- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Διακοπές στην εμπόλεμη Ουκρανία
Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος: Βιώνοντας την καθημερινότητα των Ουκρανών
Κάπου στη μέση του πουθενά. Ουκρανία, μια χώρα απέραντη. Στέκονται δίπλα, στο ένα μέτρο, αλλά δεν μιλάνε, δεν κοιτάζονται καν. Ο άνδρας, περί τα 25, φοράει μια στολή στο χρώμα της άμμου, με ραμμένα πάνω της διακριτικά για το σώμα στο οποίο ανήκει. Στη ζώνη του κρέμεται ένα μαχαίρι. Το πρόσωπό του είναι χαμηλωμένο – αποφεύγει να κοιτάξει τη γυναίκα δίπλα του. Τη μάνα του. Ο νεαρός στρατιώτης γυρίζει στο μέτωπο έπειτα από μια σύντομη άδεια. Το μίνι βαν προς το Κίεβο έχει σταματήσει σε πρατήριο βενζίνης για ανεφοδιασμό. Σ’ αυτό θα επιβιβασθεί ο στρατιώτης για την επιστροφή του. Καπνίζει, το βλέμμα του παραμένει χαμηλωμένο. Το πρόσωπό του ανέκφραστο. Δίπλα, σαν στήλη πάγου που σιγολιώνει, η μάνα του. Τον κοιτάζει αλλά δεν μιλάει, κανείς τους δεν μιλάει. Ο νεαρός παίρνει βαριές τζούρες, πετάει το τσιγάρο, αγκαλιάζει για ελάχιστα δευτερόλεπτα τη μάνα του, μπαίνει στο μίνι βαν. Η γυναίκα στέκεται εκεί, ακίνητη. Τα μάτια της κόκκινα, το βλέμμα της σκληρό, είναι έτοιμη να λυγίσει μα κρατάει. Η Βικτώρια, μέσα από το όχημα, της λέει κάτι στα γρήγορα. Η πόρτα κλείνει, φεύγουμε. Την κοιτάζω, τα μάτια της έχουν βουρκώσει. «Τι έχεις;» «Της είπα ότι ο γιος της θα επιστρέψει – ίσως είπα ψέματα...»
Οι μετακινήσεις μέσα στη χώρα είναι δύσκολες. Οι δρόμοι προς το Κίεβο είναι γεμάτοι τρύπες και πρέπει να έχεις εξασφαλίσει θέση για το μίνι βαν μέσω μιας εφαρμογής – ο πόλεμος έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τους οδηγούς. Το να ταξιδέψει κανείς με το τρένο από την πόλη του Τσερνιβτσί στα νοτιοδυτικά, προς την ουκρανική πρωτεύουσα, είναι σχεδόν αδύνατο, πρέπει να έχει κλείσει θέση πολλές ημέρες νωρίτερα. Οκτώ ώρες μετά, το όχημα μπαίνει στο Κίεβο κι εγώ ρουφάω λαίμαργα τις εικόνες γύρω μου. Μπροστά μια πινακίδα: Μπούτσα στα βορειοδυτικά. Εμείς συνεχίζουμε ευθεία ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, κατά βάση παλιά αλλά και μοντέρνα. Ο οδηγός του μίνι βαν μάς αφήνει σε έναν από τους κεντρικούς σταθμούς του τρένου. Περνάμε από «έλεγχο αεροδρομίου» – ελέγχονται οι τσάντες μας και εμείς οι ίδιοι. Γύρω μας πάνοπλοι άντρες περιπολούν. Στο μετρό τα πράγματα είναι απλά. Μπαίνεις χωρίς έλεγχο, πληρώνεις απευθείας με την τραπεζική σου κάρτα στο μηχάνημα, χωρίς έκδοση εισιτηρίου και κατέρχεσαι στα έγκατα της γης. Οι σταθμοί στο Κίεβο έχουν μεγάλο βάθος, λειτουργούν και σαν καταφύγια. Οι κυλιόμενες σκάλες κινούνταν τώρα ράθυμα προς τα κάτω. Έχω τον χρόνο να παρατηρήσω τα βλέμματα των ανθρώπων γύρω μου, προσπαθώ να καταλάβω πώς νιώθουν. Βλέπω μάτια ανέκφραστα, ταλαιπωρημένα, μέσα στα οποία αποτυπώνεται η συλλογική κατάθλιψη των Ουκρανών μετά την εισβολή. Οι ειδήσεις που φτάνουν από τα μέτωπα, το διαρκές άγχος, ο φόβος για τους δικούς τους ανθρώπους που πολεμούν στην πρώτη γραμμή.
Είναι Παρασκευή μεσημέρι και τον ουρανό του Κιέβου καλύπτουν μεγάλα λευκά σύννεφα σαν βαμβάκι. Τέλη Ιουλίου, η θερμοκρασία κοντά στους 28-29 βαθμούς Κελσίου. Εμείς περπατάμε σε ένα σύμπλεγμα διαδρόμων κάτω από τη γη και παρατηρώ τα πάντα, απορροφώ σαν σφουγγάρι κάθε εικόνα. Βγαίνουμε στην επιφάνεια, στην πλατεία της Ανεξαρτησίας, γνωστή κι ως Μαϊντάν. Μπροστά μας ορθώνεται το άγαλμα που συμβολίζει την Ουκρανική Ανεξαρτησία, μία γυναίκα με βλέμμα περήφανο. Γλύπτης του ο ελληνικής καταγωγής Ανατόλι Κουσχ και μοντέλο η κόρη του Χριστίνα Κατράκη, την οποία συναντώ στην πλατεία λίγο μετά, μαζί με τον σύζυγό της Ρόμαν, με ρίζες ελληνικές και εκείνος από την Οδησσό.
Το Κίεβο είναι πόλη γεμάτη θύμησες. Η Μαϊντάν, στις αρχές του 2014, υπήρξε πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα στους φιλοευρωπαίους Ουκρανούς και την τότε φιλορωσική κυβέρνηση. Η ανάμνηση από την αιματοχυσία είναι ορατή παντού. Φωτογραφίες νεκρών σε κοιτάζουν από κάθε σημείο, κάθε τόσο υψώνεται μπροστά σου κι ένα μικρό Ηρώο, μια διαρκής τιμή σε αυτούς που έφυγαν. Η Ουκρανία είναι μια χώρα με ισχυρή μνήμη. Στο κέντρο, σε ένα ύψωμα πάνω από τον Δνείπερο ποταμό, ορθώνεται το μνημείο του Γολόντομορ, του μεγάλου λιμού. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, υπάρχει ένα πάρκο σε παλιό νεκροταφείο – πολλές ιστορίες, πολύ αίμα, πολύς πόνος. Η Ουκρανία είναι χώρα μαχητών. Και τώρα ξανά πόλεμος. Χρόνος Ενεστώτας...
Η Χριστίνα Κατράκη με ξεναγεί στο κέντρο του Κιέβου με τις μεγάλες εκκλησίες σε έντονα χρώματα και τα μοναστήρια. Σε έναν μακρύ τοίχο στην εξωτερική περίμετρο της Μονής του Αγίου Μιχαήλ είναι κρεμασμένες φωτογραφίες νεαρών –κυρίως ανδρών– που έπεσαν τώρα στον πόλεμο. Δίπλα στους ναούς, σαν προσκυνητάρι. Και λίγο παρακάτω στο άνοιγμα της πλατείας, μια σειρά διαλυμένα τεθωρακισμένα του ρωσικού στρατού, τοποθετημένα εκεί σαν εικόνα νίκης, και υπόμνηση μαζί, του πολέμου που εξελίσσεται.
Τα κτίρια είναι επιβλητικά, οι δρόμοι πεντακάθαροι. Μπροστά μας ο Δνείπερος. Διασχίζουμε μια καινούργια αερογέφυρα, κατά τόπους διάφανη, στην οποία διέρχονται αδιάκοπα πεζοί. Ένα ζευγάρι νεαρών αγκαλιάζεται, κοιτάνε μακριά στον ορίζοντα, ανταλλάσσουν φιλιά. Δίπλα τους, ένας μεσήλικας απαγγέλλει ποίηση συνοδεία μιας αυτοσχέδιας ηχητικής κατασκευής. Η φωνή του είναι βαθιά και ρομαντική, διαχέεται στον χώρο. Ξαφνικά ακούγεται ο συριστικός ήχος της σειρήνας προειδοποίησης. Κανείς δεν σταματά ό,τι κάνει. Ο κύριος συνεχίζει να απαγγέλλει ποίηση, το ζευγάρι συνεχίζει να φιλιέται, οι πεζοί συνεχίζουν τη βόλτα τους – η σειρήνα σφυρίζει αλλά κανείς δεν φεύγει, λες κι η ζωή διεκδικεί πεισματικά να επιστρέψει στην προηγούμενη γνώριμη κανονικότητα. Κοντοστέκομαι. Από κάτω διέρχονται αυτοκίνητα. Τις πρώτες ημέρες της εισβολής μια ρουκέτα εξερράγη εκεί κι άνοιξε έναν μεγάλο κρατήρα, τώρα όμως τίποτα δεν είναι ορατό, εκτός από μια μικρή μαύρη σκιά που οι Ουκρανοί δεν θέλουν να τη βλέπουν ή την έχουν συνηθίσει και δεν της δίνουν πια σημασία.
Στις 21:30 καθόμαστε σε μια πιτσαρία μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από τη Μαϊντάν. Το κορίτσι που σερβίρει μας προειδοποιεί ότι έχουμε μόλις μισή ώρα χρόνο για να φάμε. Πρέπει να βιαστούμε και να φύγουμε. Φέρνει την πίτσα –νόστιμη– μαζί με ένα ποτήρι λευκό κρασί. Έρχεται ξανά και ξανά: «Πρέπει να τελειώσετε, στις 22:00 κλείνουμε». Όση ώρα τρώμε ένας πλανόδιος τραγουδιστής απέναντί μας γεμίζει την πόλη ήχους ουκρανικής ροκ συνοδεία της κιθάρας του. Στις 21:55 το κορίτσι μάς πλησιάζει με ένα αγχωμένο χαμόγελο και μας ειδοποιεί ότι το μαγαζί κλείνει. Πληρώνουμε, μας ευχαριστεί και ζητάει συγγνώμη. Στις δέκα θα κλείσουν τα πάντα, στις 12 αρχίζει η απαγόρευση της κυκλοφορίας που διαρκεί έως τις 5 το πρωί.
Μέσα στη Μαϊντάν νεαροί σχηματίζουν κύκλο γύρω από κάποιον που τραγουδάει παλιά ουκρανικά τραγούδια τα οποία υμνούν τον έρωτα και τους ατελείωτους αγώνες των Ουκρανών. Μια ομάδα νέων ανδρών στήνει γύρω του έναν τρελό, εκστατικό χορό. Οι Ουκρανοί δεν εκφράζονται εύκολα, τ’ αγόρια αυτά όμως είναι σε ηλικία που από στιγμή σε στιγμή θα κληθούν στο μέτωπο. Στις 11 και κάτι ο τραγουδιστής κλείνει το μικρόφωνο και μαζεύει τα πράγματά του. Η πλατεία ερημώνει. Μετά τις 12 στη Μαϊντάν ξεχωρίζουν μόνο οι μπλε φάροι από τα περιπολικά. Σπανίως περνάει κάποιο όχημα, το οποίο η αστυνομία σταματάει για έλεγχο.
Τσερνιβτσί, μια πόλη ασφαλής
Τρία 24ωρα νωρίτερα, 4 το πρωί. Απόλυτη ησυχία. Δεν κουνιέται φύλλο. Το αυτοκίνητο διασχίζει αργά την κεντρική λεωφόρο του Τσερνιβτσί, της ουκρανικής πόλης στο νοτιοδυτικό τμήμα, η οποία απολαμβάνει μία σχετική ασφάλεια. Είναι από τις ελάχιστες που δεν έχει δεχθεί επίθεση, ο πόλεμος όμως είναι κι εδώ. Από τις 12 τα μεσάνυχτα έως τις 5 το πρωί η απαγόρευση κυκλοφορίας τηρείται ευλαβικά. Τα πάντα σκοτεινά, η ησυχία διακόπτεται περιστασιακά από τους ήχους ενός οχήματος που αγκομαχά στους λιθόστρωτους δρόμους – οι ρόδες ζορίζονται από στις λακκούβες. Φτάνουμε στην Κομπιλιάνσκα, στον εμβληματικό πεζόδρομο της πόλης. Δεν υπάρχει ψυχή. Στο νου μου επιστρέφουν οι βόλτες στη νεκρική σιγή της αθηναϊκής καραντίνας, τώρα ακούγονται μόνο οι τροχοί της βαλίτσας μου. Σκοτάδι μπροστά από το ξενοδοχείο, είναι χωμένο σε μία μικρή στοά. Η ρεσεψιονίστ αργεί να απαντήσει, τα αγγλικά της δεν είναι καλά. Μετά τις 4 μπαίνω στο δωμάτιο. Το ταξίδι μου έχει ξεκινήσει ακριβώς πριν από 12 ώρες.
Δεν είναι εύκολο να φτάσεις στην Ουκρανία, όπου από τον Φεβρουάριο του 2022 εξελίσσεται πόλεμος. Και μόνο το άκουσμα ότι θα την επισκεφθείς, προκαλεί σειρά περίεργων βλεμμάτων και ποικίλων αντιδράσεων. Κοντά στα μεσάνυχτα, λίγο πριν η Δευτέρα γίνει Τρίτη, το αεροσκάφος προσγειώθηκε στη Σουεσάβα, μία μικρή πόλη στον βορρά της Ρουμανίας, αφού προηγουμένως ζήσαμε ένα γεμάτο άγχος τράνζιτ στο Βουκουρέστι. Ο χάρτης της Google δείχνει μια μπλε κουκκίδα στη μέση του πουθενά. Το αεροδρόμιο μικρό, αδιάφορο. Δεν υπάρχει ούτε μαγαζί να αγοράσεις νερό. Τριγύρω κόσμος κοιμάται, περιμένει την πρωινή του πτήση. Δύο ώρες μετά, περί τη 1 το πρωί, φτάνει ένα μίνι βαν το οποίο έχει ήδη κάνει μια διαδρομή περίπου 1,5 ώρας από την Ουκρανία. Με παραλαμβάνει. Βαθύ σκοτάδι μέχρι τα σύνορα. Στο ρουμανικό κομμάτι το ελληνικό διαβατήριο χρειάζεται μόλις μια ματιά, στο ουκρανικό όμως ζητούν να βγω από το όχημα και να δουν το πρόσωπό μου. Περνάμε. Βλέπω στην οθόνη του κινητού ότι η κουκκίδα κινείται εντός της Ουκρανίας. Δέος. Είμαι σε χώρα όπου εξελίσσεται πόλεμος – και μόνον η σκέψη είναι ανατριχιαστική.
Στις 9 το πρωί πετάγομαι από το κρεβάτι, ακούω τον εθνικό ύμνο. Είχα διαβάσει στους New York Times ότι καθημερινά εκείνη την ώρα τα πάντα σταματάνε για 3 λεπτά, μία αδιάκοπη τιμή στους πεσόντες του πολέμου. Βγαίνω στο παράθυρο και βλέπω την πόλη, νωρίτερα δεν είχα καταφέρει να διακρίνω τίποτα. Από κάτω βρίσκεται ένα γραφείο της στρατονομίας. Η παρουσία μου, και δη με το κινητό τηλέφωνο στο χέρι, τους ενοχλεί. Μου βάζουν τις φωνές, «όχι βίντεο». Μπαίνω μέσα. Κάθε πρωί ξυπνούσα με τον εθνικό ύμνο της Ουκρανίας.
Πρωινό στην Κομπιλιάνσκα και βρίσκω ευκαιρία να παρατηρήσω τα πάντα γύρω μου: κάθε κτίριο, κάθε λιθόστρωτο, αλλά περισσότερο μένω στα βλέμματα. Κοιτάζω τους Ουκρανούς στα μάτια. Παρακολουθώ τις κινήσεις τους, πώς βαδίζουν, πώς βιώνουν τη συγκυρία. Πίνω καφέ. Διαβάζω στο διαδίκτυο τις ειδήσεις για τις φωτιές στη Ρόδο, τον τόπο της καταγωγής μου. Η Βικτώρια με ρωτάει «Ακούς τις σειρήνες;» Δεν το είχα καταλάβει. Σε όλη την πόλη ηχεί ένας επίμονος, απειλητικός ήχος. Μου δείχνει την εφαρμογή στο κινητό της στην οποία απεικονίζεται ο χάρτης της Ουκρανίας, έχουν κοκκινίσει τα σημεία στα οποία ενδέχεται να υπάρξει πυραυλική επίθεση. Όλη η χώρα είναι κόκκινη. Ρωτάω τι πρέπει να κάνουμε… Κοιτάζω τριγύρω, τα πάντα κυλάνε όπως πριν. Για ένα διάστημα οι πάντες έσπευδαν στα καταφύγια. Τώρα έχουν επιλέξει την κανονική τους ζωή, με πείσμα. Ακούς τις σειρήνες κι όλοι συνεχίζουν ό,τι έκαναν. Ίσως πρόκειται για πράξη αντίστασης, ένα μήνυμα ότι «δεν φοβόμαστε». Πιθανόν να είναι η δύναμη της συνήθειας. Μέχρι κι εγώ το συνήθισα, δεν έδινα σημασία μετά από κάποιο ορισμένο διάστημα. Μία ημέρα, ωστόσο, η Βικτώρια στο άκουσμα της σειρήνας τα έχασε, αγχώθηκε. Προσπαθούσα να την καθυσηχάσω υπογραμμίζοντας ότι είμαστε σε ασφαλή περιοχή. «Είμαστε, αλλά αυτή τη στιγμή άνθρωποι ενδέχεται να χάσουν τη ζωή τους ή την περιουσία τους. Ο πόλεμος συνεχίζεται» μου αντιγύρισε.
Στην κεντρική πλατεία δεσπόζει το άγαλμα του Ταράς Σεβτσένκο, του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας. Πίσω του, ως ογκώδες φόντο, η σημαία της Ουκρανίας. Εκεί έχουν τοποθετηθεί εκατοντάδες φωτογραφίες με τους νεκρούς στρατιώτες, ένας ακόμα τοίχος μνήμης – οι Ουκρανοί το υπογραμμίζουν συνέχεια, ο πόλεμος άρχισε το 2014, όχι το 2022. Ο αριθμός των πορτρέτων αυξάνεται διαρκώς. Η Βικτώρια μου δείχνει τα παιδιά που παίζουν δίπλα στους πίδακες του σιντριβανιού. Νομίζω ότι μου ζητάει να φωτογραφίσω το σκηνικό, βγάζω το κινητό, τραβάω ένα πλάνο, στο πρόσωπό της έχει σχηματιστεί ένα πικρό χαμόγελο. «Σε τόσες περιπτώσεις, παιδιά έπαιζαν ανέμελα με τους γονείς τους και μια ρουκέτα απλά τους τερμάτισε τη ζωή. Θυμάσαι στον σταθμό του τρένου στο Κραματόρσκ;» Δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσεις τη (νέα) καθημερινότητα των Ουκρανών, να «διαβάσεις» το μυαλό τους, πολλώ δε μάλλον όταν προέρχεσαι από μια χώρα με απόλυτη ασφάλεια. «Θέλεις να πάμε στο νεκροταφείο; Αντέχεις;». Απαντώ καταφατικά. Για να καταλάβεις τη χώρα, πρέπει να τη ζήσεις. Παντού.
Το κεντρικό νεκροταφείο βρίσκεται στα νότια προάστια της πόλης. Η εικόνα είναι δύσκολη. Από μακριά διακρίνονται οι σημαίες και τα στεφάνια, μπλε και κίτρινο. Εργάτες σκάβουν συνέχεια. Η είσοδος έχει ξηλωθεί, ο χώρος στάθμευσης μετακινήθηκε προς τα έξω. Άνοιξε χώρος για περισσότερους τάφους. Κι ένα κτίριο διοίκησης γκρεμίστηκε. Σιγή, μόνο ένα ελαφρό αεράκι δίνει κίνηση στις σημαίες, ανεμίζουν ράθυμα. Εργάτες καπνίζουν και σκάβουν. Είναι 50άρηδες, ίσως νιώθουν τυχεροί που είναι εκεί κι όχι στο ανατολικό μέτωπο. Οι παλαιότεροι τάφοι έχουν μεγάλες φωτογραφίες των νεκρών τους, και κάποια στοιχεία. Σε ποια μονάδα υπηρέτησε, πού πολέμησε, πότε έπεσε για την πατρίδα. Βλέπουμε τον τάφο μιας νέας γυναίκας. Στη φωτογραφία φοράει στολή παραλλαγής. Ήταν έγκυος. Πέθανε πολεμώντας.
Για να ακτινογραφήσεις την ψυχή μιας χώρας σε πόλεμο ίσως πρέπει να κινηθείς πέραν της δημοσιογραφικής συμβατικότητας (συνεντεύξεις με πολιτικούς, ειδικούς κ.λπ.), βιώνοντας την καθημερινότητα των Ουκρανών. Να παρατηρείς τις κινήσεις, τα βλέμματα. Τα κουρασμένα μα περήφανα μάτια μιας ηλικιωμένης στη λαϊκή αγορά που κάθεται κατάχαμα και πουλάει χόρτα. Το ευγενικό χαμόγελο μιας άλλης κυρίας που πουλάει λουλούδια. Τον βηματισμό στον δρόμο που είναι συνήθως αργός, ήπιος. Τους στρατονόμους που με πλησίασαν καθότι άνδρας σε ηλικία ικανή για μάχη – μόλις κατάλαβαν ότι είμαι Έλληνας έφυγαν χωρίς αντίο. Τους άνδρες που έμειναν πίσω, προστάτες γαρ, για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας, να προστρέξουν σε γονείς αρρώστους και ηλικιωμένους, άνδρες που έχασαν τη γυναίκα τους και μεγαλώνουν μόνοι τα παιδιά τους. Τις παρέες των νέων που χαμογελούν, δεν μπορούν παρά να ζήσουν. Τα ζευγάρια που ερωτεύθηκαν και το αγόρι θα πάει στο μέτωπο λίγο μετά. Τους φοιτητές που ξέρουν ότι είναι το μέλλον της χώρας. Και το μίσος. Το μίσος απέναντι στον Πούτιν, στους Ρώσους, στη Ρωσία. Μίσος που αναβλύζει, μίσος που αν δεν νιώσεις το βίωμά τους, τον πόνο τους, το αδιάκοπο άγχος τους, δεν είναι δυνατόν να το καταλάβεις.
Στα γενέθλιά της, η 70χρονη Βέρα, ψυχίατρος υψηλού προφίλ, άνοιξε το σπίτι της επί 2 μέρες για τις επισκέψεις των φίλων που αδιάκοπα περνούσαν, της έφερναν λουλούδια, τους κερνούσε ποτό και φαγητό, λίγο μετά έφευγαν. Ο Γεβγέν και η Ολένα, 40ρηδες δικηγόροι, ωραίο και μετρημένο ζευγάρι, μου λένε ότι στην αρχή της εισβολής έστειλαν τις κόρες τους, 8 και 10 ετών, μαζί με τη γιαγιά στον Μαραθώνα. Έμειναν τρεις μήνες μακριά. Ρωτάω την Ολένα, γιατί δεν ακολούθησε. «Δεν μπορούσα να χάσω τη δουλειά μου, δεν ήθελα να αφήσω πίσω τον άνδρα μου». Ο Γεβγέν την κοιτάζει σιωπηλός. Οι άνδρες, όσο διαρκεί ο πόλεμος, δεν μπορούν να βγουν από τη χώρα. Ανταλλάσσουμε χειραψία. «Μετά το τέλος του πολέμου να έρθετε στη Ρόδο» του λέω. Με κοιτάζει, μου σφίγγει το χέρι, βλέπω τα μάτια του που έχουν βουρκώσει.
Η Βέρα δεν θέλησε να της τραγουδήσουν τα «χρόνια πολλά», ζήτησε να υψώσουμε τα ποτήρια με το κρασί για τη νίκη της Ουκρανίας. Έτσι ακριβώς είχε κάνει η Χριστίνα Κατράκη κι ο Ρόμαν, όταν τσουγκρίσαμε μπουκάλια μπίρας στα γενέθλιά μου στο λόμπι του ξενοδοχείου Ukraine στο Κίεβο. Δεν λέμε «γεια μας», αλλά «με τη νίκη».