εαυτό του. Η Κρίστεν γνώριζε το ποινικό παρελθόν του Μπρετ, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να τον ερωτευτεί. Τον Ιανουάριο του 2013, ο Μπρετ μετακόμισε στο διαμέρισμά της. Ήταν μικρό, αλλά είχε μια υπέροχη θέα στη λίμνη με τα νησάκια του Τορόντο. Περίπου ένα χρόνο μετά, ο πατέρας του πέθανε. Ο Μπρετ φρόντιζε τη μητέρα του και έκανε μαστορέματα στο σπίτι για επιπλέον μετρητά. Είχε κάνει πρόταση γάμου στην Κρίστεν με ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι και για άλλη μια φορά τα οικονομικά του ξέφευγαν. Άρχισε να στήνει έναν ιστό από ψέματα. Το 2015 εγκατέλειψε ξανά το σχολείο, αλλά δεν το είπε σε κανέναν. Η Κρίστεν και η οικογένειά του πίστευαν ότι συνέχιζε τις σπουδές του.
Την άνοιξη του 2016, στάθηκε τυχερός κι έπιασε δουλειά σε μια τεχνολογική εταιρεία. Όμως μέσα σε λίγες μέρες ο νέος εργοδότης ανακάλυψε την προηγούμενη ζωή του και η εταιρεία ακύρωσε την πρόσληψη. Αντί να αποδεχτεί την ήττα του, άφησε την οικογένειά του να πιστεύει ότι είχε ακόμα δουλειά και έκανε ότι πήγαινε στην εταιρία κάθε μέρα.
Στο μεταξύ, ο Μπρετ και η Κρίστεν σχεδίαζαν τον γάμο τους για τις 16 Σεπτεμβρίου 2016 - στην επέτειο του πρώτου τους ραντεβού το 2011. Η μητέρα του Μπρετ, η Σου, καυχιόταν για τις επιτυχίες του στους γείτονες, έλεγε για το πτυχίο του στο πανεπιστήμιο, την καλή του δουλειά, το διαμέρισμα του στο κέντρο της πόλης, τον επερχόμενο γάμο του. Ταυτόχρονα, ο Μπρετ υπολόγιζε όλο και περισσότερο σε εκείνη για βοήθεια. Την πίεζε για πιο πολλές δουλειές μέσα στο σπίτι και η Σου έκανε ό,τι μπορούσε.
Ένα μήνα πριν από τον γάμο, ο Μπρετ είπε τελικά στη μητέρα του την αλήθεια. Ήξερε ότι έπρεπε να βρει δουλειά, αλλά μέχρι τότε χρειαζόταν την υποστήριξή της. Η Σου αντί να τον καλύψει, του έδωσε ένα τελεσίγραφο: έπρεπε να τα πει όλα στην Κρίστεν, αλλιώς θα της τα έλεγε εκείνη. Για τον Μπρετ αυτό ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο. Αν τον εγκατέλειπε η Κρίστεν, θα αναγκαζόταν να γυρίσει στο σπίτι με τη μητέρα και τα αδέρφια του. Ήταν πολύ κοντά στη ζωή που ονειρευόταν και δε θα επέτρεπε στη μητέρα του να τον εμποδίσει. Έτσι, αποφάσισε να τη σκοτώσει.
Ο Μπρετ χρειαζόταν όπλο, αλλά ήταν παράνομη την απόκτηση πυροβόλου όπλου για έναν πρώην κατάδικο, έτσι, αποφάσισε να αγοράσει μια βαλλίστρα, που δεν απαιτεί άδεια. Στις 25 Αυγούστου 2016 το πρωί, μόλις έφυγε η Κρίστεν για την κλινική φυσιοθεραπείας, ο Μπρετ άρχισε να φτιάχνει μια συσκευή στον υπολογιστή με ψηφιακά χρονόμετρα, κουτάλια, ανεμιστήρες, ώστε να αφήσει ένα ψηφιακό ίχνος που θα έδειχνε ότι τις επόμενες ώρες της μέρας ήταν στο σπίτι (ήλπιζε ότι θα του έδινε άλλοθι, αν χρειαζόταν).
Έφτασε στο σπίτι της μητέρας του στις 10 π.μ. Ήλπιζε να μεταπείσει την Σου, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη, η λογομαχία άναψε και η Σου κάλεσε τον μεγαλύτερο γιο της στο κινητό. Ο Μπρετ πήγε κατευθείαν στο γκαράζ. Η Σου τον ακολούθησε. Ο Μπρετ δεν πρόλαβε να σηκώσει τη χορδή της βαλλίστρας πριν μπει η μητέρα του στο γκαράζ, έτσι, άρπαξε το μπουλόνι με την πλατιά κεφαλή και τις τρεις κοφτερές λεπίδες και τη μαχαίρωσε στο μάγουλο και στο αυτί. Έπειτα πήρε ένα κομμάτι νάιλον σχοινί και την έπνιξε.
Αφού μαχαίρωσε και στραγγάλισε τη μητέρα του, έστησε τη βαλλίστρα. Ήξερε ότι ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Κρις ήταν καθ' οδόν. Όταν ο Κρις μπήκε στο γκαράζ, ο Μπρετ του έριξε με τη βαλλίστρα από πολύ κοντά. Ο αδερφός του πέθανε αμέσως.
Αλλά πριν προλάβει ο Μπρετ να φύγει, ήρθε στο σπίτι ο μικρότερος αδερφός του, ο AJ. Ο Μπρετ τον μαχαίρωσε τον λαιμό και ο AJ κατέρρευσε. Ο τρίτος αδερφός του Μπρετ, ο Λήλαντ, κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά του. Άκουσε τη φασαρία και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Όταν είδε τον AJ να αιμορραγεί, έτρεξε στο τηλέφωνο. Ο Μπρετ τον ακολούθησε κι άρχισε μια άγρια πάλη ανάμεσα στα δυο αδέρφια. Στο μεταξύ, ο AJ σύρθηκε στον δρόμο, πήγε στους γείτονες και είπε να καλέσουν την αστυνομία. Όταν έφτασε η αστυνομία, ο AJ ήταν ακόμα ζωντανός, αλλά πέθανε πριν φτάσουν οι γιατροί.
Ο Μπρετ παραιτήθηκε από την τυπική προανάκριση και ομολόγησε την ενοχή του. Καταδικάστηκε για φόνο β΄ βαθμού για τον θάνατο της μητέρας του - ισχυρίστηκε ότι στη διάρκεια της λογομαχίας πήγε να πάρει τη βαλλίστρα από το γκαράζ για να την απειλήσει, όχι να τη σκοτώσει. Κρίθηκε ένοχος για φόνο πρώτου βαθμού για τον θάνατο του Κρις, αφού είχε κρυφτεί και περίμενε να φτάσει ο αδελφός του πριν τον εκτελέσει. Για τον AJ καταδικάστηκε για φόνο δευτέρου βαθμού αφού το θύμα εμφανίστηκε απροσδόκητα.
Κατά την καταδίκη του, ο Μπρετ απευθύνθηκε στο δικαστήριο και δήλωσε τη βαθιά μεταμέλειά του. Μίλησε και για τα προβλήματά του με την κατάθλιψη. Ο δικαστής περιέγραψε τους λόγους της καταδίκης του, αλλά επαίνεσε την ειλικρίνεια και την προθυμία του να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Είπε ότι ο Μπρετ ήταν ένα από τα θύματα αυτής της τραγωδίας, ένας καλός άνθρωπος που είχε κάνει κάτι εξαιρετικά αποτρόπαιο.
Στον Μπρετ Ράιαν επιβλήθηκαν 3 ποινές ισόβιας κάθειρξης για καθεμία από τις 3 δολοφονίες, συν 10 χρόνια για την απόπειρα δολοφονίας. Θα είναι επιλέξιμος για αποφυλάκιση υπό όρους το 2041, όταν θα είναι 60 ετών.