Κοσμος

Οι ΗΠΑ έχουν το υψηλότερο ποσοστό παιδιών στον κόσμο που ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες

Δυο βιβλία σχολιάζουν τις τάσεις σχετικά με την οικογένεια και τα παιδιά στις ΗΠΑ

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι μονογονεϊκές οικογένειες στις ΗΠΑ και τα βιβλία «The Two-Parent Privilege» της Melissa Kearney και «Promises I Can Keep» των Kathryn Edin και Maria Kefalas

Σχεδόν τα μισά μωρά που γεννήθηκαν στις ΗΠΑ το 2019 γεννήθηκαν σε μονογονεϊκές οικογένειες, μια δραματική αύξηση από το 1960, όταν μόνο το 5% των μητέρων ήταν «ανύπαντρες». Αν και η φιλελευθεροποίηση των ηθών είναι ευπρόσδεκτη, αφού έχει απαλλάξει τους Αμερικανούς από τον ασφυκτικό κομφορμισμό που επικρατούσε πριν από τη δεκαετία του 1960, η οικονομολόγος Melissa Kearney έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «The Two-Parent Privilege: How Americans Stopped Getting Married and Started Falling Behind» το οποίο αμφισβητεί τη μονογονεϊκή οικογένεια.

Η Kearney επισημαίνει ένα μάλλον προφανές γεγονός: τα παιδιά που μεγαλώνουν με δύο γονείς έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες οικονομικής και κοινωνικής επιτυχίας από εκείνα που μεγαλώνουν με ένα γονέα. Ωστόσο, η συγγραφέας προχωρεί ακόμη παραπέρα υποστηρίζοντας ότι τα παιδιά ωφελούνται από τη «σταθερότητα» την οποία συχνά ενισχύει ο γάμος των γονέων. Το επιχείρημά της έρχεται σε αντίθεση με την τάση που παρατηρείται στις ΗΠΑ, όπου τα παιδιά γεννιούνται και μεγαλώνουν όλο και περισσότερο με μητέρες χωρίς συζύγους. Οι ΗΠΑ έχουν το υψηλότερο ποσοστό παιδιών στον κόσμο που ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες: το 23% των παιδιών κάτω των 18 ετών, ζουν με έναν γονέα και κανέναν άλλον ενήλικα. Αντιθέτως, σε άλλες δυτικές χώρες, αν και τα ποσοστά των γάμων είναι χαμηλά και τα ποσοστά των διαζυγίων είναι υψηλά, οι οικογένειες ανασυντίθενται με αποτέλεσμα το ποσοστό μονογονεϊκών νοικοκυριών να είναι τελικά χαμηλότερο από το αμερικανικό.

Η Kearney ισχυρίζεται ότι αυτή η ρύθμιση βλάπτει τα παιδιά, διευρύνει την ανισότητα και τελικά διαβρώνει την κοινωνία. Οι αντιδράσεις στο βιβλίο της ήταν σφοδρές και η Kearney τις χαρακτήρισε «σπασμωδικές». Πράγματι, οι Αμερικανοί liberals ενοχλήθηκαν και κατηγόρησαν τη συγγραφέα ότι στιγματίζει τις ανύπαντρες μητέρες, ενώ οι συντηρητικοί χειροκρότησαν τα ευρήματά της ως επικύρωση της στήριξής τους στον θεσμό του γάμου και μάλιστα του γάμου μεταξύ ετεροφύλων. Ωστόσο, η Kearney, οι εργασίες της οποίας ως οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο του Maryland επικεντρώνονται σε ζητήματα που οι περισσότεροι θα θεωρούσαν «προοδευτικά» —φτώχεια, ανισότητα, οικογένεια και παιδιά— επιμένει ότι απλώς επεξεργάζεται στοιχεία και αναγνωρίζει κοινωνικά δεδομένα που είναι αναμφισβήτητα. Ένα από αυτά είναι το ότι στις ΗΠΑ όλο και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να κάνουν παιδιά παραμένοντας ανύπαντρες. Οι σημερινές μητέρες χωρίς σύντροφο είναι πιθανό να μην έχουν παντρευτεί ποτέ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η Kearney, οι πιθανότητες αποφοίτησης από το λύκειο, απόκτησης πτυχίου κολεγίου και υψηλών αποδοχών στην ενήλικη ζωή είναι σημαντικά χαμηλότερες για τα παιδιά που μεγαλώνουν σε σπίτια «μονομητέρων». Οι αιτίες είναι, κατά τη γνώμη της, πολλαπλές: η Kearney σημειώνει ότι οι οικογένειες με επικεφαλής μια ανύπαντρη μητέρα έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν στη φτώχεια από τις οικογένειες με ένα παντρεμένο ζευγάρι. Είναι απλά μαθηματικά, όπως λέει: Το να υπάρχουν δύο ενήλικες στο σπίτι που μπορούν να φέρουν εισόδημα μειώνει την πιθανότητα να στερείται μια οικογένεια βασικών αγαθών και ανέσεων. Όπως ξέρει κάθε γονέας, η ανατροφή των παιδιών απαιτεί πολλούς πόρους: χρήματα, χρόνο, συναισθηματική ενέργεια και πολλά άλλα. Προστίθεται στο στατιστικό γεγονός που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ αλλά όχι στον ίδιο βαθμό την Ευρώπη: οι περισσότερες ανύπαντρες μητέρες στις ΗΠΑ ξεκινούν από αρκετά χαμηλά· είναι λιγότερο πιθανό να έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή υψηλό εισόδημα. Η ανύπαντρη μητρότητα είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένη σε γυναίκες με υψηλότερη εκπαίδευση. Αυτό το κενό υπάρχει τόσο στις οικογένειες των λευκών, όσο και των μαύρων και των ισπανοφώνων.

Τα δεδομένα δείχνουν επίσης ότι πολλές ανύπαντρες μητέρες δεν έχουν βοήθεια από κανέναν άλλο ενήλικα, όπως έναν παππού και τη γιαγιά ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας. Αυτό σημαίνει ότι είναι η «μονομητέρα» που στηρίζει οικονομικά την οικογένεια και την υπηρετεί ως ο κύριος φροντιστής της. Δεν υπάρχει κανείς να αναλάβει την ευθύνη όταν είναι κουρασμένη ή άρρωστη ή έχει προσωπικές ανάγκες. Η Kearney επικεντρώνει την έρευνά της στις ανύπαντρες μητέρες λόγω του μεγάλου αριθμού τους· αλλά υπάρχουν και μόνοι μπαμπάδες οι οποίοι ωστόσο είναι ένα κλάσμα (το ένα τέταρτο) των ανύπαντρων μαμάδων. Η Kearney φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα για τα αγόρια που μένουν πίσω διότι δεν υπάρχουν ανδρικά πρότυπα γύρω τους: «εκατομμύρια αγόρια μεγαλώνουν χωρίς μπαμπάδες στο σπίτι», λέει. Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα αγόρια από μειονεκτούντα σπίτια είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα στο σχολείο και στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Συνολικά, αυτό έχει μια σύνθετη επίδραση στην υπονόμευση της κοινωνικής κινητικότητας και στη διαιώνιση της ανισότητας μεταξύ των γενεών, υποστηρίζει η Kearney. Αλλά τι σχέση έχει ο γάμος με όλα τούτα;

Η επικύρωση του θεσμού του γάμου από την Kearney φαίνεται ξεπερασμένη. Η Kearney λέει ότι είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι οι Αμερικανοί υιοθετούν έναν ευρωπαϊκό τρόπο ζωής με την ανατροφή των παιδιών σε συνεργασίες, τη συμβίωση, χωρίς ταμπέλες. Αλλά ισχυρίζεται πως η αμερικανική πραγματικότητα διαφέρει αρκετά από την αμερικανική: οι πατέρες είναι σπάνια παρόντες και οι ανύπαντροι γονείς δεν μένουν σχεδόν ποτέ μαζί. Στις ΗΠΑ, οι άγαμοι ενήλικες που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί το κάνουν για πολύ μικρότερη διάρκεια από ό,τι στην Ευρώπη. Τα παιδιά σε πολλά από αυτά τα νοικοκυριά είναι πιο πιθανό να βιώσουν δύο ή τρεις γονεϊκές σχέσεις μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Η Kearney επιμένει ότι πρέπει να αποφύγουμε την πολιτική και τα συναισθήματα γύρω από το θέμα του γάμου: η εργασία της ως κοινωνικός επιστήμονας βασίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις, όχι σε ιδεολογίες για την πολυπλοκότητα του γάμου· «Ο γάμος είναι ένα πολύ πρακτικό θέμα», λέει. «Αν κοιτάξετε απλώς τα δεδομένα, ο γάμος προσφέρει στα παιδιά ένα σταθερό, μακροχρόνιο νοικοκυριό με δύο γονείς που μοιράζονται ρόλους και ευθύνες. Το φύλο των γονέων έχει μικρότερη σημασία.» Αλλά ιδιαίτερα στις ΗΠΑ ο γάμος είναι μια φορτισμένη λέξη που σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους: μπορεί να είναι μια θρησκευτική ένωση για κάποιους, μια γιορτή του έρωτα, ένα νομικά δεσμευτικό συμβόλαιο, ακόμη κι ένας καταπιεστικός πατριαρχικός θεσμός.

Η Kearney, ως οικονομολόγος, βλέπει τον γάμο ως μια μακροπρόθεσμη σύμβαση μεταξύ δύο ατόμων η οποία απαλλάσσει τις γυναίκες από δυσβάσταχτα βάρη. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, είναι συνήθως εκείνες που εγκαταλείπουν τους άνδρες: είτε εξαιτίας ενδοοικογενειακής βίας, είτε εξαιτίας της μη συμμετοχής τους στα οικονομικά της οικογένειας. Από το 1980, όλο και περισσότερες γυναίκες εισήλθαν στο εργατικό δυναμικό και οι μέσες αποδοχές τους αυξήθηκαν ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο. Αυτή η αλλαγή έχει αφαιρέσει πολλούς άντρες από τον παραδοσιακό τους ρόλο ως τροφοδότη για την οικογένεια και, με απλά λόγια, τους έκανε λιγότερο επιθυμητούς γαμήλιους συντρόφους. Έρευνες δείχνουν ότι σε μέρη της χώρας όπου τα κέρδη των ανδρών έχουν μειωθεί, ακολουθούν τα ποσοστά γάμου. Η Kearney αναφέρει τις κοινωνιολόγους Kathryn Edin και Maria Kefalas, οι οποίες πήραν συνεντεύξεις από 162 ανύπαντρες μητέρες για το βιβλίο τους «Promises I Can Keep: Why Poor Women Put Motherhood Before Marriage» όπου διατείνονται ότι πολλές γυναίκες δεν παντρεύονται τον πατέρα του παιδιού τους όχι επειδή απορρίπτουν την έννοια του γάμου, αλλά επειδή δεν τον βλέπουν ως αξιόπιστη πηγή οικονομικής ασφάλειας και σταθερότητας. Φαίνεται πως οι Αμερικανίδες βάζουν υψηλότερα τον πήχη για έναν πιθανό σύζυγο από τους άνδρες που γίνονται σύντροφοί τους ή πατέρες των παιδιών τους. Η Kearney λέει ότι θέλει να τραβήξει την προσοχή τόσο των συντηρητικών που λένε ότι ενδιαφέρονται για την ευημερία των παιδιών όσο και των προοδευτικών που διστάζουν να μιλήσουν για τις οικογενειακές δομές, επειδή η σχέση μεταξύ της μονογονεϊκής μέριμνας, της ανισότητας και της κινητικότητας στην Αμερική είναι πολύ ισχυρή για να την αρνηθεί κανείς.