Κοσμος

Ανασκόπηση 2023: Σημαντικές απώλειες της χρονιάς που φεύγει

Η ζωή και το έργο προσώπων της τέχνης, του θεάματος, της δημόσιας σφαίρας

Δημήτρης Καραθάνος
109’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ανασκόπηση 2023: Οι απώλειες της χρονιάς που φεύγει - Η ζωή και το έργο των προσώπων του θεάματος, των τεχνών, της δημόσιας σφαίρας, που προκάλεσαν αίσθηση με τον θάνατό τους

Ενώ η οδύσσεια του χρόνου συνεχίζεται και το νέο έτος προβάλλει σαν ένας θαυμαστός άγνωστος τόπος, το 2023 διεκδικεί το δικό του μερίδιο στην απώλεια. Θάνατοι που έγιναν θέμα συζήτησης στις παρέες και μεγάλα αφιερώματα στα Μέσα εμπνέουν νοσταλγικές αναπολήσεις και υπενθυμίζουν την προσωπική μας σχέση με τη σφαίρα των διασημοτήτων.

Ο Μάθιου Πέρι έφυγε απρόσμενα από τη ζωή στις 28 Οκτωβρίου σε ηλικία 54 ετών © ΕPA/Tamas Vasvari

Τζεφ Μπεκ, Τατιάνα Πάτιτζ, Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ, Τζίνα Λολομπρίτζιτα,  Πάκο Ραμπάν, Χάρι Μπελαφόντε, Τίνα Τέρνερ, Μίλαν Κούντερα, Τζέιν Μπίρκιν, Σινέντ Ο' Κόνορ, Τόνι Μπένετ, Γιεβγκένι Πριγκόζιν, Φερνάντο Μποτέρο, Μπόμπι Τσάρλτον, Μάθιου Πέρι και Χένρι Κίσινγκερ ήταν ορισμένες από τις φυσιογνωμίες που αποχαιρέτησαν τα εγκόσμια έχοντας καταθέσει σημαντικό ιστορικό αποτύπωμα.

Κάποιοι φεύγουν με θετικό πρόσημο, άλλοι υπήρξαν φορείς αναταραχής και δυστυχίας, άπαντες ωστόσο έγραψαν σημαντικά κεφάλαια στη διεθνή σκηνή, ενώ το έργο τους είναι πανταχού παρόν μέσα από τραγούδια που αναμεταδίδονται, εδάφια που ξαναδιαβάζονται, ταινίες και σειρές που βλέπονται ξανά και ξανά, γεωπολιτικά γεγονότα που αναψηλαφώνται. Ας ανατρέξουμε στη ζωή και το έργο τους.

O βρετανός κιθαρίστας Τζεφ Μπεκ πέθανε από βακτηριακή μηνιγγίτιδα σε ηλικία 78 ετών © EPA/Kabir Dhanji

Τζεφ Μπεκ: 10 Ιανουαρίου 2023 (γεννήθηκε 24 Ιουνίου 1944)

Πρωτοποριακός κιθαρίστας που προώθησε τα όρια του εγχόρδου σε τόπους άγνωστους στους περισσότερους από τους συγχρόνους του, ο Τζεφ Μπεκ, ο οποίος πέθανε από βακτηριακή μηνιγγίτιδα σε ηλικία 78 ετών, δεν παύει να προκαλεί συγκρίσεις με άλλους διακεκριμένους βιρτουόζους όπως ο Τζίμι Πέιτζ και ο Έρικ Κλάπτον, με τους οποίους μάλιστα συνυπήρξε στους Yardbirds.

Σε αντίθεση με αυτούς ωστόσο, ο Τζεφ Μπεκ ήταν επιφυλακτικός απέναντι στη διασημότητα, απρόθυμος να κυνηγήσει το σταριλίκι που θα μπορούσαν να του είχαν προσφέρει τα μουσικά του χαρίσματα. «Όταν οι Led Zeppelin έπιασαν την καλή, ζήλεψα, ζήλευα αφόρητα», δήλωνε το 1986. «Αλλά είμαι χαρούμενος που συνέχισα όπως ήμουν. Δεν θα μπορούσα να αντέξω τον μαζικό θαυμασμό».

Ομοίως, όταν οι Κλάπτον και Πέιτζ εμφανίστηκαν στο Live Aid το 1985, ο Μπεκ προτίμησε να μείνει στο σπίτι και να ασχοληθεί με την αγαπημένη του συλλογή βίντατζ αυτοκινήτων. «Δεν ήθελα να πάω, γιατί μισώ τα μεγάλα πλήθη», ισχυρίστηκε.

Υπήρξε παρόλα αυτά κεντρικό πρόσωπο πολλών βασικών κεφαλαίων στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ως μέλος των Yardbirds από το 1965 έως το 1966, συμμετείχε σε ορισμένες από τις πιο γνωστές επιτυχίες τους, συμπεριλαμβανόμενων των «Heart Full of Soul» και «Shapes of Things», διευρύνοντας παράλληλα τη μουσική παλέτα του συγκροτήματος σε τεράστιο βαθμό. H ερμηνεία τους στο «Blow Up» του Αντονιόνι, με την οργιώδη εκτέλεση του «Stroll On», παραμένει μια από τις πλέον ανάγλυφες στιγμές των λονδρέζικων swinging sixties που έχουν καταγραφεί στο σελιλόιντ.

Το ταλέντο του Τζεφ Μπεκ εκδηλώθηκε πιο πηγαία αφότου έφυγε από τους Yardbirds τον Νοέμβριο του 1966 και σχημάτισε την πρώτη ενσάρκωση των Jeff Beck Group στις αρχές του 1967, με τον Ρον Γουντ στο μπάσο και τον Ροντ Στιούαρτ στα φωνητικά.

Με τους Yardbirds το 1966. Από αριστερά: Τζεφ Μπεκ, Τζιμ ΜακΚάρθι, Κρις Ντρέτζα, Τζίμι Πέιτζ και Κιθ Ρελφ © Instagram/Jeff Beck

Στις σόλο ηχογραφήσεις του, όπως στο «Beck's Bolero», έγινε πιονέρος ενός κιθαριστικού μέλλοντος οποίο θα απομακρυνόταν από το τυπικό ροκ για να αγκαλιάσει τη τζαζ fusion και θα συνδιαλεγόταν ακόμη και με την κλασική μουσική.

Το άλμπουμ «Emotion & Commotion» του 2010 περιελάμβανε διασκευές του «Corpus Christi Carol» του Μπέντζαμιν Μπρίτεν και του «Nessun Dorma» του Πουτσίνι. Συχνά έπαιζε τις χορδές με τον αντίχειρά του, ενώ τροποποιούσε την τονικότητα και τη συχνότητα της κιθάρας του με τον μοχλό του τρέμολο.

Ο Τζεφ Μπεκ επί σκηνής με τον Τζόνι Ντεπ στο Blues Festival του Ελσίνκι © EPA/Kimmo Brandt

Ενεργός ως το τέλος, κυκλοφορούσε περιοδικά σόλο άλμπουμ, έκανε guest εμφανίσεις σε άλμπουμ του Μικ Τζάγκερ και του Ρότζερ Γουότερς, ενώ τιμήθηκε με οκτώ βραβεία Grammy. Το 2020 κυκλοφόρησε το σινγκλ «Isolation», ένα τραγούδι του Τζον Λένον στο οποίο συνεργάστηκε με τον Τζόνι Ντεπ. Τον Ιούλιο του 2022, το ντουέτο ηχογράφησε το άλμπουμ «18» και περιόδευσε συναυλιακά στη Βρετανία και την Ευρώπη.

Ο Τζεφ Μπεκ εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame το 1992 για τη δουλειά του με τους Yardbirds, καθώς και το 2009 για τη σόλο καριέρα του.

Η Τατιάνα Πάτιτζ πέθανε το 2023 σε ηλικία 56 ετών © EPA/Kay Nietfeld

Τατιάνα Πάτιτζ: 11 Ιανουαρίου 2023 (γεννήθηκε 25 Μαρτίου 1966)

Ένα από τα πρώτα supermodel της δεκαετίας του 1990, η Τατιάνα Πάτιτζ λατρεύτηκε από τους φωτογράφους για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τη λάμψη και την κομψότητά της. Η συμμετοχή της στο εμβληματικό βίντεο για το «Freedom! ’90» του Τζορτζ Μάικλ μαζί με τις συναδέλφους της, Κρίστι Τέρλινγκτον, Ναόμι Κάμπελ, Λίντα Εβαντζέλιστα και Σίντι Κρόφορντ, ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση του υψηλού στάτους της στον χώρο της μόδας.

Η Τατιάνα Πάτιτζ, η οποία πέθανε σε ηλικία 56 ετών από καρκίνο του μαστού, διένυσε την ακμή της κατά τα έτη 1988-95, όταν ήταν σε συνεχή ζήτηση, με περισσότερα από 200 εξώφυλλα περιοδικών. Μια προσωπικότητα χαμηλών τόνων σε σχέση με τον συχνά εξεζητημένο κόσμο του μόντελινγκ, προτιμούσε τις editorial φωτογραφίσεις και τη διαφήμιση από την ένταση και την υπερβολή των επιδείξεων μπροστά σε κοινό.

Η Τατιάνα Πάτιτζ σε φωτογράφιση του Μπρους Γουέμπερ για καμπάνια του Βερσάτσε © Instagram/Tatjana Patitz

Η ίδια της η σχέση με το μόντελινγκ ήταν περισσότερο ένα εφηβικό πείραμα που ξέφυγε από τον έλεγχο. Γεννήθηκε στο Αμβούργο, από πατέρα Γερμανό, ταξιδιωτικό δημοσιογράφο που ήταν πάντα εν κινήσει και Εσθονή μητέρα, χορεύτρια σε καμπαρέ του Παρισιού.

Όταν ήταν επτά ετών, η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Σουηδίας. Ως νέα είχε αφοσιωθεί στα άλογα και στην υπαίθρια ζωή, αλλά η εμφάνισή της ήταν αρκετά εντυπωσιακή ώστε να συμμετάσχει στα 17 της σε έναν διαγωνισμό που διοργανώθηκε από το πρακτορείο μοντέλων Elite, του Τζον Καζαμπλάνκας.

Ανταμείφθηκε με συμβόλαιο στο Παρίσι, ενώ το πρώτο της σημαντικό εξώφυλλο ήταν από τον Άλμπερτ Γουάτσον για τη βρετανική Vogue το 1985. Αυτή ήταν η χρονιά που την ανακάλυψε ο Πίτερ Λίντμπεργκ και επίσης η αφετηρία της σταδιοδρομίας της στη Νέα Υόρκη.

Η αμερικανική μητρόπολη αποτέλεσε τη βάση για αδιάκοπα ταξίδια και δουλειά με φωτογράφους του μεγέθους των Ρίτσαρντ Άβεντον, Ίρβινγκ Πεν, Μπρους Γουέμπερ, Στίβεν Μάιζελ, Πατρίκ Ντεμαρσελιέ και Χερμπ Ριτς.

Η Τατιάνα Πάτιτζ σε λήψη της Έλεν φον Άνγουερθ © Instagram/Tatjana Patitz

Από το 1989 επέλεξε να ζήσει στο Λος Άντζελες, εν μέρει για να σπουδάσει υποκριτική και να κάνει την απόπειρα μιας καριέρας στον κινηματογράφο, ποντάροντας στην ικανότητά της να αφηγείται περίτεχνες ιστορίες μέσα από ένα κλικ του φωτογραφικού φακού.

Η προσπάθεια δεν στέφθηκε με επιτυχία πέρα από ορισμένες σύντομες εμφανίσεις, ωστόσο η Πάτιτζ αγάπησε τη ζωή στην Καλιφόρνια, στην οποία παρέμεινε αγοράζοντας ένα ράντσο στο Μαλιμπού.

Η παρουσία της ήταν λιγότερο δημόσια παρουσία από εκείνη των συναδέλφων της τοπ μόντελ, τα οποία έκαναν θεαματικά comeback στον 21ο αιώνα. Προτίμησε να αποθησαυρίσει τα κέρδη των ετών αιχμής της και συνέχισε περιστασιακά το μόντελινγκ, καθώς και δουλειές στον χώρο της διακόσμησης. Άρχισε επίσης να εκφράζει απόψεις για τη γυναικεία ομορφιά και τη γήρανση, και μέσα στη δεκαετία του 2010 έγινε το πρόσωπο πίσω από τις καμπάνιες της L'Oréal για τα καλλυντικά Age Perfect.

Η Πάτιτζ παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Τζέισον Τζόνσον το 2003 και απέκτησαν μαζί έναν γιο, τον Τζόνα. Ο γάμος έληξε το 2009 και αργότερα μετακόμισε από το Μαλιμπού σε άλλο ράντσο στην Καλιφόρνια, κοντά σε ένα καταφύγιο για άγρια άλογα μάστανγκ, τα οποία έγιναν, μαζί με τον ακτιβισμό κατά της χρήσης γούνας στη μόδα, οι σκοποί στους οποίους αφοσιώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της.

Διαβάστε ακόμη → Η ζωή της υπέροχης Tatjana Patitz

O θάνατος της Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ προκάλεσε κύμα συγκίνησης και συρροή κόσμου στη Γκρέισλαντ © EPA/Tannen Maury

Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ: 12 Ιανουαρίου 2023 (γεννήθηκε 1 Φεβρουαρίου 1968)

Ως μοναχοπαίδι του Έλβις και αποκλειστική κληρονόμος του, η Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ, η οποία πέθανε την αυγή του 2023 σε ηλικία 54 ετών, μπορεί μεν να ήταν εξαιρετικά πλούσια ως διαχειρίστρια της προσοδοφόρας περιουσίας του, κληρονόμησε ωστόσο ακούσια και μια ζωή υπό τους προβολείς, δίνοντας για χρόνια τροφή στον σκανδαλοθηρικό Τύπο και προκαλώντας τακτική μιντιακή φρενίτιδα, που τροφοδοτήθηκε από τους τέσσερις γάμους της, ένας εκ των οποίων με τον Μάικλ Τζάκσον στο απόγειο της φήμης του.

Η ζωή της στα ταμπλόιντ ξεκίνησε κυριολεκτικά από τη γέννησή της, με τις πρώτες φωτογραφίες των περήφανων γονιών της, Έλβις και Πρισίλα, να κάνουν τον γύρο του κόσμου. Η Λίζα Μαρί γεννήθηκε στο Μέμφις του Τενεσί, πέρασε τα πρώτα χρόνια της στη Γκρέισλαντ, αλλά όταν έγινε πέντε ετών, μετακόμισε με τη μητέρα της στο Λος Άντζελες. Η Λίζα Μαρί επισκεπτόταν τακτικά το Μέμφις: Ο πατέρας της τη λάτρευε και κάποτε την πέταξε με ιδιωτικό τζετ στο Άινταχο, ώστε να δει και να παίξει με το χιόνι για πρώτη φορά. Βρισκόταν στη Γκρέισλαντ όταν ο Έλβις πέθανε τον Αύγουστο του 1977.

Με τον Μάικλ Τζάκσον σε συνέντευξη για το «Prime Time Live» του δικτύου ABC το 1994 © EPA/Steven Paul Whitsit

Αφότου η μητέρα της ασπάστηκε τη σαϊεντολογία, την έγραψε σε σχολείο της εκκλησίας, το οποίο η Λίζα Μαρί εγκατέλειψε όταν ήταν 17 ετών. Η ζωή της κυλούσε όλο και πιο ξέφρενα μέχρι που, τον επόμενο χρόνο, ξύπνησε μετά από ένα πάρτι γεμάτο καταχρήσεις ναρκωτικών και κατέληξε σε κέντρο διασημοτήτων των σαϊεντολόγων στη Σάνσετ Μπούλεβαρντ, όπου γνώρισε τον μουσικό Ντάνι Κίου. Παντρεύτηκαν το 1988.

H Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ σε τηλεοπτική εμφάνιση στο BBC το 2003 © ΕPA/BBC

Στα 25α γενέθλιά της κληρονόμησε το Elvis Presley Trust, το οποίο περιλάμβανε μια επιχειρηματική εταιρεία και ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, τα οποία ιδρύθηκαν από την Πρισίλα. Υπολογίζεται ότι άξιζαν 100 εκατομμύρια δολάρια σε εκείνο το σημείο, αν και όταν πέθανε ο Έλβις απέμεναν μόνο περίπου 5 εκατομμύρια δολάρια και αρκετές οφειλές σε φόρους. Οι αγωγές εναντίον του μάνατζερ του Έλβις, συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, βοήθησαν στην αποκατάσταση μέρους του πλούτου του Έλβις και η Λίζα Μαρί έγινε ενεργή φιλάνθρωπος.

Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ και Μάικλ Τζάκσον το 1994 στη Βουδαπέστη © EPA

Το 1994, μετά από έξι χρόνια γάμου και τη γέννηση ενός γιου και μιας κόρης, πήγε στη Δομινικανή Δημοκρατία, χώρισε με τον Κίου και λίγες εβδομάδες αργότερα παντρεύτηκε τον Μάικλ Τζάκσον. Παρακαλώντας για προστασία της ιδιωτικής τους ζωής, επέστρεψαν στις ΗΠΑ και ξεκίνησαν τον μήνα του μέλιτος στον Πύργο Τραμπ στη Νέα Υόρκη.

Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες καταγγελίες εναντίον του για κακοποίηση παιδιών, η Λίζα Μαρί ένιωσε ότι «κατηγορήθηκε άδικα και, ναι, άρχισα να τον ερωτεύομαι… Ήθελα να τον σώσω». Χώρισαν το 1996. Το πρώτο της άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2003 και έφτασε στο Νο 5 των αμερικανικών τσαρτ, πουλώντας περισσότερα από 500.000 αντίτυπα.

Στην 25η επέτειο του θανάτου του πατέρα της, τον Αύγουστο του 2002, παντρεύτηκε τον Νίκολας Κέιτζ. Ο μήνας του μέλιτος ήταν σύντομος, με τον ηθοποιό να υποβάλλει αίτηση διαζυγίου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Η Λίζα Μαρί είπε ότι τη θεωρούσε απλώς ένα ακόμη αναμνηστικό του Έλβις.

Νίκολας Κέιτζ και Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ στην πρεμιέρα του «Μαντολίνου του λοχαγού Κορέλι» στο Μπέβερλι Χιλς το 1994 © EPA/AFP photo/Lucy Nicholson

Απέκτησε δίδυμες κόρες με τον κιθαρίστα Μάικλ Λόκγουντ, αλλά ανακοίνωσαν ότι χωρίζουν το 2016. Σύμφωνα με τα έγγραφα διαζυγίου, είχε χρέη 16 εκατομμυρίων δολαρίων, αν και το 2004 είχε πουλήσει το 85% του Elvis Presley Trust, διατηρώντας τη Γκρέισλαντ και το περιεχόμενό της. Το 2018 υπέβαλε μήνυση 100 εκατομμυρίων δολαρίων εναντίον του πρώην μάνατζερ της επιχείρησής της, Μπάρι Σίγκελ.

Το αεροσκάφος της Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ ήταν ανάμεσα στα δημοφιλή εκθέματα της Γκρέισλαντ © EPA/Tannen Maury

Το 2020 ο γιος της Μπέντζαμιν αυτοκτόνησε στο σπίτι της στο Καλαμπάσας, έξω από το Λος Άντζελες. Έκτοτε η Λίζα Μαρί αποσύρθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια ζωή.

Την εβδομάδα πριν από τον θάνατό της ταξίδεψε στη Γκρέισλαντ για να τιμήσει την 88η επέτειο από τη γέννηση του πατέρα της και στη συνέχεια, παρακολούθησε μαζί με την Πρισίλα την τελετή απονομής των Χρυσών Σφαιρών στο Λος Άντζελες, όπου ο Όστιν Μπάτλερ κέρδισε το βραβείο καλύτερου ηθοποιού για τον ρόλο του Έλβις στην ταινία του Μπαζ Λούρμαν.

Τζίνα Λολομπρίτζιτα και Φρανκ Σινάτρα το 1959, σε σκηνή της ταινίας «Never so Few» © EPA/AFP

Τζίνα Λολομπρίτζιτα: 16 Ιανουαρίου 2023 (γεννήθηκε 4 Ιουλίου 1927)

Μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς του κινηματογράφου των δεκαετιών του 1950 και του 1960, αλλά και απόλυτη Ιταλίδα σταρ που απέκτησε το προσωνύμιο της «πιο όμορφης γυναίκας στον κόσμο», η Τζίνα Λολομπρίτζιτα πέθανε σε ηλικία 95 ετών.

Η ταινία που την εκτόξευσε ως σύμβολο του σεξ ήταν «Απιστία» του 1952, στο πλευρό του Βιτόριο ντε Σίκα. Τον επόμενο χρόνο βρισκόταν ήδη στο Χόλιγουντ για να παίξει δίπλα στον Έρολ Φλιν στο «Διασταυρούμενα ξίφη», καθώς και στο «Πιο δυνατός από τον διάβολο» του Τζον Χιούστον, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.

Τον Οκτώβριο του 1954, η ταινία «Ψωμί, αγάπη και όνειρα», την έφερε στο Λονδίνο, όπου στο πλαίσιο της εβδομάδας μόδας ιταλικού κινηματογράφου, η  Λολομπρίτζιτα παρουσιάστηκε στη βασίλισσα Ελισάβετ.

Tο φέρετρο της Τζίνα Λολομπρίτζιτα στον λόφο του Καπιτωλίου στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της κηδείας της Ιταλίδας ηθοποιού © EPA/Massimo Percossi

Παρότι η βρετανική κριτική εκφράστηκε θετικά για το φιλμ του Λουίτζι Κομεντσίνι, η Λολομπρίτζιτα ξεσηκώθηκε στην πρεμιέρα από μια νέα ανταγωνίστριά της, τη Σοφία Λόρεν, η οποία φόρεσε ένα φόρεμα με σκανδαλιστικά χαμηλό ντεκολτέ στη βασιλική ακρόαση. Ο Κομεντσίνι σκηνοθέτησε ξανά τη Λολομπρίτζιτα στο «Ψωμί, έρωτας και ζήλεια», ένα σίκουελ που ήταν εξίσου επιτυχημένο με την πρώτη ταινία, αλλά τόσο αυτή όσο και ο δημιουργός αρνήθηκαν να κάνουν τρίτη συνέχεια και η Λόρεν πήρε πρόθυμα τη θέση της. Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο σταρ επρόκειτο να διαρκέσει για δεκαετίες.

Η Τζίνα Λολομπρίτζιτα με το γιο της, Αντρέα Μίλκο, το 1962 στη χριστουγεννιάτικη αγορά της Πιάτσα Ναβόνα της Ρώμης © Wikimedia Commons

Η Λολομπρίτζιτα επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει δίπλα σε μεγάλες φυσιογνωμίες του Χόλιγουντ, όπως ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Άντονι Κουίν, ο Γιούλ Μπρίνερ και ο Σον Κόνερι, συνεχίζοντας παράλληλα να εμφανίζεται σε ευρωπαϊκές ταινίες.

Το 1999 έθεσε υποψηφιότητα για το ευρωκοινοβούλιο εκπροσωπώντας τους Δημοκρατικούς του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού Ρομάνο Πρόντι, αλλά δεν υποστήριξε την καμπάνια της με θέρμη. Δοκιμάστηκε ξανά στον στίβο της πολιτικής στις ιταλικές εκλογές του 2022, αυτή τη φορά με το Κομμουνιστικό Κόμμα του Μάρκο Ρίτσο, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να εκλεγεί.

H Τζίνα Λολομπρίτζιτα γιορτάζει τα 90ά της γενέθλια κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στο κέντρο της Ρώμης, στις 4 Ιουλίου 2017 © EPA/Angelo Carconi

Ο πρώτος της γάμος κατέληξε σε διαζύγιο το 1971. Το 2006 ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να παντρευτεί ξανά, αλλά υπήρχε αμφιβολία για τη νομιμότητα της τελετής. Από τη δεκαετία του 1950 ζούσε σε μια μεγάλη βίλα στην Αππία οδό, στη Ρώμη.

Ο Πάκο Ραμπάν παρακολουθεί επίδειξη δημιουργιών του το 1995 © ΕPA/Ilie Bumbac

Πάκο Ραμπάν: 3 Φεβρουαρίου 2023 (γεννήθηκε 18 Φεβρουαρίου 1934)

Ο Ισπανός σχεδιαστής μόδας Πάκο Ραμπάν, διάσημος για τα φουτουριστικής έμπνευσης μεταλλικά φορέματα, τα ευπώλητα αρώματα και την πρωτοποριακή επιλογή των υλικών του, πέθανε σε ηλικία 88 ετών.

Γεννήθηκε ως  Φρανθίσκο Ραμπανέδα Κουέρβο στη Χώρα των Βάσκων τον Φεβρουάριο του 1934. Ο πατέρας του ήταν ρεπουμπλικανός στρατιώτης που έπεσε θύμα της δικτατορίας του Φράνκο. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα υψηλής ραπτικής και εργαζόταν για τον Κριστόμπαλ Μπαλενθιάγα.

Δημιουργία του οίκου Πάκο Ραμπάν στην εβδομάδας μόδας του Παρισιού το 2011 © EPA/Ian Langsdon

Παρά το γεγονός ότι εξελίχθηκε σε ένα από τα διασημότερα ονόματα της μόδας τη δεκαετία του 1960, ο Ραμπάν αφοσιώθηκε στο σχέδιο αρκετά αργά. Αφού σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι τη δεκαετία του 1950, συνέχισε να εργάζεται πάνω στο αντικείμενο για σχεδόν δέκα χρόνια. Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με το σχέδιο, αλλά μόλις τη δεκαετία του 1960 άρχισε να φτιάχνει ρούχα και αξεσουάρ.

Ξεκίνησε σχεδιάζοντας μια μικρή συλλογή από πλαστικά αξεσουάρ και κουμπιά, τα οποία πούλησε σε διάφορους οίκους ραπτικής, πριν παρουσιάσει την πρώτη του επίδειξη μόδας το 1964, με τίτλο «Δώδεκα πειραματικά φορέματα». Ακόμη και τότε, δεν είδε ποτέ τον εαυτό του ως καθαρά σχεδιαστή μόδας, προτιμώντας να δουλεύει με υλικά τα οποία έβρισκε ενδιαφέροντα δημιουργώντας ρούχα που ήταν τόσο σχεδιασμένα όσο και «κατασκευασμένα».

Δημιουργίες του Πάκο Ραμπάν στο 31ο Φεστιβάλ Μόδας και Φωτογραφίας στη Γαλλία το 2016 © EPA/Sebastien Nogier

Κατέκτησε τη διασημότητα δύο χρόνια αργότερα, το 1966, με την πρώτη του συλλογή υψηλής ραπτικής, υπό τον τίτλο «Δώδεκα μη εφαρμόσιμα φορέματα με σύγχρονα υλικά», μια σειρά από μίνι φορέματα κατασκευασμένα από πλαστικές λωρίδες και δίσκους τα οποία συγκρατούσαν μεγάλοι μεταλλικοί κρίκοι. Μετά το σόου, ο Ραμπάν δήλωσε στους σοκαρισμένους εκπροσώπους του γαλλικού Τύπου: «Ποιος νοιάζεται αν κανείς δεν μπορεί να φορέσει τα φορέματά μου. Είναι δηλώσεις».

Παρά το γεγονός ότι εξελίχθηκε σε ένα από τα διασημότερα ονόματα της μόδας τη δεκαετία του 1960, ο Ραμπάν αφοσιώθηκε στο σχέδιο αρκετά αργά © EPA/Olivier Hoslet

Μαζί με σχεδιαστές όπως ο Πιέρ Καρτνέν και ο Αντρέ Κουρέζ, ο Ραμπάν ήταν μέρος μιας αναδυόμενης ομάδας αβάντ γκαρντ σχεδιαστών που συνδύαζαν τις παραδοσιακές τεχνικές ραπτικής με το ντιζάιν της διαστημικής εποχής. Ο Πάκο Ραμπάν προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, προτιμώντας να χρησιμοποιεί δημοφιλή μεταπολεμικά υλικά όπως πλαστικά, μέταλλα και περίτεχνες μεθόδους σύνδεσης για να δημιουργήσει ενδύματα που ενίοτε θύμιζαν πανοπλίες. Η Κοκό Σανέλ δήλωσε κάποτε για λογαριασμό του: «Δεν είναι μόδιστρος. Είναι μεταλλουργός».

Οι επιδείξεις του Ραμπάν ήταν πάντoτε εκδηλώσεις σημαντικά προβεβλημένες © EPA/Ian Langsdon

Οι επιδείξεις του Ραμπάν ήταν πάντα εκδηλώσεις σημαντικά προβεβλημένες και υπήρξε ένας από τους πρώτους σχεδιαστές που εισήγαγαν τη μουσική επένδυση στα σόου μόδας. Μαζί με τον Ιβ Σεν Λοράν, ήταν επίσης ένας από τους πρώτους σχεδιαστές που προσέλαβαν μη λευκά μοντέλα στις πασαρέλες της δεκαετίας του 1960.

Αποσύρθηκε το 1999, έχοντας ντύσει μεταξύ άλλων τις Μία Φάροου, Τζέιν Μπίρκιν, Όντρεϊ Χέμπορν, Πέγκι Γκούγκενχαϊμ και Τζέιν Φόντα.

Διαβάστε ακόμη → Paco Rabanne: Ο σχεδιαστής που έδωσε σχήμα στην εποχή του διαστήματος

Ο Αμερικανός τραγουδιστής, ηθοποιός και ακτιβιστής Χάρι Μπελαφόντε πέθανε σε ηλικία 96 ετών © EPA/Urs Flueeler

Χάρι Μπελαφόντε: 25 Απριλίου 2023 (γεννήθηκε 1 Μαρτίου 1927)

Tραγουδιστής, ηθοποιός και πολιτικός ακτιβιστής που κατέρριψε σειρά φυλετικών εμποδίων, ο Χάρι Μπελαφόντε πέθανε σε ηλικία 96 ετών.

Εκτός από την ερμηνεία παγκόσμιων επιτυχιών όπως το «Day-O (The Banana Boat Song)», τη βραβευμένη σταδιοδρομία του στην υποκριτική και τις εμφανίσεις σε πολλές ταινίες μεγάλου μήκους, ο Μπελαφόντε έζησε τη ζωή του μοχθώντας σε κοινωνικούς αγώνες.

Χρηματοδότησε πολυάριθμες πρωτοβουλίες τη δεκαετία του 1960 υπέρ της κατάκτησης πολιτικών δικαιωμάτων στους μαύρους Αμερικανούς. Έκανε εκστρατείες κατά της φτώχειας, του απαρτχάιντ και του AIDS στην Αφρική. Υποστήριξε επίσης σθεναρά αριστερές πολιτικές προσωπικότητες, όπως τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ούγκο Τσάβες.

Ο θάνατός του προκάλεσε παγκόσμια θλίψη, με προσωπικότητες όπως ο Τζο Μπάιντεν, ο ράπερ Ice Cube και η Μία Φάροου να αποτίνουν φόρο τιμής. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είπε ότι ο Μπελαφόντε ήταν ένας «πρωτοποριακός Αμερικανός που χρησιμοποίησε το ταλέντο και τη φωνή του για να βοηθήσει να λυτρωθεί η ψυχή του έθνους μας».

Ο πρώην πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Νέλσον Μαντέλα επικουρείται από τον Χάρι Μπελαφόντε σε ένα γεύμα προς τιμή των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στα κεντρικά γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, τον Μάιο του 2002 © EPA/AFPI/Stan Honda/sh/rg

Γεννημένος το 1927 Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, πέρασε την παιδική του ηλικία στη Τζαμάικα, πατρίδα γονιών του. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για το γυμνάσιο αλλά πάλεψε με τη δυσλεξία και τα παράτησε στις αρχές της εφηβείας του. Έκανε δουλειές του ποδαριού προτού στραφεί στο αμερικανικό ναυτικό σε ηλικία 17 ετών, τον Μάρτιο του 1944.

Μετά το τέλος του πολέμου, εργάστηκε ως βοηθός θυρωρού, αλλά φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός και παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής με συμμαθητές τους Μάρλον Μπράντο και Γουόλτερ Ματάου, τα οποία πλήρωνε τραγουδώντας σε κλαμπ της Νέας Υόρκης.

Κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του άλμπουμ το 1954, ενώ με το «Calypso» σύστησε στους Αμερικανούς τη μουσική κληρονομιά της πατρίδας του. Ήταν το πρώτο άλμπουμ που πούλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα στις ΗΠΑ. Κυκλοφόρησε  συνολικά 30 δίσκους.

Σίντνεϊ Πουατιέ, Χάρι Μπελαφόντε και Τσάρλτον Ίστον στην Πορεία Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1963 στην Ουάσιγκτον © Wikimedia Commons

Αξιοποίησε τον πλούτο του για να χρηματοδοτήσει διάφορες πρωτοβουλίες, συνδέθηκε με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ήταν συνδιοργανωτής της περίφημης πορείας στην Ουάσιγκτον που κορυφώθηκε με την ομιλία «Έχω ένα όνειρο».

Αργότερα εστίασε σε μια σειρά ακτιβιστικών πρωτοβουλιών. Οργάνωσε το «We Are the World», συγκεντρώνοντας περισσότερα από 63 εκατομμύρια δολάρια για την ανακούφιση από την πείνα. Διορίστηκε πρεσβευτής καλής θέλησης της Unicef το 1987 και αργότερα έκανε εκστρατεία για την εξάλειψη του AIDS στην Αφρική.

Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της Αριστεράς, ασκούσε κριτική στην οπορτουνιστική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και έκανε εκστρατεία κατά των πυρηνικών όπλων. Ήταν συχνός επικριτής των Δημοκρατικών, ιδιαίτερα του Μπαράκ Ομπάμα, για ζητήματα όπως οι κρατήσεις στο Γκουαντάναμο και η καταπολέμηση του δεξιού εξτρεμισμού.

Όλα αυτά, χωρίς να αποκόψει τους δεσμούς του με τη βιομηχανία του θεάματος. Πραγματοποίησε την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση το 2018, στην ταινία του Σπάικ Λι, «BlackKkKlansman».

Διαβάστε ακόμη → Harry Belafonte 1927 - 2023: Τέσσερα Ενσταντανέ

Μια από τις πιο επιτυχημένες ερμηνεύτριες των τελευταίων δεκαετιών, η Τίνα Τέρνερ άφησε την τελευταία της πνοή στις 24 Μαΐου 2023 © ΕPA/Sebastiao Moreira

Τίνα Τέρνερ: 24 Μαΐου 2023 (γεννήθηκε 26 Νοεμβρίου 1939)

Πολύ πριν χριστεί «βασίλισσα της σόουλ» και ιέρεια του ροκ της αρένας με εμφανίσεις σε κατάμεστα στάδια, η Τίνα Τέρνερ, η οποία πέθανε σε ηλικία 83 ετών, κόντεψε να φτάσει πρώιμα στο τέρμα του δρόμου.

Πενθούντες αποδίδουν το σεβασμό τους έξω από το κτήμα της Τίνα Τέρνερ, στο Κούσναχτ κοντά στη Ζυρίχη της Ελβετίας © EPA/Michael Buholzer

Ήταν το 1976, όταν έπειτα δύο δεκαετίες συμβίωσης με τον Άικ Τέρνερ, σύζυγο, πυγμαλίωνα, συνθέτη των επιτυχιών, μάνατζερ, και κακοποιητή της, αποφάσιζε να διαφύγει με μοναδικές αποσκευές τα 36 σεντς στην τσέπη της και την προοπτική του τέλους της καριέρας της στη σόουμπιζ. Αυτό που ακολούθησε ωστόσο ήταν η αναγέννησή της ως μία από τις πιο επιτυχημένες ερμηνεύτριες της ποπ μουσικής κατά τις δεκαετίες του 1980 και του '90.

Έπρεπε να υπομείνει αρκετά δύσκολα χρόνια, αλλά η κρίσιμη καμπή ήρθε το 1983, όταν ο Ντέιβιντ Μπόουι την ανακήρυξε αγαπημένη του τραγουδίστρια. H Τέρνερ εδραίωσε την ανάκαμψή της το επόμενο έτος με το άλμπουμ «Private Dancer» και την τεράστια επιτυχία του «What’s Love Got to Do With It».

Φωτογραφίες της τραγουδίστριας από την έκθεση «Tina Turner: A Journey to the future» του φωτογράφου Μπομπ Γκρούεν, στο Μουσείο Εικόνας και Ήχου στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας © ΕPA/Sebastiao Moreira

Ο δίσκος εξελίχθηκε σε εμπορικό φαινόμενο, μένοντας στο αμερικανικό Top 10 για εννέα μήνες και πουλώντας περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Έξαφνα η Τίνα Τέρνερ ήταν πρωταγωνιστικός παίκτης μιας εποχής μεστής σε συναυλιακούς σούπερ σταρ, όπως ο Μάικλ Τζάκσον, οι Dire Straits και ο Φιλ Κόλινς.

H Τίνα Τέρνερ στη σκηνή του Ιππόδρομου στο Σόποτ της Πολωνίας τον Αύγουστο του 2000, στον τελευταίο σταθμό της ευρωπαϊκής περιοδείας της. Περίπου 60.000 ενθουσιώδεις θαυμαστές παρακολούθησαν τη συναυλία © EPA/Maciej Kosycarz//mk/kr

Το 1985 έκανε το θριαμβικό ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη μέσα από την τρίτη συνέχεια του Mad Max, «Beyond Thunderdome», για λογαριασμό της οποίας ηχογράφησε ένα επιπλέον παγκόσμιο χιτ, το «We Don't Need Another Hero». Το σάουντρακ της ταινίας της εξασφάλισε βραβείο Grammy, καθώς και τη συμμετοχή στη συναυλία «Live Aid», που κορυφώθηκε με το παλμαρέ αστέρων του «We Are the World».

Το 1986 έδινε συναυλίες σε κοινό 184.000 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ενώ με το «The Best» του 1989 μελοποίησε πλειάδα τηλεοπτικών διαφημίσεων και απονομών σε αθλητικές διοργανώσεις.

«Tina Turner: A Journey to the future», έκθεση του φωτογράφου Μπομπ Γκρούεν που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Εικόνας και Ήχου στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας © ΕPA/Sebastiao Moreira

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι ώριμες δουλειές της δεν διέθεταν την ποιότητα και το σφρίγος των συνθέσεων του Άικ Τέρνερ, όπως τα «I Idolize You» και «Natbush City Limits», ή της μνημειώδους συνεργασίας της με τον Φιλ Σπέκτορ στο «River Deep, Mountain High».

Τι σημασία είχε; Η τουρνέ του «Foreign Affair» ολοκληρώθηκε με sold out στο Ρότερνταμ, ενώ το ντουέτο της με τον Ροντ Στιούαρτ στο «It Takes Two» για καμπάνια της Pepsi έγινε επιτυχία σε όλη την Ευρώπη.

Το 1994 σφραγίστηκε από το «Golden Eye» και τη συμπερίληψή της στο κινηματογραφικό αλμανάκ του Τζέιμς Μποντ και η περιοδεία που συνόδευσε το όγδοο στούντιο άλμπουμ της σημείωσε άλλο ένα ρεκόρ, αποφέροντας περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια μόνο στην Ευρώπη.

Θαυμαστές της Τίνα Τέρνερ συγκεντρώθηκαν στο Hollywood Walk of Fame του Λος Άντζελες όταν γνωστοποιήθηκε η είδηση του θανάτου της Αμερικανίδας τραγουδίστριας © EPA/Caroline Brehman

Όταν εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame το 1991, (μαζί με τον Άικ, ο οποίος βρισκόταν τότε στη φυλακή), η Τίνα Τέρνερ δεν είχε τίποτε πλέον να αποδείξει. Ήταν ελεύθερη να περνά περισσότερο χρόνο στα σπίτια που μοιραζόταν με τον Γερμανό παράγοντα της μουσικής βιομηχανίας Έρβιν Μπαχ, στην Ελβετία και την Κυανή Ακτή.

Παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 2013 μετά από 27 χρόνια συμβίωσης. Σε συνέντευξή της το 2020, η Τίνα Τέρνερ δήλωσε ότι παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας, την τελευταία δεκαετία εκπληρώθηκε το ιδεώδες της για την ευτυχία.

Διαβάστε ακόμη → Proud Tina: Η ζωή, η μουσική και το look της μεγάλης Tina Turner

Πορτρέτο του Μίλαν Κούντερα σε βιβλιοθήκη στο Μπρνο της Τσεχίας © ΕPA/Tomas Skoda

Μίλαν Κούντερα: 11 Ιουλίου 2023 (γεννήθηκε 1 Απριλίου 1929)

Ο Τσέχος συγγραφέας της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», του «Βιβλίου του γέλιου και της λήθης», του «Αστείου», της «Αθανασίας», της «Βραδύτητας» και των τόσων άλλων μυθιστορημάτων που αγαπήθηκαν και συνεχίζουν να διαβάζονται εξακολουθητικά, πέθανε έχοντας προλάβει στα 94 χρόνια του βίου του να εξακριβώσει από πρώτο χέρι την ευστάθεια της περίφημης ευχής και κατάρας, «είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς».

Προϊόν του Ψυχρού Πολέμου και ηγετική φωνή της Άνοιξης της Πράγας, ο Μίλαν Κούντερα εγκατέλειψε την πατρίδα του για τη Γαλλία το 1975 έχοντας αποπεμφθεί από το τσεχικό ΚΚ για «αντικομμουνιστικές δραστηριότητες» και έζησε για 40 χρόνια εξόριστος στο Παρίσι μετά την ανάκληση της υπηκοότητάς του.

Εκεί έγραψε τα πιο διάσημα έργα του, εκεί πέτυχε την καταξίωση της οποίας αποτέλεσμα ήταν το όνομά του να μνημονεύεται συχνά στις υποψηφιότητες για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Γεννημένος την 1η Απριλίου 1929 στο Μπρνο, ο Κούντερα σπούδασε μουσική με τον πατέρα του, διάσημο πιανίστα και μουσικολόγο, προτού στραφεί στη συγγραφή και γίνει λέκτορας λογοτεχνίας στην ακαδημία κινηματογράφου της Πράγας το 1952.

Ενθουσιώδες μέλος του κομμουνιστικού κόμματος στα νιάτα του, ο Κούντερα εκδιώχθηκε από το κόμμα δύο φορές, την πρώτη για «αντικομμουνιστικές δραστηριότητες» το 1950 και ξανά το 1970, κατά τη διάρκεια της καταστολής που ακολούθησε την Άνοιξη της Πράγας του 1968, της οποίας υπήρξε επιφανής εκπρόσωπος.

Αφού έχασε την ελπίδα ότι η Τσεχοσλοβακία θα μεταρρυθμιστεί ποτέ, έγινε Γάλλος πολίτης το 1981. Η κυκλοφορία της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι» το 1984 εδραίωσε τη φήμη του ως διεθνούς σταρ των γραμμάτων. Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Φίλιπ Κάουφμαν το 1988, με πρωταγωνιστές τους Ντάνιελ Ντέι Λούις και Ζιλιέτ Μπινός εξασφάλισε την άνοδο του Κούντερα στη λογοτεχνική στρατόσφαιρα.

Το 2008 κατηγορήθηκε ότι κατέδωσε έναν πιλότο, ο οποίος είχε δραπετεύσει από την Τσεχοσλοβακία αλλά επέστρεψε ως πράκτορας των δυτικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Κούντερα αρνήθηκε ότι ήταν ο πληροφοριοδότης και μια ομάδα διαπρεπών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων οι Φίλιπ Ροθ, Σαλμάν Ρούσντι και Τζ. Μ. Κοέτζι έσπευσαν προς υπεράσπισή του, μέσα από μια επιστολή που τον χαρακτήριζε «θύμα ενορχηστρωμένης συκοφαντίας».

Η τσεχική υπηκοότητα του Κούντερα και της συζύγου του Βέρα αποκαταστάθηκε τελικά το 2019, με τον πρωθυπουργό Αντρέι Μπάμπις να περιγράφει τη συνάντησή του με τον συγγραφέα ως «μεγάλη τιμή». Ένα χρόνο αργότερα, ο πρεσβευτής της Τσεχικής Δημοκρατίας στη Γαλλία, παρέδωσε το πιστοποιητικό υπηκοότητας στον Κούντερα περιγράφοντάς το ως «μια πολύ σημαντική χειρονομία, μια συμβολική επιστροφή του μεγαλύτερου Τσέχου συγγραφέα στην πατρίδα του».

Διαβάστε ακόμη Αντίο, Μίλαν! Αποχαιρετισμός στον σπουδαίο Κούντερα

Η Αγγλίδα που λάτρεψαν οι Γάλλοι: Η ηθοποιός και τραγουδίστρια Τζέιν Μπίρκιν πέθανε σε ηλικία 76 ετών © EPA/Mohammed Badra

Τζέιν Μπίρκιν: 16 Ιουλίου 2023 (γεννήθηκε 14 Δεκεμβρίου 1946)

Το σκανδαλιστικό για τα δεδομένα του 1969 «Je T'aime… Moi Non Plus», σύλληψη του συντρόφου της Σερζ Γκενσμπούργκ και συνερμηνεία με τον ίδιο, ήταν η καθοριστική στιγμή της Τζέιν Μπίρκιν, αγγλίδας ηθοποιού και τραγουδίστριας η οποία πέθανε σε ηλικία 76 ετών.

Η Τζέιν Μπίρκιν ήταν 21 ετών και ο Σερζ Γκενσμπούργκ 40 όταν γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του «Slogan» © Instagram/Jane Birkin

Αν και συνεργάστηκε με ορισμένους από τους καλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου, (Ζακ Ριβέτ, Ανιές Βαρντά), η Μπίρκιν ήξερε ότι το «Je T'aime…» θα σφραγίσει τη μνήμη του κοινού πάνω από όλα όσα έκανε. «Όταν πεθάνω, αυτή θα είναι η μελωδία που παίζουν, καθώς βγαίνω με τα πόδια μπροστά», έλεγε σαρκαστικά.

Μεταξύ των χωρών που αρνήθηκαν να μεταδώσουν το τραγούδι στον ραδιοφωνικό αέρα ήταν η Βρετανία, όπου παρόλα αυτά έγινε το πρώτο απαγορευμένο σινγκλ που έφτασε στην κορυφή των τσαρτ, καθώς και το πρώτο μη αγγλόφωνο Νο 1 στον κατάλογο επιτυχιών.

Σαρλότ Γκενσμπούργκ και Τζέιν Μπίρκιν στο Φεστιβάλ Καννών του 2021 © EPA/Sebastien Nogier

Η Τζέιν Μπίρκιν ήταν 21 ετών και ο Γκενσμπούργκ 40 όταν γνωρίστηκαν ενώ πρωταγωνιστούσαν μαζί στην ταινία «Slogan», και η ζωή της παρέμεινε άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική του. Ήταν μαζί για 11 χρόνια και απέκτησαν μια κόρη, τη Σαρλότ, η οποία έγινε επιτυχημένη τραγουδίστρια και ηθοποιός. Ακόμη και μετά τον χωρισμό τους το 1980, συνέχισε να γράφει για εκείνη και με τη σειρά της συνέχισε να ερμηνεύει τα τραγούδια του για το υπόλοιπο της ζωής της.

Πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το να είναι σκέτη «μούσα του Γκενσμπούργκ», όπως την ήθελαν τα μίντια και υποσημείωση στον θρύλο του, η Μπίρκιν διέθετε δικό της στιλ, ευφυΐα και συμπεριφορά.

Η «Birkin» της Hermès φιλοξενήθηκε ακόμη και σε έκθεση στο Λονδίνο © EPA/Facundo Arrizabalaga

Η θλιμμένη, ανορθόδοξη ομορφιά της ήταν μαγευτική όσο και η φωνή της, όσο για τις στιλιστικές της επιλογές, επικροτήθηκαν ευρέως τη δεκαετία του 1960 και παραμένουν αξεπέραστες. Τη δεκαετία του '80, η Hermès παρουσίασε μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα που ονομάστηκε «The Birkin» προς τιμήν της.

Συνέχισε να τραγουδά και να ηχογραφεί μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Μεταξύ των μεταγενέστερων άλμπουμ της είναι το «Birkin/Gainsbourg: Le Symphonique», στο οποίο τα τραγούδια του ζευγαριού έλαβαν νέες ορχηστρικές διασκευές.

Διαβάστε ακόμη → Jane Birkin: Οι μποέμ έχασαν τη μούσα τους

H Σινέντ O'Κόνορ στη σκηνή στο Πόζναν της Πολωνίας το 2007 © EPA/Bogdan Borowiak

Σινέντ Ο' Κόνορ: 16 Ιουλίου 2023 (γεννήθηκε 8 Δεκεμβρίου 1966)

Σύμφωνα με δικές της αφηγήσεις, τα παιδικά χρόνια της τραγουδίστριας Σινέντ Ο' Κόνορ, η οποία πέθανε σε ηλικία 56 ετών, ήταν περισσότερο από δύσκολα: Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή και, παρά την επιθυμία της, την έστειλαν να ζήσει με τη μητέρα της, για την οποία έλεγε πως την κακοποιούσε σωματικά και την παρότρυνε να κλέβει.

Απέκτησε την πρώτη της κιθάρα στα 14, μαζί με ένα «πανκ ροκ παρκά», δώρα από μια συμπαθητική καλόγρια. Αυτό το βασικό κιτ αρχαρίων επίδοξων καλλιτεχνών της ενστάλαξε την ιδέα της μουσικής ως καριέρα. Μια δεκαετία αργότερα, η Ο' Κόνορ έφτασε στην κορυφή των τσαρτ σε όλο τον κόσμο με το «Nothing Compares 2 U», ένα από τα σινγκλ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις της δεκαετίας του 1990.

Το άλμπουμ που ακολούθησε, «I Do Not Want What I Haven't Got», πούλησε 7 εκατομμύρια αντίτυπα και προτάθηκε για τέσσερα Grammy. Εμπορικά, ήταν ο κολοφώνας μιας καριέρας που περισσότερο βασάνιζε παρά ικανοποιούσε την Ιρλανδή ερμηνεύτρια.

Εξοργισμένη από τη διαφθορά της καθολικής εκκλησίας, έκανε εκστρατεία για τη σύλληψη παιδεραστών αξιωματούχων του κλήρου, ενώ χρησιμοποίησε επίσης την πλατφόρμα της ως δημοσίου προσώπου για να καταγγείλει τον σεξισμό στη μουσική βιομηχανία και μια σειρά από άλλα ζητήματα.

H διαφθορά της καθολικής εκκλησίας βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο της Σινέντ O'Κόνορ © EPA/Robbert Stroy

Κατά τη διάρκεια μιας εμφάνισης στο «Saturday Night Live» το 1992, έσκισε μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β', προκαλώντας θύελλα επικρίσεων από τον καθολικό πληθυσμό της Αμερικής. Σε μια συναυλία αφιερωμένη στον Μπομπ Ντίλαν στη Νέα Υόρκη αμέσως μετά, αποδοκιμάστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της ερμηνείας της, παρά την υποστήριξη του τραγουδοποιού Κρις Κριστόφερσον, ο οποίος της είπε, «μην αφήσεις τα καθάρματα να σε καταβάλουν».

«Το όνομά της έχει γίνει συνώνυμο του θάρρους και της ακεραιότητας», είπε ο Κριστόφερσον εκείνο το βράδυ, αλλά η Ο' Κόνορ δεν είχε ποτέ άλλη επιτυχία στις ΗΠΑ.

Ο παθιασμένος χαρακτήρας της συνοδευόταν από την αδυναμία να φιλτράρει τις δηλώσεις της: Χρόνια πριν η αυτοέκθεση γίνει η προεπιλεγμένη λειτουργία του διαδικτύου, η Σινέντ Ο' Κόνορ αποκάλυπτε τακτικά ανησυχητικά στοιχεία για την ψυχική της υγεία, τις σχέσεις και την οικογένειά της, με αποτέλεσμα ένας δημοσιογράφος να την κοροϊδεύει ως «την τρελή γυναίκα στη σοφίτα της ποπ».

Αγνοώντας τη συνήθη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των σταρ και του κοινού, μερικές φορές έκανε έκκληση στους θαυμαστές για βοήθεια σε στιγμές συναισθηματικής κρίσης, ζητώντας σε διάφορες στιγμές ένα ελεύθερο δωμάτιο για να ζήσει, ιατρική βοήθεια για την κατάθλιψη και έναν δικηγόρο για να επιλύσει μια αντιδικία.

© EPA/CLAUDIO ONORATI

Στα τέλη της δεκαετίας του '90, ήταν πιο συχνά στις ειδήσεις για προσωπικούς παρά για καλλιτεχνικούς λόγους, όπως η χειροτονία της ως ιερέα και η ανακοίνωση ότι ήταν λεσβία, την οποία σύντομα ανακάλεσε. Το 2003 της είπαν ότι είχε διπολική διαταραχή, αλλά η διάγνωση άλλαξε αργότερα σε διαταραχή μετατραυματικού στρες. Συχνά φαινόταν εύθραυστη, χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διαφωνήσει δημόσια με μέλη της οικογένειάς της.

Μετά τον θάνατο του Prince το 2016, η Ο' Κόνορ, η οποίοα είχε χάσει την επαφή της με τον συνθέτη του «Nothing Compares 2 U» πολλά χρόνια πριν, ισχυρίστηκε ότι ο θάνατός του προκλήθηκε εν μέρει από σκληρά ναρκωτικά που του παρείχε επί σειρά δεκαετιών ο τηλεοπτικός παρουσιαστής Αρσένιο Χολ, ο οποίος με τη σειρά του υπέβαλε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση διεκδικώντας 5 εκατομμύρια δολάρια.

Ασπάστηκε το Ισλάμ το 2018, υιοθετώντας το όνομα Σουχάντα Σαντακάτ, το οποίο χρησιμοποιούσε εναλλάξ με το όνομα γέννησής της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην τελευταία της περιοδεία το 2019, φορούσε χιτζάμπ και αμπάγια, αλλά τίποτε άλλο δεν είχε αλλάξει: Η φωνή της εξακολουθούσε να προκαλεί ανατριχίλες.

Τα τελευταία χρόνια η Σινέντ Ο' Κόνορ ανυπομονούσε να ολοκληρώσει ένα νέο άλμπουμ, κυκλοφορώντας μάλιστα το σινγκλ - προπομπό «Trouble of the World», αλλά το πρότζεκτ τερματίστηκε όταν ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τη μουσική σκηνή, αν και γρήγορα άλλαξε γνώμη για αυτή την απόφαση. Το εγχείρημα ματαιώθηκε οριστικά όταν ο 17χρονος γιος της Σέιν αυτοκτόνησε το 2022. «Είθε να αναπαυθεί εν ειρήνη και να μην ακολουθήσει κανείς το παράδειγμά του», έγραψε στο X.

Διαβάστε ακόμη → Sinead O’ Connor: Μια αιθέρια troublemaker

O Αμερικανός τραγουδιστής Τόνι Μπένετ πέθανε στις 21 Ιουλίου σε ηλικία 96 ετών © EPA/Peter Foley

Τόνι Μπένετ: 21 Ιουλίου 2023 (γεννήθηκε 3 Αυγούστου 1926)

O Αμερικανός τραγουδιστής Τόνι Μπένετ, του οποίου η ερμηνευτική δύναμη και η χαρισματική προσωπικότητα του προσέφεραν μεγάλη επιτυχία στις δεκαετίες του '50 και του '60 καθώς και μια μεταγενέστερη αναγέννηση της καριέρας του, πέθανε πλήρης ημερών σε ηλικία 96 ετών.

Ο Φρανκ Σινάτρα συνήθιζε να τον αποκαλεί «καλύτερο τραγουδιστή της βιομηχανίας». Κέρδισε 19 βραβεία Grammy και εκτιμάται ότι έχει πουλήσει περισσότερους από 50 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. Ήταν επίσης καταξιωμένος ζωγράφος και εξέδωσε βιβλίο με τα εικαστικά του έργα. Στο πεδίο της δημόσιας ζωής, ο Τόνι Μπένετ συγκέντρωσε εκατομμύρια δολάρια για φιλανθρωπικές οργανώσεις και συνδέθηκε ανοιχτά με φιλελεύθερες δράσεις.

Γεννημένος ως Άντονι Ντόμινικ Μπενεντέτο στην περιοχή Αστόρια του Κουίνς της Νέας Υόρκης, ήταν γιος παντοπώλη από τη νότια Ιταλία, και μοδίστρας.

Το φωνητικό ταλέντο ήταν η διέξοδός του από τη φτώχεια: Απασχολήθηκε ως γκρουμ ξενοδοχείων πριν γίνει τραγουδιστής σε ένα εστιατόριο. Τραγούδησε με συγκροτήματα του στρατού κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά υποβιβάστηκε και στάλθηκε στις τάφρους εξαιτίας της συναναστροφής του με έναν μαύρο στρατιώτη, που ήταν φίλος του από το σχολείο. Είκοσι χρόνια μετά από εκείνο το επεισόδιο, ο Μπένετ παρέλασε στην Αλαμπάμα με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Έγινε πασιφιστής μετά τα όσα έζησε στα πεδία ευρωπαϊκά μαχών το 1945, μια εμπειρία που περιέγραψε ως «μπροστινό κάθισμα στην κόλαση».

Μετά την αποστράτευση, ο Μπένετ παρακολούθησε μαθήματα φωνητικής και άρχισε να τραγουδά σε νυχτερινά κέντρα από το 1946, με το όνομα Τζο Μπάρι. Ο κωμικός Μπομπ Χόουπ τον προσέλαβε το 1949 και ήταν εκείνος που του έδωσε το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο.

Ο Μπένετ εργάστηκε στο σόου του Χόουπ στο θέατρο Πάραμαουντ της Νέας Υόρκης, όπου σύντομα χρειαζόταν αστυνομικά οδοφράγματα προκειμένου να συγκρατηθούν οι έφηβοι θαυμαστές του τραγουδιστή. Όταν παντρεύτηκε το 1952, πλήθη νεαρών γυναικών εμφανίστηκαν έξω από την τελετή, ντυμένες πένθιμα.

Έγινε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του πενταγράμμου στις ΗΠΑ, αλλά η άνθηση του ροκ εν ροκ σηματοδότησε την πτώση της δημοφιλίας του. Η χρεοκοπία της δισκογραφικής του εταιρίας, η διάλυση του δεύτερου γάμου του, η έξη στην κοκαΐνη και η περιχαράκωσή του στα όρια του Λας Βέγκας έφεραν μαύρες μέρες για τον τραγουδιστή κατά τη δεκαετία του '70, τη στιγμή παράλληλα που οι φορολογικές αρχές προσπαθούσαν να κατασχέσουν το σπίτι του στο Λος Άντζελες.

Το 1979 παραλίγο να πεθάνει από υπερβολική δόση και έκανε έκκληση για βοήθεια στα παιδιά που απέκτησε από τον πρώτο του γάμο. Ο πρωτότοκος γιος του έγινε μάνατζερ του πατέρα του και τον βοήθησε να ξεκινήσει εκ νέου τη σταδιοδρομία του. Με το άλμπουμ «The Art of Excellence» του 1986, η καριέρα του 60χρονου τότε τραγουδιστή έμελλε να ακμάσει ξανά.

Ο Μπένετ εργαζόταν ως τα τελευταία του χρόνια, καθώς υπήρχε ένα νέο κοινό πρόθυμο να τον γνωρίσει, αλλά και επειδή τα έσοδα χρηματοδοτούσαν το φιλανθρωπικό του έργο, συμπεριλαμβανόμενης της Σχολής Τεχνών Φρανκ Σινάτρα, την οποία είχε ιδρύσει το 2001. Ζωγράφιζε κάθε μέρα για όσο διάστημα ήταν ικανός.

Η διάγνωσή του με Αλτσχάιμερ το 2016 δε στάθηκε ικανή να αμβλύνει την οπτιμιστική του προδιάθεση, με τον Μπένετ να δηλώνει στο Χ: «Η ζωή είναι δώρο - ακόμη και με Αλτσχάιμερ».

Οι τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις ήταν με τη Lady Gaga το 2021, στο Ράδιο Σίτι της Νέας Υόρκης.

Ο πολυεκατομμυριούχος διοικητής της Wagner Γιεβγκένι Πριγκόζιν πέθανε σε ηλικία 62 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα © EPA/Maxim Shipenkov

Γιεβγκένι Πριγκόζιν: 23 Αυγούστου 2023 (γεννήθηκε 1 Ιουνίου 1961)

Ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 62 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα, ήταν o πολυεκατομμυριούχος διοικητής πολιτοφυλακής που πυροδότησε τη μεγαλύτερη κρίση στις δύο δεκαετίες εξουσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν. Άλλοτε στενός φίλος και έμπιστος του Ρώσου προέδρου, τον Ιούνιο του 2023 ο Πριγκόζιν καθοδήγησε την ένοπλη ανταρσία κατά της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας, αφού επέκρινε αυστηρά την εισβολή στην Ουκρανία ως περιττή και βασισμένη σε ψευδείς υποθέσεις.

Μέσα σε λίγες ώρες συνήφθη μια συμφωνία, στην οποία ο Πριγκόζιν ακύρωσε την ανταρσία του στο όνομα της αποφυγής περαιτέρω αιματοχυσίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο.

Παιδί ποζάρει για φωτογραφία σε τανκ που γράφει «Σιβηρία», καθώς στρατιώτες της Wagner Group κλείνουν έναν δρόμο στο κέντρο του Ροστόφ στις 24 Ιουνίου 2023 © EPA/Arkady Budnitsky

Η κρίση σηματοδότησε την κορύφωση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των κορυφαίων στρατιωτικών της Ρωσίας και των στρατευμάτων Wagner που συμμετείχαν σε πολλές από τις κυριότερες μάχες στην Ουκρανία. Σε βίντεο, ο Πριγκόζιν συχνά απεικονιζόταν μαζί τους στην πρώτη γραμμή.

Όπως ο Πούτιν, έτσι και ο Πριγκόζιν γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, η οποία ήταν η πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατορίας υπό τους Τσάρους. Η μητέρα του, Βιολέτα, εργαζόταν σε τοπικό νοσοκομείο. Ο Πριγκόζιν είπε σε δημοσιογράφους ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν νέος. Ο πατριός του ήταν εκπαιδευτής σκι σε ένα οικοτροφείο με αθλητικό προσανατολισμό, στο οποίο φοίτησε ο Πριγκόζιν. Όταν αποφοίτησε το 1977 σε ηλικία 16 ετών, ο νεαρός Γιεβγκένι ήλπιζε να γίνει επαγγελματίας σκιέρ αντοχής.

Το 1979 συνελήφθη να κλέβει και του επιβλήθηκε ποινή με αναστολή. Δύο χρόνια αργότερα συνελήφθη να κλέβει διαμερίσματα σε εύπορες περιοχές και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση. Αποφυλακίστηκε το 1990 μετά από εννέα έτη εγκλεισμού.

Η Ρωσία τότε έκανε τα πρώτα της βήματα στον δρόμο προς τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό. Ο Πριγκόζιν πουλούσε χοτ ντογκ με τη μητέρα και τον πατριό του σε μια τοπική αγορά. Από αυτό το ταπεινό ξεκίνημα άρχισε να ασχολείται με το λιανεμπόριο και διορίστηκε από έναν συμμαθητή του ως διευθύνων σύμβουλος της πρώτης αλυσίδας σούπερ μάρκετ της Αγίας Πετρούπολης. Μπήκε επίσης στον επικερδή κόσμο του τζόγου γνωρίζοντας τον Πούτιν, ο οποίος τότε ήταν επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου για τα καζίνο της πόλης.

Ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν ήταν μέλος του κύκλου των χρήσιμων ολιγαρχών του Κρεμλίνου © EPA/Sergei Ilnitsky

Μέχρι το 2002, ο Πριγκόζιν ήταν ένας πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, με επενδύσεις σε εστιατόρια, σούπερ μάρκετ και κατασκευαστικές εταιρίες. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους στη Ρωσία το ίδιο έτος, ο Πούτιν κάλεσε τον Αμερικανό καλεσμένο του να δειπνήσει σε ένα πολυτελές πλωτό εστιατόριο στον ποταμό Νέβα, που ανήκε στον Πριγκόζιν. Ο Πριγκόζιν εμφανίστηκε σε φωτογραφίες να σερβίρει προσωπικά τόσο τους προέδρους όσο και τις συζύγους τους. Τα μέσα ενημέρωσης του έδωσαν το παρατσούκλι «ο σεφ του Πούτιν».

Αλλά ο Πριγκόζιν ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ήταν μέλος του κύκλου των «χρήσιμων ολιγαρχών» του Κρεμλίνου. Έλαβε εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια σε κρατικές συμβάσεις για την παροχή σχολικών γευμάτων και το 2012 του δόθηκε σύμβαση για την παροχή γευμάτων στον ρωσικό στρατό.

Άνδρας ντυμένος με στρατιωτική στολή στέκεται σε ένα άτυπο μνημείο του Γιεβγκένι Πριγκόζιν στην Αγία Πετρούπολη © EPA/Anton Matrosov

Το 2014 ίδρυσε την ομάδα Wagner, έναν ιδιωτικό στρατό μισθοφόρων. Οι δυνάμεις του Πριγκόζιν πολέμησαν στη ρωσική εκστρατεία για την κατάληψη του ουκρανικού εδάφους στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς. Ακολούθησαν μάχες στη Συρία και εμπλοκή σε εμφύλιους πολέμους στο Μάλι, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Λιβύη και πολλές άλλες αφρικανικές χώρες. Ο Πούτιν εκτιμούσε τις δραστηριότητες της Wagner, καθώς μπορούσε να προωθήσει τα διεθνή συμφέροντα της Ρωσίας όντας φαινομενικά ανεξάρτητη από τον έλεγχο του Κρεμλίνου.

Το 2013, ο Πριγκόζιν δημιούργησε την Υπηρεσία Ερευνών Διαδικτύου στην πραγματικότητα μια φάρμα τρολ που χρησιμοποίησε εκατοντάδες νεαρούς Ρώσους για να «φυτέψουν» μηνύματα υπέρ του Κρεμλίνου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε όλο τον κόσμο. Κατά τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, υποστήριξαν τον Ντόναλντ Τραμπ και δυσφήμησαν τη Χίλαρι Κλίντον. Το 2018, ένα δικαστήριο των ΗΠΑ κατήγγειλε την υπηρεσία για παρέμβαση στις εκλογές και το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε στη συνέχεια κυρώσεις στον Πριγκόζιν.

Ο επικεφαλής της διαβόητης παραστρατιωτικής ομάδας σκοτώθηκε στις 23 Αυγούστου, έπειτα από τη συντριβή ιδιωτικού αεροσκάφους που σημειώθηκε στη Μόσχα.

Ο Κολομβιανός καλλιτέχνης Φερνάντο Μποτέρο πέθανε σε ηλικία 91 ετών © EPA/Javier Lizon

Φερνάντο Μποτέρο: 15 Σεπτεμβρίου 2023 (γεννήθηκε 19 Απριλίου 1932)

Οι στρογγυλοί, πολύχρωμοι άνδρες και γυναίκες που ζωγράφισε και σμίλεψε ο Φερνάντο Μποτέρο, οποίος πέθανε σε ηλικία 91 ετών, τον έκαναν ίσως τον πιο δημοφιλή λατινοαμερικανό καλλιτέχνη της γενιάς του και επίσης έναν από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά, ενώ οι ογκώδεις μορφές του κοσμούν τα κέντρα πόλεων σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανόμενου του Παρισιού, της Μαδρίτης και του Λονδίνου.

Γλυπτά του Φερνάντο Μποτέρο στην πλατεία που φέρει το όνομά του στο Μεντεγίν της Κολομβίας © EPA/Luis Eduardo Noriega A.

Για χρόνια οι κριτικοί τέχνης περιφρονούσαν τη δουλειά του, παρότι μουσεία και συλλέκτες (ανάμεσά τους διάσημοι του Χόλιγουντ όπως ο Τζακ Νίκολσον και ο Σιλβέστερ Σταλόνε) τα έκαναν ανάρπαστα. Οι πίνακες και τα γλυπτά του ήταν τόσο άμεσα αναγνωρίσιμα για τις διογκωμένες αναλογίες τους, που το έργο του δημιούργησε ακόμη και τον όρο «μποτερισμός», για να περιγράψει την αισθητική του.

Έργο του Μποτέρο σε έκθεση στη Ρώμη το 2017 © EPA/Angelo Carconi

Γεννημένος στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κολομβίας, το Μεντεγίν, ο Φερνάντο ήταν γιος του Νταβίντ Μποτέρο, ενός περιπλανώμενου πωλητή, ο οποίος πέθανε όταν ήταν τεσσάρων ετών, και της Φλόρα Ανγκούλο, που εξασφάλιζε τα απαραίτητα για τα τρία της παιδιά δουλεύοντας ως μοδίστρα. Ο Μποτέρο έλεγε συχνά ότι η αφοσίωση που επιδείκνυε στη δουλειά της ήταν η πρώτη του έμπνευση και ένα από τα μεταγενέστερα έργα του ήταν ένα στοργικό πορτρέτο στη ραπτομηχανή της.

«Ο Μποτέρο στο Χονγκ Κονγκ» το 2016. Η υπαίθρια δημόσια εγκατάσταση φιλοξένησε εννέα μνημειώδη γλυπτά του καλλιτέχνη © EPA/Jerome Favre

Ένας θείος του χρηματοδότησε την εκπαίδευσή του σε σχολείο Ιησουιτών, αλλά από μικρή ηλικία ο Μποτέρο ασχολήθηκε με το σχέδιο και τη ζωγραφική για να συμπληρώνει τα κέρδη της μητέρας του. Στην εφηβεία του σχεδίασε εικονογραφήσεις για το πολιτιστικό ένθετο μιας εφημερίδας του Μεντεγίν, ενώ σύντομα έφυγε για την πρωτεύουσα Μπογκοτά, όπου μια από τις πρώτες ελαιογραφίες του χάρισε ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο, επιτρέποντάς του να συνεχίσει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στην Ευρώπη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Μποτέρο έζησε πρώτα στη Μαδρίτη και μετά στο Παρίσι, αλλά ίσως η πιο καθοριστική περίοδος της πρώιμης καριέρας του ήρθε στη Φλωρεντία, όπου πέρασε δύο χρόνια μελετώντας τους Ιταλούς δασκάλους.

Ο Κολομβιανός καλλιτέχνης μπροστά στο έργο «Piero della Francesca» © EPA/Angelo Carconi

Την περίοδο των sixties ο Μποτέρο ζούσε στη Νέα Υόρκη και είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη φήμη. Το 1961, η επανεπεξεργασία της Μόνα Λίζα, με τίτλο «Mona Lisa, Age Twelve», με το τυπικά στρογγυλό στυλ του, αγοράστηκε από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, όντας το πρώτο από τα πολλά έργα του τα οποία αποκτήθηκαν από το διάσημο ίδρυμα.

Γλυπτά του Φερνάντο Μποτέρο στο Νησί των Μουσείων στο Βερολίνο © EPA/Peer Grimm

Παρότι η ακτινοβολία του ήταν παγκόσμια, ο Μποτέρο δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του στην Κολομβία. Το 2000 δώρισε περισσότερα από 100 έργα του σε ένα ειδικά δημιουργημένο Μουσείο Μποτέρο στην Μπογκοτά, μαζί με πίνακες από την προσωπική του συλλογή, με σπουδαίες δημιουργίες του Μαρκ Σαγκάλ, του Πάμπλο Πικάσο και των ιμπρεσιονιστών. Αργότερα προσέφερε άλλα 100 έργα του στο Μουσείο της Αντιόκια στο Μεντεγίν, καθώς και 23 από τα μνημειώδη χάλκινα γλυπτά του.

Δείτε το εξώφυλλο που σχεδίασε ο Φερνάντο Μποτέρο για την Athens Voice

Ένας από τους κορυφαίους Βρετανούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο Μπόμπι Τσάρλτον πέθανε σε ηλικία 86 ετών © EPA/Αdam Vaughan

Μπόμπι Τσάρλτον: 21 Οκτωβρίου 2023 (γεννήθηκε 11 Οκτωβρίου 1937)

Ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που έχει αναδείξει η Βρετανία, ο Μπόμπι Τσάρλτον υπήρξε σίγουρα ο πιο επιτυχημένος. Ήταν επίσης ο μοναδικός Άγγλος παίκτης που έχει κατακτήσει όλες τις μεγάλες διακρίσεις του αθλήματος, συγκεντρώνοντας ρεκόρ διεθνών συμμετοχών και γκολ.

Ως αρχηγός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1968, όταν ήταν η πρώτη αγγλική ομάδα που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο, και βασικός παίκτης στην εθνική ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, ήταν η ενσάρκωση μιας χρυσής εποχής του αγγλικού ποδοσφαίρου. Αλλά συμμετείχε επίσης σε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές του ποδοσφαίρου, την αεροπορική καταστροφή του Μονάχου το 1958, στην οποία σκοτώθηκαν οκτώ από τους συμπαίκτες του, τρία στελέχη της Γιουνάιτεντ και άλλοι 12 επιβάτες.

Εμβληματική φυσιογνωμία στην πατρίδα του, ο Μπόμπι Τσάρλτον απολάμβανε τον θαυμασμό πολύ πέρα από το Μάντσεστερ και την Αγγλία © EPA/Αdam Vaughan

Ο Μπόμπι Τσάρλτον ήταν διάσημος για τις ευθύβολες πάσες και τα εκρηκτικά του μακρινά σουτ, διέθετε την ικανότητα να παίζει και με τα δύο του πόδια, ενώ ήταν προικισμένος με ταχύτητα, αθλητικότητα και τέλεια ισορροπία.

Ορισμένοι σχολιαστές λένε ότι ήταν σκόρερ σπουδαίων γκολ παρά ένας δεινός γκολτζής, αλλά τα στατιστικά στοιχεία καταρρίπτουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Σκόραρε 49 φορές σε 106 εμφανίσεις με την εθνική Αγγλίας και ήταν ο καλύτερος σκόρερ όλων των εποχών της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με 249 τέρματα σε 758 αγώνες, μέχρι το 2017, όταν το ρεκόρ του καταρρίφθηκε από τον Γουέιν Ρούνεϊ.

Ήταν όμως η σεμνότητα και η ευγενική του συμπεριφορά, όσο και οι εξαιρετικές του ικανότητες εκτός γηπέδων που του χάρισαν τον θαυμασμό πολύ πέρα από το Μάντσεστερ και την Αγγλία.

Στο απόγειο της φήμης του, στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν το swinging Λονδίνο και οι ροκ υποκουλτούρες ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους διεθνώς ήταν ένας παλιομοδίτικος αθλητικός ήρωας. Σε όλο τον κόσμο, οι πρώτες ή μοναδικές λέξεις στα αγγλικά που μπορούσαν να αρθρώσουν πολλοί ήταν «Μπόμπι Τσάρλτον».

Ο πρώην προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Άλεξ Φέργκιουσον και ο Μπόμπι Τσάρλτον με το τρόπαιο της Premier League σε τουρνέ του συλλόγου στην Ιαπωνία το 2007 © EPA/Kimimasa Mayama

Στα χρόνια της αποστρατείας του υπηρέτησε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από πολλά πόστα, ανέπτυξε στενό δεσμό με τον Άλεξ Φέργκιουσον, συνέβαλε στην ανάδειξη του συλλόγου ως παγκόσμιου brand κατά τη δεκαετία του 1990 και ανακηρύχθηκε ιππότης το 1994.

O Μάθιου Πέρι © Instagram/Matthew Perry

Μάθιου Πέρι: 28 Οκτωβρίου 2023 (γεννήθηκε 19 Αυγούστου 1969)

Ο ηθοποιός Μάθιου Πέρι, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του σε ηλικία 54 ετών, έγινε διάσημος στον ρόλο του Τσάντλερ Μπινγκ στα «Φιλαράκια», την αμερικανική κωμική σειρά με πρωταγωνιστές μια παρέα εικοσάρηδων στο Μανχάταν που αντιμετωπίζουν τα πάνω και τα κάτω της καθημερινής ζωής.

Ο αντίκτυπος του τηλεοπτικού σόου στην ποπ κουλτούρα εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ και τη χρονική περίοδο της προβολής του. Το «Friends» χάρισε στον Πέρι παγκόσμια φήμη που συνεχίζεται, με το Netflix να φέρνει την κωμική σειρά σε μια νέα γενιά.

Η διασημότητα ωστόσο δεν βοήθησε στο παραμικρό τον ηθοποιό να ξεπεράσει τα δικά του τρωτά σημεία. Το 1997, η Τζένιφερ Άνιστον δήλωσε: «Τα συναισθήματά του πληγώνονται. Τον νοιάζει τι σκέφτονται οι άνθρωποι. Τραυματίζεται εύκολα».

O Μάθιου Πέρι και το καστ της σειράς που τον έκανε διάσημο, «Τα Φιλαράκια» © Instagram/Matthew Perry

Ο γεννημένος στη Μασαχουσέτη ηθοποιός μεγάλωσε στην Οτάβα αφού η μητέρα του, δημοσιογράφος που κάποτε υπηρετούσε ως γραμματέας Τύπου του πρώην πρωθυπουργού Πιέρ Τριντό, χώρισε από τον πατέρα του Πέρι και παντρεύτηκε έναν Καναδό.

Ο Μάθιου Πέρι ήταν κορυφαίος νεαρός τενίστας, προτού μετακομίσει στο Λος Άντζελες για να ασχοληθεί με την υποκριτική.

Οι μάχες του Πέρι με τους προσωπικούς του δαίμονες έγιναν πρωτοσέλιδα στα μισά της σειράς του δημοφιλούς sitcom. Στα απομνημονεύματά του, τα οποία εκδόθηκαν το 2022, «Φιλαράκια, Εραστές και το Μεγάλο Φριχτό Πράγμα», ο Πέρι ανακαλεί το ταξίδι στον αλκοολισμό, που ξεκίνησε από τη μπίρα και το κρασί στα 14 του για να φτάσει στην κατανάλωση ποταμών οινοπνεύματος, καθώς και τον εθισμό του στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Ο Μάθιου Πέρι εξομολογήθηκε ότι μέχρι το 2018, σε ηλικία 49 ετών, είχε περάσει περισσότερη από τη μισή ζωή του σε κέντρα θεραπείας © EPA/Emilio Flores

Το 1997, πήγε σε μια κλινική απεξάρτησης στη Μινεσότα για 28 ημέρες, όταν εθίστηκε σε ένα παυσίπονο και κατασταλτικό της όρεξης μετά από ένα ατύχημα με τζετ σκι και απώλεια βάρους 35 κιλών. Τρία χρόνια αργότερα, νοσηλεύτηκε με παγκρεατίτιδα. Το 2001, εγκατέλειψε απότομα το πλατό της ταινίας «Serving Sara», για να πάει ξανά σε απεξάρτηση.

Ο Πέρι ανέφερε ότι μέχρι το 2018, σε ηλικία 49 ετών, είχε περάσει περισσότερη από τη μισή ζωή του σε κέντρα θεραπείας.

Το 2013, μετέτρεψε το σπίτι του στο Μαλιμπού σε κέντρο απεξάρτησης από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, το Perry House, αλλά το έκλεισε δύο χρόνια αργότερα, επικαλούμενος το ακριβό κόστος λειτουργίας. Ήταν καθαρός από ναρκωτικά και αλκοόλ για 18 μήνες πριν από την προβολή του «Friends: The Reunion» το 2021, μιας ειδικής εκπομπής που έφερε ξανά κοντά τους έξι σταρ του προγράμματος.

Στις 28 Οκτωβρίου, ο 54χρονος ηθοποιός βρήκε τραγικό θάνατο στο τζακούζι του σπιτιού του στο Λος Άντζελες. 

Διαβάστε ακόμη → Αυτό που χάσαμε τον Τσάντλερ

O Χένρι Κίσινγκερ, ιστορική όσο και αμφιλεγόμενη μορφή της αμερικανικής διπλωματίας, πέθανε στα 100 του χρόνια © EPA/Michael Reynolds

Χένρι Κίσινγκερ: 29 Νοεμβρίου 2023 (γεννήθηκε 27 Μαΐου 1923)

Ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 100 ετών, ήταν ο πιο αμφιλεγόμενος εκπρόσωπος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ του τελευταίου μισού αιώνα.

Αρχιτέκτονας της ύφεσης με τη Σοβιετική Ένωση, ενορχηστρωτής του ανοίγματος της Ουάσιγκτον στην κομμουνιστική Κίνα, μεσολαβητής της πρώτης ειρηνευτικής συμφωνία μεταξύ της Αιγύπτου και του Ισραήλ, ήταν επίσης αυτός που ηγήθηκε της διαπραγματευτικής ομάδας των ΗΠΑ στις παρατεταμένες συνομιλίες με το Βόρειο Βιετνάμ, που είχαν ως αποτέλεσμα οι αμερικανικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν την Ινδοκίνα μετά τον πλέον παρατεταμένο πόλεμο της Αμερικής εκτός συνόρων.

Έχοντας τιμηθεί για τα επιτεύγματά του ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και αργότερα υπουργός Εξωτερικών υπό τον Ρίτσαρντ Νίξον, ο Κίσινγκερ κατέκτησε παγκόσμια διασημότητα και το 1973 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.

O Χένρι Κίσινγκερ ως υπουργός Εξωτερικών σε συνάντηση με τον αντιπρόεδρο Νέλσον Ροκφέλερ και τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Τζέραλντ Φορντ σε συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου τον Απρίλιο του 1975, με αντικείμενο την αμερικανική εκκένωση της Σαϊγκόν © EPA/Gerald R. Ford Library

O αμφιλεγόμενος ρόλος του στο γεωπολιτικό τοπίο αποκαλύφθηκε μέσω διαρροών εγγράφων, κασετών και απομνημονευμάτων πρώην αξιωματούχων. Πίσω από τις διπλωματικές του ικανότητες και την ακούραστη ενέργειά του ως διαπραγματευτή, κρυβόταν μια ακόρεστη έλξη για τη μυστικότητα και τη χειραγώγηση, καθώς και η ανελέητη επιθυμία να προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ με οποιοδήποτε τίμημα.

Η περιφρόνησή του για τα ανθρώπινα δικαιώματα τον ώθησε να ζητήσει από το FBI να παρακολουθήσει τα τηλέφωνα του προσωπικού του, καθώς και να επιτρέψει στον δικτάτορα της Ινδονησίας την εισβολή στο Ανατολικό Τιμόρ, να συγχωρήσει τις ενέργειες του καθεστώτος του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και να χρησιμοποιήσει τη CIA για να βοηθήσει στην ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης της Χιλής.

Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και σχολιάστηκε εκτεταμένα από τα ΜΜΕ, ενίοτε με τον πλέον αρνητικό τρόπο. «Ο κόσμος του Κίσινγκερ δεν υπάρχει πια, αλλά τα σημερινά σημεία ανάφλεξης έχουν τις ρίζες τους στον Ψυχρό Πόλεμο και ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τη σφραγίδα του Κίσινγκερ», όπως έγραψε στην ATHENS VOICE η Σώτη Τριανταφύλλου.