Κοσμος

Η επιστροφή του –Λόρδου– Ντέιβιντ Κάμερον

Ο πρωθυπουργός του Brexit επιστρέφει ώστε να πετύχει, πρωτίστως για τον εαυτό του

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η επιστροφή του Ντέιβιντ Κάμερον στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών αποτελεί μια κίνηση απελπισίας, η οποία κρύβει ευκαιρίες

Από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και μετά, το μόνο σίγουρο σε ό,τι αφορά στην –συγκλονιστικά και συναρπαστικά ασταθή– βρετανική πολιτική σκηνή είναι πως ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να βαρεθείς να την παρακολουθείς. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ αναμενόταν να προχωρήσει σε έναν ανασχηματισμό, του οποίου το μόνο –ουσιαστικό– ενδιαφέρον θα ήταν η αποχώρηση της εξαιρετικά διχαστικής και πολιτικά επιβλαβής για τους Συντηρητικούς, Σουέλα Μπρέιβερμαν. Αντίθετα, επαναφέροντας τον πρώην ομόλογό του Ντέιβντ Κάμερον στην κομβική θέση του υπουργού Εξωτερικώνο Σούνακ μετέτρεψε ένα εθνικό θέμα περιορισμένης εμβέλειας σε ένα ζήτημα παγκόσμιου ενδιαφέροντος.

Η επιστροφή του –Λόρδου, πλέον– Κάμερον είναι κυριολεκτικά ιστορική, χωρίς καμία υπερβολή. Αυτό γιατί ποτέ κανείς μεταπολεμικός Βρετανός πολιτικός δεν ταύτισε τόσο πολύ το όνομά του με τόση ίντριγκα, τόσο οπορτουνισμό, τόσο ταλέντο, και –κυρίως– τόσα «τι θα είχε γίνει αν». Ο Κάμερον, ο οποίος στα τριάντα του κατάφερε να αναστήσει το πολιτικά νεκρό Συντηρητικό Κόμμα, επιστρέφει πλέον στα πενήντα του για να αναστήσει πάνω απ’ όλα τη ρημαγμένη του υστεροφημία. Μπορεί όμως στην πορεία να κάνει έστω και λίγο καλό, τόσο στη χώρα του πρωτίστως, όσο και στην κυβέρνησή του δευτερευόντως. 

Το μεγάλο χαμένο στοίχημα του 2016

Προφανώς, ο Κάμερον έχει συνδέσει πλήρως το όνομα του, όπως και την πολιτική του κληρονομιά, με το δημοψήφισμα του 2016. Στις αρχές του καλοκαιριού μιας από τις πλέον ταραχώδεις χρονιές που έχει ζήσει η παγκόσμια κοινότητα –καθώς μόνο λίγους μήνες μετά ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ– οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές πραγματοποίησαν την έκπληξη, οδηγώντας το Brexit σε οριακή νίκη επί του Bremain· το συγκεκριμένο αποτέλεσμα σήμαινε αυτομάτως πως ο Κάμερον, ο οποίος είχε υποστηρίξει ένθερμα την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, θα οδηγούνταν σε πρόωρη παραίτηση από το αξίωμά του. Άλλωστε, ο Κάμερον είχε επανεκλεγεί τον προηγούμενο μόλις χρόνο στη βρετανική πρωθυπουργία, και μάλιστα ως αυτοδύναμος πρωθυπουργός, πετυχαίνοντας μια από τις μεγαλύτερες και πιο απρόσμενες εκλογικές νίκες στην ιστορία των Συντηρητικών. Υπενθυμίζεται πως εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 2010, σχηματίζοντας ωστόσο κυβέρνηση συνεργασίας με τους, σταθερά φιλοευρωπαίους και ένθερμους υποστηρικτές του Bremain, Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Με άλλα λόγια, ο Κάμερον ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά ευρωσκεπτικιστής, καθώς ακόμα και αν υποθέσουμε πως αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, δεν θα είχε δώσει στον επίσης χαρισματικό τότε ηγέτη τους Νικ Κλεγκ τη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού.

 Η πρώτη «ύβρις» του Κάμερον σημειώθηκε με το σκωτσέζικο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας του 2014, στο οποίο είχε υποστηρίξει ξανά την παραμονή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο 

Ωστόσο, ο περισσότερο από χαρισματικός Κάμερον υπήρξε οπορτουνιστής και αυτή ήταν τελικά και η νέμεσίς του το 2016. Η πρώτη «ύβρις» του σημειώθηκε με το σκωτσέζικο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας του 2014, στο οποίο είχε υποστηρίξει ξανά την παραμονή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην ουσία, με το συγκεκριμένο δημοψήφισμα ο Κάμερον πέτυχε αυτό που νόμιζε πως θα πετύχαινε και στο δημοψήφισμα του 2016. Μετρώντας σωστά τις ισορροπίες και αψηφώντας τη δυναμική υπέρ της ανεξαρτησίας, ο Κάμερον έδωσε στους Σκωτσέζους τη δυνατότητα να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας τους εντός του Ηνωμένου Βασιλείου για τις επόμενες γενιές. Κερδίζοντας το συγκεκριμένο δημοψήφισμα θεώρησε –ορθώς– πως το ζήτημα είχε κλείσει για πάντα. Έτσι, στο πλαίσιο της επανεκλογής του το 2015, είχε υποσχεθεί στην σημαντική πολιτικά ευρωσκεπτικιστική φράξια του κόμματός του τη διεξαγωγή ενός αντίστοιχου δημοψηφίσματος, το οποίο θα έλυνε οριστικά τις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ. Για άλλη μια φορά, ο Κάμερον ήταν σίγουρος πως θα κέρδιζε, το ίδιο του το κόμμα όμως τον διέψευσε.

Μια ακόμα τεράστια ευκαιρία

Για το ίδιο το Brexit έχουν γραφτεί αναλύσεις επί αναλύσεων, και το ζήτημα πλέον αποτελεί αντικείμενο της βρετανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας, όχι της επικαιρότητας. Ωστόσο, η επιστροφή του πολιτικού, και μάλιστα στην κομβική θέση του υπουργού Εξωτερικών εν μέσω δύο παράλληλων πολέμων, δεν μπορεί παρά να αποτελεί είδηση από μόνη της. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι αν ο Κάμερον αποτελεί το κατάλληλο πρόσωπο για τη συγκεκριμένη θέση, στις παρούσες συνθήκες, τόσο εντός όσο και εκτός Βρετανίας. Προφανώς η απάντηση μπορεί να δωθεί μόνο εκ των υστέρων, ωστόσο το παράδοξο είναι πως συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό γιατί, παρά το κολοσσιαίο λάθος του το 2016, ο ίδιος χαίρει εκτίμησης στις Βρυξέλλες καθώς είχε υποστηρίξει με όλες του τις πολιτικές δυνάμεις την παραμονή της χώρας του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με τον Ρίσι Σούνακ –έναν brexiteer– να έχει κάνει πολύ συστηματική προσπάθεια έτσι ώστε το Λονδίνο να επαναπροσεγγίσει τις Βρυξέλλες σε αμοιβαία κρίσιμους τομείς, η επιστροφή του Κάμερον μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντικός παράγοντας εξελίξεων. Σε ό,τι αφορά στις βρετανό-ευρωπαϊκές σχέσεις, ο Κάμερον δεν έχει άλλο προσωπικό κεφάλαιο να απωλέσει, παρά μόνο να προσφέρει –για μία φορά χωρίς κομματικό οπορτουνισμό– τις όποιες ικανότητές του στη χώρα και την κυβέρνησή του.

Με δεδομένο πως η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο γεωπολιτικό παίκτη στο διεθνές σύστημα μετά τις ΗΠΑ, ο Σούνακ βλέπει στον Κάμερον το ιδανικότερο διαθέσιμο πολιτικό πρόσωπο για τη σύσφιξη των σίνο-βρετανικών σχέσεων

Ο Κάμερον αποτελεί μια δυνητικά καλή επιλογή καθώς έχει εξαιρετικές προσωπικές σχέσεις με την κινεζική κυβέρνηση. Με δεδομένο πως η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο γεωπολιτικό παίκτη στο διεθνές σύστημα μετά τις ΗΠΑ, αλλά και τις διαρκώς ασταθείς σχέσεις της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών με το Πεκίνο –η πρώτη για γεωπολιτικούς και η δεύτερη κυρίως για εμπορικούς λόγους–, ο Σούνακ βλέπει στον Κάμερον το ιδανικότερο διαθέσιμο πολιτικό πρόσωπο για τη σύσφιξη των σίνο-βρετανικών σχέσεων. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η πιθανή επιτυχία του Κάμερον στον συγκεκριμένο τομέα θα καταστήσει το Ηνωμένο Βασίλειο ως έναν –αν όχι τον κύριο– συνομιλητή της Δύσης με το κινεζικό καθεστώς, κάτι που θα δώσει στη σημερινή βρετανική κυβέρνηση περισσότερο κύρος, το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα. Προφανώς ο Κάμερον έκανε αρκετές άστοχες επιλογές ως πρωθυπουργός –με την εξωτερική του πολιτική απέναντι σε εγχώριες κρίσεις τρίτων χωρών, όπως η Λιβύη και η Συρία, να αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή– όμως σήμερα, τον τελευταίο λόγο θα έχει ο Σούνακ, όχι εκείνος. Με άλλα λόγια, ο Κάμερον αναμένεται να λειτουργήσει τόσο ως υπουργός Εξωτερικών, όσο και ως έμπειρος statesman, αξιοποιώντας κάτι που οι περισσότεροι ομόλογοί του δεν έχουν στις διπλωματικές τους διαδράσεις: ένα αξιοζήλευτο προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο δεν συμπληρώνεται από προσωπικό πολιτικό κόστος.

Μια ακόμα πιθανή διάψευση

Ο Ντέιβιντ Κάμερον υπήρξε και ίσως παραμένει πολιτικό φαινόμενο. Όταν ανέλαβε την τύχη του παρηκμασμένου συντηρητικού κόμματος το 2005, οι συντηρητικοί Βρετανοί ψηφοφόροι είδαν στο πρόσωπό του εκείνον που θα επέστρεφε το κόμμα τους στη διακυβέρνηση μετά από συνολικά δεκατρία χρόνια διακυβέρνησης των Εργατικών – από το 1997 και τον Τόνι Μπλερ, μέχρι και το 2010 και τον Γκόρντον Μπράουν. Στάθηκε μεν αντάξιος των περιστάσεων, όμως η υπερβολική του αυτοπεποίθηση κόστισε σε εκείνον τη βρετανική πρωθυπουργία και βύθισαν τη χώρα του σε μια ατέρμονη πολιτική αστάθεια, τα απόνερα της οποίας εξακολουθούν να προκαλούν αναταράξεις. Δεν έφερε ο Κάμερον το Brexit, χωρίς εκείνον όμως πιθανότατα η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ να μην είχε συμβεί. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς πως οι Συντηρητικοί παραμένουν στη διακυβέρνηση της χώρας εφτά χρόνια μετά την παραίτηση Κάμερον, τότε εύκολα μπορεί και να φανταστεί ένα εναλλακτικό παρόν στο οποίο ο ίδιος παραμένει μέχρι σήμερα πρωθυπουργός, σε ένα ισχυρότερο και σταθερότερο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι βέβαιο πως από όλους περισσότερο το φαντάζεται ο ίδιος.

Με μια διαφορετική ανάγνωση πάντως, η επαναφορά Κάμερον στην πολιτική σκηνή μπορεί να θεωρηθεί κίνηση απελπισίας και αποπροσανατολισμού εκ μέρους του Σούνακ

Η τοποθέτησή του στη θέση του υπουργού Εξωτερικών δίνει στον Κάμερον μια ευκαιρία να εξιλεωθεί σε προσωπικό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Ελάχιστα πολιτικά πρόσωπα των οποίων η καριέρα ανακόπηκε βίαια είχαν ποτέ μια παρόμοια ευκαιρία, κάτι που σημαίνει πως ο ίδιος δεν έχει πλέον περιθώρια να διαψεύσει ξανά τις προσδοκίες. Προφανώς, ακόμα και αν καταφέρει να λειτουργήσει εξαιρετικά από το καινούργιο του πόστο, αυτό δεν θα αρκεί ώστε να αλλάξει την Ιστορία – ειδικά παίρνοντας ως δεδομένο πως οι Συντηρητικοί υπολείπονται κατά 21% έναντι των Εργατικών (46%-25%) έναν χρόνο πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές. Με μια διαφορετική ανάγνωση πάντως, η επαναφορά Κάμερον στην πολιτική σκηνή μπορεί να θεωρηθεί κίνηση απελπισίας και αποπροσανατολισμού εκ μέρους του Σούνακ· μπορεί να είναι και έτσι, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως ο Ντέιβιντ Κάμερον, έχει τόσο την πολιτική όσο και την προσωπική δυνατότητα να είναι ένας επιτυχημένος υπουργός Εξωτερικών, σε μια εποχή που το Ηνωμένο Βασίλειο –αλλά και η Δύση– χρειάζεται μια ισχυρή και γεμάτη αυτοπεποίθηση κυβέρνηση, ώστε να ανταπεξέλθει στις τεράστιες και αλλεπάλληλες διεθνείς προκλήσεις. Η πιθανότητα να διαψεύσει ξανά τις προσδοκίες είναι μεγάλες, ακόμα και αν αυτές είναι χαμηλές για την πλειοψηφία των Βρετανών ψηφοφόρων, μένει να φανεί πιο από τα δύο πρόσωπά του θα δείξει.