Κοσμος

Ο Λόρδος του Έλγιν και το «ντιμπέιτ» για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του Παρθενώνα

Σε ποιον θα πρέπει να ανήκουν αρχαία έργα τέχνης που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός πολιτισμού;

Γιώργος Δήμος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Λόρδος του Έλγιν, η παράνομη «αγορά» των γλυπτών του Παρθενώνα, η διεθνής συζήτηση για τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα.

Ο Λόρδος του Έλγιν, Βρετανός αριστοκράτης, στρατιωτικός, πολιτικός και διπλωμάτης του από τις αρχές του 19ου αιώνα, έμεινε στην ιστορία για την παράνομη «αγορά» των γλυπτών του Παρθενώνα, από την κυβέρνηση της τουρκοκρατούμενης (τότε) Ελλάδας και την μεταφορά τους, μεταξύ των ετών 1801 και 1812, από την Αθήνα στη Μεγάλη Βρετανία. Τα γλυπτά, που σήμερα αποκαλούνται συχνά από τον Τύπο, «Ελγίνεια μάρμαρα» και βρίσκονται στην ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου, κοντά σε άλλες αρχαιότητες από όλο τον κόσμο, έχουν αποτελέσει αφορμή για πολλές δημόσιες συζητήσεις, σχετικά με το θέμα του, «Σε ποιον θα πρέπει να ανήκουν αρχαία έργα τέχνης που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός πολιτισμού;» Από την εποχή της «απόκτησης» των γλυπτών από τον Έλγιν μέχρι σήμερα, διάφορες διασημότητες έχουν εκφράσει τη δική τους γνώμη σχετικά με το θέμα, από τον Γκαίτε και τον Λόρδο Βύρωνα, μέχρι την ηθοποιό, Μελίνα Μερκούρη, που αργότερα έγινε δύο φορές Υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας και έκανε σημαντικές κινήσεις για τον επαναπατρισμό των γλυπτών.

Λόρδος Έλγιν: Ποιος ήταν ο Βρετανός που «αγόρασε» παράνομα γλυπτά του Παρθενώνα

Ο Τόμας Μπρους, 7ος Κόμης του Έλγιν, αποκαλούμενος συχνότερα ως Λόρδος Έλγιν, γεννήθηκε το 1766, στο Φάιφ της Σκωτίας. Μέλος του πρώην βασιλικού οίκου των Μπρους, ο Τόμας ήταν ο δεύτερος γιος του Λόρδου Τσαρλς και της Μάρθα Γουάιτ, αλλά μετά τον πρόωρο θάνατο του αδελφού του, το 1771, όταν ο Τόμας ήταν μόλις 5 ετών, διαδέχτηκε τον άτυχο Λόρδο Ουίλιαμ. Ο Τόμας κατατάχθηκε στο βρετανικό σώμα του Στρατού το 1785 και υπηρέτησε εκεί αρχικά ως απλός στρατιώτης. Τελικά πήρε προαγωγή και μέχρι το 1814, από Ταγματάρχης έγινε Αντιστράτηγος του Πεζικού. Από το 1791, όμως, είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα του ως διπλωμάτης, πρώτα ως Έκτακτος Πρέσβης της Βρετανίας στην Αυστρία και τις Βρυξέλλες και ύστερα, το 1795, ως Πρέσβης της Βρετανίας στην Πρωσία. Καθοριστικός υπήρξε ο διορισμός του Τόμας ως Έκτακτος Πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Δεκέμβριο του 1798. Εκείνη ήταν η εποχή που ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και είδε τους θησαυρούς του αρχαίου της πολιτισμού, από κοντά.

Ο 7ος Κόμης του Έλγιν, Τόμας Μπρους (1766-1841). Πορτρέτο του Anton Graff (1736-1813) © Bettmann

Ο Λόρδος Τόμας παντρεύτηκε το 1799 τη Μαίρη Νίσμπετ, κόρη ενός πλούσιου βρετανού πολιτικού. Στις 6 Νοέμβρη του 1799, μετέβη μαζί με τη νέα του σύζυγο στην Κωνσταντινούπολη, όπου έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμάχη μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Γαλλίας του Ναπολέοντα. Οι διπλωματικές ενέργειες κατέληξαν στο να υπογραφεί η Συνθήκη της Αμιένης στη Βρετανία, το 1802, οδηγώντας, τελικά, την Πρεσβεία μακριά από την Κωνσταντινούπολη, το 1803. Στο μεταξύ, ο Λόρδος Τόμας, συζητώντας με τον αρχαιολόγο Σερ Ουίλιαμ Χάμιλτον, αποφάσισε, με δικά του χρήματα, να αναπαράγει ακριβή σχέδια και καλούπια από αρχαία κτήρια της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία, για την προαγωγή των Καλών Τεχνών στη χώρα του. Έτσι, το καλοκαίρι του 1801, όταν έφτιαξε καλούπι του Παρθενώνα, σύμβολο του Χρυσού Αιώνα του Περικλή και μίας αυτοκρατορίας σε άνθηση, ο Τόμας, αποκτώντας «φιρμάνι» από τους Οθωμανούς κατακτητές, πήρε την έγκριση να μεταφέρει μαζί και κάποια αγάλματα που στόλιζαν τον μεγάλο ναό προς τιμή της Αθηνάς, στην κορυφή της Ακρόπολης. Το «φιρμάνι» σώζεται σήμερα μόνο σε ιταλική μετάφραση, την οποία έκανε η Βρετανική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, με τη μοναδική κόπια να βρίσκεται επίσης στην κατοχή του Βρετανικού Μουσείου.

Υπογεγραμμένο carte-de-visite πορτρέτο του James Bruce, Lord Elgin (1811-1863), γιου του έβδομου Κόμη του Έλγιν. Ο Λόρδος Έλγιν ήταν Γενικός Κυβερνήτης του Καναδά από το 1847-1854 και Γενικός Κυβερνήτης της Ινδίας από το 1862 μέχρι τον θάνατό του © SSPL/Getty Images

Τα γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο

Από την εποχή εκείνη, ακόμα, το ερώτημα αν μπορεί κανείς να μεταφέρει τέτοια συμβολικά έργα για ένα τόπο σε έναν άλλο είχε διχάσει την κοινή γνώμη. Ο συγγραφέας, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, που δεν είχε πάει ποτέ ο ίδιος στην Ελλάδα, αλλά, ως υπέρμαχος του Ρομαντισμού στην τέχνη θαύμαζε τα γλυπτά του Παρθενώνα, υποστήριξε πως τέτοια έργα θα έπρεπε να βρίσκονται στην κατοχή ενός ελεύθερου (Δυτικού) λαού και ανακήρυξε την μεταφορά τους ως «την αρχή μιας Νέας Εποχής για την Τέχνη». Ο Τζον Κιτς θαύμασε επίσης τα «Ελγίνεια» στο Βρετανικό Μουσείο και σε ένα σονέτο του περιγράφει την εμπειρία του αυτή. Αντίθετα, ο φιλέλληνας, Λόρδος Μπάιρον, θεώρησε την κίνηση του Λόρδου του Έλγιν «βανδαλισμό» και εξέφρασε σε ποίημα του, το πόσο κρίμα είναι να βλέπει κανείς τα λεηλατημένα (από βρετανικό χέρι) αγάλματα αυτά, που δεν πρόκειται ποτέ να αποκατασταθούν.

Η απόφαση του να πάρουν τα γλυπτά, που αποτελούνται από 15 μετόπες, 17 θραύσματα αετωμάτων, μία Καρυάτιδα, μία κολόνα από το Ερέχθειο και το μισό διάζωμα του Παρθενώνα, πάρθηκε από τον Φίλιπ Χαντ, έναν εφημέριο του Λόρδου του Έλγιν και αντιπρόσωπό του στην Αθήνα, χωρίς το αρχικό σχέδιο του Λόρδου Τόμας να συμπεριλαμβάνει κάτι τέτοιο. Η συλλογή τελικά φορτώθηκε στο πλοίο «Μέντωρ», με προορισμό τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά το πλοίο συγκρούστηκε και βυθίστηκε, μαζί με τη συλλογή των γλυπτών, κοντά στα Κύθηρα, ενώ οι θησαυροί που κουβαλούσε ανασύρθηκαν, με πολύ κόπο, μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Από το 1803, όταν ο Λόρδος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, μέχρι το 1812, πολλά αρχαία γλυπτά συνέχισαν να προστίθενται στη συλλογή του, από διάφορους μεσολαβητές.

© Hulton-Deutsch Collection/CORBIS/Corbis via Getty Images

Οι προσπάθειες της Ελλάδας για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του Παρθενώνα – Από τη Μελίνα Μερκούρη στον Κυριάκο Μητσοτάκη

Ο Λόρδος Τόμας του Έλγιν πέθανε σε μεγάλη, για τα δεδομένα της εποχής, ηλικία το 1841, όμως, η δημόσια συζήτηση σχετικά με τη συλλογή του, την οποία δώρισε από νωρίς στο Βρετανικό Μουσείο, δεν σταμάτησε ποτέ πραγματικά. Πολλοί μεταγενέστεροι φιλέλληνες, σαν τον Στίβεν Φράι και τον Κρίστοφερ Χίτσενς έχουν κάνει διαλέξεις και έχουν συμμετάσχει σε δημόσιους διαλόγους, υποστηρίζοντας πως τα γλυπτά θα πρέπει να επαναπατριστούν, ειδικά σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια το επιχείρημα περί υποδούλωσης της Ελλάδας και η χώρα διαθέτει πλέον ένα μουσείο, αφιερωμένο στην τέχνη της Ακρόπολης. Η πρώτη, όμως, σημαντική διπλωματική κίνηση είχε γίνει πολύ νωρίτερα, από την εποχή ακόμα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1835, όταν Πρωθυπουργός ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης. Η κίνηση αυτή είχε πέσει στο κενό και εξαιτίας των εσωτερικών προβλημάτων της χώρας τα χρόνια που ακολούθησαν, το αίτημα αυτό ξεχάστηκε έως την πρώτη εποχή της Μεταπολίτευσης, το 1983, όταν κατατέθηκε εκ νέου στο Βρετανικό Μουσείο, από την Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, μέσω της UNESCO. Πρωτοστάτις του αγώνα για τον επαναπατρισμό των αγαλμάτων υπήρξε η ηθοποιός του ευρωπαϊκού σινεμά, Μελίνα Μερκούρη, σύζυγος του Γάλλου σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν και Υπουργός (τότε) Πολιτισμού της Ελλάδας.

Επίσκεψη της Μελίνας Μερκούρη στο Βρετανικό Μουσείο, 25 Μαΐου 1983 © PA Images via Getty Images

Οι προσπάθειες εκείνες μπορεί να μην κατάφεραν τον αρχικό τους σκοπό, όμως, γνωστοποίησαν το θέμα στους διανοούμενους της εποχής, ξεκινώντας εκ νέου τη συζήτηση στους πνευματικούς (και όχι μόνο) κύκλους. Η κοινή γνώμη φάνηκε να είναι με το μέρος της Ελλάδας, καθώς το αίτημα της Κυβέρνησης Παπανδρέου φαινόταν λογικό και δίκαιο απέναντι σε έναν «αδικημένο» από την ιστορία λαό. Αυτή, βέβαια υπήρξε η ρητορική του ΠΑΣΟΚ για πολλά χρόνια και το αίτημα ήρθε ξανά στην επικαιρότητα το 2000, όταν Κυβέρνηση της Ελλάδας ήταν στελέχη του ίδιου κόμματος. Το αντεπιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου, που σπανίως ακούγεται στην Ελλάδα, είναι πολύ πιο πρακτικό και καθόλου συναισθηματικά φορτισμένο. Είναι το επιχείρημα ότι: «Αν επιστραφούν τα γλυπτά του Παρθενώνα, τότε σειρά έχουν οι υπόλοιπες αρχαιότητες του Μουσείου που θα πρέπει να επιστραφούν στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, κλπ. Αν συμβεί και αυτό, σειρά έχουν το Λούβρο, το Μετροπόλιταν και τα άλλα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου». Ίσως να είναι ένα επιχείρημα που δεν αφορά άμεσα την Ελλάδα, όμως παραμένει ένα δυνατό επιχείρημα, που απασχολεί εκείνους που έχουν το κεφάλαιο, άρα και τη δύναμη να επηρεάζουν το παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Η συζήτηση, που έχει επανέλθει πρόσφατα στην επικαιρότητα, μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Ελλάδας στην Αγγλία, είναι φυσικά ουσιώδης και έχει κάποια αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, όσο κι αν οι άνθρωποι του πνεύματος υποστηρίζουν την προσπάθεια και όσο κι αν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας θέτουν αυτά τα επιχειρήματα «στο τραπέζι», η αλλαγή δεν θα έρθει, αν δεν υπάρξει μία λύση που να συμφέρει τα κράτη και των δύο χωρών. Αν, όμως, επιτευχθεί κάτι τόσο πρωτοφανές και η Αγγλία αποφασίσει να δώσει πίσω τα γλυπτά στην Ελλάδα, τότε η ιστορία θα γράψει πως οι λιγότερο δυνατοί καμία φορά κερδίζουν, αν δείξουν αρκετή επιμονή και οι στόχοι τους έχουν το δίκαιο με το μέρος τους.